Fractal

Η θάλασσα μέσα μας

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μιχάλης Μακρόπουλος «Η Θάλασσα», εκδ. Κίχλη, σελ. 80

 

«Ο πατέρας μου όλο έλεγε πως θα μας πήγαινε να τη δούμε μα ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μ’ άρεσε πιο πολύ έτσι, που μπορούσα να τη βλέπω με το νου μου».

Ένα κορίτσι σε ένα ορεινό χωριό ονειρεύεται τη θάλασσα, επιζεί  «ευτυχώς γιατί είχα τη θάλασσά μου μες το σκοτάδι να μου κρατάει συντροφιά». Αναγνωρίζει ότι σε «όλα τα περιγράμματα, ως και της πιο μικρής πέτρας και του πιο ταπεινού χόρτου, είχανε στο τελείωμά τους κάτι άυλο, σαν πινελιά που το χρώμα κύλησε λίγο στις άκρες της, προτού το ρουφήξει το χαρτί», την ψυχή των πραγμάτων και όταν πέφτει στα χέρια της κι αυτό το θαλασσινό, «”Είναι αμμωνίτης”, είπε’ “ένα προϊστορικό θαλασσινό πλάσμα. Τι δουλειά έχει εδώ πάνω στο βουνό διακόσια χιλιόμετρα μακριά απ’ τη θάλασσα;”», κατάλαβε πως κάποτε η θάλασσα μπορεί και να ήταν παντού, ακόμα και στο δικό της μικρό χωριό. Και ταυτοχρόνως βλέπει από την τηλεόραση την καταστροφή του πλανήτη’ τους πάγους να λιώνουν, να φανερώνεται ένας αρχαίος μετεωρίτης και ο ένας μετά τον άλλον να αρρωσταίνουν με την αρρώστια του μετεωρίτη, και να γλυτώνουν μονάχα όσοι έχουν την μετάλλαξη.

Το κορίτσι έτυχε να έχει τη μετάλλαξη κι έτσι βρίσκεται μαζί με όλους τους «μεταλλαγμένους» στις υπόγειες πόλεις, να δουλεύει στα θερμοκήπια, και να μη μπορεί να ζωγραφίσει πια. Παρηγοριά της, τα σπαράγματα μνήμης από τη παιδική της ζωή, και όσο για τον ήλιο «ιδέα κι ενέργεια» πια, «εξακολουθούσαμε να ζούμε χάρη σ’ αυτόν, αλλά δεν μας ζωογονούσε πια».

Εκεί θα βιώσει έναν άλλο εαυτό που είναι ταυτοχρόνως απέναντι και παντού: «Ένιωθα πως ήμουν παντού, μοιρασμένη στα πάντα, και ταυτόχρονα στεκόμουν απέναντι σε καθετί σαν αντίκρυ σε καθρέφτη’ μα αν αυτό ήταν εγωισμός, ήταν εξίσου νοιάξιμο, γιατί αναγνώριζα έτσι στα πάντα ένα βάθος. Μια πέτρα δεν ήταν ποτέ απλώς μια πέτρα. Ένα πουλί δεν ήταν ποτέ απλώς ένα πουλί. Ένα σύννεφο δεν ήταν ποτέ απλώς ένα περαστικό σύννεφο».

Όταν θα γνωρίσει την Ιωάννα ξαφνικά θα θελήσει να δει τα μάτια της έξω στον ήλιο. Θα νοσταλγήσει την Θάλασσα που ποτέ της δεν γνώρισε αληθινά. Και μαζί της θα φύγει για να πάνε στη θάλασσα.

Με εφόδια σκηνές από ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι με πλάσματα που ανακαλύπτουν εξ αρχής τα ελάχιστα βασικά: τη γυναίκα που περιμένει έναν άντρα καπνίζοντας στο φράκτη [Καθρέφτης], το παιδί που ποτίζει ένα ξερόκλαδο και το βλέπει να ανθίζει [Θυσία], το άρρωστο κορίτσι με την υπερφυσική δύναμη που μετακινεί τα αντικείμενα [Στάλκερ], τον γερασμένο εαυτό να σκοτώνεται μπροστά στον παλιό νεαρό [La Jetée του Κρις Μαρκέρ].

Με σπαράγματα σαν ψηφιδωτά από ζωή, τέχνη, αντικείμενα που διαθέτουν ζωή και μυστικά, το κορίτσι αφηγείται μια ιστορία καταστροφής και αναγέννησης, τελικά: διότι τα δυο κορίτσια θα φτάσουν στη θάλασσα. Και θα αξιωθούν να δουν να γεννιέται ο νέος άνθρωπος, ένας καινούργιος ουρανός και μια καινούργια γη.

Με μότο εκκλησιαστικά κείμενα από την Αποκάλυψη, την Γένεση και τον ανακτημένο χρόνο του Προυστ, ο Μιχάλης Μακρόπουλος ανακαλύπτει την ψυχή των πραγμάτων και τη δυναμική της ζωής που δεν τελειώνει ποτέ. Το θεϊκό στοιχείο της θάλασσας που είναι παντού και μέσα μας και ξαναστήνει το νέο χάρτη εξαρχής. Άλλωστε για να βρουν την θάλασσα, δυο άνθρωποι αρκούν.

 

Μιχάλης Μακρόπουλος

 

Χρησιμοποιώντας την επιστημονική φαντασία ως κέλυφος [το έχει κάνει κι ο Ταρκόφσκι και άλλοι, όταν η πραγματικότητα τους απειλεί και μας ξεπερνά], ερμηνεύει φιλοσοφικά, ποιητικά, θεοσοφικά το αναλλοίωτο της ζωής. Και εγκιβωτίζοντας σύμβολα σε μια ιστορία περιπλάνησης και καταστροφής [η ίδια η θάλασσα καταρχάς, η μικρή πέτρα που βρίσκει η κοπέλα στο βουνό και το σχήμα της είναι ολόιδιο μ’ αυτό του γιγάντιου μετεωρίτη, το κλειδί που την περιμένει πίσω απ’ το παντζούρι για να ανοίξει μ’ αυτό το έρημο σπίτι της, στο γυρισμό της είκοσι χρόνια μετά, και το ίδιο κλειδί που το βρίσκει ξανά, σκουριασμένο και άχρηστο τώρα, στον πυθμένα της θάλασσας], ξαναζεί κυριολεκτικά εκείνη τη σκηνή της Αποκάλυψης: «Και είδον ουρανόν και γην καινήν• ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι»
(Τότε είδα έναν καινούργιο ουρανό και μια καινούργια γη• ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη χάθηκαν, κι η θάλασσα δεν υπάρχει πια).

Με εξώφυλλο φωτογραφία του συγγραφέα «Στον Άι-Γιάννη με κύμα» ο Μιχάλης Μακρόπουλος μας χαρίζει σε μια πραγματικά αναστάσιμη και αλληγορική νουβέλα, τον καινούργιο άνθρωπο, τον καινούργιο ουρανό, την καινούργια γη, τη νέα εποχή. Χτίζοντας με τα απολύτως απαραίτητα: ό,τι αξίζει, τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο, τα τιμαλφή. Συνεχίζοντας ό,τι ξεκίνησε με την «Τσότσηγια &’Ωμ» (Κίχλη 2017) και το «Μαύρο νερό» (Κίχλη 2019).

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top