Fractal

Πρόσωπα και χαρακτήρες στη νέα συλλογή διηγημάτων της Εύας Στάμου

Από την Κλεοπάτρα Λυμπέρη //

 

Εύα Στάμου “Τα κορίτσια που γελούν” (Εκδόσεις Αρμός, 2018)

 

Η Εύα Στάμου είναι γνωστή για τη διπλή ιδιότητα της συγγραφέως και της ψυχοθεραπεύτριας. Στη νέα της συλλογή διηγημάτων, ξετυλίγει ξανά την αφηγηματική της δυνατότητα αναπαράστασης εσωτερικών τοπίων, που αναδεικνύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρώων της, αλλά και την ίδια την κειμενική δράση. Σε ένα κριτικό σημειωμά μου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ (τεύχος 116), έχω ασχοληθεί διεξοδικά με τη γλώσσα, τις δομές και τη συνολική λογοτεχνική υπόσταση του παρόντος έργου. Εδώ θα καταθέσω μερικές σκέψεις για τα ανθρώπινα «πορτραίτα» της Στάμου, αυτές τις περσόνες, που η συγγραφική γραφίδα σχεδίασε, με σκοπό να φωτίσει τις ιδιαιτερότητες της συναισθηματικής ζωής.

Στο αφήγημα Τα κορίτσια που γελούν, συναντάμε το ψυχογράφημα της χωρισμένης γυναίκας που επιχειρεί να ανοιχτεί ξανά στις ερωτικές σχέσεις. Εντούτοις το αληθινό θέμα εδώ είναι ένα κοινωνικό κατεστημένο που αφορά στην ηλικία της γυναίκας. Η Στάμου θέτει δυο καίρια ερωτήματα: Πώς επιδρά στον γυναικείο ψυχισμό το ορόσημο των 40 χρόνων; Η  νεότητα της γυναίκας αποτελεί κλασσικό αβαντάζ στο παζάρι του σχετίζεσθαι με το άλλο φύλο; (Αισθάνομαι, ότι τα δυο αυτά ερωτήματα ακολουθούνται και από μια τρίτη υποβόσκουσα ερώτηση, σχετικά με τον χρόνο ωρίμανσης του ανθρώπου γενικώς.) Η ηρωίδα-Μαριάνθη απεικονίζει την τυπική γυναίκα που παρά την εμπειρία του γάμου, δεν έχει αποκτήσει μια ουσιαστική σχέση με τον εαυτό της. Ο φόβος, η ανασφάλεια, η συσσωρευμένη απογοήτευση, το αίσθημα της ήττας, αλλά και η κρυφή ενοχή της απέναντι σε αυτή την ήττα, (την οποία προβάλλει μόνο πάνω στον άντρα αντί να συνειδητοποιεί το μερίδιο της προσωπικής της ευθύνης), είναι στοιχεία που επικρατούν στη συναισθηματική της ζωή. Η ίδια παρουσιάζεται σφιγμένη, δύσπιστη, κριτική, με πλήρη έλλειψη αυτοεκτίμησης και μια σχετική σύγχυση, αφού εστιάζεται «στη χαμένη νεότητα» θεωρώντας ότι η ηλικία της μπορεί να γίνει εμπόδιο για τον έρωτα, τη ζωή, τη  συνύπαρξη με το άλλο φύλο. Η σύγκρισή της με τα νεαρά κορίτσια, ο τρόπος που βλέπει τη χαριτωμένη τους αφέλεια, είναι η ασυνείδητη ανάγκη που έχει η ίδια να νιώσει ανώτερη, να δικαιώσει το ρόλο της στον χωρισμό της, κατηγορώντας τον «ανώριμο» άνθρωπο γενικώς, ενώ και η ίδια είναι επίσης ανώριμη γιατί βλέπει επιφανειακά. Η Στάμου μας δείχνει την αλλοτριωμένη γυναίκα, τη συμπιεσμένη από τα ανδρικά κοινωνικά πρότυπα αιώνων, μια ύπαρξη, που αν και «μεγάλωσε» ηλικιακά, δεν καταφέρνει να υποστηρίξει «ως μεγάλη» τον εαυτό της.

Μια μοναχική ηρωίδα συναντάμε και στο αφήγημα Δείπνο, όπου εξετάζεται το κοινωνικό στερεότυπο που ονομάζει «προβληματική» την άνευ ερωτικής σχέσης γυναίκα. Αν και η ηρωίδα της Στάμου απορρίπτει αυτή τη θέση, η ίδια παρουσιάζεται ως συμπλεγματική ύπαρξη, ανασφαλής με τη θηλυκή της ταυτότητα. Υπάρχει επομένως κι εδώ μια ψυχική δυσκαμψία, ένας φόβος, από τον οποίο γεννιέται η υπερβολική κριτική στάση προς τον άντρα, μια υποτίμηση που δημιουργεί αποστάσεις. Η συμπεριφορά του παρ’ ολίγον βιαστή της Λήδας (ο οποίος υπηρετεί τα γνωστά κοινωνικά στερεότυπα για την ανέραστη γυναίκα και την «υπεροχή του φαλλού» – όπως θα έλεγε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ), δικαιολογεί βεβαίως το πώς χτίζεται εκατέρωθεν αυτή η απόσταση.

Η περσόνα της Αλίκης, στο αφήγημα Το τέλειο σχέδιο, δείχνει έναν πιο ακραίο ψυχισμό. Εδώ υπάρχει η επιθυμία της διακινδύνευσης και της ανατρεπτικότητας, ο φαντασιακός σχεδιασμός που αντισταθμίζει τη θλίψη μιας άχρωμης ζωής. Η ιδέα της ηρωίδας για έναν «φόνο χωρίς αιτία», στην ουσία αποτυπώνει την ανάγκη για ελευθερία, την ανάγκη για την κατάργηση της ηθικής και των προσωπικών ορίων, κι ακόμη, την αποδοχή κάθε απωθημένης επιθετικότητας. Συμβολίζει όμως και την πείνα για αληθινή ζωή, τη δίψα για την ίδια την έννοια του «ζωντανού». Στον απόηχο του Dada που έδρασε και δημιούργησε πάνω στην τάση ενός «εσκεμμένου παραλογισμού», η Αλίκη κάνει τη ζωή της τέχνη του παραλόγου, ελπίζοντας έτσι να γεννήσει κάτι  φλογερό μέσα της και γύρω της.

 

Εύα Στάμου

 

Ολοκληρωμένο ψυχικό στίγμα μας δίνει η Στάμου και για τον Σπύρο, τον ήρωά της στο αφήγημα Βοστώνη. Πρόκειται για ένα γνωστό αντρικό μοντέλο: Ο Σπύρος, ενώ εξαρτά τον ανδρισμό του από το διαρκές κυνήγι του άλλου φύλου, αυτοπροσδιορίζεται από την ανάγκη για σταθερότητα και επαναληπτικότητα, κάτι που εξασφαλίζεται αποκλειστικά από τη μόνιμη σχέση, έστω και με το αντίτιμο της πλήξης. Η ζηλότυπη συμπεριφορά του, η χειριστικότητα, η ανασφάλεια και η κρυψίνοια, απλώς πιστοποιούν ένα έλλειμμα ωρίμανσης: Προτιμά να αγαπιέται και όχι να αγαπά, και άρα δεν έχει κόψει ακόμη τον μητρικό ομφάλιο λώρο. Το σχήμα αυτό, όπου κάποιος επιλέγει τη συμβίωση για να εξασφαλίζει  προσωπική ισορροπία και ταυτοχρόνως δρα διαλυτικά προς αυτήν (γιατί, κατά βάθος, απειλείται από τη στενότερη σύνδεση με το Άλλο), είναι λίγο πολύ γνωστό. Ο Σπύρος αντιπροσωπεύει τη συνηθισμένη περίπτωση του ανθρώπου που κρατά μια άψογη εξωτερική στάση, υπερασπιζόμενος κοινωνικά την εικόνα του, ενώ μέσα του παραμένει χαώδης,  ένα τρομαγμένο παιδί χωρίς συγκρότηση και έρμα.

Έχοντας διαγράψει μια επιτυχημένη καλλιτεχνική πορεία στη συγγραφή, η Εύα Στάμου αθροίζει στο έργο της (ακόμη και αν αυτό δεν βρίσκεται συνειδητά στις προθέσεις της) το επιστημονικό της βλέμμα. Έτσι, μαζί με την όποια λογοτεχνική απόλαυση, προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να μελετήσει τα βαθύτερα ψυχικά στοιχεία, που καθορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων. Ένα βιβλίο με βαθύτερη διαστρωμάτωση και ολοκληρωμένους χαρακτήρες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top