Η παθογένεια της ιδεολογίας
Γράφει η Εύα Στάμου //
Μαΐρ Γκουβέν, «Μεγάλος Αδερφός», Μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Ίκαρος, 2019
Ο Μεγάλος Αδερφός είναι το εντυπωσιακό, λογοτεχνικό ντεμπούτο του Mαΐρ Γκουβέν, νεαρού απόφοιτου της Sorbonne και του Paris-Sud, με μητέρα από την Τουρκία και Κούρδο πατέρα, που απέσπασε το βραβείο Goncourt το 2018.
Ο Μεγάλος Αδερφός είναι ένας νεαρός Γάλλος Μουσουλμάνος που αφηγείται την ιστορία της οικογένειας του και του νεότερου αδερφού που έχει φύγει στη Συρία για να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια στους μαχητές του Ισλάμ. Ο Μεγάλος Αδερφός -ένας χαρακτήρας χωρίς όνομα σχεδόν έως το τέλος της ιστορίας- εθισμένος στο χασίσι, οδηγός ταξί, γιος ενός αυταρχικού πατέρα μετανάστη πρώτης γενιάς με καταγωγή από την Συρία, μιλώντας με μοναδική ζωντάνια την αργκό των λαϊκών, υποβαθμισμένων προαστίων του Παρισιού, εισάγει τον αναγνώστη στον κόσμο του με αφοπλιστική αμεσότητα.
Η Γαλλίδα μητέρα έχει πεθάνει όταν ο Μεγάλος Αδερφός ήταν πολύ μικρός και τα δύο αδέρφια ανέλαβε να μεγαλώσει η θρησκόληπτη μουσουλμάνα γιαγιά που έφτασε στη Γαλλία ούσα ήδη στην τρίτη ηλικία. Η στοργική γιαγιά θα παραμείνει για πάντα στον δικό της περίκλειστο κόσμο μεταφέροντας στην γαλλική πρωτεύουσα τα έθιμα και τις συνήθειες του χωριού της, χωρίς ουσιαστική επαφή με την πραγματικότητα.
Ο πατέρας, παρά το γεγονός ότι έχει πριν από δεκαετίες, κατά την άφιξη του στο Παρίσι, μορφωθεί και ενστερνιστεί σε μεγάλο βαθμό τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, δεν καταφέρνει να αποβάλλει τη βαριά προφορά και την φαλλοκρατική συμπεριφορά, ώστε να επιτευχθεί η πλήρης ενσωμάτωσή του στον γαλλικό τρόπο ζωής.
Μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση των προσωπικοτήτων των δυο αδερφών και της τροπής που θα πάρουν τελικά οι ζωές τους, θα παίξει κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους η επαφή με την γειτονιά. Στην περίπτωση του νεότερου αδερφού που εμφανίζει έντονες πνευματικές ανησυχίες και ενδιαφέρον για τα ιερά κείμενα, καθοριστικές θα είναι οι επισκέψεις του στο Τζαμί, ενώ για τον Μεγάλο αδερφό, θα είναι σημαντικές οι σχέσεις που θα αναπτύξει με τους νεαρούς κακοποιούς του προαστίου, η θητεία του στον στρατό και, πάνω από όλα, το σύντομο μα ‘επιμορφωτικό’ πέρασμα του από τη φυλακή.
Η ενασχόληση με το ταξί θα αποτελέσει την καλύτερη διέξοδο για τον Μεγάλο αδερφό αφού θα του δίνει καθημερινά την ευκαιρία να φεύγει από το σπίτι, τη συνοικία, το προάστιο που ζει, και να διασχίζει όλο το Παρίσι, συναντώντας πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους. Το χασίσι, μόνιμο δεκανίκι στη ζωή του, η στενή σχέση με τον πατέρα, αλλά και η επαφή του με έναν αστυνομικό στον οποίο αναγκάζεται να δίνει λογαριασμό για τις κινήσεις του, θα τον κρατήσουν ασφαλή από μεγαλύτερα μπλεξίματα, μακριά από τα κηρύγματα μίσους της ακραίας πλευράς του Ισλάμ. Ο νεότερος αδερφός από την άλλη, φαίνεται πως δεν έχει προλάβει να δημιουργήσει τις απαραίτητες αντιστάσεις ώστε να προστατεύσει τον εαυτό του από την θρησκευτική υστερία των επιτήδειων που επιδίδονται στον προσηλυτισμό νεαρών που αναζητούν στη θρησκεία απαντήσεις στα προβλήματά τους. Ως νοσηλευτής θα αποφασίσει να φύγει κρυφά για τη Συρία ώστε να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια, μια πράξη που θα βυθίσει τους δικούς του στις ενοχές, τον θυμό, και τον φόβο.
Ο Γκουβέν δεν επιχειρεί να ψυχαναλύσει τα δύο αδέρφια, ούτε να κάνει μία ιστορική αναδρομή για τις σχέσεις της δεύτερης ή της τρίτης γενιά μεταναστών από τις χώρες της Ανατολής που διαβιούν στα φτωχικά προάστια του Παρισιού. Μιλάει για το Ισλάμ μέσα από τις πράξεις των ηρώων του, χωρίς να επιχειρεί να διδάξει τον Δυτικό αναγνώστη. Από τις περιγραφές που λαμβάνουν χώρα στη Συρία φαίνεται όλη η παθογένεια μιας ιδεολογίας που βασίζεται στο καθαρό μίσος και στην επιθυμία εξάλειψης κάθε διαφορετικότητας. Τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους, δίχως ωραιοποίηση, ωστόσο ο συγγραφέας καταφέρνει να δώσει στους μαχητές του Ισλάμ ένα ανθρώπινο πρόσωπο που βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει τον αρρωστημένο τρόπο με τον οποίο σκέφτονται για τον κόσμο μα και για τον εαυτό τους.
Η πένα του Γκουβέν δεν παρουσιάζει τους τζιχαντιστές ως εξωγήινους ή πάσχοντες από μία εκ γενετής διαστροφή, αλλά ως ανθρώπους που έχουν ολοκληρωτικά παραδοθεί στις διδαχές μίσους του φονταμενταλιστικού Ισλάμ. Με όχημα την ωμή βία αγωνίζονται μέχρι την τελευταία τους πνοή να διατηρήσουν ζωντανή την ταυτότητά τους που τρίζει, μια ταυτότητα που σε αρκετές περιπτώσεις έχει κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, την περίοδο δηλαδή που αναζητούν νέα πρότυπα που θα δώσουν λύση στα οικογενειακά ή προσωπικά τους προβλήματα και θα τους επιτρέψουν να νιώσουν μέλη μιας απόλυτα ομοιογενούς κοινότητας που ενοποιείται από κοινούς, «υψηλούς» και «ιερούς» στόχους.
Ίσως αυτό εξηγεί και το παράδοξο ότι, συχνά, Μουσουλμάνοι μεγαλύτερης ηλικίας, μετανάστες πρώτης γενιάς, έχουν απορρίψει ολοκληρωτικά τον φονταμενταλισμό και ζουν την καθημερινότητά τους σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη της ισονομίας και του ανθρωπισμού, βλέποντας με αγωνία και θλίψη τα παιδιά και τα εγγόνια τους να ασπάζονται μια ακραία ιδεολογία.
Ο Μαΐρ Γκουβέν δεν αποφεύγει κάποια κλισέ, καθώς και την επιθυμία να σοκάρει και να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, με τις πληροφορίες που παραθέτει. Μας χαρίζει ωστόσο ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, μια ιστορία αμείωτης έντασης από την αρχή έως το τέλος, με απρόβλεπτη πλοκή, στοιχεία θρίλερ και έναν τουλάχιστον άψογα κατασκευασμένο ήρωα: τον Μεγάλο αδερφό. Η Λίζυ Τσιριμώκου μας παραδίδει μια μετάφραση σε γλώσσα ρέουσα και νοηματικά σαφή ανταποκρινόμενη με εξαιρετική επιτυχία στις απαιτήσεις ενός κειμένου που βρίθει καθημερινών και ιδιωματικών εκφράσεων.