Fractal

✔ Η κραυγή του σκίουρου στη στέγη: Αυτό και τίποτε άλλο // Μια συζήτηση με τους ποιητές Γιώργο Ρούσκα και Μαρία Γυφτογιάννη

Από τον Δημήτρη Γαβαλά // *

 

Γιώργος Ρούσκας

 

Λόγος περί Χαϊκού και Ζεν

 

0. Προϊδεασμός

 

Ο Γιώργος ήτανε μαθητής στο Βαρβάκειο, εγώ ήμουνα καθηγητής –τω καιρώ εκείνω. Υπήρχε βέβαια μια διαφορά φάσης, αλλά αν το δούμε από την άποψη της θεσιακής θεωρίας του Στρουκτουραλισμού, εγώ είχα τη θέση του καθηγητή και αυτός τη θέση του μαθητή. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, η σχέση παραμένει μέσα στη δομή και συνεπώς είναι μαθητής μου. Κάθε φορά, λοιπόν, που συναντιόμαστε, τον συμβουλεύω για διάφορα πράγματα που άπτονται του μεγάλου ζητήματος της Ποίησης. Τον Δεκαπενταύγουστο βρεθήκαμε στη Βυτίνα, όπως τα τελευταία χρόνια, και επειδή γιόρταζε η σύζυγός μου Μαρία, ο Γιώργος, ευγενής όπως πάντα, της χάρισε ένα βιβλίο με χαϊκού. Πρότεινε μάλιστα να διαβαστούν εν παραλλήλω με τη δική του σχετική παρουσίαση στο Fractal. Εγώ, πάντα στον ρόλο του δάσκαλου, του πρότεινα να διαβάσει σχετικά με το θέμα τα κλασικά βιβλία του R. H. Blyth Zen in English Literature and Oriental Classics και κυρίως το Haiku –τέσσερις τόμοι παρακαλώ- καθώς και των Allan Watts The Way of Zen και D. T. Suzuki Zen and Japanese Culture. Σκοπός η συνειδητοποίηση του πλαισίου και του στόχου της ποίησης των χαϊκού -με απλά λόγια, να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και πού πάμε και ποιο ρόλο παίζουν όλα αυτά. Σε αυτούς τους τρεις άλλωστε καταφεύγω κι εγώ.

Αλλά, αναρωτιέται ο Γιώργος, πώς βρέθηκα στην ελληνική επαρχία των ’70 να διαβάζω Ζεν και Blyth και Watts και άλλα σχετικά; Ήμασταν τότε μια νεανική παρέα που αναζητούσαμε και βρίσκαμε διάφορα πρόσωπα, τα οποία απαντούσαν στα ερωτήματά μας. Μεταξύ αυτών ήταν ο Πέτρος Λέζος, γέρος τότε, που είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κίνα και την Ιαπωνία και είχε ασχοληθεί με τη θεωρία και την πρακτική του Ζεν. Αυτός ήτανε που μας εισήγαγε σε όλα αυτά και, επειδή εγώ έγραφα ποιήματα, με συμβούλεψε να διαβάσω κυρίως το Haiku του Blyth. Εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν η ουσία του Ζεν και ο μετασχηματισμός του σε σύγχρονο δυτικότροπο βίωμα, έτσι δεν ασχολήθηκα με τον τύπο των χαϊκού, αλλά με την ποιητική έκφραση της ζενιστικής ουσίας, το Ζεν ζην, που εκφράστηκε κυρίως στην ενότητα Νοοποιήματα ή Zen Poems της τελευταίας συλλογής μου. Να σημειώσω ενδεικτικά ότι ο γνωστός συγγραφέας Νίκος Δήμου έχει αφιερώσει βιβλίο του στον Λέζο –το Έλληνας Βούδας.

 

Μαρία Γυφτογιάννη

 

1. Προς τι τα Χαϊκού;

 

Η χρήση της ποίησης μέσω των χαϊκού εκφράζει το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα που συναντάμε στους γνωστούς πίνακες του Ζεν, όπου η ζωή προβάλλει μέσα από το κενό χάρη σε μερικές αδρές πινελιές. Στην ποίηση ο κενός χώρος αναπαρίσταται από τη σιωπή που περιβάλλει αναγκαστικά την προφορά του τρίστιχου, σιωπή του νου, όπου κανένας δεν ‘σκέπτεται’ το ποίημα, αλλά προσλαμβάνει το αίσθημα που παράγεται και αναδύεται, αίσθημα που γίνεται εντονότερο όσο λιγότερες είναι οι λέξεις του ποιήματος.

Κατά τον 17ο αιώνα, οι Γιαπωνέζοι έφτασαν στο αποκορύφωμα αυτής της ‘χωρίς λόγια’ ποίησης με τα χαϊκού, τρίστιχα ποιήματα με 17 συλλαβές (5+7+5), που μόλις πάνε να προβάλλουν το θέμα τους, το εγκαταλείπουν. Τα χαϊκού μοιάζουν περισσότερο με εισαγωγή ή τίτλο ποιήματος, παρά με ποιήματα καθαυτά, και οι μεταφράσεις δεν μπορούν να μεταφέρουν τον ήχο και τον ρυθμό τους. Όμως μια καλή μετάφραση μεταφέρει την ποιητική εικόνα, που αποτελεί και το πιο σημαντικό στοιχείο. Ένα καλό χαϊκού είναι βότσαλο που πέφτει στη λίμνη του Νου προκαλώντας συνειρμούς με τα στοιχεία της μνήμης.  Ένα τέτοιο χαϊκού καλεί τον ακροατή να συμμετάσχει ενεργά στην παραγωγή του καλλιτεχνικού αισθήματος, αντί να παρακολουθεί αμέτοχος τις επιδόσεις του ποιητή.  Ο Μπασό εξέφρασε ποιητικά το αίσθημα του Ζεν μαζί με το ζενιστικό πνεύμα του ‘τίποτα το ιδιαίτερο’. Λέει: «για να γράψεις χαϊκού πάρε ένα μικρό παιδί». Τα ποιήματά του διαθέτουν την εμπνευσμένη αντικειμενικότητα της παιδικής έκφρασης θαυμασμού και ξυπνούν το ίδιο αίσθημα που ένιωσε όταν πρωτοαντίκρισε με έκπληκτα μάτια τον κόσμο:

 

Άναψε φωτιά

θα σου δείξω κάτι όμορφο,-

μεγάλη μπάλα από χιόνι!

 

Ο Μπασό έγραψε τα χαϊκού του στην απλούστερη μορφή της γιαπωνέζικης γλώσσας, αποφεύγοντας τόσο τις φιλο­λογικές και λογοτεχνικές εκφράσεις, όσο και τον στόμφο της επίσημης γλώσσας, με αποτέλεσμα να παράγει ύφος που υποδεικνύει ότι καθένας μπορεί να γίνει ποιητής. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο σύγχρο­νός του Μπανκέι για το Ζεν, όπως μας λέει ένα ποίημα του Ικκίου:

 

Όποιο δρόμο κι αν ακολουθεί

Ο νους και η σκέψη του συνηθισμένου ανθρώπου,

Κρύβει πάντα μέσα του τον Νόμο των Ανθρώπων

Και τον Νόμο του Βούδα.

 

Το ίδιο ακριβώς εκφράζει η ρήση που λέει: «ο συνηθισμένος νους είναι το Τάο» -όπου με τη λέξη «συνηθισμένος» εννοεί τον «απλό άνθρωπο». Έτσι, κατά τον 17ο αιώνα το Ζεν γνωρίζει τεράστια διάδοση στην Ιαπωνία σε όλα τα κοι­νωνικά στρώματα, από τους μοναχούς και τους σαμουράι μέχρι τους αγρότες και τους τεχνίτες.

 

Το αληθινό αίσθημα του χαϊκού ‘αποδίδεται’ σε ένα από τα ποιήματα του Μπασό, που μάλλον λέει πολλά, για ένα α­ληθινό χαϊκού:

 

Πόσο θαυμαστός,

αυτός που δεν σκέφτεται: «Η ζωή είναι πρό­σκαιρη»,

Όταν βλέπει την αστραπή!

 

Τα χαϊκού βλέπουν τα πράγματα με την ‘αυτοσύνη’ τους, χωρίς σχόλιο -μια άποψη πάνω στον κόσμο που οι Γιαπωνέζοι ονομάζουν ‘έτσι όπως είναι’, ή ‘έτσι’:

 

Χορτάρια στο ρυζοχώραφο,

κομμένα και παρατημένα έτσι –

Λίπασμα!

 

Στο Ζεν ο άνθρωπος δεν έχει άλλο κατά νου πέρα από αυτό που ξέρει και βλέπει, και αυτό εκφράζεται θαυμάσια στο παρακάτω χαϊκού του Γκοτσικού:

 

Στη μεγάλη νύχτα˙

ο ήχος του νερού

Λέει ό,τι σκέφτομαι.

 

Ή, ακόμη πιο άμεσα:

 

Τα αστέρια στη λιμνούλα˙

Πάλι η χειμωνιάτικη μπόρα

Ταράζει τα νερά.

 

Τα ποιήματα χαϊκού υποδηλώνουν, ίσως ευκολό­τερα από τη ζωγραφική, τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στις τέσσερις διαθέσεις, σαμπί, βαμπί, αβαρέ και γιουγκέν.

 

(i) Η ήρεμη, συγκινητική μοναξιά της διάθεσης σαμπί διαφαίνεται στους παρακάτω στίχους:

 

Πάνω σ’ ένα μαραμένο κλαδί

Κουρνιάζει μια κουρούνα,

Ένα βράδυ του φθινοπώρου.

 

Αλλά είναι λιγότερο φανερή και γι’ αυτό βαθύτερη εδώ:

 

Με το βραδινό αγέρι,

το νερό χτυπά

στα πόδια του ερωδιού.

 

Στο σκοτεινό δάσος

πέφτει ένα βατόμουρο:

Ο ήχος του νερού.

 

Η διάθεση σαμπί είναι η μοναξιά με την έννοια της Βουδι­στικής αποκόλλησης/ μη προσκόλλησης, που βλέπει όλα τα πράγματα όπως συμβαίνουν ‘από μόνα τους’ με τον θαυμαστό τους αυθορ­μητισμό. Μαζί της συμβαδίζει η αίσθηση της βαθιάς, απεριό­ριστης ηρεμίας, που κατρακυλά σε μια μεγάλη χιονισμένη πλαγιά, απορροφώντας απαλά, όλους τους ήχους στρώμα με στρώμα.

 

Πέφτει χιονόνερο˙

Απύθμενη, απεριόριστη

Μοναξιά.

 

(ii) Η διάθεση βαμπί είναι η μοναξιά με την έννοια της βουδι­στής ‘αυτοσύνης’ των εντελώς συνηθισμένων πραγμάτων, προπάντων όταν η καταχνιά του μέλλοντος διαλύει προς στιγμή τις φιλοδοξίες μας:

 

Μια πύλη από χαμόκλαδα,

και για κλειδί-

Αυτό το φίδι.

 

Ο ξυλοφάγος

μένει στη θέση του:

η μέρα τελειώνει.

 

Χειμωνιάτικη ερημιά˙

Στα λούκια του βροχόνερου,

περπατούν σπουργίτια.

 

(iii) Η διάθεση αβαρέ δεν είναι ακριβώς ούτε η θλίψη ούτε η νοσταλγία του πόθου της επιστροφής σε μια παλιά γλυκιά ανάμνηση. Η διάθεση αβαρέ είναι η αντήχηση του περασμέ­νου και αγαπημένου, σαν την αντήχηση που βγάζει η φωνή μέσα σε μια μεγάλη εκκλησία, και που χωρίς αυτήν η ανά­μνηση θα ήταν πολύ φτωχή:

 

Κανένας πια δεν ζει στα σύνορα της Φούχα˙

Το ξύλινο καλύβι έχει πέσει˙

ό,τι απομένει

Είναι το αγέρι του φθινοπώρου.

 

Βραδινή πνοή˙

σκέψου τα περασμένα,

πόσο μακριά είναι τώρα!

 

Η διάθεση αβαρέ είναι η καταγραφή της κρίσιμης στιγ­μής, όπου από τη μια μεριά προβάλλει η διαδρομή μέσα στον κόσμο της θλίψης και του πόνου, και από την άλλη το όραμα του Μεγάλου Κενού.

 

Το ρυάκι κρύβεται,

ανάμεσα στα χόρτα

του φθινοπώρου που φεύγει.

 

Τα φύλλα πέφτουν,

το ένα πάνω στο άλλο˙

Η βροχή χτυπάει τη βροχή.

 

Η καταγραφή της κρίσιμης στιγμής της υπέρβασης δεν έχει αποδοθεί ποτέ ίσως καλύτερα, παρά στο χαϊκού που έγραψε ο Ισά, με τον θάνατο του παιδιού του:

 

Σταγόνα δροσιάς αυτός ο κόσμος-

ίσως είναι μια σταγόνα δροσιάς,

κι όμως  -κι όμως-

 

(iv) Τέλος, η διάθεση γιουγκέν εφόσον εκφράζει κάποιο εί­δος μυστήριου, παρουσιάζει και τις περισσότερες δυσκο­λίες στην περιγραφή της, και γι’ αυτό είναι προτιμότερο να αφήσουμε τα ποιήματα να μιλήσουν από μόνα τους:

 

Η σκοτεινιά της θάλασσας˙

οι φωνές από τις αγριόπαπιες,

είναι αδιόρατα λευκές.

 

Ο κορυδαλλός:

η φωνή του έπεσε μονάχη,

δεν άφησε τίποτε πίσω της.

 

Στην πυκνή ομίχλη,

τι ήταν αυτό που φώναζε

ανάμεσα στον λόφο και το καράβι;

 

Μια πέστροφα πηδά˙

σύννεφα περνούν

στον βυθό του ρέματος.

 

Κι ένα παράδειγμα γιουγκέν από τα ποιήματα Ζενρίν:

 

Κοπάζει ο αέρας, πέφτουν ακόμη τα λουλούδια˙

κραυγή πουλιού, βαθύτερη η σιωπή του βουνού.

 

Εφόσον η εκπαίδευση Ζεν έκανε ευρύτατη χρήση των πα­ραπάνω κινέζικων στίχων, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα, δεν αποτελεί έκπληξη η ανάπτυξη των χαϊκού. Η επίδραση γίνεται ολοφάνερη στο ‘αντίστροφο-γιουγκέν’ χαϊκού του Μοριτακέ. Το αυθεντικό Ζενρίν λέει:

 

Ο σπασμένος καθρέφτης δεν κάνει πια αντανακλά­σεις˙

Το πεσμένο λουλούδι δεν ξανανεβαίνει στο κλαδί.

 

Και ο Μοριτακέ:

 

Ένα πεσμένο λουλούδι

ξαναγυρίζει στο κλαδί;

Ήταν μια πεταλούδα.

 

Η αναφορά στη σχέση του Ζεν με την ποίηση παραμένει ανολοκλήρωτη αν δεν γίνει λόγος για τον μοναχό του Ζεν και ερημίτη Ριοκάν (1758-1831). Συχνά θεωρού­με τον άγιο ως άνθρωπο που η ειλικρίνεια του προκα­λεί την έχθρα όλου του κόσμου, αλλά ο Ριοκάν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, εφόσον υπήρξε ο άγιος που όλοι τον αγαπούσαν -ίσως γιατί υπήρξε περισσότερο φυσικός, πά­λι σαν παιδί, παρά καλός. Είναι εύκολο να σχηματίσουμε την εντύπωση ότι η γιαπωνέζικη αγάπη για τη φύση είναι κατά κύριο λόγο συναισθηματική και στρέφεται μόνον προς τις όψεις της φύσης που παραμένουν ‘ευχάριστες’ και ‘ω­ραίες’ -πεταλούδες, ανθοί κερασιάς, φθινοπωρινό φεγγά­ρι, χρυσάνθεμα και γέρικα πεύκα. Αλλά ο Ριοκάν γράφει επί­σης στίχους για τις ψείρες, τις μύγες και την παγερή βροχή.

 

Τις βροχερές μέρες

ο μοναχός Ριοκάν

λυπάται τον εαυτό του.

 

Και η αντίληψη του για τη ‘φύση’ προχωρά ακόμη παρα­πέρα:

 

Ο ήχος του παστρέματος

του τηγανιού ανακατεύεται

με τα κοάσματα των βατράχων.

 

Κατά κάποιο τρόπο, ο Ριοκάν είναι ο γιαπωνέζος Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, παρ’ όλο που δεν δείχνει καθόλου θρησκευόμενος. Περιπλανιέται εδώ κι εκεί, παίζει ανέμελα με τα παιδιά, ζει σε μια μοναχική καλύβα στο δάσος όπου η στέγη της στάζει και από τους τοίχους κρέμονται ποιήματα γραμμένα με δυσανάγνωστο χαρακτήρα, τέλεια περιφρονητικό απέναντι στην παραδοσιακή γιαπωνέζικη καλλιγραφία. Σκέφτεται τις ψείρες στο στήθος του σαν αθώα έντομα πάνω στο γρασίδι και εκφράζει τα πιο φυσικά ανθρώπινα συναι­σθήματα -θλίψη, μοναξιά, θαυμασμό ή συμπό­νια- χωρίς ίχνος ντροπής ή περηφάνιας. Και όταν τον λη­στεύουν εξακολουθεί να νιώθει πλούσιος, γιατί:

 

Ο κλέφτης

άφησε πίσω του-

το φεγγάρι στο παράθυρο.

 

Και δεν τον νοιάζει που δεν έχει λεφτά, γιατί:

 

Ο άνεμος φέρνει

άφθονα πεσμένα φύλλα

ν’ ανάψω φωτιά.

 

Όταν η ζωή είναι άδεια, σε ό,τι αφορά το παρελθόν, και χωρίς κανένα προορισμό, σε ό,τι αφορά το μέλλον, τότε το κενό γεμίζει από το παρόν, που γίνεται μόλις μια τριχούλα από τα μαλλιά ή ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου, όπου ο χρόνος σταματά και δεν αφήνει περιθώρια να γίνει κάτι. Και το αίσθημα της απεριόριστης προέκτασης του παρόντος γί­νεται πανίσχυρο κατά την τέχνη του Ζεν.

 

Κατά την άποψη του Ντογκέν για το ζα-ζεν, πρέπει κάποιος να «κάθεται για να κάθεται», χωρίς να εκδηλώνει καμιά πρόθεση για να αποκτήσει το σατόρι. Οι ξαφνικές ενοράσεις της φύσης, που αποτελούν την ουσία των χαϊκού, προκύπτουν με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, ενώ δεν βρίσκονται ποτέ όταν κάποιος τις αναζητά. Το τεχνητό χαϊκού μοιάζει πάντα αποκομμένο, ξεριζωμένο από τη ζωή και το σύμπαν, ενώ το αυθεντικό χαϊκού είναι ολοζώντανο και περικλείει μέσα του το σύμπαν.

 

Βέβαια, οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες της Άπω Ανατολής έχουν μετρήσει, αναλύσει και ταξινομήσει με τόση ακρίβεια τα έργα των δασκάλων, ώστε είναι σε θέση να τα μιμούνται με κάθε λεπτομέρεια, σε σημείο που να παραπλανούν ακόμη και τους ειδικούς. Από ποιοτική άποψη τα έργα τους δεν διαφέρουν από τα πρότυπα, όπως ένας καλός τοξότης ή ξιφομάχος μπορεί να καταφέρει τις ίδιες επιδόσεις με έναν εμπνευσμένο από το Ζεν σαμουράι. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά αυτό καθαυτό το Ζεν, το αποτέλεσμα δεν έχει καμιά σημασία. Γιατί το Ζεν δεν έχει ούτε σκοπό ούτε στόχο. Είναι ταξίδι χωρίς προορισμό, δεν ξεκινά από πουθενά και δεν πηγαίνει πουθενά. Το ταξίδι σημαίνει ζωή και ο προορισμός ισοδυναμεί με τον θάνατο. Το ταξίδι είναι αυτό που μετράει και όχι ο τελικός προορισμός.

 

2. Το Ευρύτερο Πλαίσιο και το Πνεύμα της Τέχνης του Ζεν

 

Ένας κόσμος, λοιπόν, που περιλαμβάνει όλο και περισσότερους προορισμούς χωρίς ταξίδια ανάμεσα τους, ένας κόσμος που αξιολογεί μόνο το να ‘φτάσει κάπου’ όσο το δυνατόν συντομότερα, είναι κόσμος χωρίς ουσία. Καθένας μπορεί να πάει οποτεδήποτε οπουδήποτε, και όσο αυτή η δυνατότητα αυξάνεται, τόσο λιγότερο αξίζει τον κόπο το οποτεδήποτε και το οπουδήποτε. Γιατί τα σημεία της άφιξης είναι υπερβολικά αφηρημένα, υπερβολικά ευκλείδεια, κι είναι σαν να τρώει κάποιος τις δυο άκρες μιας μπανάνας παραγνωρίζοντας τον ενδιάμεσο καρπό. Η ουσία, λοιπόν, των χαϊκού και όλων των τεχνών του Ζεν είναι η δράση τους και όχι το αποτέλεσμα τους. Και ακόμη περισσότερο, η πραγματική χαρά βρίσκεται στη χωρίς πρόθεση δράση που προκύπτει κατά τη διάρκεια της δράσης, όπως αυτή καθαυτή η χαρά του ταξιδιού βρίσκεται στις κάθε λογής εκπλήξεις που επιφυλάσσει το ταξίδι και όχι στην αφετηρία ούτε στον τελικό προορισμό.

 

Οι πραγματοποιημένες εκπλήξεις θυμίζουν την αντίφαση του σκόπιμου σατόρι, και όποιος βάζει για σκοπό του το σατόρι μοιάζει με εκείνον που στέλνει στον εαυτό του ευχητήριες κάρτες Χριστουγέννων από φόβο μήπως τον ξεχάσουν οι άλλοι. Πρέπει λοιπόν να σταθούμε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι το Ζεν δεν εκφράζει άλλο από την ‘αθέατη’ όψη της ζωής που βρίσκεται πέρα από τα όρια του ελέγχου μας, μια όψη που δεν πρόκειται ποτέ να προβάλει εμπρός στα μάτια μας με πιέσεις, πονηριές και τεχνάσματα, επειδή όλα αυτά αποδίδουν μόνον πλαστά αποτελέσματα. Και η τελευταία λέξη του Ζεν δεν είναι βέβαια ένας απόλυτος δυϊσμός -όπου από τη μια μεριά στέκεται ο κόσμος της ελεγχόμενης δράσης, και από την άλλη ο αυθόρμητος κόσμος της ανεξέλεγκτης έκπληξης. Και αυτό γιατί τελικά, ποιος είναι αυτός που ελέγχει τον ελεγκτή;

 

Επειδή ακριβώς το Ζεν δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας απώτερος δυϊσμός ανάμεσα στον ελεγκτή και τον ελεγχόμενο, ανάμεσα στον νου και το σώμα, ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, υπάρχει πάντα μια ‘φυσιολογική’ διάσταση στις διάφορες τεχνικές του. Ανεξάρτητα λοιπόν από το πώς εφαρμόζεται το Ζεν, το κύριο βάρος δίνεται στον τρόπο της αναπνοής. Και αυτό όχι μόνον επειδή η αναπνοή αντιπροσωπεύει έναν από τους δυο θεμελιώδεις ρυθμούς του σώματος –ο άλλος είναι η κυκλοφορία του αίματος-, αλλά και επειδή είναι η εξελικτική διαδικασία, όπου έλεγχος και αυθορμητισμός, θεληματική και αθέλητη δράση, συναντώνται και ταυτίζονται.

 

Το στιγμιαίο, που διακρίνουμε στις ζωγραφιές και στους στίχους χαϊκού, αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο που έκανε ανέκαθεν το Ζεν να αυτοπαρουσιάζεται ως ο δρόμος του αναπάντεχου και στιγμιαίου ‘ξυπνήματος’. Δεν είναι ότι το σατόρι προβάλλει γρήγορα και απρόσμενα, γιατί η έννοια της ταχύτητας δεν έχει καμιά σχέση μαζί του. Ο πραγματικός λόγος έγκειται στο γεγονός ότι το Ζεν αυτό καθαυτό αποτελεί την απελευθέρωση από τον χρόνο. Γιατί αν ανοίξουμε τα μάτια μας και δούμε καθαρά, διακρίνουμε ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος πέρα από αυτή τη στιγμή, και ότι το παρελθόν και το μέλλον είναι αφαιρέσεις που δεν ανταποκρίνονται σε καμιά συγκεκριμένη πραγματικότητα.

 

Μέχρι όμως να γίνει πέρα για πέρα κατανοητή αυτή η αλήθεια, συνεχίζουμε να νομίζουμε ότι η ζωή μας είναι μόνον παρελθόν και μέλλον, και ότι το παρόν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια λεπτή γραμμή, σαν τρίχα, που τα διαχωρίζει. Από αυτή την αντίληψη προέρχεται και το συναίσθημα της ‘έλλειψης χρόνου’, σε έναν κόσμο που βιάζεται τόσο πολύ, ώστε όλα περνούν πριν προλάβει κάποιος να τα χαρεί. Όταν όμως συμβεί το ‘ξύπνημα μέσα στη στιγμή’, τότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη αντίληψη. Με άλλα λόγια, το παρελθόν και το μέλλον είναι οι δυο ανύπαρκτες έννοιες, ενώ το παρόν είναι το μόνο αιώνια πραγματικό. Ανακαλύπτουμε ότι η γραμμική πορεία του χρόνου αποτελεί απλά μια τεχνητή σύμβαση του προφορικού τρόπου σκέψης μιας συνείδησης που ερμηνεύει τον κόσμο αποσπώντας μικρά κομμάτια από την ουσία του και ονομάζοντας τα πράγματα και συμβάντα. Αλλά με κάθε τέτοιαν απόσπαση ο νους αποκλείει το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου, κι έτσι η αντίληψη του συνόλου γίνεται αποσπασματική, στατιστική και κατά προσέγγιση, διαμέσου σειρών από αποσπάσεις που ταξινομούνται γραμμικά η μια μετά την άλλη. Ωστόσο, η επιπολαιότητα αυτής της συνείδησης αποδεικνύεται εύκολα από το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει ούτε τον ανθρώπινο οργανισμό. Γιατί δεν είναι σε θέση να ελέγξει ούτε τους παλμούς της καρδιάς, ούτε την αναπνοή, ούτε τη λειτουργία των νεύρων, των αδένων, των μυώνων και των αισθητήριων οργάνων, και καταπιάνεται πάντα με όλα τα πράγματα γραμμικά, δηλαδή στη σειρά το ένα μετά το άλλο, χωρίς ποτέ να έχει αρκετό χρόνο για να προλάβει την εκτέλεση των επιθυμιών της. Ευτυχώς για μας η συνείδηση δεν ελέγχει τον οργανισμό, γιατί αυτός ρυθμίζεται από τον ‘αυθεντικό νου’ που αγνοεί την έννοια του χρόνου και που καταπιάνεται με τη ζωή στο σύνολο της, με αποτέλεσμα να μπορεί να κάνει πάρα πολλά πράγματα ‘ταυτόχρονα’.

 

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η επιπόλαιη και επιφανειακή συνείδηση αποτελεί κάτι το διαφορετικό και το ξεχωριστό από τον ‘αυθεντικό νου’, γιατί στην ουσία η πρώτη αποτελεί μιαν εξειδικευμένη δραστηριότητα του δεύτερου. Έτσι, η επιφανειακή συνείδηση μπορεί να ‘ξυπνήσει’ μέσα στο αιώνιο παρόν μόλις σταματήσει να προσκολλάται. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης στο παρόν, γιατί μια τέτοια προσπάθεια κάνει το παρόν να φαίνεται ακόμη πιο άπιαστο και ρευστό, ανίκανο να εστιαστεί. Η αντίληψη του ‘αιώνιου τώρα’ αναδύεται ακολουθώντας την ίδιαν αρχή με την απόλυτη διαύγεια της  όρασης και της ακοής, καθώς και με την απόλυτη ελευθερία της αναπνοής. Η καθαρή και απόλυτη διαύγεια της όρασης δεν προκύπτει από την προσπάθεια να δει κάποιος καλύτερα. Πρόκειται απλά για τη συνειδητοποίηση ότι τα μάτια βλέπουν τα πάντα όταν είναι ανοιχτά και αφήνουν το φως να φτάσει στην επιφάνεια τους. Με τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία για την πλήρη αντίληψη του αιώνιου παρόντος από τη στιγμή που γίνεται κατανοητό ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατότητα για κάποιου άλλου είδους αντίληψη, και ότι συγκεκριμένα και χειροπιαστά δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Η προσπάθεια της συγκέντρωσης στη στιγμή υποθάλπει την αναγνώριση και άλλων στιγμών. Αλλά αυτές οι άλλες στιγμές δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να τις βρει κάποιος πουθενά, κι έτσι εναπόκειται τελικά στο αιώνιο παρόν, όπως τα μάτια και τα αφτιά προσλαμβάνουν όλο το φως και όλους τους ήχους. Αυτό το αιώνιο παρόν είναι η ‘χωρίς χρόνο’ και χωρίς καμιά βιασύνη ροή του Τάο.

 

Σαν την παλίρροια, ενώ κινείται, μοιάζει να κοιμάται,

ολόγεμη από ήχο και αφρό.

 

Γιατί το να προσπαθεί κάποιος να βαδίζει σύμφωνα με το Τάο σημαίνει ότι παρεκκλίνει από αυτό, ενώ κανείς δεν μπορεί να παρεκκλίνει και στην αλήθεια δεν υπάρχει παρέκκλιση. Με τον ίδιο τρόπο, κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το αιώνιο παρόν προσπαθώντας να το φτάσει, και αυτό το γεγονός υποδεικνύει ότι, εκτός από το παρόν, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος εαυτός που να το παρατηρεί και το γνωρίζει -και αυτός ήταν ο λόγος που ο Χούι-κο δεν μπορούσε να βρει τον νου του όταν ο Μποντιντάρμα του ζήτησε να τον αναζητήσει. Όσο αινιγματική και αν είναι αυτή η αλήθεια, όσα πολλά και περίπλοκα προβλήματα και αν θέτει, αρκεί μια καθαρή ματιά για να προβάλει ολόγυμνη σε όλο το μεγαλείο της. Υπάρχει μόνον αυτό το τώρα. Δεν έρχεται από πουθενά. Δεν πηγαίνει πουθενά. Δεν είναι πρόσκαιρο, δεν είναι ‘μη-πρόσκαιρο’. Παρόλο ότι κινείται είναι πάντα ακίνητο. Όταν προσπαθούμε να το πιάσουμε, μοιάζει να ξεφεύγει, και όμως είναι πάντα εδώ και τίποτα δεν μπορεί να του ξεφύγει. Και όταν αρχίζουμε να ψάχνουμε ολόγυρα για να βρούμε τον εαυτό που γνωρίζει αυτή τη στιγμή, ανακαλύπτουμε ότι έχει εξαφανιστεί όπως το παρελθόν. Γι’ αυτό τον λόγο ο Έκτος Πατριάρχης λέει:

 

«Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα που πάει να γίνει. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα που σταματά να είναι. Δεν υπάρχει λοιπόν κύκλος γέννησης-και-θανάτου για να σταματήσει. Η παρούσα στιγμή είναι η απόλυτη ηρεμία (της νιρβάνα). Κι εφόσον αυτή η στιγμή δεν γνωρίζει κανένα όριο, είναι η αιώνια χαρά».

 

Αυτή καθαυτή, τούτη η στιγμή ονομάζεται ‘παρόν’ μόνο σε σχέση με το παρελθόν και το μέλλον, ή σε σχέση με κάποιον που είναι παρών. Αλλά, αν δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, ούτε κάποιος παρών, τότε, τι είναι αυτή η στιγμή από μόνη της; Τη στιγμή που πέθαινε ο Φα-τσάνγκ, ένας σκίουρος στη στέγη έβγαλε μια κραυγή. «Αυτό είναι και τίποτε άλλο», είπε.

 

3. Συνελόντι Ειπείν

 

Το χαϊκού είναι σύντομο, συμπυκνωμένο, άμεσο, ‘αφελές’, εκφράζει την έκπληξη της θέασης του κόσμου με τα μάτια του παιδιού.

Αναπαριστά με λιτά μέσα την ‘απλή ζωή’, δίνει την αίσθηση του κενού και του μη-νου, του χωρίς σκέψη, της στιγμής.

Αναδεικνύει το πνεύμα του Ζεν, το σατόρι, το χωρίς προσπάθεια, σκοπό και επιθυμία.

Τα χαϊκού, όπως και η ζωγραφική Ζεν, αναδεικνύουν το κενό, απαραίτητο στοιχείο ύπαρξης και γι’ αυτό χρήσιμο, όπως το κενό στο φλιτζάνι του τσαγιού που χωρίς αυτό δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις.

Στα σύγχρονα χαϊκού συνεχίζει να υπάρχει η παραδοσιακή φόρμα, αλλά έχει χαθεί η ουσία, τα περισσότερα είναι νοητικές κατασκευές χωρίς αυθορμητισμό -τελευταία φαίνεται να πάσχουμε από μια όψιμη χαϊκίτιδα.

 

4. Πηγές Πληροφορίας

 

(πρόκειται για τις πρώτες εκδόσεις με πολλές επανεκδόσεις)

Blyth, R. H. Zen in English Literature and Oriental Classics. Hokuseido, Tokyo, 1948.

Blyth, R. H. Haiku. 4 vols. Hokuseido, Tokyo, 1949-52.

Watts, Alan W. The Way of Zen. Pantheon Books, NY, 1957. Κυρίως το κεφ. 4 στο δεύτερο μέρος: Zen in the Arts.

Suzuki, D. T.  Zen and Japanese Culture. Princeton University Press, Princeton, NJ, 1940. Κυρίως το κεφ. VII: Zen and Haiku.

 

 

 

* Δημήτρης Γαβαλάς (Δρ) – Ποιητής, εκπαιδευτικός, συγγραφέας.  

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top