Fractal

Διήγημα: “Οι εστεμμένες του Παρισιού”

Του Δημήτρη Αλεξίου //

 

 

 

 

Οι εστεμμένες του Παρισιού

 

Η δεξίωση της πρεσβείας ήταν προγραμματισμένη για τις 6 το απόγευμα, 3 του Γενάρη του καινούργιου χρόνου. Δεν πολυσυμπαθούσε τις δεξιώσεις. Τα σμόκιν και τα κοστούμια δεν ήταν η φυσική αμφίεση ενός χορευτή, του περιόριζαν τη σωματική κίνηση και έκρυβαν επιμελώς τα σωματικά του προσόντα. Όχι το ύψος, βέβαια, αυτό ήταν εμφανές. Ούτε το λιγνό, γωνιώδες πρόσωπο με την επιβλητικά μεγάλη δωρική μύτη και τα γαλάζια μάτια που του χάριζαν στους κύκλους της ξαναμμένης μπουρζουαζίας το παρατσούκλι «ο Έλληνας Θεός». Όμως οι γραμμές του σώματος, οι μύες που φούσκωναν από μακροχρόνια εξάσκηση των χορευτικών κινήσεων και ποζισιόν, τα θελκτικά μπράτσα που υπόσχονταν ένταση και ασφάλεια εξοικειωμένα να σηκώνουν γυναικεία κορμιά στις πιο απαιτητικές στάσεις, ναι , όλα αυτά κρύβονταν πάντα από τα επίσημα βραδινά ενδύματα. Κρύβονταν τόσο πολύ που συχνά αισθανόταν τα γυναικεία – αλλά και αρκετά αντρικά – βλέμματα να τον γδύνουν νοερά όταν περιφερόταν στις σάλες των δεξιώσεων, κάνοντας τις απαραίτητες δημόσιες σχέσεις για τη δουλειά του.

Η δεκαετία που έμπαινε ήταν ιδανική για να είσαι Έλληνας στο εξωτερικό. Οι Έλληνες κοσμοπολίτες έκαναν θραύση. Με αιχμή το θράσος και την αυτοπεποίθηση του χρήματος των εφοπλιστών, το βραβείο Νόμπελ του Σεφέρη που όλοι ανέμεναν ότι σύντομα θα έφερνε και δεύτερο στη χώρα, την μοναδική παγκόσμια λατρεία της Κάλας, τη Μελίνα και τον Ζυλ που είχαν αυξήσει την επιρροή τους στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών όχι μόνο ως καλλιτέχνες αλλά και ως πολιτικές φωνές και τις μελωδίες του Μίκη και του Μάνου που χάιδευαν τα αυτιά και την περιέργεια των ευρωπαίων για την εξωτική μουσική της Ανατολής τους, ένας Έλληνας χορευτής μπαλέτου στο Παρίσι στην αρχή του 1970 ήταν στο ιδανικό μέρος. Ωραίος σαν Έλληνας θεός, όσο πρέπει εξωτικός ώστε να μην εμπίπτει σε αμήχανες φυλετικές διαφορές, καλλιτέχνης από τη χώρα που γέννησε τις Τέχνες και τον Πολιτισμό και πολιτικός πρόσφυγας ενός –βολικού μεν, τρε μπανάλ δε – στρατιωτικού καθεστώτος. Τα τρία χρόνια που βρισκόταν στο Παρίσι ή σε περιοδείες με διάφορα μπαλέτα και καλλιτεχνικά σχήματα, ο Δημήτρης χαιρόταν τα νιάτα του, τη δουλειά που περισσότερο τον διάλεξε παρά τη διάλεξε και την καταγωγή του. Και κακά τα ψέματα, χαιρόταν και την έλξη που ασκούσε στο αντίθετο φύλο χωρίς να τον πειράζει ότι συχνά την ίδια έλξη ασκούσε και στο δικό του φύλο.

Η δεξίωση ήταν της Νορβηγικής Πρεσβείας και ομολογουμένως ήταν από τις πιο βαρετές που είχε βρεθεί. Η πρόσκληση οφειλόταν στην αδυναμία που του είχε – ως χορευτή βεβαίως!- η γυναίκα του Πρέσβη και καλό ήταν να μην αρνηθεί σε μία θαυμάστρια υψηλού κύρους την ολιγόωρη παρουσία του. Ελάχιστοι γνωστοί καλλιτέχνες ήταν καλεσμένοι, ακόμα λιγότεροι χορευτές και οι περισσότεροι δεν παρευρέθησαν επικαλούμενοι επαγγελματικές υποχρεώσεις. Ούτε άλλους Έλληνες δεν είδε εκεί, εκτός από έναν επιχειρηματία , με τον οποίο οι σχέσεις του ήταν αντιστρόφως ανάλογες με τις σχέσεις εκείνου με το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα. Περιφέρθηκε για κάμποση ώρα ανάμεσα στον κόσμο, χαιρετώντας ευγενικά όποιον ήξερε φυσιογνωμικά ή εξ ονόματος, συνομίλησε με την οικοδέσποινα για δέκα λεπτά, κάνοντάς την τη χάρη να τον περιφέρει αγκαζέ συστήνοντάς τον σε διάφορους ανθρώπους που προφανώς ήθελε να εντυπωσιάσει, είπε και μερικές κουβέντες με τους μουσικούς της ορχήστρας στο σύντομο διάλειμμά τους. Τελικά, βρέθηκε στην ίδια παρέα με δύο άλλες κοπέλες που έμοιαζαν κι εκείνες εξίσου έξω απ’ τα νερά τους: Την Τόνε και την Αλίς, Μις Νορβηγία και Μις Γαλλία ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, δύο πανέμορφες ψηλές κοπέλες η μία κατάξανθη και η άλλη καστανή ανοιχτή. Οι τρεις τους βρέθηκαν να συνομιλούν μαζί σε σπαστά Γαλλικά και Αγγλικά σαν να ήταν το απολύτως φυσιολογικό πράγμα να συμβεί σε εκείνη τη βαρετή δεξίωση. Σαν να μην μπόρεσε το πρωτόκολλο της Πρεσβείας να μεταβολίσει αυτά τα νιάτα και την ομορφιά και τα ξέρασε όλα μαζί σε μία γωνιά της αίθουσας να γελούν ενίοτε σχεδόν υστερικά προσποιούμενοι ότι ένα τέτοιο πάρτι – που μόνο πάρτι δε θύμιζε – ήταν η φυσική τους θέση στον κόσμο.

Όταν κατά τις εννέα το βράδυ είχε ουσιαστικά τελειώσει η δεξίωση και οι μεσήλικες αξιωματούχοι άρχισαν να φεύγουν ολοταχώς ονειρευόμενοι τις κάλτσες και τις πιτζάμες τους που τους έκαναν περισσότερο από κάθε τι άλλο να αισθάνονται το βάρος του λειτουργήματός τους, οι τρεις νέοι άρπαξαν από το τραπέζι από ένα μπουκάλι κρασί και βγήκαν έξω. Είχε χιονίσει ελάχιστα και ένα λεπτό στρώμα χιονιού και πάγου κάλυπτε τα πεζοδρόμια. Οι ανάσες ζεστές από το ποτό και το γέλιο άχνιζαν δαιμονισμένα στο κρύο. «Πάμε σπίτι μου να φάμε τίποτα;» ρώτησε ο Δημήτρης, αν και καμία από τις δύο κοπέλες δεν ήταν σίγουρη πως τον έλεγαν. Κάτι μεταξύ Τζίμη, Ντίντη και Μίμη κατάλαβαν, ελληνικό ήταν το όνομα δεν έδωσαν και πολλή σημασία. Δε φάνηκαν να ενοχλούνται, ούτε να προσβάλλονται από την πρόταση και όσα αυτή μπορούσε να συνεπάγεται. Κοιτάχτηκαν για μία στιγμή και ύστερα ξέσπασαν σε γέλια συμφωνώντας με την πρόταση. Έκαναν απλώς μία στάση λίγο πιο πέρα σε ένα διανυκτερεύον ντελικατέσεν για να αγοράσει ο Ντιντή τυριά, λουκάνικα και ψωμί.

Φεύγοντας από το μαγαζί πιάστηκαν και οι τρεις αγκαλιά για να ζεσταθούν για τα περίπου οκτώ τετράγωνα που είχαν να περπατήσουν. Οι δύο πανέμορφες κοπέλες φαίνονταν πάντως αποφασισμένες να χαρούν τη βραδιά, χωρίς να ξέρουν και χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι ο θεϊκά γοητευτικός συνοδός τους με το σμόκιν έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα των τριάντα δύο τετραγωνικών στον πέμπτο όροφο μίας πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ. Αυτές είναι λεπτομέρειες εξάλλου που τα νιάτα μπορούν να αγνοούν. Έτσι κι εκείνες προχωρούσαν αγέρωχες μέσα στα είκοσί τους χρόνια, μέσα στα εφαρμοστά μακριά τους φορέματα που είχαν όσο στρας χρειαζόταν για να κρύψουν ότι ήταν από φτηνά υλικά, με τα παλτό να καλύπτουν τις όμορφες καμπύλες τους και τα λαμπερά μαλλιά τους να κυματίζουν μαζί με τους αχνούς της ανάσας τους. Δεν πρόσεξαν τον άνθρωπο που βρισκόταν ξαπλωμένος στα τρία μέτρα αριστερά τους. Δεν προσέχεις πολλά πράγματα που δε γυαλίζουν όταν είσαι νέος και όμορφος.

Ο Δημήτρης σταμάτησε όμως. Είδε τον άστεγο κουλουριασμένο στην εσοχή της πολυκατοικίας και τυλιγμένο με μία λερή κουβέρτα που θα βόλευε για μία βραδιά μπροστά στην τηλεόραση με το τζάκι αναμμένο αλλά έμοιαζε γελοία παράταιρη στο χιονιά του Γενάρη σε έναν ανοιχτό δρόμο του Παρισιού. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά πίσω από τα βρώμικα δάχτυλα των ντυμένων με κομμένα γάντια χεριών του και αυτό το λευκό τους μέσα στο μισοσκόταδο της εισόδου ήταν τρομακτικά λευκότερο και από το χιόνι γύρω. Ο κλοσάρ τον κοίταξε με απορία. Δεν περίμενε να σταματήσει. Ποτέ κανείς με σμόκιν δε σταματούσε να προσέξει, να μιλήσει ή να δώσει κάτι σε έναν κλοσάρ.

Ο Δημήτρης έψαξε τις τσέπες του να βρει χρήματα και διαπίστωσε ότι είχε δώσει σχεδόν όσα χρήματα κουβαλούσε πάνω του για τα τρόφιμα στο μαγαζί λίγο πριν. Άφησε την Ντότε και άρχισε να ψάχνει και με το άλλο χέρι σε όλες τις τσέπες του σμόκιν , του παντελονιού και του παλτού για λεφτά. Οι κοπέλες προς στιγμήν σταμάτησαν δίπλα του και τον κοίταξαν, μόλις όμως είδαν τη σκοτεινή φιγούρα που πριν δεν είχαν προσέξει, προχώρησαν λίγα βήματα μέχρι που να μη τον έβλεπαν πια πίσω από την εσοχή. Κάτι είπε η μία στην άλλη και γέλασαν ξανά δυνατά ξορκίζοντας τη θλίψη της εικόνας που είχαν αφήσει πίσω τους. Ο Δημήτρης τις κοίταξε απελπισμένος που δεν έβρισκε χρήματα και σαν για να απολογηθεί για το γέλιο τους πλησίασε τον άνθρωπο.

«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.

Του πήρε αρκετά δευτερόλεπτα ν’ απαντήσει.

«Μισέλ».

«Έχεις φάει Μισέλ;»

Αυτή τη φορά κούνησε μόνο αρνητικά το κεφάλι χωρίς να βγάλει ήχο.

«Έλα μαζί μας,» του είπε και του άπλωσε το χέρι να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Όταν είδε ότι εκείνος δίσταζε επανέλαβε: «Έλα μαζί μας. Για φαγητό πάμε, στο σπίτι μου.»

Ο Μισέλ δεν ήταν ο μόνος αποσβολωμένος. Οι δύο κοπέλες είχαν σταματήσει πια να γελάνε και κοιτούσαν προς τα πίσω μισογυρισμένες λες και αν έστρεφαν ολόκληρο το κορμί τους κάτι πολύ κακό θα μπορούσε να τους συμβεί. Ο Δημήτρης έπιασε και με τα δύο χέρια τα χέρια του Μισέλ και τον τράβηξε να σηκωθεί. Δεν ήταν σίγουρος αν η δυσκολία είχε να κάνει με την ηλικία ή με το κρύο που είχε αναισθητοποιήσει τα νεύρα και τους μυες του άστεγου. Όταν στάθηκε όρθιος ο Μισέλ κράτησε το βλέμμα χαμηλά. Ο Δημήτρης τον έπιασε αγκαζέ , όπως ακριβώς κρατούσε πριν από λίγο την εστεμμένη βασίλισσα της ομορφιάς της Νορβηγίας και γύρισε στα κορίτσια φωνάζοντας με μία άγρια χαρά: «Θα έρθει και ο Μισέλ μαζί μας για φαγητό.»

Το περπάτημα για τα υπόλοιπα έξι τετράγωνα ήταν πολύ διαφορετικό. Ο Δημήτρης περπατούσε όχι γρήγορα αλλά γεμάτος ζωντάνια, αγκαλιά με τον ξένο άντρα μιλώντας δυνατά για το κρύο και τον καιρό στο Παρίσι εκείνες τις γιορτές, ενώ οι δύο κοπέλες είχαν πια μείνει πίσω και περπατούσαν κυρίως σιωπηλές, ή, αν μιλούσαν, δεν μιλούσαν στους δύο προπορευόμενους άντρες. Δεν ακούστηκε πια κανένα γέλιο από αυτές, ενώ έσφιγγαν πάνω τους η μία την άλλη, τις μικροσκοπικές τσάντες τους, τα παλτό τους, ακόμα και τα μπουκάλια με το κρασί που είχαν πάρει φεύγοντας από την πρεσβεία σαν να γύρευαν προστασία από όλα τα υλικά πράγματα που είχαν στην κατοχή τους. Μόλις έφτασαν έξω από το σπίτι του Δημήτρη και αυτός χαρούμενος αναφώνησε ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους, η Αλίς είπε στα Γαλλικά ότι δεν αισθανόταν καλά και θα έπαιρναν ένα ταξί για να φύγουν. Ο Μισέλ περίμενε κανένα πεντάλεπτο τυλιγμένος με τη λερή κουβέρτα και γέρνοντας στον τοίχο της εισόδου μέχρι ο Δημήτρης να βρει ένα ταξί, να τις βάλει μέσα, να δώσει ένα πεταχτό φιλί και στις δυο τους να ψελλίσει ένα «περαστικά» και «καλή χρονιά» χωρίς καν να είναι σίγουρος σε ποια γλώσσα το είπε. Όταν το ταξί έστριψε στη γωνία του δρόμου κι έφυγε , ο Δημήτρης δεν σκέφτηκε καν ότι δεν είχε κρατήσει τα τηλέφωνα επικοινωνίας των δύο εστεμμένων της ομορφιάς που είχε γνωρίσει εκείνο το βράδυ στην πόλη του φωτός αλλά γύρισε χαρούμενος στον Μισέλ και του είπε: «Λοιπόν, μείναμε οι δυο μας μον αμί! Θα κουραστούμε λίγο να ανέβουμε στον πέμπτο αλλά μετά θέλω να μου πεις τα πάντα για τη ζωή σου!»

Το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου 1970, ο « Έλληνας Θεός», χορευτής του μπαλέτου στο Παρίσι, ετοίμασε ζεστό νερό, έδωσε καινούργια καθαρά ρούχα στον Μισέλ, του κούρεψε πρόχειρα τα μαλλιά και του ψαλίδισε τα γένια όσο μπορούσε. Έφαγαν μαζί τυριά και ομελέτα και λουκάνικα, ήπιαν κρασί κλεμμένο από τη Νορβηγική Πρεσβεία, ο Δημήτρης τραγούδησε λαϊκά τραγούδια της πατρίδας του με φωνή γεμάτη φάλτσα και συναίσθημα και απόμειναν να μιλάνε ανάμεσα σε πολύτιμες μικρές σιωπές κατανόησης σχεδόν μέχρι τα ξημερώματα, όταν τους πήρε ο ύπνος σκεπασμένους με καθαρές κουβέρτες στις δύο πολυθρόνες που είχε όλες κι όλες το διαμέρισμα.

Ο Μισέλ έμεινε στο σπίτι άλλη μία μέρα. Έφυγε όταν ο Δημήτρης έλειπε σε πρόβα αφήνοντας πίσω του τα καινούργια ρούχα και την καθαρή κουβέρτα. Την επόμενη μέρα το μπαλέτο έφευγε για περιοδεία, μαζί και ο Δημήτρης. Δεν ξαναείδε ποτέ στη ζωή του τον Μισέλ. Ούτε τις εστεμμένες βασίλισσες της ομορφιάς που αντάλλαξε ένα βράδυ του Γενάρη με έναν κλοσάρ του Παρισιού.

 

 

Στη μνήμη του αγαπημένου φίλου Δημήτρη Γκιόκα

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top