Fractal

Διήγημα: «Άντελ και Χάσαν»

Γράφει ο Φώτης Νικολάου // *

 

 

 

 

 

«Άντελ και Χάσαν»

 

Στον Αϊλάν

 

Ο Άντελ. Έφηβος απ’ τη Συρία. Από τις περιοχές των ανταρτών στο Ιντλίμπ. Οι γονείς του, σε μια αεροπορική επιδρομή, κάπου στο Χαλέπι, ένιωσαν δύσπνοια και έντονο τσούξιμο στα μάτια από το αέριο χλωρίου που έριξαν άγνωστες δυνάμεις του στρατού. Ένα πρασινοκίτρινο στρώμα «ομίχλης» κινήθηκε προς το μέρος τους και τους κάλυψε. Άρχισαν να τρέχουν τρομαγμένοι, με δάκρυα στα μάτια. Αλλά η ταχύπνοια, λόγω του τρεξίματος, τους έκανε να εισπνεύσουν περισσότερο αέριο και πέθαναν. Το αέριο, είχε πει η θεία στο Σαρίν, έκανε τα φύλλα των δέντρων να ασπρίσουν και τα λουλούδια να αλλάξουν χρώματα.

Εκείνο το λαμπρό μεσημέρι του Δεκέμβρη, ο Άντελ είχε βγει να παίξει στο χιόνι με τον αδελφό του. Το πρόσωπό του, πρόσωπο ενήλικα σε κορμί παιδικό. Ονειρευόταν συχνά τέρατα˙ έμπαιναν από τις χαραμάδες της ψυχούλας του. Στα όνειρά του κυνηγούσε τους εφιάλτες που είχαν σκορπίσει στη χώρα του, κυβερνητικές, επαναστατικές και ξένες δυνάμεις: τα τέρατα! Προσπαθούσε να τα πετάξει σε κάποιο χαώδες βάραθρο. Όμως ποτέ δεν το κατάφερνε. Ο πόλεμος τον είχε μάθει ότι τα πάντα κατακτούνται με τη βία. Μπορεί κι αυτός, αν σταματούσε ο εμφύλιος, να άρχιζε να κυνηγάει Πόκεμον αντί για εφιάλτες, όπως τα παιδιά του πολιτισμένου κόσμου. Όμως, ο Άντελ, εκτός από εφιάλτες, ονειρευόταν συχνά και το αγαπημένο του χιόνι, που ερχόταν απ’ τα ψηλά βουνά. Το χιόνι, που καταγόταν από τις μακρινές χώρες του βορρά.

Ξάφνου, κέρωσε από τον φόβο του. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικός! Η λάμψη εκτυφλωτική! Παίζοντας στο χιόνι, μία βόμβα είχε σκάσει δίπλα τους. Έξω απ’ το σπίτι της θείας στο Σαρίν. Τους είχε υπό την προστασία της… Ο Άντελ δεν πρόλαβε να προστατέψει τον αδελφό του. Είδε τα χέρια τού Χάσαν να πετούν στον αέρα. Ο ίδιος δεν αισθανόταν τα κάτω του άκρα…

Από τη βίαιη, εκτυφλωτική λάμψη, έχασε το φως του για λίγο. Η ολιγόλεπτη αιώνια παύση˙ και μετά συντρίμμια, πολλά συντρίμμια. Σκόνη και λάσπη από τους γκρεμισμένους τοίχους. Το λευκό χιόνι που κοκκίνισε από αίμα. Τα κομμένα χέρια τού αδελφού του στον παγωμένο αέρα του Σαρίν. Οι απεγνωσμένες φωνές τής θείας απ’ την αυλή του σπιτιού. Τα σπαραχτικά κλάματα. Ο τρόμος που είχε επιστρέψει…

Από το σκληρό αυτό φως, ξεπρόβαλαν θριαμβευτικά τα τέρατα! Βομβαρδιστικά αεροσκάφη σχημάτισαν μια «πελώρια αλυσίδα». Σαν σμήνος πουλιών. Θα ήθελε πολύ να ήταν άγρια πουλιά, να τον οδηγούσαν πέρα απ’ τη Μεσόγειο. Εκεί που το φως του ήλιου δε θα ήταν τόσο σκληρό με τα παιδιά και τα φύλλα των δέντρων δε θα είχαν χάσει το πράσινο χρώμα τους από τα χημικά. Ένα γιγάντιο επανδρωμένο κατασκοπευτικό εμφανίστηκε στον άδειο εναέριο χώρο της Συρίας. Αλλά και αντιτορπιλικά εξοπλισμένα με πυραύλους γέμισαν τη Μεσόγειο. Η θάλασσα ξερνούσε τέρατα…

«Δράκοι που εκτοξεύουν φωτιές», φώναξε ο πατέρας.

«Μπαμπά; Μπαμπά μου; Είσαι εδώ;»

Ο Άντελ ούρλιαξε. Έτρεμε. Τα μάτια του πονούσαν. Ήθελε να βρει τον αδελφό του, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Τον άκουσε μόνο μετά την έκρηξη να τον φωνάζει. Ύστερα λίγα αναφιλητά. Στη συνέχεια τίποτα. Είδε από μακριά τη θαμπή εικόνα της θείας να πλησιάζει. Είχε βγει αλλόφρων στον δρόμο να τους βρει, στο βρώμικο χιόνι, στα συντρίμμια. Ο Άντελ σφάδαζε. Το σκληρό φως τον ξανατύλιξε…

Όση ώρα τον στράβωνε το φως, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα – λαβωμένο πουλάκι στον κόρφο του. Ανήμπορος να κουνήσει τα σακατεμένα του πόδια, για λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, πέρασαν από μπροστά του εικόνες απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Μέσα από τις κόρες των ματιών του, μέσα απ’ τις χαραμάδες της ψυχής του, τρεμόλαμψαν εκατοντάδες άμαχοι με κομμένα μέλη. Παιδιά σε σκλαβοπάζαρα. Παιδιά- «ανθρώπινες ασπίδες» σε ναρκοθετημένες περιοχές. Παιδιά που εξαναγκάζονταν να παρακολουθούν αποτρόπαιες πράξεις. Που βασανίζονταν. Που έτρωγαν σκυλοτροφές. Παιδιά, με σηκωμένα τα χέρια ψηλά.

«Άντελ! Αδελφέ μου! Μη με σκοτώσεις! Δε με αναγνωρίζεις; Εγώ είμαι. Ο Χάσαν! Ο αδελφός σου».

Ο όμορφος αδελφός τού Άντελ! Τα ζαφειρένια μάτια τού Χάσαν, σε αντίθεση με το εβένινο πρόσωπο και τα σγουρά μαύρα μαλλιά, έλαμπαν πιο πολύ και από το σκληρό, απαίσιο φως. Σπινθηροβολούσαν από φόβο για το σκοτάδι. Ο φόβος κυριαρχούσε στην ψυχή του. Καθώς όμως ο Άντελ, τον κοίταξε, το φως μαλάκωσε. Ο Άντελ προσπάθησε να αγγίξει τον Χάσαν. Μάταια. Όσο κι αν προσπαθούσε, τόσο εκείνος, εκείνα τα όμορφα μπλε μάτια τού αδελφού του, απομακρύνονταν από κοντά του. Εντούτοις, το φως παρέμεινε μαλακό. Μάλιστα ζωήρεψε κάπως, σαν ύστατη επιθυμία, όταν ο Χάσαν πλησίασε τελικά τον αδελφό του μέσα απ’ τα συντρίμμια, κρατώντας κλαδιά από ελαιόδεντρο.

«Έχεις χέρια Χάσαν;» ψιθύρισε ο Άντελ.

Το φως δεν ήταν σκληρό πια. Ήταν ένα λευκό, ζεστό φως.

Και ο Χάσαν τού απάντησε:

«Η Μεσόγειος έχει δελφίνια αδελφέ μου, όχι τέρατα!»

Ύστερα σώπασαν.

 

Ο Άντελ αφέθηκε στο θαλπερό φως. Είδε στην άκρη της στενής στοάς να στέκεται μια ανθρώπινη μορφή οικεία και συγχρόνως άγνωστη. Στην αρχή τρόμαξε, γιατί η φιγούρα τρεμόσβηνε σαν φλόγα. Φοβήθηκε. Δεν ήθελε να ξαναδεί τα τέρατα. Ούτε το αίμα να κυλάει πάνω στο χιόνι, έξω απ’ το σπίτι στο Σαρίν. Θα τον φόβιζε μια ακόμα εκτυφλωτική λάμψη. Μια δεύτερη έκρηξη βόμβας. Αυτό δε συνέβη, ευτυχώς. Στην άκρη της φωτεινής στοάς η ανθρώπινη φιγούρα εναλλασσόταν με τη φιγούρα ενός κερασφόρου ζώου! Συν τοις άλλοις, το φως τον τραβούσε σαν μαγνήτης προς την έξοδο. Λίγο πριν βγει, ένιωσε την ανάγκη να κοιτάξει πίσω του. Δεν το έκανε. Κοντοστάθηκε. Ήταν το φως που τον είχε οδηγήσει στις μακρινές χώρες τού βορρά…

Σαν τυφλοπόντικας βγήκε απ’ το λαγούμι του. Και κει πέρα, στο βάθος, μακριά από πολέμους και τέρατα, είδε το λευκό ζώο με τα όμορφα κέρατα. Ένα αρκτικό ελάφι, με πολύκλαδα κέρατα, υπήρχε στην έξοδο: ένας μεγάλος λευκός τάρανδος! Ίσως τελικά το φως να είχε μαλακώσει εξαιτίας τού ταράνδου που τον περίμενε στην έξοδο της στοάς. Η μορφή τελικά τού μίλησε:

«Αδελφέ μου! Ήρθες! Σε περίμενα πώς και πώς! Αυτή τη φορά έφτασα εγώ πρώτος! Σε ξεγέλασα!»

Πίσω από τον τάρανδο πετάχτηκε ο Χάσαν ντυμένος με σκούφο, γάντια, κασκόλ, παλτό και μπότες. Έτσι ακριβώς όπως ήταν ντυμένος και ο Άντελ! Με τα ρούχα που τους είχε πλέξει η θεία Αίσα στο Σαρίν! Μόνο που αυτή τη φορά, τα ζαφειρένια μάτια τού Χάσαν σπινθηροβολούσαν από χαρά! Το μπλε των ματιών του ταίριαζε απόλυτα, όχι μόνο με το μπλε ημίφως που κυριαρχούσε στο τοπίο γύρω του, αλλά και με τα μπλε μάτια του ταράνδου! Ναι, οι τάρανδοι έχουν μπλε μάτια τον χειμώνα! Ο Άντελ ήταν χαρούμενος που είχε βρει τον αδελφό του:

«Χάσαν, σε έψαχνα! Ζεις αδελφέ μου;»

«Εδώ είμαι Άντελ! Δε με βλέπεις; Άγγιξέ με! Είμαι ζωντανός!»

«Πόσο χαίρομαι που είμαστε πάλι μαζί», είπε ο Άντελ, και έσφιξε στην αγκαλιά του τον αγαπημένο του αδελφό.

Το μελαγχολικό, διαπεραστικό φως τού είχε αποκαλύψει τον Χάσαν στο χιόνι. Στις χώρες του βορρά, οι πολικές νύχτες είναι μαγικές. Ένα μπλε λυκόφως διαρκεί για μήνες κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα, όταν ο ήλιος τουρτουρίζει κρυμμένος κάτω από τον παγωμένο ορίζοντα και τα κωνοφόρα δέντρα φυτρώνουν πλάι πλάι για να μην κρυώνουν.

Ο Άντελ ευχαριστήθηκε, βλέποντας τον τάρανδο με τον αδελφό του παρέα. Όταν μάλιστα κοίταξε και το έλκηθρο που έμοιαζε με βάρκα, πέταξε απ’ τη χαρά του! Οι ξύλινοι σκελετοί τής χειροποίητης κατασκευής ήταν επενδυμένοι με μαλλί ταράνδου.

«Τι όμορφη λευκή γούνα που έχει! Τι ωραία κέρατα!» παρατήρησε ο Άντελ, θαυμάζοντας τον τάρανδο, που με τις οπλές του, έβγαζε από το χιόνι του φθινοπώρου χόρτα στην επιφάνεια για να φάει. «Κοίτα πως μασάει! Χα, χα! Τι όμορφος που είναι! Πού τον βρήκες Χάσαν;» είπε γεμάτος χαρά, πλησιάζοντας τον τάρανδο.

«Αδελφέ μου, όταν μέσα από το δάσος με πλησίασε ένας μικρόσωμος άνθρωπος, έκλαιγα. Μου είπε, “Είναι πολύ δυνατό ζώο και εξημερωμένο…”. Ό άνθρωπος είχε σκούρο, κίτρινο δέρμα και μαύρα ίσια μαλλιά. Φορούσε επανωφόρι από δέρμα ζώου, παρόμοιες ψηλές, μυτερές μπότες, κι έναν περίεργο τρι-κοχο σκούφο».

«Φοβήθηκες πολύ, αδελφούλη μου;»

«Ναι, γιατί εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα από τα δέντρα σαν λύκος. Μου είπε ότι ήταν κυνηγός».

«Κι εσύ, τι έκανες Χάσαν;»

«Του είπα ότι ήμουν θύμα πολέμου», είπε ο Χάσαν κοιτάζοντας τον Άντελ μελαγχολικά. «Μου μίλησε σαν να ήξερε ότι θα ερχόσουν. Είπε ότι ο τάρανδος θα μας οδηγούσε στην Κρυστάλλινη Λίμνη. Θα μας περίμενε εκεί, γύρω στα μεσάνυχτα. Έδεσε το έλκηθρο προσεκτικά πίσω από τον τάρανδο κι έφυγε με ένα άλλο μικρότερο έλκηθρο που το έσερναν σκυλιά».

«Και πού είναι αυτή η λίμνη;» είπε ο Άντελ σκεφτικός.

«Στο δάσος με τα κόκκινα έλατα. Εκεί έχει το προσωρινό χειμωνιάτικο σπίτι του. Εγώ του είπα ότι ήμουν από τη Μέση Ανατολή. Ότι δεν είχα ούτε σπίτι ούτε γονείς! Έτσι έμεινα μόνος μου με τον τάρανδο, περιμένοντας εσένα. Ευτυχώς όμως, ο τάρανδος μιλούσε…»

«Μιλάνε οι τάρανδοι Χάσαν;» διέκοψε τον αδελφό του ο Άντελ, αγκαλιάζοντάς τον στοργικά.

«Ναι, Άντελ! Τα ζώα καταλαβαίνουν, άμα τ’ ακούσεις προσεκτικά… Έχουν κι αυτά ψυχή!»

«Ω, Χάσαν αγαπημένε μου αδελφέ, πόσο θα χαιρόταν η μητέρα κι ο πατέρας αν το άκουγαν αυτό!»

«Στη Γη πάντα γίνεται ένας πόλεμος για λόγους που ξέρουν μόνο οι μεγάλοι…»

«Ω, Χάσαν!»

«…Κι ύστερα του είπα ότι είχα έναν αδελφό που χάθηκε μέσα στο σκληρό φως του πολέμου».

Τα μάτια του Άντελ είχαν βουρκώσει:

«Κι ο τάρανδος Χάσαν; Τα ζώα καταλαβαίνουν, Χάσαν μου…»

Το βλέμμα του Χάσαν ήταν θλιμμένο όταν μίλησε στον αδελφό του για τον τάρανδο. Ήταν θλιμμένος όπως την ημέρα που είχαν μάθει για τον θάνατο των γονιών τους…

«Είχε γεννηθεί στο δάσος με τις σημύδες. Όταν ήταν μικρό ελάφι, γλύτωσε από τους λύκους. Την εποχή με τα μεγάλα κρύα, οι γονείς του είχαν πάει για λειχήνες και βρύα, σε μια ανοιχτή παγωμένη έκταση. Τους επιτέθηκαν λύκοι και τους σκότωσαν. Ο μικρόσωμος κυνηγός τριγυρνούσε εκεί κοντά. Τουφέκισε στον αέρα. Οι λύκοι τρόμαξαν κι έφυγαν μακριά. Έτσι επέζησε ο μικρός τάρανδος», είπε ο Χάσαν.

Τα δύο αδέλφια συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν οι μόνες ορφανές υπάρξεις σ’ αυτόν τον άδικο κόσμο. Κι ενώ ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν μαζί με τον λευκό τάρανδο, ο Άντελ είδε μια χιονόλευκη κουκουβάγια να τον κοιτάζει στα μάτια απειλητικά˙ ένιωσε σαν να μην είχε βγει ποτέ από τη στοά. Ή σαν να είχε βγει μόνο για λίγο, όσο είχε διαρκέσει εκείνη η έκρηξη στο Σαρίν. Εκείνος ο εκκωφαντικός κρότος. Η εκτυφλωτική λάμψη. Ή μήπως ήταν η εκτυφλωτική ομορφιά τού λευκού τοπίου; Κι όμως, η χιονόλευκη κουκουβάγια τον κοιτούσε επικίνδυνα πάνω απ’ το χιονισμένο δέντρο της. Ο Άντελ έτρεξε να κρυφτεί στη στοά σαν τυφλοπόντικας. Να της ξεφύγει. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο Σαρίν, στη θεία Αίσα. Να βρει τον αδελφό του ανάμεσα στα συντρίμμια. Μα, το χιόνι, έξω απ’ το σπίτι της θείας, ήταν ακόμα κόκκινο…

Έτσι κρυμμένος, ως δια μαγείας, πέρασαν από μπροστά του όλες οι εποχές του χρόνου. Όχι όμως σύμφωνα με αυτά που γνώριζε, αλλά σύμφωνα με ένα ξεχασμένο παλιό ημερολόγιο των φυλών του βορρά: Φθινόπωρο-χειμώνας, χειμώνας, άνοιξη-χειμώνας, άνοιξη, άνοιξη-καλοκαίρι, καλοκαίρι, καλοκαίρι-φθινόπωρο και φθινόπωρο.

Τώρα έβλεπε, όχι τέρατα και εικόνες πολέμου, αλλά σημύδες, ιτιές και λεύκες. Ξέφωτα που φύτρωναν βρύα, λειχήνες και μούρα. Ο κύκλος του νερού μέσα σε ένα λαγούμι: Το «Πολύχρωμο Φθινόπωρο», το «Μαύρο Χιόνι», η «Εποχή των Χριστουγέννων», ο «Παγερός Χειμώνας», το «Κρυστάλλινο Χιόνι», το «Λιώσιμο του Πάγου», ο «Ήλιος του Μεσονυχτίου», η «Εποχή του Θέρους». Σαν να είχε ζήσει μια προηγούμενη ζωή στα βόρεια δάση, που για έναν ανεξήγητο λόγο πάντα επιθυμούσε. Ο Άντελ ένιωσε λες και ήταν παιδί του βορρά και όχι της Μέσης Ανατολής.

Έξω από τη στοά, διαφαινόταν ακόμα το μπλε λυκόφως. Κι όταν ξαναβγήκε στο φως, η χιονόλευκη κουκουβάγια είχε φύγει. Αναρωτήθηκε μόνο αν η λίμνη που είχε τώρα μπροστά του ήταν η λίμνη που τους είχε πει ο κυνηγός.

Δεν ήξερε αν ήταν μεσάνυχτα, αλλά έτσι υπέθεσε, βλέποντας τον Χάσαν να μιλάει φιλικά με τον μικρόσωμο κυνηγό. Τα πανέμορφα σκυλιά με τα χρωματιστά μάτια ξεκουράζονταν πιο πέρα μαζί με τον τάρανδο. Τα έλκηθρα ήταν δεμένα έξω από μια σκηνή. Γύρω τους απλωνόταν η λίμνη, η Κρυστάλλινη Λίμνη! Την περικύκλωναν χιονισμένα κόκκινα έλατα. Το τοπίο στο ξέφωτο, ανάμεσα στα έλατα και τη λίμνη προκαλούσε μεγάλο θαυμασμό. Ο Χάσαν κι ο μικρόσωμος κυνηγός μιλούσαν πλάι σε μια κωνική σκηνή, που ήταν σκεπασμένη με φλοιούς δέντρων, κλαδιά και λάσπη. Ο Άντελ, ο Χάσαν κι ο μικρόσωμος κυνηγός μπήκαν στη σκηνή.

Κάθισαν πάνω σε ένα αρωματικό χαλί από κλαδιά σημύδας και ελάτου, σκεπασμένο με τρίχωμα ταράνδου, γύρω από μία μικρή φωτιά. Ο καπνός της φωτιάς έβγαινε από ένα άνοιγμα στην κορυφή της σκηνής. Έξω δε χιόνιζε. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και ο μικρόσωμος κυνηγός είχε το σχέδιό του…

Ο Άντελ και ο Χάσαν ήταν χαρούμενοι.

«Ελάτε να σας δείξω κάτι μαγικό», είπε στα δύο αδέλφια, ανάβοντας στη φωτιά δύο δαυλούς.

Τα δύο αδέλφια υπάκουσαν. Βγήκαν από τη σκηνή και στάθηκαν κάτω από τον ουρανό του βορρά. Ο πολικός αστέρας έλαμπε σαν πετράδι από πάνω τους. Ο Άντελ και ο Χάσαν αδημονούσαν για τη μαγεία που τους είχε τάξει ο κυνηγός και τους την είχε κλέψει ο πόλεμος…

«Θέλετε να συναντήσετε τον πατέρα και τη μητέρα σας; Γι’ αυτό δεν ήρθατε ως εδώ;» ρώτησε τα δύο αδέλφια.

Ο Άντελ και ο Χάσαν ξαφνιάστηκαν.

«Ξέρεις που βρίσκονται οι γονείς μας;» τον ρώτησε ο Άντελ.

«Στον ουρανό φυσικά», είπε ο μικρόσωμος κυνηγός κι αμέσως έβγαλε από το πανωφόρι του δύο μικρές σφυρίχτρες.

«Μόλις δείτε το Σέλας, αρχίστε να σφυρίζετε δυνατά, τρέχοντας με τις αναμμένες δάδες δίπλα στη λίμνη».

«Τι είναι το Σέλας; Τέρας;» είπε ταραγμένος ο Άντελ.

«Είναι ψυχές που αναζητούν τους δικούς τους…»

Ο κυνηγός δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του. Τα μαγικά Βόρεια Φώτα εμφανίστηκαν ψηλά πάνω από την παγωμένη λίμνη. Κάποιο αόρατο ουράνιο χέρι ζωγράφισε μερικά λευκά φωτεινά σχέδια. Γρήγορα όμως, το ίδιο θεϊκό χέρι τα έσβησε και ο ουρανός γέμισε με κόκκινες, πράσινες, κίτρινες και ιριδίζουσες αποχρώσεις. Το μπλε λυκόφως είχε γεμίσει χρωματιστούς χορευτές που μεταμορφώνονταν κάθε φορά που τα δύο αδέλφια κοιτούσαν τον ουρανό.

«Τι όμορφο που είναι το Σέλας, αδελφέ μου!» είπε ο Χάσαν,

«Τα χρώματα αυτά σε ζεσταίνουν!» συμφώνησε ο Άντελ, «ο πόλεμος είναι γκρίζος και τα τέρατα κατάμαυρα!»

Ευχαριστήθηκε η ψυχή του! Είχε βρει τον αδελφό του κι ήταν

μαζί στο ξέφωτο, κοιτώντας το Βόρειο Σέλας.

Τα δύο αδέλφια άρχισαν να τρέχουν δίπλα στη λίμνη, κρατώντας τους αναμμένους δαυλούς και σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη.

Ο Χάσαν φώναξε:

«Δεν υπάρχει πια πόλεμος!»

Και ο Άντελ ύψωσε τη φωνή του:

«Δεν υπάρχουν πια τέρατα!»

Το Σέλας κατέβηκε χαμηλά, ακουμπώντας στις κορυφές των χιονισμένων κόκκινων ελάτων. Μια σύμμικτη βοή από απόκοσμες φωνές, ακούστηκε πάνω από τη λίμνη. Κι ύστερα κάτι σαν τα κουδούνια των ταράνδων που σέρνουν τα έλκηθρα. Το ήξερε αυτό ο μικρόσωμος κυνηγός. Όπως ήξερε επίσης ότι το Σέλας θα έπαιρνε τα δύο αδέλφια για να γλιτώσουν από τον πόλεμο. Ο Άντελ και ο Χάσαν ήταν ευτυχισμένοι που θα συναντούσαν τον πατέρα και τη μητέρα μέσα στο μαγευτικό, λευκό φως.

 

 

φω-Ν (2019)

 

 

* Ο Φώτης Νικολάου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η συγγραφή γι’ αυτόν είναι αγάπη, ένα είδος φυγής από την καθημερινότητα. Το 2019 το διήγημά του «Άντελ και Χάσαν» διακρίθηκε στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος (Κέφαλος). Έχει εκδώσει μία συλλογή με πεζογραφήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top