Fractal

Η Παλιά Αθήνα στα καλύτερά της

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

Θωμάς Σιταράς: «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς», Εκδόσεις Μίνωας, 2022, σελ. 320

 

Ο Θωμάς Σιταράς (Αθήνα, 1943) είναι ένας από τους διαπρεπείς συγγραφείς βιβλίων για την Παλιά Αθήνα, αυτούς που χαρακτηρίζονται αθηναιογράφοι. Το πρόσφατο πόνημά του με τίτλο Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς (εκδ. Μίνωας, 2022) και υπότιτλο «Ημερολόγιο μιας παλιάς γειτονιάς», είναι  πρωτότυπο, καθώς σε αυτό δεν αναδημοσιεύει άρθρα που έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα περασμένων εποχών σχολιάζοντάς τα, αλλά τα κείμενα είναι γραμμένα με το δικό του χέρι. Δηλαδή είναι ο δημιουργός, αυτός που στύβει το μυαλό του για να κατεβάσει ιδέες και να μιλήσει για πράγματα που διάβασε.

Αφού παραθέσει φράσεις σπουδαίων στοχαστών για την ωφελιμότητα των βιβλίων και της ανάγνωσης (Χένρι Θορό, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Τζ. Κ. Ρόουλινγκ), ο Θωμάς Σιταράς στον πρόλογο-εισαγωγή του σημειώνει διάφορες σκέψεις του, ειρωνικές και καυστικές, σχετικά με τους μηχανικούς που έβαλαν τις βάσεις στην Αθήνα («στην Αθήνα μας» γράφει), αλλά και με τους κατοίκους της που ήθελαν να εκπληρώσουν το μοναδικό τους όνειρο: ένα μοναχικό σπιτάκι.

Το συγκεκριμένο κείμενο το υπογράφει ως Τέρπανδρος Τραγανός, αυτοπροσδιορίζεται ως «βέρος γκάγκαρος», δημοσιογράφος στην εφημερίδα Αθηναϊκά νέα». Δηλώνει πως θα είναι οδηγός μας σ’ ένα νοσταλγικό ταξίδι, πως ότι διαβάσουμε θα είναι πέρα για πέρα αληθινό  και στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη συνοικία του, στη γειτονιά του, την εικοσαετία 1920-1940.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, «με χαρές και πανηγύρια», όπως μας καλεί ο συγγραφέας, και ας πάμε στο πρώτο κεφάλαιο, το «Ο λαός διασκεδάζει», το οποίο μας μεταφέρει σε μια αθηναϊκή συνοικία με υπαίθριο

κινηματογράφο και υπαίθριο Καραγκιόζη. Ο κινηματογράφος είναι μια μεγάλη μάντρα, κακοφτιαγμένη, χωρίς καθίσματα που τα αναπληρώνουν μεγάλες σανίδες κατάλληλα τοποθετημένες. Οι θεατές παρακολουθούν τα συμβαίνοντα στην οθόνη, τρώγοντας πασατέμπο και φτύνοντας τα φλούδια στους μπροστινούς. Στο θέατρο της γειτονιάς, αντί για Σαίξπηρ και επιθεώρηση, παίζεται Καραγκιόζης.

Η συνοικία διασκεδάζει και στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις μπιραρίες και κάποια κέντρα αναψυχής. Ωστόσο, στις πλατείες δίνουν παραστάσεις διάφοροι μάγοι και παλιάτσοι, όπου ανάμεσα στους θεατές υπάρχουν κυρίως χαμίνια και λούστροι, ενώ εμφανίζονται και ταχυδακτυλουργοί, οι οποίοι στο τέλος βγάζουν δίσκο για να εισπράξουν τα φιλοδωρήματα. Ασφαλώς, από τις συνοικίες δεν λείπουν οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες, κυρίως βιολιστές, κιθαρίστες και φλαουτίστες, που βασικά παίζουν κομμάτια από το ρεπερτόριο του ιταλικού μελοδράματος.

Αυτό που έχει μεγάλη αξία στο βιβλίο είναι οι περιγραφές ανθρώπων, τοπίων και περιστατικών δια χειρός του συγγραφέα, ο οποίος θυμίζει χρονογράφους των παλιών καλών εποχών στις εφημερίδες. Τότε οι χρονογράφοι ήταν και επιθεωρησιογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς που ήξεραν να διασκεδάζουν τους αναγνώστες με τα ευφυολογήματά τους. Ας πάρουμε μια γεύση από την περιγραφή των θερινών κινηματογράφων:

«Με το που ξεκινά το καλοκαιράκι, ο κινηματογράφος που γνωρίσαμε τη χειμερινή περίοδο στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά αποφασίζει να παραθερίσει και αυτός στις δροσερές συνοικίες… Τα ψιλά του κυρ Κώστα του μανάβη, του κυρ Δημήτρη του ψωμά, του γαλατά, του Μίμη του φοιτητή, του μαθητάκου που μόλις σχόλασε από το βραδινό Γυμνάσιο, της Δαφνούλας, της Δωροθέας, όλων τέλος πάντων , μικρών και μεγάλων, το χρήμα της συνοικίας εκεί μαζεύεται…

–Πέντε δραχμές, Κατίνα  μου, μα χαλάλι τους! Και τι δεν είδαμε, τι δεν είδαμε!

Και οι γυναίκες της γειτονιάς αφηγούνται με ανεπανάληπτη τραγικότητα κάθε λεπτομέρεια..

…παραλίγο να την πνίξει, ξανανταμώθηκαν όμως και έγινε ο γάμος!…»

 

Θωμάς Σιταράς

 

Και παρακάτω διαβάζουμε:

«Το γενικό ραντεβού κάθε ερωτευμένης ψυχής είναι φυσικά ο λαϊκός κινηματογράφος. Κάθε Ρωμαίος και Ιουλιέτα, κάθε ραβασάκι, εκεί θα καταλήξει. Μ’ ένα ταλιράκι και μια λεμοναδίτσα θα βρουν την ευτυχία  τους… Στις μέρες μας ο έρωτας αρχίζει στον δρόμο, οδηγείται στο συνεμά και καταλήγει στην εκκλησία –το ευτυχές σενάριο– ή στον εισαγγελέα– το ανεπιθύμητο σενάριο.

Καμιά σαρανταριά καλοκαιρινοί συνοικιακοί κινηματογράφοι διδάσκουν, σωφρονίζουν, καθοδηγούν…

Επομένως;

Επομένως, δεν έχουμε μόνο σινεμά-νυφοπάζαρο, αλλά και σινεμά-σχολείο! Και όλα αυτά μόνο με ένα ταλιράκι!»

Συνεχίζοντας, την ανάγνωση μαθαίνουμε μερικά πράγματα σχετικά με τη λατέρνα, που οι σημερινοί κάτοικοι της Αθήνας και της Ελλάδας τη γνωρίζουμε μόνο από τις παλιές ελληνικές ταινίες.

«Ιδού, φίλοι μου, ένας μεγάλος οχληρός των κεντρικών δρόμων, αλλά και ένας μεγάλος ευεργέτης των μικρών και των απόκεντρων δρομίσκων. Όταν εγκατασταθεί έξω από το μεγάλο τρίπατο σπίτι, όλα του γίνονται εχθρικά. Τα παράθυρα του μεγάλου σπιτιού κλείνουν  και, αν τύχει και βρεθεί στο μπαλκόνι καμιά κυρία, σπεύδει να χωθεί μέσα. Οι καλοντυμένοι διαβάτες κάνουν γρηγορότερα το βήμα τους για να μη δείξουν ότι προσέχουν την αιώνια “Τραβιάτα”, και οι κομψές περαστικές κυρίες χτυπούν δυνατά το τακουνάκι τους στο πεζοδρόμιο για να αποφύγουν το “Ταγκό Αρζεντίν”, το οποίο τις παρακολουθεί με διάφορα φάλτσα…»

Στο μικρό κεφάλαιο «Ένας μικρός επίλογος που γράφτηκε το 1939», ο συγγραφέας σημειώνει:

«Η πλατεία Ομονοίας έπαψε βεβαίως, προ πολλού, να είναι αμπέλι. Τα μόνιππα με τους ντορήδες αντικαταστάθηκαν από ασυγκίνητα αυτοκίνητα , τα σπίτια με τα διπλά χαγιάτια γκρεμιστήκανε για να κτιστούν πολυώροφες οκέλες… Η Παλιά Αθήνα με τα έθιμά της, τις παραδόσεις της, το εντελώς ξεχωριστό της χρώμα, χάθηκε πια…»

Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο του Θωμά Σιταρά μας ενημερώνει, μας πληροφορεί, μας διασκεδάζει και μας κάνει να νοσταλγούμε την παλιά πόλη στην οποία κατοικούμε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top