Fractal

Ένα αναπάντεχο μυθιστόρημα μιας ταραχώδους και δύστροπης εποχής

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

 

Ulrich Alexander Boschwitz, «Ο ταξιδιώτης». Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου. Εκδόσεις  Κλειδάριθμος. Αθήνα, 2019

 

Πρόσφατα σχετικά έγινε η «αποκάλυψη» ενός ξεχασμένου Εβραίου μυθιστοριογράφου που προείπε το Ολοκαύτωμα σ’ ένα σημαδιακό βιβλίο. Είναι το βιβλίο «Ο ταξιδιώτης» του Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς (Ulrich A. Boschwitz, 1915-1941) το οποίο ευτυχώς διασώθηκε από τη λήθη και τελικά κέρδισε φήμη στη μητρική γλώσσα του συγγραφέα ο οποίος αναγκάστηκε βίαια να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Στις 17 Αυγούστου 1942, ο Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς, ένας Γερμανοεβραίος συγγραφέας, μόλις εικοσιεπτά ετών, αναχώρησε από την Αυστραλία για την Ευρώπη με ένα βρεττανικό πλοίο, το M.V. Abosso. Κοντά στο τέλος του ταξιδιού του, στα επικίνδυνα νερά του πολέμου του Βόρειου Ατλαντικού, το πλοίο τορπιλίστηκε από ένα γερμανικό υποβρύχιο. Ο Μπόσβιτς ήταν μεταξύ των 362 επιβατών και του πληρώματος που χάθηκαν. Ένα αδημοσίευτο χειρόγραφό του φαινόταν ότι είχε χαθεί για πάντα, αλλά κάπου οκτώ δεκαετίες αργότερα, το μυθιστόρημα του Ούλριχ Μπόσβιτς, «Ο ταξιδιώτης» (Der Reisende), δημοσιεύεται στη Γερμανία, αφού ανακαλύφτηκε και επεξεργάστηκε με σύνεση, ένα έργο αναμφίβολα μεγάλης ιστορικής σημασίας, ειδικά  για την συγκεκριμένη περίοδο.

 

 

Ο Ulrich Alexander Boschwitz γεννήθηκε σε μια εύπορη γερμανοεβραϊκή οικογένεια στο Βερολίνο, το 1915. Ο πατέρας του, ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου που πέθανε λίγο πριν γεννηθεί ο Ούλριχ. Η μητέρα του, Μάρτα Βόλγκαστ Μπόσβιτς, προερχόταν  από μια κορυφαία εμπορική δυναστεία της περιοχής, η οποία  με αφορμή τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της, ανέλαβε τη λειτουργία της επιχείρησης. Ο Ούλριχ μετά την ολοκλήρωση του σχολείου πήρε κάποια μαθήματα σχετικά με την λειτουργία των επιχειρήσεων και φαινόταν  προορισμένος για να αναλάβει την επιχείρηση, αλλά η άνοδος του Χίτλερ ανέτρεψε το σχέδιο. Την 1η Απριλίου 1933, το Εθνοσοσιαλιστικό καθεστώς κήρυξε ένα εθνικό μποϊκοτάζ κατά των εβραϊκών επιχειρήσεων και η ζωή σύντομα έγινε εξαιρετικά δύσκολη όχι μόνο για τους Εβραίους, αλλά και για τις γερμανοεβραϊκές οικογένειες. Η μεγαλύτερη αδερφή του Ούλριχ, Κλαρίσσα, μετανάστευσε στο Ισραήλ το 1933, ενώ εκείνος μαζί με τη μητέρα του  εγκατέλειψαν τη χώρα δύο χρόνια αργότερα. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αφήσουν πίσω ολόκληρη την οικογενειακή περιουσία. Πήγαν πρώτα στη Σουηδία και μετά στη Νορβηγία, όπου ο Ούλριχ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Menschen neben dem Leben» (Άνθρωποι δίπλα στη ζωή). Η Σουηδία υπήρξε  σημαντικός τόπος και προορισμός  για τους εξόριστους Γερμανούς συγγραφείς. Άλλωστε και ο Τόμας Μαν ήταν μεταξύ των συγγραφέων των οποίων το έργο δημοσιεύτηκε εκεί. Έτσι το πρώτο μυθιστόρημα του Ούλριχ Μπόσβιτς, εμφανίστηκε στα Σουηδικά, το 1937, ως «Människor utanför», χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο John Grane και όχι το γερμανικό Ulrich Boschwitz. Το μυθιστόρημα σημείωσε εκδοτική επιτυχία και ο Μπόσβιτς μπόρεσε να μετακομίσει στο Παρίσι για να σπουδάσει στη Σορβόννη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 μετακινήθηκε μεταξύ Γαλλίας, Λουξεμβούργου και Βελγίου, ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα «Ο Ταξιδιώτης» το 1938 ενώ παρακολουθούσε από τις Βρυξέλλες την κατάσταση όπως διαμορφωνόταν, δεδομένου ότι οι διώξεις των Εβραίων εντάθηκαν μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων, την Κρίσταλναχτ όπως έμεινε γνωστή,  και η οποία ως γνωστόν  αναφέρεται στο μαζικό πανεθνικό πογκρόμ που έλαβε χώρα στη Γερμανία και στην Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 1938, και απετέλεσε βεβαίως την απαρχή του Ολοκαυτώματος. Όπως και το πρώτο του μυθιστόρημα, ο «Ταξιδιώτης» δημοσιεύτηκε επίσης με ψευδώνυμο και στην αγγλική μετάφραση. Εμφανίστηκε στην Αγγλία, το 1939, με τον τίτλο  «The Man Who Took Trains», ενώ το 1940 στις Ηνωμένες Πολιτείες ως «The Fugitive». Το ξέσπασμα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου κατέστρεψε κάθε πιθανότητα το μυθιστόρημα να σημειώσει εμπορική επιτυχία. Σύντομα εξαντλήθηκε και κάποια αντίτυπα ήταν διαθέσιμα μόνο σε σπάνιες συλλογές βιβλίων. Τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος, ο Ούλριχ και η Μάρτα είχαν φτάσει στην Αγγλία. Εκεί, στις 28 Ιουνίου 1940, καθώς υπήρχαν βάσιμοι  φόβοι μιας γερμανικής εισβολής, ενώ όλοι τους έβλεπαν και θεωρούσαν ως εχθρούς. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Ούλριχ απελάθηκε στην Αυστραλία με το μεταφορικό πλοίο «Ντουνέρα» (Dunera), ενώ η μητέρα του παρέμεινε υπό κράτηση στο νησί του Μαν. Το HMT Dunera ήταν ένα βρεττανικό επιβατηγό πλοίο που συμμετείχε σε μια αμφιλεγόμενη μεταφορά χιλιάδων εχθρικών αλλοδαπών στην Αυστραλία και πολύ γνωστό για την απαίσια μεταχείριση των επιβατών από τα βρεττανικά στρατεύματα. Τα τελευταία έψαχναν τα υπάρχοντα των έγκλειστων και άρπαζαν ότι ήθελαν, ενώ τα υπόλοιπα και όσα θεωρούσαν άχρηστα τα πετούσαν στη θάλασσα. Το χειρόγραφο του Μπόσβιτς για ένα νέο μυθιστόρημα, με τίτλο  «Das grosse Fressen», χάθηκε σε αυτή τη λεηλασία. Ο Ούλριχ Μπόσβιτς,  πέρασε δύο χρόνια κρατούμενος στην Αυστραλία, πρώτα στο Hay, στη Νέα Νότια Ουαλία και αργότερα στη βικτωριανή πόλη Tatura. Καθ’ όλη αυτή τη χρονική διάρκεια, έγραφε αδιάκοπα, δουλεύοντας πάνω σε ένα άλλο μυθιστόρημα, το «Traumtage» και διορθώνοντας παράλληλα τον «Ταξιδιώτη». Γράφοντας  στη μητέρα του της εκμυστηρεύτηκε  πως  «ο Ταξιδιώτης» ήταν το καλύτερο έργο του και ότι οι διορθώσεις θα βελτιώσουν τη νέα έκδοση του βιβλίου, για το οποίο μάλιστα είχε αποκτήσει και εκδοτικά συμβόλαια. Κατά τη διάρκεια της διετούς παραμονής του στην Αυστραλία, η επίσημη στάση απέναντι στους κρατούμενους άλλαξε σταδιακά και η βρεττανική  κυβέρνηση αναγνώρισε ότι πολλοί από αυτούς ήταν πρόσφυγες και μάλιστα αντίπαλοι του ναζισμού και ότι είχαν δυστυχώς κακοποιηθεί στο ταξίδι τους πάνω στο πλοίο «Ντουνέρα». Από το 1941, άρχισε η απελευθέρωση πολλών εξ αυτών, κι έτσι τον επόμενο χρόνο, το 1942, ο Μπόσβιτς έφυγε από την Αυστραλία για την Αγγλία, μεταφέροντας μαζί του χειρόγραφο του «Traumtage». Σε έναν φίλο του εκμυστηρεύτηκε πως ότι αν το πλοίο βυθιζόταν, θα προσπαθούσε να σώσει το χειρόγραφο δένοντας το στο κορμί του, κάτω από τα ρούχα του. Όταν όμως ήρθε η αληθινή καταστροφή, δυστυχώς, ούτε ο Μπόσβιτς ούτε το χειρόγραφο επέζησαν. Η διορθωμένη εκδοχή του «Ταξιδιώτη», επίσης δεν τα πήγε καλύτερα. Γνωρίζουμε όλα αυτά από την τελευταία επιστολή προς τη μητέρα του, γραμμένη στα Αγγλικά για να περάσει τους λογοκριτές και τα οποία διατίθενται στο ψηφιακό αρχείο του Ινστιτούτου Leo Baeck, ενός οργανισμού αφιερωμένου στην ιστορία των γερμανόφωνων Εβραίων που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Ο Μπόσβιτς έγραφε στη μητέρα του ότι κάποιος γνωστός του που ταξίδευε σε άλλο πλοίο είχε δεσμευτεί και υποσχεθεί  να μεταφέρει τις πρώτες εκατόν εννέα διορθωμένες σελίδες του «Ταξιδιώτη» σε αυτήν και ότι θα πρέπει να «πάρει τη συμβουλή κάποιου έμπειρου φιλολογικού και λογοτεχνικού διορθωτή για να το ολοκληρώσει. «Σε περίπτωση που λάβεις  αυτό το γράμμα», έγραφε, «πιθανώς ξέρεις γιατί»! Οι διορθωμένες σελίδες κατά πάσα πιθανότητα χάθηκαν. Το γεγονός ότι το μυθιστόρημα που ο Μπόσβιτς θεωρούσε το καλύτερό του έχει πλέον δημοσιευτεί σε αναθεωρημένη έκδοση, οφείλει πολλά στον Γερμανό εκδότη και συντάκτη, Πέτερ Γκραφ (Peter Graf), ο οποίος είναι γνωστός για την ικανότητά του στην ανακάλυψη χαμένων λογοτεχνικών έργων. Η ανιψιά του Ούλριχ Μπόσβιτς, Reuella Shachaf, προειδοποίησε τον Γκραφ για την ύπαρξη ενός τυπογραφικού κειμένου της αρχικής έκδοσης του «Ταξιδιώτη» στη γερμανική γλώσσα. Έχοντας επίγνωση ότι δεν είχε την αναθεωρημένη έκδοση του συγγραφέα, ο Γκραφ ανέλαβε την ευθύνη να γίνει ο μεταθανάτιος συντάκτης και εκδότης του Ούλριχ Μπόσβιτς. Εξοικειώθηκε όσο το δυνατόν περισσότερο με τη ζωή και το έργο του Μπόσβιτς και επεξεργάστηκε το χειρόγραφο όπως πίστευε ότι θα ήθελε και ο ίδιος ο Μπόσβιτς. Στην πραγματικότητα έγινε εκείνος ο έμπειρος  λογοτεχνικός διορθωτής που ζητούσε ο Μπόσβιτς από τη μητέρα του να αναζητήσει. Ο Γκραφ περιέγραψε ότι έκανε τη δουλειά πάνω στο έργο του Μπόσβιτς με  σεβασμό και τόλμη.

 

 

Το αποτέλεσμα είναι από κάθε πλευρά αξιοσημείωτο. Ο «Ταξιδιώτης» μας ταξιδεύει πίσω στην δύσκολη εποχή που γράφτηκε. Γυρίζοντας τις σελίδες, αισθάνεσαι σαν να χτυπάει στο περιβάλλον μας η καρδιά της ιστορίας. Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στον Γερμανοεβραίο επιχειρηματία Ότο Ζίλμπερμαν παντρεμένο με μια προτεστάντισσα σύζυγο, την Ελφρίντε,  που ζουν στο Βερολίνο, τη δεκαετία του 1930 η οποία εγκυμονούσε πολλά. Είναι πλούσιοι και εξευγενισμένοι, έχοντας το διαμέρισμά τους γεμάτο με πίνακες νεωτεριστικής τέχνης. Ο γιος τους Έντουαρντ ζει στο Παρίσι. Μέχρι το 1938, ζούσαν άνετα στο Βερολίνο, απομονωμένοι κατά κάποιο τρόπο από τον αυξανόμενο αντισημιτισμό λόγω της προνομιακής τους θέσης και από το γεγονός ότι ο Ζίλμπερμαν  δεν έμοιαζε με το στερεότυπο του Εβραίου που είχε καλλιεργήσει  κατά κόρον η ναζιστική προπαγάνδα. Αλλά από τη στιγμή που ξεκινά η δράση του μυθιστορήματος, το ζευγάρι βλέπει την σκληρή πραγματικότητα που πλησιάζει αμείλικτη στον ορίζοντα της ιστορίας, και αποφασίζουν να φύγουν. Ο Ζίλμπερμαν βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να διαπραγματεύεται την πώληση του σπιτιού τους σε έναν παλιό γνωστό που έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει καλό κέρδος από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων των υπό διωγμό Εβραίων. Οι διαπραγματεύσεις διακόπτονται ενδιαμέσως από τηλεφωνικές κλήσεις που σηματοδοτούν τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν. Ο Έντουαρντ τους ενημερώνει από το Παρίσι με την είδηση ​​ότι δεν μπόρεσε να αποκτήσει άδεια ταξιδιού για το ζευγάρι, ενώ η αδελφή του Ζίλμπερμαν τους ενημερώνει σε αλλόφρονη κατάσταση ότι ο σύζυγός της συνελήφθη και το διαμέρισμα της λεηλατήθηκε. Στη συνέχεια, ο Ζίλμπερμαν χαμηλώνει την τιμή του σπιτιού, παράλληλα και σύμφωνα με την αυξανόμενη απόγνωσή του για τα τεκταινόμενα. Τότε οι διαπραγματεύσεις σταματούν εντελώς όταν ακουστούν τα χτυπήματα στην πόρτα και το αίτημα να την ανοίξουν, «Άνοιξε Εβραίε!». Με την προτροπή της Ελφρίντε, ο Ζίλμπερμαν φεύγει από την πίσω πόρτα. Καταφέρνει να ξεφύγει από το σπίτι μόνο για να βρεθεί σε μια πόλη που καταλήφθηκε από τον ναζισμό.

Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι είναι στις 9 Νοεμβρίου 1938 και η Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht) βρίσκεται σε εξέλιξη. Από εδώ και πέρα κατανοεί και λέει σε έναν άλλο Εβραίο επιχειρηματία ότι  τους  απαγορεύεται η ζωή και με τον τρόπο αυτό μετατρέπεται πλέον και αναλαμβάνει τη θέση του «Ταξιδιώτη». Ο Μπόσβιτς απεικονίζει την τραγική κατάσταση του Ζίλμπερμαν με  μεγάλη διορατικότητα και εκλάμψεις σκοτεινού χιούμορ. Δημιουργώντας μια αίσθηση αποξένωσης επηρεάστηκε σαφώς από τον Κάφκα, και τα περιστατικά που περιγράφονται στον «Ταξιδιώτη» απηχούν σκηνές από τα κείμενα του Τσέχου συγγραφέα. Το μυθιστόρημα εκτείνεται επίσης πέρα ​​από την προοπτική του Ζίλμπερμαν για να μας δώσει ένα αποκαλυπτικό κοινωνικό πορτραίτο εκείνης της εποχής στην οποία δρομολογούνταν αρκετά και καθόλου ευοίωνα γεγονότα. Ο συνεργάτης και πρώην στενός του φίλος, τώρα μέλος του ναζιστικού κόμματος, τον κλέβει ασύστολα υποστηρίζοντας ότι κάθε άτομο εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματά του. Τώρα, του εκστομίζει ευθέως εσείς «οι Εβραίοι έχετε κακή τύχη και εμείς οι Γερμανοί είμαστε οι κερδισμένοι»!

Ο Ζίλμπερμαν συναντά ντόπιους που τον συμπαθούν προσωπικά αλλά και με ενθουσιασμό υποστηρίζουν τον Χίτλερ, γραφειοκράτες και αστούς που πιστεύουν ότι κάνουν ακριβώς το καθήκον τους όταν καταδιώκουν τους Εβραίους, κι’ ένας νεαρός κομμουνιστής που βοηθά τον Ζίλμπερμαν   παρά την αντίθεσή του για τους καλά αποκαταστημένους Εβραίους, ξένους επιχειρηματίες που αγνοούν προκλητικά τη δίωξη των Εβραίων και πολλούς άλλους χαρακτήρες της ταραχώδους εκείνης εποχής. Μέσα από όλα αυτά, ο Μπόσβιτς απεικονίζει την υποβάθμιση του γερμανικού πολιτισμού από τους Ναζί. Καθώς το μυθιστόρημα κινείται στο αποκορύφωμά του, ένας ασταμάτητος και ανελέητος ρυθμός έρχεται στο προσκήνιο. Ο «ταξιδιώτης» υπήρξε μια υπέροχη ανακάλυψη. Ο συγγραφέας του, όμως, δεν έζησε για να μάθει και βιώσει τον πλήρη τρόμο του Ολοκαυτώματος, αλλά είδε και τεκμηρίωσε τα πρώτα του στάδια με μεγάλη σαφήνεια, αφήνοντας μια αξιοσημείωτη καταγραφή  εκείνων των επικίνδυνων ημερών και φυσικά τώρα, έστω και αναδρομικά, πρέπει να προστεθεί στα μυθιστορήματα εκείνα που αναφέρονται στην υποβάθμιση της γερμανικής κουλτούρας που έγραψαν συγγραφείς στην εξορία, όπως  το Δόκτωρ Φάουστους (1947) του Τόμας Μαν. Εκείνη την κουλτούρα την οποία οι οπαδοί του ναζισμού ήθελαν να αλλάξουν και ονομαστικά, και στη θέση της να τοποθετήσουν μια «διαφορετική διατύπωση» και όχι αυτή την ξενόφερτη, όπως είπε κάποιος. Η δημοσίευση του βιβλίου «Ο Ταξιδιώτης» όχι μόνο αναζωογονεί τη μνήμη του αδικοχαμένου νεαρού Μπόσβιτς, αλλά μας υπενθυμίζει πως  ένα μυθιστόρημα μπορεί να ζωντανέψει την ιστορία και γι’ αυτό  αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της γερμανικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

 

Ulrich Alexander Boschwitz

 

Ο  Μπόσβιτς, όπως είπαμε, το έγραψε με αυτή τη μορφή μετά το πογκρόμ το 1938, όταν δεν είχε βιώσει κατάσαρκα την μεταγενέστερη εξόντωση των Εβραίων. Αυτό που περιγράφει είναι η αρχή μιας σκληρής διαδικασίας, είναι η αρχή της σωματικής βίας και της συστηματικής δίωξης, αλλά είναι επίσης η στιγμή που διαμορφώνεται ο απάνθρωπος χαρακτήρας της γερμανικής κοινωνίας, απ’ όπου ξεκινά η εν λόγω βαρβαρότητα. Μέσω της ιστορίας του Ότο Ζίλμπερμαν, βλέπουμε πώς τα γεγονότα υπονόμευαν όλη τη βεβαιότητα και πώς ένας αξιοσέβαστος πολίτης γίνεται υποταγμένος στην βία και εξοστρακισμένος από κάθε τι προηγούμενο. Ο αναγνώστης μαθαίνει σχεδόν τα πάντα για το τι σημαίνει να είσαι πραγματικά άνθρωπος,  τι σημαίνει αξιοπρέπεια, και φυσικά τι σημαίνει ενοχή. Μαθαίνει ακόμη ότι και τα θύματα μπορούν επίσης να είναι ένοχα, και το αντίστροφο, και ότι σε ένα κλίμα διάχυτου μίσους μπορεί κανείς να διατηρήσει τη δική του ενσυναίσθηση. Το «Der Reisende» συγκρίθηκε στη Γερμανία με έργα μεγάλων συγγραφέων όπως η Άννα Ζέγκερς, ο Ελίας Κανέττι και ο Ίμρε Κέρτες, ενώ το πρώτο μυθιστόρημα του Μπόσβιτς, «Menschen neben dem Leben», έχει αναφερθεί ότι βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τα μυθιστορήματα των Χανς Φάλλαντα (1893-1947), Γιόζεφ Ροτ (1894-1939) και  Άλφρεντ  Ντέμπλιν (1878-1957), όπως είπε και ο Γκραφ. Και ίσως αν ζούσε περισσότερο θα είχε αναπτύξει το ταλέντο του και θα είχε δημιουργήσει ένα έργο που θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα δύο μυθιστορήματα που γνωρίζουμε από αυτόν. Να τονίσουμε όμως, ότι αρκετοί Γερμανοί συγγραφείς, μερικοί από αυτούς εβραϊκής προέλευσης, έκαναν τα πρώτα λογοτεχνικά τους σκιρτήματα στις τελευταίες ημέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ή στην αυγή του ναζιστικού καθεστώτος, και στη συνέχεια διώχθηκαν ανηλεώς και ξεχάστηκαν σε μεγάλο βαθμό και χρονικό διάστημα. Είναι ευτύχημα και παρήγορο το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν κερδίσει ευρεία αναγνώριση, με χαρακτηριστικό  παράδειγμα τον Χανς Φάλλαντα (1893-1947), την Ίρμγκαρντ Κιουν (Irmgard Keun, 1905-1982), και ορισμένους  άλλους. «Ο Ταξιδιώτης» δεν είναι απομνημονεύματα ή ντοκυμαντέρ αλλά ιστορική μυθοπλασία, αν και βασίζεται ξεκάθαρα σε αυθεντικές εμπειρίες, συλλαμβάνει το πνεύμα των καιρών και θα μπορούσε να έχει γραφτεί και αργότερα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και περιεχόμενο. Για παράδειγμα, το κύριο μοτίβο του Μπόσβιτς,  είναι τα τραίνα στο σιδηροδρομικό δίκτυο της Γερμανίας, τα οποία ο πρωταγωνιστής Ζίλμπερμαν,  αλλάζει ξανά και ξανά για να  τον μεταφέρουν από το Βερολίνο στο Αμβούργο, το Άαχεν, το Ντόρτμουντ, τη Δρέσδη και πίσω στο Βερολίνο. Αλλά αυτά δεν είναι τα τραίνα που φορτίζονται συναισθηματικά μέσω της συλλογικής μνήμης μετά το Ολοκαύτωμα και που αναπόφευκτα οδηγούσαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τελικά θανάτου. Κατά μία έννοια, τα τραίνα, εν προκειμένω, χρησιμεύουν ως ένα μονοπάτι για να ξεφύγουν οι κυνηγημένοι και μια πόρτα για ελπίδα και μέλλον. Στον «Ταξιδιώτη», καθώς η Γκεστάπο αναζητά τον Ζίλμπερμαν, εκείνος  συγκεντρώνει κάποια χρήματα και ξεκινάει τον αγώνα και το ταξίδι με τραίνα κι’ αυτοκίνητα, τα οποία χρησιμεύουν και ως  προσωρινό του σπίτι, ελπίζοντας ότι θα βρει μια ρωγμή μέσω της οποίας μπορεί να σωθεί. Ο χαρακτήρας του Ότο Ζίλμπερμαν, αντικατοπτρίζει και στην ψυχή του ίδιου του Μπόσβιτς. Στην φυγή του αντιμετωπίζει ένα ευρύ φάσμα χαρακτήρων στη γερμανική κοινωνία, όπως είναι εκείνοι που συμμετέχουν σε ενεργές διώξεις, εκείνοι που συμμετέχουν σε εγκλήματα, εκείνοι που βοηθούν και παρακινούν το έγκλημα, φοβισμένοι Γερμανοί που κλείνουν τα μάτια στα εγκλήματα και γενναίοι και συμπονετικοί Γερμανοί που παρέχουν βοήθεια στους διωκόμενους.

Αυτή είναι η άποψή του για τη χώρα και το έθνος με το οποίο  εξακολουθεί να αισθάνεται συνδεδεμένος! Ένα συναρπαστικά επίκαιρο και αναπάντεχο μυθιστόρημα μιας ταραχώδους και δύσκολης εποχής η οποία εγκυμονούσε πολλά και στην οποία προοιωνίζονταν άκρως δυσάρεστα επακόλουθα για τον κόσμο ολόκληρο!

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top