Fractal

Lacrimosa: ένας θρήνος για τα χαμένα ενδεχόμενα

Γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα // *

 

Χρυσάνθη Ιακώβου, «Lacrimosa», Εκδόσεις Βακχικόν, 2021

 

Λόγω προσωπικής αναγνωστικής ιδιοτροπίας, η αποκρυπτογράφηση του τίτλου ενός βιβλίου αποτελεί την πρώτη βασανιστική επαφή μαζί του. Η ποιητική συλλογή  Lacrimosa αποτέλεσε διπλή πρόκληση, καθώς ξεσήκωσε μνήμες παλιές, ανέφελες, μαθητικές, τότε που το ουσιαστικό lacrima-ae (το δάκρυ) οδηγούσε ένα βήμα πιο κοντά στις πόρτες του Πανεπιστημίου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με μία δακρυροούσα ποιήτρια, με τα δάκρυα μια ποιήτριας, με μια διευρυμένη μελαγχολία. Ανέτρεξα στο λήμμα «lacrimosa», για να διαπιστώσω ότι έτσι ονομάζονται οι δυο τελευταίες στροφές (18η και 19η) του Λατινικού ύμνου Dies Irae, που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στη νεκρώσιμη λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ενσωματώθηκε στα έργα πολλών συνθετών, του Μότσαρτ, του Τζουζέπε Βέρντι, του Έκτορος Μπερλιόζ, του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, που επιχείρησαν συνθέσεις ρέκβιεμ, δηλαδή νεκρώσιμων ακολουθιών. Του τελευταίου τη lacrimosa, άλλωστε, την αποζητά ως υπόκρουση η ποιήτρια κατά την ανάγνωση του τελευταίου ποιήματός της, που θα λέγαμε ότι είναι ομότιτλο με τη συλλογή, καθώς ονομάζεται «Ρέκβιεμ».

Διάβασα, λοιπόν, τη συλλογή, προσθέτοντας πέρα από τα δάκρυα και τη μελαγχολία, το ελεγειακό στοιχείο, τον λυρισμό και τον θρήνο μαζί, επιχειρώντας τη νεκρώσιμο ακολουθία σε κάθε ποίημα που διέτρεχα, ανακαλύπτοντας όλα αυτά που κάθε φορά ενταφιάζονται, όσα επιμένουμε να θάβουμε, συχνά ασύνειδα, και κάπου εκεί ένιωσα και εγώ ψυχικά δακρυροούσα αναγνώστρια.

Θαύμασα στη συλλογή την ενότητά της. Τις περισσότερες φορές οι ποιητικές συλλογές χαρακτηρίζονται από πλήθος θεμάτων, άτακτα στεγασμένων κάτω από έναν τίτλο, συνήθως του πιο αντιπροσωπευτικού ποιήματος: Κάθε ποίημα αποτελεί έναν στεναγμό, μια σκέψη, που ακολουθείται από μία άλλη κι όλες μαζί συνθέτουν θραύσματα, ποιητικές κραυγές, που με τη σειρά τους συνθέτουν στο σύνολό τους μια πολύπλευρη πραγματικότητα. Στη Lacrimosa τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα ποιήματα συνομιλούν μεταξύ τους, δένονται με έναν επιδέξιο τρόπο από την ποιήτρια κάτω από το αίσθημα του θρήνου για τα ανθρώπινα. Πολλές φορές το ποίημα της αριστερής σελίδας είναι σε ευθεία συνομιλία με το ποίημα της δεξιάς, εντάσσοντας τον αναγνώστη σε έναν θεατρικό διάλογο, σε έναν ρόλο ενεργητικού συνομιλητή. Στην όλη δέση της συλλογής συμβάλλει και το σχήμα του κύκλου, επιβλητικό από την αρχή ακόμη. Η πρώτη φράση, ο πρώτος τίτλος της συλλογής είναι το «Μια αλήθεια». Η τελευταία λέξη της συλλογής είναι η λέξη lacrimosa, η ροή των δακρύων, η νεκρώσιμος ακολουθία. Στη μέση περίπου της συλλογής, μια φράση δένει την αρχή με το τέλος, ρίχνει ερμηνευτικές γέφυρες στη μία εκείνη αλήθεια που προκαλεί τα δάκρυα:

 

Ένα ατελείωτο νεκροταφείο ο κόσμος/ Από φτηνές προθέσεις/ Που πέθαναν στη νιότη τους.

 

Και κάπως έτσι λύνεται το μυστήριο της αλήθειας, που δεν λανθάνει πια, αν συνυπολογίσουμε και την ετυμολογία της λέξης από το στερητικό α- και τη λέξη λάθος. Αυτό που δεν λανθάνει πια, αυτό που αποκαλύπτεται και προκαλεί τα δάκρυα του ποιητικού υποκειμένου είναι ο ενταφιασμός των προθέσεών μας που πέθαναν πριν ακόμα γεννηθούν, πέθαναν στην καλύτερη ηλικία τους, πάνω στη νιότη τους. Δεν χάρηκαν το μέστωμα της ωριμότητας, δεν έφτασαν στο αριστοτελικό τέλος, στην τελείωσή τους. Με λίγα λόγια, η ποιητική συλλογή είναι ένας θρήνος για όλα όσα προτιθέμεθα να κάνουμε και δεν μπορέσαμε, για όλα όσα κάνουμε λάθος και δεν μπορούμε να διορθώσουμε, για όλα εκείνα τα νεανικά μας όνειρα των οποίων την πραγμάτωση δεν θα ζήσουμε ποτέ, για ένα μέλλον που αισθανόμαστε ότι είναι σάπιο και επιμένουμε να το περιμένουμε παθητικά.

Το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί. Θρηνεί καταρχάς συναισθανόμενο την ανθρώπινη φύση του για τον χρόνο που τρέχει άτεγκτος αδιαφορώντας για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής:

 

πνίξαμε τα όνειρά μας/ στις στιγμές μας/ τα ρολόγια πορεύονται/ οι πομπές συνεχίζονται.

 

Θρηνεί για τα λάθη του παρελθόντος που εμφανίζοντας ένα ακατανόητο γινάτι επαναλαμβάνονται με μαζοχιστική ακρίβεια, πορεύονται σε μια μονόδρομη ευθεία και φτάνουν στο ίδιο αδιέξοδο σχηματίζοντας τη γραμμική ευθεία του κύκλου:

 

Ο ήχος του σταματημένου ρολογιού στον τοίχο/η ζωή προχωράει/ στη γραμμική ευθεία του κύκλου/ των λαθών/ των εποχών/ των επιλογών

 

Το αδιάφορο, ασταμάτητο τικ τοκ του ρολογιού επιστρέφει συχνά ως ένα μοτίβο της συλλογής, που επιμένει να υπενθυμίζει το άπιαστο της στιγμής, την τάση του ανθρώπου να ζει τα πάντα γρήγορα και να αντιλαμβάνεται, όταν κάθεται να ξαποστάσει, πως το μόνο που του έχει απομείνει είναι το παρελθόν ‒ είναι τόσο αργά πια που μόνο πίσω μπορεί να κοιτάξει, δεν υπάρχει μπροστά, γεννήθηκε καταδικασμένος να έχει μόνο παρελθόν:

 

Κι εκεί στο ρημαγμένο κτίριο/ ο τελευταίος δεν φρόντισε/να κλείσει την πόρτα/ ούτε να σφαλίσει τα παράθυρα/και τώρα οι περαστικοί κοιτούνε μέσα/ ρίχνουνε κλεφτές ματιές στο παρελθόν

 

Η μοίρα του ανθρώπου είναι, τελικά, οι μνήμες του, όπως αντικαθρεφτίζονται στα πρόσωπα, που τόσο αγέρωχα στιγμάτισε ο χρόνος ανθρώπων οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στη ζωή μας;

 

Στις ρωγμές του προσώπου σου / διαχέονται το φως και το σκοτάδι / και οι μεγάλες απαντήσεις της μοίρας / Στις ρωγμές του προσώπου σου/ μπορώ να δω/ το παρελθόν το παρόν και το μέλλον/ και κείνο το κορίτσι/ που κάποτε ξάπλωνε κι ονειρευόταν/ κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό

 

Απέναντι σε τούτη την αλήθεια το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί τη χαμένη ευτυχία, αυτή που σαν το νερό έσφιξε μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να την πιάσει. Απομένει με την αντήχηση ενός «σ’ αγαπώ» που πήρε για λίγο μακριά το γκρίζο της ζωής, της έδωσε πρόσβαση στο γαλάζιο του ουρανού. Η δήλωση μιας αγάπης που κάποτε έδωσε λόγο στην ύπαρξη, γιατί… τι πιο σημαντικό από το να νιώθεις ότι αγαπάς και αγαπιέσαι.

 

Θυμάμαι που μου ‘πες σ’ αγαπώ/ έμεινε το ‒ω‒ να αντηχεί/ στα σοκάκια των ετών/ Θεέ μου, σκέφτηκα, τι θέα τούτη του ουρανού που μας χάρισες/ ξαπλωμένοι εδώ/ στο γκρίζο τσιμέντο της ταράτσας.

 

Έκδηλη μέσα στη συλλογή είναι και η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή με αναρίθμητα ερωτηματικά για τα οποία τις περισσότερες φορές δεν βρίσκει ποτέ απαντήσεις. Κι αλήθεια, η σχετικότητα των θεμάτων, οι ποικίλες οπτικές, οι διαφορετικές συναισθηματικές φάσεις στην ανθρώπινη ζωή καλούν τον άνθρωπο να απαντήσει με τρόπο διαφορετικό στο ίδιο, συχνά, ερώτημα και να αφήσει, τελικά, αιωρούμενη την αλήθεια. Η συλλογή υπερθεματίζει υπέρ της πολλαπλής αλήθειας, της μη ύπαρξης του σωστού και του λάθους, της αδυναμίας του ανθρώπου να ενηλικιωθεί πνευματικά. Σε έναν ενδεχόμενο απολογισμό ζωής ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με όσα ποτέ του δεν απάντησε, συμφιλιώνεται πια με τη μικρότητά του απέναντι στα παιχνίδια που παίζει η ζωή. Καμία ανθρώπινη σοφία, κανένα θέσφατο δεν μπορεί να τη δαμάσει, να την καλουπώσει, να την τοποθετήσει σε μια προσχεδιασμένη πορεία.

 

Τα λόγια μας μεγαλώνουν σαν τα παιδιά… μας εκδικούνται/ όταν γυρνούν στην πατρική οικία/ και κάνουν ερωτήσεις/ για όσα δεν υπάρχουν απαντήσεις

 

Άλλωστε και η ίδια η ζωή δεν αποτελεί ένα αναπάντητο ερώτημα; Το πώς, το πότε, το γιατί της ανθρώπινης ύπαρξης αποτελούσε μόνιμη οντολογική ανησυχία, διαχρονικό παίδεμα, αφορμή επιστημονικών και καλλιτεχνικών δημιουργιών. Ο άνθρωπος ρίχνεται από τη μέρα της γέννησής του στην αναζήτηση εξηγήσεων που ποτέ δεν παίρνει, αλλά αρέσκεται να τις προσδοκά, παρά τις ακυρώσεις και τα «χι» που η ανεξήγητη δύναμη της ζωής τού ρίχνει κατά καιρούς. Εισέπραξα μεγάλη συγκίνηση από το ποίημα «Δυνητική βροχή», που μνημονεύει αυτήν ακριβώς την αέναη και μάταιη τάση των ανθρώπων να υπερβούν τις νοητικές τους δυνατότητες και να κατανοήσουν τη συμπαντική δομή, ο καθένας από τον κοινωνικό του ρόλο, από τη συμβατική θέση που του αναλογεί, για να μείνουν τελικά για ακόμη μια φορά στο προφανές:

 

Θα βρέξει, είπαν/ Και οι γυναίκες μάζεψαν τις μπουγάδες/ οι γριές σήκωσαν τις γλάστρες απ’ τα μπαλκόνια/ οι μάνες σκέπασαν τα καρότσια των παιδιών/ οι άντρες άνοιξαν τις μαύρες ομπρέλες/ οι νέοι βιάστηκαν να γυρίσουν σπίτι/ οι άνθρωποι προσπάθησαν να συμμαζέψουν/ το ακατανόητο της ύπαρξής τους/ μα τελικά/ δεν έβρεξε

 

Και κάπου εκεί έρχεται η αυτοακύρωση. Το ποιητικό υποκείμενο συχνά συνειδητοποιεί ότι τα όριά του είναι πεπερασμένα κι ότι δεν αξιοποίησε το δώρο της ζωής, το μεγάλο λαχείο που έπιασε να είναι το δικό του σπερματοζωάριο το τυχερό και δυναμικό που μετουσιώθηκε σε ύπαρξη. Στάθηκε πολύ μικρό απέναντι σε αυτήν τη μοναδική τύχη που υπερέβη τον νόμο των πιθανοτήτων κι έγινε πραγματικότητα. Ίσως νιώθει και ότι τελικά δεν του άξιζε ένα τόσο μεγάλο δώρο, νιώθει κοντόφθαλμο για να μπορέσει να αντικρίσει τη θέα που του προσφέρει το μπαλκόνι της ζωής. Μα πιο πολύ θρηνεί την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τη μικρότητά του ή, αν τα καταφέρει, να μετανιώσει για το αδιάφορο πέρασμά του από τα εγκόσμια:

 

Η ματιά μας δεν φτάνει πιο πέρα/ απ’ την επόμενη στροφή/ που θα μπορούσαμε να γίνουμε/ μα μήτε το καταλάβαμε/ μήτε το μετανιώσαμε κιόλας

 

Κι ακόμη παραπέρα, αφελής ο άνθρωπος περνά τα χρόνια του με την ψευδεπίγραφη γεύση της αισιοδοξίας που δίνουν τα νεανικά όνειρα, φαντάζεται ένα μέλλον ρόδινο, γεμάτο προσδοκίες και ενδεχόμενα, δυο λέξεις κομβικές στη συλλογή. Η μαγεία της ανθρώπινης ζωής συντίθεται από προσδοκίες, βαθιές, κρυφές επιθυμίες, συχνά ανομολόγητες, έτοιμες να ευοδωθούν, αν το επιτρέψουν τα ενδεχόμενα. Κινητήριος δύναμη στη ζωή μας το ενδεχόμενο κι από τη φύση του ο άνθρωπος θιασώτης τους. Πόσα όνειρα δεν ανατράφηκαν θηλάζοντας από τα «μπορεί» που υποσχέθηκε η ζωή, πόση αισιοδοξία δεν γαλουχήθηκε από τη δυνατότητα, πόσα σκοτάδια δεν κατακρήμνισαν τα όνειρα αυτά και τα έπνιξαν σε θρήνους όμοιους με αυτούς της Lacrimosa. Το ποίημα «Δυνατότητα» αποτυπώνει με λόγο που δεν χαρίζεται όσον αφορά αυτήν την αλήθεια:

 

Τόσο αισιόδοξοι/ ανοιχτές οι αισθήσεις και οι προσδοκίες/ ανοιχτά και τα ενδεχόμενα/ ονειρευτήκαμε στην παραζάλη του ένδοξου απογεύματος/ μέχρι που μας βρήκε το σούρουπο

 

Η ποίηση της Lacrimosa δεν είναι ποίηση μοναχική. Παράγεται λόγω της συνύπαρξης, παράγεται μέσα από τη συνύπαρξη και για τη συνύπαρξη. Άλλωστε τι τέχνη θα ήταν, αν δεν κατόρθωνε τη συλλογικότητα; Η ποιήτρια επιμένει να διαμορφώνεται πάντα μέσα από το «εσύ», τόσο στη θετική όσο και στην αρνητική συναισθηματική της διάσταση. Αναφέρεται στην τάση του ανθρώπου να προσαρμόζεται ή να αντιβαίνει στα θέλω του άλλου, να προσπαθεί να τον κατανοήσει, να ισορροπεί πάνω στην αστάθεια των ανθρώπινων σχέσεων, να ζει λόγω του άλλου, μέσα από τον άλλον και για τον άλλον:

 

Μου χαμογελούσες/ ή ήσουν βλοσυρός;/ Με τα δυο πρόσωπα του Ιανού/ έμαθα να ταιριάζω τις προθέσεις μου/ και το μεγάλο αίνιγμα/ ποτέ μου δεν το έλυσα/ πάνω στο τεντωμένο μου σκοινί/ αναποφάσιστη στάθηκα

 

Να εκφράζει ακόμη τις συλλογικές ανησυχίες, τον καθολικό αποπροσανατολισμό, την πορεία μιας κοινωνίας που δεν έχει χαρτογραφήσει τους μελλοντικούς δρόμους, έχει απωλέσει την αρχή και το τέλος:

 

Στη μέση μιας γιορτής/ μια μέρα του Γενάρη/ ακούστηκαν βήματα στη σκάλα/ μια διαδρομή απροσδιόριστη/ πηγαίνουμε ή ερχόμαστε;/ φεύγουμε ή μένουμε;

 

Χρυσάνθη Ιακώβου

 

Η συνύπαρξη, ωστόσο, καταγράφεται από την ποιητική γραφίδα και στην αλλοτριωμένη της εκδοχή, αγγίζοντας την παρασιτική ή επιβαρυντική παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο, τόσο για όσα κάνει, μα, κυρίως, για αυτά που έπρεπε να κάνει, μα δεν έγιναν ποτέ. Η ευαισθησία της ποιήτριας για τα παιδιά είναι διάχυτη σε όλα σχεδόν τα ποιήματα: στο πρόσωπό τους αντιφεγγίζει η ανεμελιά, το φως, η ελπίδα, η άγνοια κινδύνου, διαμένει ανοιχτή η προσδοκία, διατελούν ετοιμοπόλεμα τα ενδεχόμενα. Πλάι σε αυτά καραδοκεί το σύννεφο της διάψευσης, το σκοτάδι που συσσωρεύουν σταδιακά όλοι όσοι έχουν αναλάβει την ασφαλή ανατροφή τους. Με λίγα λόγια, τα παιδιά κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο ή το ανοιξιάτικο φως παίζουν ήσυχα και κάποιοι δίπλα τους μηχανεύονται τον τρόπο με τον οποίο θα επισκιάσουν τη χαρά τους. Είναι αυτό που σε ειρωνική αντιστροφή διατείνεται η λαϊκή θυμοσοφία: αυτά κοιμούνται ήσυχα και η ατυχία τους δουλεύει. Σε μια μοναδική ποιητική εικόνα η Χρύσα Ιακώβου παρουσιάζει τους σύγχρονους ανθρώπους ξαπλωμένους με τα χέρια ανοιχτά, σε στάση σταύρωσης, υπεροπτικούς και αμετανόητους, να αδιαφορούν για τα σύννεφα που υπονομεύουν τους καιρούς της αθωότητας:

 

Ξαπλωμένοι/ στην πέτρινη παραλία/ γυμνοί και ηδονικοί/ με τα χέρια ανοιχτά/ οι γλάροι περπατούσαν στη στεριά/ τα παιδιά έπαιζαν στο κύμα/ εμείς μαντεύαμε τα σύννεφα ξαπλωμένοι στην παραλία/ υπεροπτικοί και αβασάνιστοι/ με τα χέρια ανοιχτά/ σαν εσταυρωμένοι/ χωρίς μετάνοια/ χωρίς άφεση

 

Όμως, η ποιήτρια δεν θα μείνει στην απλή παρατήρηση όσον αφορά τον κόσμο που ετοιμάζουμε για τα παιδιά μας. Θεωρεί το περιβάλλον εχθρικό για την παιδική ψυχή και, ακόμη παραπάνω, επικίνδυνο. Σε μια κορυφαία στιγμή της συλλογής, αναβιώνει η ηρώδεια σφαγή των μωρών, πίσω από την οποία υποκρύπτονται όλες οι σημερινές σφαγές στις οποίες υποβάλλουμε τα παιδιά μας. Κι αν η ηρώδεια σφαγή ήταν φρικτή, είχε, τουλάχιστον, την καθαρότητα της πρόθεσης του πομπού της. Ποτέ δεν έκρυψε ο Ηρώδης τις κακές του προθέσεις, ποτέ δεν προσποιήθηκε ότι μέσα από τη σφαγή των μωρών επιζητά κάτι άλλο πέρα από τον θάνατο ενός επίδοξου ηγέτη που φάνταζε ως σφετεριστής του δικού του θρόνου. Σήμερα, οι σφαγές των παιδιών μας έχουν την υποκριτική ένδυση της «προστασίας», εμφανίζονται με το προσωπείο της σοφίας που εκτελεί το χρέος της, προασπίζοντας τον επιπόλαιο νέο. Κι έτσι έρπουσα επιτελεί την πιο ύπουλη σφαγή. Αυτή των παιδιών-αγγέλων. Γιατί για την ποιήτρια, όπως και για όλους εμάς, στην παιδική ψυχή με τις αγνές της προθέσεις, βρήκε μόνιμη και μοναδική κατοικία ο Θεός. Αφού, λοιπόν, ο καιρός της πίστης έχει παρέλθει ή για να παρέλθει πιο γρήγορα, μιας και είναι βολικότερη η απιστία, οπαδοί του Ηρώδη, σε νέα έκδοση και με καλύτερη κάλυψη έχουν πολλαπλασιάσει τους μηχανισμούς ευνουχισμού των αγγέλων κι έχουν επιδοθεί σε ένα διαχρονικό σφυροκόπημα της παιδικότητας. Και, όπως ομολογεί, και το ομώνυμο ποίημα, το κακό «Συνεχίζεται»:

 

Η σαφή των αθώων νηπίων ξεκίνησε/ από αυτούς που κατάλαβαν/ πως στα μάτια των παιδιών/ Κατοικεί ο Θεός/ ‒ και η σφαγή/ ακόμα συνεχίζεται

 

Και κάπως έτσι ο θρήνος για τα ανθρώπινα συνεχίζεται, για όσα λέχτηκαν ή για όσα υπονοήθηκαν μα δεν αρθρώθηκαν ποτέ, για όσα έγιναν πράξη ή για όσα ενδεχόμενα δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ, για την διηνεκή ανάγκη της ολοκλήρωσης και για τη βεβαιότητα ότι η μόνιμη γεύση στο εξής θα είναι αυτή του μισού, για χέρια που απλώθηκαν, αλλά δεν αγκάλιασαν ποτέ, για τα καλοκαίρια που υπόσχονταν φως, αλλά βιώθηκαν υπό την απειλή του συννεφιασμένου φθινόπωρου, για τον χρόνο που φαίνεται πολύς, μα είναι πειραγμένος τεχνηέντως ο καθρέφτης του καθενός μας να τα δείχνει όλα μεγαλύτερα, για την επιμονή μας να πιστέψουμε ότι μας ανήκει η αθανασία και για την πίκρα μας από κάθε άγγιγμα του θανάτου, για τη μόνιμη επιλογή μας να δίνουμε στο έργο της ζωής μας τον ρόλο του κομπάρσου στον θάνατο και μόλις πέσει η αυλαία όλοι να χειροκροτούν αυτόν γιατί, πολύ απλά, έκλεψε την παράσταση. Μέσα στα 39 ποιήματα της συλλογής συνηχούν όλοι οι θρήνοι των ανθρώπων σε μια μοναδική νεκρώσιμο ακολουθία, σε ένα Ρέκβιεμ, σε μια Λειτουργία Υπέρ Τεθνεώτων.

Στη συλλογή επανέρχονται κάποια σύμβολα, που λειτουργούν ως συνεκτικοί αρμοί και ζωντανεύουν τον μεταξύ τους διάλογο. Αυτά τα επανερχόμενα μοτίβα με τις ελαφρές παραλλαγές τους καθιστούν τελικά και τη σχέση του αναγνώστη με την ποιήτρια μια σχέση γνώριμη, οικεία. Ήδη έχει γίνει αναφορά στην ταύτιση των παιδιών με το φως, το θέρος, το παιχνίδι και με μια υπό υπονόμευση ευτυχία.

Επανερχόμενο συχνά το φεγγάρι αποτελεί ένα ακόμη σύμβολο, που, άλλοτε μισό, άλλοτε ολόγιομο, έρχεται μελαγχολικό να φωτίσει με το αχνό του φως μια άλλη οπτική της αλήθειας, να φωτίσει τα χαμένα, να λειτουργήσει ως υπενθύμιση για την άλλη, την αθέατη πτυχή της ζωής που καραδοκεί κάπου εκεί, έξω από την ψευδαίσθηση της ευτυχίας, αλλά και να επισφραγίσει το αναπότρεπτο του θνητού μας εαυτού. Άλλοτε πάλι, το φεγγάρι λειτουργεί ως μια σκιά που επικρέμαται πάνω από την ανέμελη ευτυχία, επισκιάζοντάς την, υπενθυμίζοντας επίμονα πως καμιά ευτυχία δεν είναι αλέκιαστη, πως η ευτυχία είναι μόνο στιγμές που περιμένουν την εναλλαγή τους με τα μαύρα σύννεφα μιας ζωής φθαρτής και επιρρεπούς στην αλλοτρίωση. Τις περισσότερες φορές σκαρφαλώνει μισό σε έναν καταγάλανο ουρανό, για να αφήσει τη μελαγχολική του πινελιά στη φαινομενική γαλήνη, συνθέτει εικόνες του κενού, του μισού που δεν βρήκε το άλλο του μισό, που παραμένει εκεί περιμένοντας, καθιστώντας, ωστόσο, σαφή τη ματαιότητα της προσμονής.

Στο ίδιο περίπου πλαίσιο, αγαπημένη εποχή της μελαγχολικής Lacrimosa φαίνεται να είναι το θέρος, του οποίου οι συμβολισμοί επαφίενται στην αντίθεση. Η ομορφιά του θέρους, η ανέμελη διάθεση, το λαμπερό του φως, το ζεστό καλοκαίρι υπάρχει για να τελειώσει και να το διαδεχθεί η υποψία, το σκοτάδι, το κρύο των άδειων ψυχών, η ψύχρα του κενού. Τα παιδικά γέλια, ο ήχος των τζιτζικιών, ο φλοίσβος των κυμάτων, ο παράδεισος του Αυγούστου υπάρχουν για να συνθέσει ο άνθρωπος τις δυνάμεις του και να αντιμετωπίσει «το μισό που θα φέρει η έλευση του φθινοπώρου», για να έρθει αντιμέτωπος με τη μοναδική αλήθεια ότι, όπως ομολογεί το ποιητικό υποκείμενο, «μέσα σε κάθε αρχή/ υπάρχει ήδη το τέλος». Το καλοκαίρι τελικά υπάρχει για να αναμένει ο άνθρωπος το χρωστούμενο σε αυτόν «άρωμα του γιασεμιού».

Παρά την αστάθεια και το μεταβλητό της ζωής που διαπερνά την ανθρώπινη ζωή, παρά τον θρήνο του ποιητικού υποκειμένου, η ποιήτρια, με τη συγγραφική της δεξιότητα, προσφέρει αντίβαρα σταθερότητας μέσα από έναν λόγο σαφή και κρυστάλλινο. Τίποτα το πομπώδες, τίποτα το περιττό, τίποτα από όλα αυτά που καθιστούν την ποίηση θολή, γεγονός συνηθισμένο, ωστόσο, στην εποχή μας, που βρίθει από επίδοξους ποιητές που κυνηγούν μέσα από τη δύσκολη λέξη την εντύπωση. Τα σχήματα λόγου συγκρατημένα, τόσο μόνο ελεύθερα ώστε να λειτουργήσουν αναπαραστατικά, ώστε να γεννήσουν έναν γνήσιο λυρισμό, πολύ αυθεντικό και ατόφιο. Οι εικόνες ρεαλιστικές, παιχνιδίζουν μέσα από αντιθέσεις ζωγραφίζοντας το τοπίο του κόσμου σε δύο διαφορετικούς καμβάδες: στον λαμπερό καμβά της ψευδεπίγραφης ευτυχίας του καλοκαιριού και στον σκοτεινό καμβά της φθινοπωρινής πραγματικότητας που μας επιφυλάσσει η ζωή. Το ύφος των ποιημάτων είναι ‒όπως λέει και ο τίτλος της συλλογής‒ θρηνητικό, ελεγειακό. Αλλά, κυρίως, συγκρατημένο. Σε καμία στιγμή ο αναγνώστης δεν νιώθει το βάρος των δακρύων για τη ζωή που του χαρίστηκε ούτε για τον κόσμο που πήρε τη ζωή του λάθος και, δυστυχώς, δεν άλλαξε ζωή. Συμμετέχει στην καθολικότητα των βιωμάτων με μια λεπτή συγκίνηση, ποτέ με πίκρα, με βαθιά κατανόηση και, τελικά, με συναίνεση απέναντι στη φθορά.

Η προσπάθεια της ποιήτριας είναι συγκινητική. Σαν παλμογράφος συναισθημάτων αποδίδει όλα όσα ο καθένας μας έχει κατά καιρούς νιώσει και αποτελεί μια παρηγοριά που φωνάζει ότι σε αυτό το δύσκολο παιχνίδι της ζωής δεν είμαστε μόνοι. Κι αν έχουμε πολλά να μας χωρίζουν, ιδέες, κίνητρα, διεκδικήσεις, στόχους, ανθρώπους, έχουμε πολύ περισσότερα και πολύ πιο δυνατά πράγματα να μας ενώνουν: τον θάνατο ως προσωπική αναπότρεπτη μοίρα, τον θάνατο όλων των κοινών πραγμάτων που επιμένουμε να ενταφιάζουμε καθημερινά, αλλά και τα αστείρευτα δάκρυα που μπορούμε ακόμη να ρίχνουμε, για να κρατάμε δροσερό το χώμα της μνήμης τους.

 

 

 

* Η Ισιδώρα Μάλαμα είναι κλασική φιλόλογος και επιμελήτρια βιβλίων, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων και στη Δημιουργική γραφή. Ποιήματα, διηγήματα και κριτικογραφίες της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες και συλλογικές εκδόσεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top