Fractal

Διήγημα: “Ο μαγεμένος αυλός”

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

 

 

«Ο ΜΑΓΕΜΕΝΟΣ ΑΥΛΟΣ»

 

Περπατούσε με το μυαλό της θολό και την καρδιά βαριά, με τα πόδια της να ακολουθούν με έναν βηματισμό αυτοματοποιημένο σαν την ανάσα, σε μια ευθεία γραμμή καρδιογραφήματος τελειωμένου ανθρώπου και τα μάτια της έβλεπαν χωρίς να βλέπουν.

Χωρίς να το καταλάβει, βγήκε από τα όρια του χωριού και μπήκε στο πευκοδάσος που οι συντοπίτες της ούτε την η μέρα, πόσω μάλλον την νύχτα, το πλησίαζαν πια, αν και είχαν την ανάγκη του, τόσο για την ξυλεία, όσο και για το κυνήγι κανενός ελαφιού, λαγού ακόμη και αγριογούρουνου, που πια είχε αυξηθεί ο πληθυσμός τους και κατέβαιναν μέχρι το χωριό προς ανεύρεση τροφής. ΚΑΙ τούτο γιατί, οι ιστορίες για μάγισσες, αερικά, δαιμόνια, και φαντάσματα, δεν ανήκαν πια στην σφαίρα του παραμυθιού αλλά απασχολούσαν την καθημερινότητά τους καθώς όλο και κάποιος είχε να διηγηθεί μια ιστορία με τα στοιχειά που ο ίδιος συναπαντήθηκε στο δάσος αυτό.

Λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι οι μάχες κατά τον εμφύλιο στην γύρω περιοχή επέφεραν πάμπολλα θύματα που οι χωρικοί τα έθαβαν πρόχειρα στο πυκνόφυτο τούτο μέρος, όλες οι ιστορίες είχαν κάποιο σοβαρότερο έρεισμα να προστίθεται στο μύθο παρόμοιων παραμυθιών που ακούγονται στα χωριά μας, με τις ψυχές των αδικοσκοτωμένων να ζευγαρώνουν με νεράιδες. ‘’Θες, έλεγαν, να μπερδέψουν τους αποθαμένους με τους ζωντανούς και να τους τραβήξουν στον νεραϊδόκοσμό τους και τρέχα γύρευέ τους μετά, ανάμεσα στα δέντρα, που δεν ήταν άλλο τίποτα από μεταλλαγμένα σε δέντρα ανθρώπινα κορμιά!!!’’

Η Βερονίκη, ούτε από φαντάσματα σκιαζόταν, ούτε πίστευε ιστορίες των συγχωριανών ελλιπούς μόρφωσης, ως επί το πλείστον, που η γόνιμη φαντασία τους πολλαπλασίαζε τα απίθανα συναπαντήματα που έλεγαν πως είχαν και που έπαιρναν όρκο ότι τα είδαν με τα ίδια τους τα μάτια και τα άκουσαν με τα ίδια τους τ’ αυτιά.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους, αλλά και για αμέτρητους άλλους, οι άνθρωποι πια δεν πλησίαζαν το μαγεμένο δάσος, όχι μόνον από το δειλινό μέχρι και λίγο πριν από το χάραμα, που είναι οι επικίνδυνες ώρες, αλλά και μέσα στην ίδια την ημέρα.

Εκείνο λοιπόν το σούρουπο που η Βερονίκη βάδιζε σαν χαμένη μέσα στην κατάθλιψη και τις μαύρες της σκέψεις, ούτε που κατάλαβε πώς βράδιασε, ούτε πως είχε μπει για τα καλά στο βαθύσκιωτο δάσος.

Μια πανσέληνος Αυγουστιάτικη έφεγγε σαν ημέρα και ήταν τόση η ομορφιά του τοπίου με τους μαγευτικούς θορύβους υπόκρουση στην επίσης μαγευτική εικόνα, που έστω και πρόσκαιρα απάλυνε την βαρυθυμιά της. Ένα αηδόνι, εδώ και ώρα κελαηδούσε και βέβαια η κοπέλα δεν ήξερε αν αυτό ήταν τραγούδι χαράς ή κλάμα σαν αυτό το βουβό της δικής της ψυχής. Και το αλύχτισμα ενός λύκου, σίγουρα, την έκανε να σκεφτεί ότι το αγρίμι μπορεί και να πεινούσε και να έχει γίνει επικίνδυνο για την ζωή της.

Το αγιάζι εντωμεταξύ, άρχισε να πέφτει βαρύ στους γυμνούς της ώμους και η αραχνοΰφαντη εσάρπα της δεν πρόσφερε τίποτα σχεδόν.

‘’ Μόνο μια κουφάλα δέντρου να βρω να απαγκιάσω και άλλο δεν θέλω, εξ άλλου το πρωί δεν θ’ αργήσει να ‘ρθει και να μού δείξει τον δρόμο του γυρισμού’’ παρηγόρησε τον εαυτό της. Στη σκέψη αυτή, χαμογέλασε και τότε ήταν που άκουσε, ή της φάνηκε πώς άκουσε, τη μουσική ενός όμποε, μιας φλογέρας, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

‘’Και άλλος άφοβος σαν εμένα,’’ σκέφτηκε, ‘’και μακάρι να κάνουμε παρέα..’’ Η κοπέλα δυνάμωσε τον βηματισμό της και πράγματι όσο προχωρούσε τόσο η μουσική γινόταν και πιο καθαρής ακουστικής διαύγειας. Μέχρι που έφτασε σε ένα ξέφωτο και εκεί τον είδε. Ένας νεαρός, βοσκός το δίχως άλλο, μα και πάλι βοσκός χωρίς κοπάδι; Ήταν ξαπλωμένος καταγής βέβαια, με το ένα χέρι για προσκεφάλι και με το άλλο να συγκρατεί τη φλογέρα που τώρα την έβλεπε καθαρά.

Δεν ξαφνιάστηκε διόλου με την παρουσία της, μα και ούτε της απηύθυνε τον λόγο, πράγμα που έκανε εκείνη, χωρίς όμως και να πάρει απάντηση στον χαιρετισμό της.

‘’Αγενής ο μάγκας και μονόχνωτος. Φαίνεται σαν να μην έχει μάθει να ζει με ανθρώπους σαν κοινωνικό ον,’’ σκέφτηκε και δεν του ξαναμίλησε, μόνο κάθισε εκεί απέναντί του και άκουγε μαγεμένη την εξαίσια αυτοσχέδια μουσική του.

Η κούραση, η μουσική, η βαρυθυμιά της και η φεγγαράδα ήταν το καλύτερο υπνωτικό και τα βλέφαρα άρχισαν να βαραίνουν. Μα πριν την πάρει ο ύπνος για τα καλά, τις είδε. Ήταν τρεις, δεν έμοιαζαν του κόσμου τούτου, γιατί και τα ρούχα τους δεν ήταν παρά πέπλα περίεργα τυλιγμένα στα λυγερά κορμιά τους. Πλησίασαν το βοσκόπουλο, αγνοώντας εκείνην επιδεικτικά και άρχισαν να λικνίζονται στον ρυθμό της μουσικής που έπαιζε ο νεαρός.

‘’Να δεις που εγώ τώρα κοιμάμαι και βλέπω ένα εξαίσιο όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, γιατί δεν μπορεί να είναι πραγματική η σκηνή που βλέπω…’’ μα το αλύχτισμα ενός αγριμιού από κάπου πολύ κοντά της, την έκανε να κατανοήσει ότι αφ’ ενός ΉΤΑΝ ΞΥΠΝΗΤΗ ΑΦ’ΕΤΕΡΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ. Με την αλλόκοτη παρέα των τεσσάρων να μην της δίνουν καμία σημασία, ενώ σίγουρα την είχαν δει, αλλά ούτε και να σκιάζονται εκείνοι για κανέναν κίνδυνο.

Βρισκόταν σε μια πού περίεργη κατάσταση. Ενώ ήταν κοντά τους σε απόσταση αναπνοής θα λέγαμε, δεν την έβλεπαν, θαρρείς και ένα διαφανές παραβάν τους χώριζε από αυτά που από τη μια μεριά βλέπεις τον απέναντι, μα εκείνος όχι. Ναι, ναι, αυτό ήταν, ήταν εκεί, μα όχι ακριβώς εκεί. Έτσι εξηγείται που δεν της έδιναν σημασία. Της ήρθε να φωνάξει. Υπάρχουν και στιγμές που η μοναξιά δεν αντέχεται. Μα προτίμησε να μην διακόψει τη σκηνή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Ας είχε λίγη υπομονή, λίγη ακόμη…

Πλησίασε κι’ άλλο…

Τώρα διέκρινε καθαρότατα τα πρόσωπα στο ασημένιο φως της πανσελήνου. Και Θεέ μου, αυτή, η πώς να την αποκαλέσουμε, προθιέρεια; ήταν πολύ γνωστή της, πιο γνωστή όμως δεν γινόταν. Ήταν ΑΥΤΗ Η ΊΔΙΑ!!!

‘’ Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, εγώ να το βλέπω να το ζω και συγχρόνως να είμαι από την άλλη μεριά, μέρος του δρώμενου, τι μού συμβαίνει Παναγιά μου; Να δεις που εδώ, καθώς και η γύρω περιοχή, είναι μαγεμένη, όπως το λένε οι συγχωριανοί που δεν τους πίστευα. Τα λέω εγώ αυτά, που δεν πιστεύω σε μάγια και βλακείες. Κάποια εξήγηση δεν μπορεί θα πρέπει να υπάρχει, παρά ταύτα’’. Πλησίασε ακόμη όσο την έπαιρνε. Χωρίς αμφιβολία καμιά, η Βερονίκη ήταν ΚΑΙ από δω ΚΑΙ από εκεί!!!

Και το παλικάρι γνωστό της; Όχι, δεν της θύμιζε τίποτα, μόνον που το ντύσιμό του είχε κάτι απροσδιόριστα αλλόκοτο. Δεν ντύνονται αδερφέ έτσι οι νέοι την σήμερον ημέρα… Σαν τον παππού της την ημέρα του γάμου του με τη γιαγιά Διαμάντω, αρχαίες εποχές…

Κάποια στιγμή ακούει τον άλλο της εαυτό να απαγγέλει κάτι, με τη συνοδεία της φλογέρας. Δεν άκουγε καλά. Σκόρπιες λέξεις έφταναν στα αυτιά της, μα εκείνο που ξεχώριζε ήταν η μελωδικότητα και ο ρυθμός, στοιχεία που πάντα την συγκινούσαν στην ποίηση, που ήταν και το μεγάλο της πάθος. Και ξάφνου το αναγνώρισε. Μάλιστα, το ποίημα ήταν δικό της, από τα αγαπημένα της, που τώρα το άκουγε μελοποιημένο. Ε, αυτό και αν δεν ήταν πια ένα της όνειρο πραγματοποιημένο. ΤΙ γίνεται εδώ Θεέ και Κύριε;

Και σκιάχτηκε,

Και αναρίγησε,

Και αθόρυβα σηκώθηκε να φύγει όσο γρηγορότερα γινόταν από κείνο το μέρος. Κάποια άλλη στιγμή, όταν ερχόταν στα συγκαλά της θα το ανέλυε διεξοδικά το αλλόκοτο τούτο θέμα με τον ρεαλιστή εαυτό της και ήταν σίγουρη ότι θα εύρισκε την εξήγηση που τώρα δεν μπορούσε να δώσει.

Οι φωνές του δάσους που άκουγε, έπαψαν να ακούγονται απειλητικές και τις εισέπραττε σαν φιλικότατες, σε σχέση με τα απόκοσμα που έζησε πριν λίγα δευτερόλεπτα στα οποία συμμετείχε κιόλας. Ένιωθε ότι το κάθε της βήμα την γύριζε στην πραγματικότητα. Μούσκεμα στον ιδρώτα και έντονα προβληματισμένη, κατάφερε να φτάσει στην πλατεία του χωριού, κοιτάζοντας διαρκώς πίσω της, από φόβο μη και τα όντα εκείνα την ακολουθούσαν. Η πλατεία ήταν άδεια από κόσμο τέτοια προχωρημένη ώρα και της φάνηκε ότι τα αγάλματα την ενθάρρυναν να μην φοβάται και ότι όνειρο ήταν και πάει πέρασε. Όμως η Βερονίκη ήξερε ότι όχι όνειρο δεν ήταν, ούτε εφιάλτης. ‘’Δεν είναι έτσι ούτε τα όνειρα, ούτε οι εφιάλτες, καλοί μου Χριστιανοί,’’ μουρμούρισε αποθαρρυμένα…

Πέρασαν αρκετές ημέρες από το περιστατικό για το οποίο δεν μίλησε σε κανέναν. Ώρες είναι να της κολλούσαν και το παρατσούκλι της αλαφροΐσκιωτης πλάι στο άλλο της αλλοπαρμένης που της είχαν φιλοδωρήσει για την ποιητική γραφή της.

Στο χωριό ήρθε με απόσπαση από την Πέρα Χώρα, ο νέος γεωπόνος που φημιζόταν όχι μόνον για τις επιστημονικές του γνώσεις αλλά και για τις εμπειρικές. Δεν ξέρουμε ποιες συγκυρίες συνέτρεξαν και τα δύο αυτά πλάσματα έγιναν στενοί φίλοι. Σαν φίλο της λοιπόν η Βερονίκη τον εμπιστεύτηκε, ανοίγοντάς του την καρδιά της διηγώντας του τα ανήκουστα που βίωσε και που είχαν στοιχειώσει τις μέρες και τις νύχτες της, μόνο λίγες μέρες πριν τον ερχομό του στο χωριό.

Ο Νάσος δεν την ειρωνεύτηκε, αντίθετα πίστεψε την κάθε της λέξη. Και μόνο γι΄ αυτό, η κοπέλα τον λάτρεψε. Η πίστη του στα λόγια της, θαρρείς και της αφαίρεσαν το βάρος που τόσες ημέρες σήκωνε στους αδύναμους ώμους της και εκτός από λατρεία ένιωσε αμέριστη ευγνωμοσύνη για τον νεαρό άντρα.

Και ένα φεγγαρόφωτο βράδυ, καθώς έπιναν το ουζάκι τους στον καφενέ του κυρ Μήτσου, τον ακούει η Βερόνικα να της λέει παιχνιδιάρικα: «Βερόνικα, τι λες; Αντέχεις να με πας στο μέρος που έζησες τη σκηνή που τόσο παραστατικά μού περιέγραψες;»

Την ερώτηση αυτή η κοπέλα την περίμενε και σαν έτοιμη από καιρό, τού απάντησε:

«Δεν φαντάζεσαι το πόσο το θέλω».

Και πήγαν.

Πόσο διαφορετικό της έμοιαζε το δάσος μ’ εκείνον πλάι της. Ούτε φόβος, ούτε μυστήριο, ούτε διηγήσεις ανθρώπων με ελλιπή μόρφωση, ούτε φαντασιώσεις δικές της.

Θα ‘χε δεν θα ’χε περάσει ένας μήνας από κείνη τη Αυγουστιάτικη βραδιά. Σεπτέμβρης πια, μικρό καλοκαιράκι και μια ζωγραφιά παραμυθιού το πανέμορφο δάσος. Και φτάνουν στο επίμαχο ξέφωτο όπου το κορίτσι είχε ζήσει το θέατρο του παραλόγου.

«Θεέ και Κύριε. Νάσο κοίτα. Η εσάρπα μου, εδώ μού έπεσε όταν πανικόβλητη έφευγα εκείνο το βράδυ από εδώ και ιδού ο λόγος που έψαχνα παντού να την βρω μάταια όμως. Οπότε αναμφίβολα ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ που είδα όσα σού περιέγραψα».

«Βερόνικα, άκουσε προσεκτικά ό, τι σού πω. Πάρε αυτή την παστίλια και κράτησέ την υπογλώσσια. Είναι φάρμακο αντιπαραισθησιογόνο.

Βλέπεις εκείνο τον μεγάλο θάμνο στα δεξιά σου; Τις θερμές νύχτες του Καλοκαιριού και με το έντονο φως του φεγγαριού εκκρίνει μια ουσία υπό μορφή αερίου που προκαλεί παραισθήσεις σε όποιον το εισπνέει. Να η αιτία των όσων αφύσικων νόμιζες ότι είδες εκείνο το βράδυ. Η παστίλια που σού έδωσα επενεργεί σαν αντίδοτο. Εγώ δεν πήρα. Και σίγουρα σε λίγο μια παραίσθηση μικρή ή μεγάλη θα την έχω. Μη φοβηθείς. Είσαι δίπλα μου και η γνώση μου και μόνον είναι η ασφάλειά σου. Μόνο θέλω να δω το μέγεθος της δύναμης της παραισθησιογόνου ενέργειας τού φυτού αυτού πάνω στον άνθρωπο. Περίεργο, νόμιζα ότι το φυτό αυτό έχει εκλείψει από την χλωρίδα του τόπου μας. Σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας δεν υπάρχει. Το ταχύτερο πρέπει να επέμβει το δασαρχείο. Δεν φαντάζεσαι καλή μου τι υπηρεσία πρόσφερε η περιπέτειά σου στην φαρμακευτική, αλλά και τους συγχωριανούς σου, που θα αγαπήσουν ξανά το πανέμορφο δάσος τους, χωρίς αερικά και φαντάσματα. Από αύριο κιόλας πιάνουμε δουλειά.

Μόνο τώρα ας μη μιλάμε. Γιατί, …ν α τις, έρχονται. Τις βλέπω… Είναι τρεις και μία εσύ επικεφαλής τέσσερις. ΆΛΛΟΝ ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ. Ή μάλλον, ναι, στάσου, βλέπω άλλον έναν. Εγώ είμαι. Ω ΘΕΕ, δεν ήξερα ότι παίζω τόσο ωραία φλογέρα. Άκου Βερόνικα, άκου. Τι ουράνια μελωδία είναι αυτή!!!

Μα η Βερόνικα έντρομη, και με το δεύτερο υπογλώσσιο που πήρε, δεν έβλεπε τίποτα άλλο από τις σκιές των δέντρων στο ξέφωτο και το φεγγάρι που μια κρυβόταν πίσω από τα πρώτα του φθινοπώρου σύννεφα και μια φανερωνόταν, παίζοντας κρυφτό με τα εκατοντάδες αστέρια μικρά και μεγάλα του ουράνιου θόλου!…

 

 

 

***

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top