Fractal

Η Λούσυ στα χνάρια της Πολυάννας

Της Σοφίας Διονυσοπούλου //

 

Eliszabeth Strout «Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον» Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Άγρα 2019, Σελ. 182

 

Σκέψεις ατάκτως ερριμένες, χωρίς τη δύναμη των συνειρμών, εικόνες τυχαία τοποθετημένες, κεφάλαια που τα περισσότερα θα μπορούσαν να είχαν οποιαδήποτε σειρά, ξηρασία αλλά και υπερχείλιση συναισθημάτων σε ένα μυθιστόρημα του οποίου η δομή δεν επιτρέπει να το ονομάσεις έτσι διότι, ενώ προτείνει ως επιλογή την αποσπασματικότητα, δεν κατορθώνει να την κάνει φόρμα. Οι σιωπές ανάμεσα στα κεφάλαια αλλά και οι εσωτερικές σιωπές στους διαλόγους δεν διαθέτουν τίποτα το εύγλωττο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στον Μπέκετ.

Η ιστορία είναι απλή και η ιδέα ενδιαφέρουσα. Μια γυναίκα ασθενεί και περνά στο νοσοκομείο εννιά βδομάδες. Είναι παντρεμένη και έχει κόρες. Δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη της μητέρας της με την οποία δεν έχει σχέση εδώ και χρόνια, και μαζί με αυτήν την επισκέπτονται και οι σκληρές αναμνήσεις της φτώχιας των παιδικών της χρόνων. Οι διάλογοι-μη διάλογοι των δύο γυναικών θα δείξουν σιγά σιγά το αυτονόητο: ότι σχέση υπάρχει.

Θα μπορούσε να ήταν ένα μικρό μονόπρακτο, αν η συγγραφέας ήξερε πώς να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο, κάτι που δεν γίνεται σε κανέναν απολύτως διάλογο. Ακόμη και όταν οι ήρωες δεν μπορούν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους, υπάρχει τρόπος να γράφονται τα λόγια και να περιγράφονται οι καταστάσεις και να σου σηκώνεται η τρίχα ακριβώς λόγω αυτής της τραγικής ανικανότητας. Στο κείμενο στης Strout δεν συμβαίνει τίποτε από αυτά. Άλλοτε ψυχρά, άλλοτε γλυκερά, με μια γλώσσα όχι απλή αλλά απλοϊκή διαβάζουμε χιλιοειπωμένα επεισόδια της ζωής μιας κατατρεγμένης, η οποία παντρεύεται έναν πλούσιο και ξεφεύγει από το περιβάλλον της, προδίδεται αργότερα από τον άντρα της «και τη φίλη της που δεν είχε παιδιά», κατινίστικη έκφραση που επανέρχεται ως λάιτ μοτίβ στο βιβλίο, τη μισούν οι κόρες της, βρίσκει όμως μια ισορροπία του διαβόλου στη σχέση με τη μητέρα. Και τελειώνουμε το ανά χείρας βιβλίο με τη φράση «Ό,τι είναι ζωή μου φαίνεται εκπληκτικό», φράση που θα μπορούσαμε να ακούσουμε σε πρωινάδικο.

Δίχως να είναι μελό το κείμενο είναι χειριστικό. Δημιουργεί ταυτίσεις, με τον τρόπο όμως που μπορεί να συμβεί σε μια κουβέντα στην παρέα: α, κι εσένα σου αρέσει το κόκκινο; Κι εμένα! Υψηλή λογοτεχνία δεν γίνεται με τέτοιες ταυτίσεις. Δεν ταυτίζεται κανείς με τον Οιδίποδα, ούτε με την  Καρένινα, όσο κι αν έχει μαγευτεί από τα έργα.

Δεν γνωρίζω αν το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό, όπως έχει υποστηριχτεί από κάποιους, ξέρω μόνο ότι η Strout συνηθίζει να χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία στα κείμενά της. Στο συγκεκριμένο πάντως, η αγωνία της ηρωίδας να γίνει συγγραφέας εκφράζεται άκομψα δια στόματος Σάρας Πέυν –μιας καταξιωμένης συγγραφέως που θαυμάζει η ηρωίδα– προκαταλαμβάνοντας ευνοϊκά τον αναγνώστη για το ίδιο το βιβλίο. Στις σελίδες 103-104 η Σάρα Πέυν εξηγεί στη Λούσυ γιατί το βιβλίο της είναι καλό και δεν πρέπει να ακούσει κανέναν. Αναλύει επίσης το θέμα του, που είναι η «ατελής αγάπη» γιατί «όλοι αγαπάμε ατελώς».

 

Eliszabeth Strout

 

Προσωπικά δεν έχω ξαναδεί συγγραφέα που να εξηγεί στο βιβλίο του το έργο του και να δικαιολογεί τον εαυτό του. Ο συνδυασμός έπαρσης και ανασφάλειας της πολυβραβευμένης Strout δημιουργεί κατά τη γνώμη μου ένα αδιάφορο, ρηχό και διόλου στέρεο οικοδόμημα που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι αν ήταν εγχώριο προϊόν θα είχε τύχει αντίστοιχης υποδοχής.

Τέλος, η μετάφραση της έγκριτης μεταφράστριας Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, είναι άνιση και σε αρκετά σημεία βιαστική ενώ ορισμένες σημειώσεις είναι περιττές, αφού επεξηγούνται από το κείμενο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top