Fractal

Μια πολυπρισματική συλλογή διηγημάτων

Γράφει η Ελένη Καρακατσάνη //

 

Δημήτρης Μητσοτάκης «Ο καιρός άλλαζε», Εκδόσεις Κέδρος

 

Είναι ιδιαίτερη η σχέση που έχω με τα βιβλία. Τους δίνω χρόνο. Δεν βιάζομαι να βουτήξω στο περιεχόμενο. Αφήνομαι στην περιέργειά μου, τα παρατηρώ προσεκτικά ως προς την εμφάνιση, την επιλογή του τίτλου, την γραμματοσειρά των τυπωμένων σελίδων, την μυρωδιά τους, τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και τέλος την εικόνα του. Η εμπειρία και το ένστικτο παίρνουν την σκυτάλη: θα έχω ή όχι μια ενδιαφέρουσα αναγνωστική παρέα;

Στη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Δημήτρη Μητσοτάκη «ο καιρός άλλαζε» κάτι που με προδιάθεσε θετικά ως υποψήφια αναγνώστρια, δεν ήταν τόσο ο ευρηματικός τίτλος με την χρήση του Αορίστου χρόνου, ούτε ο ανεμοδείκτης σε ένα λιτό μεν αλλά σαφώς ελκυστικό εξώφυλλο. Με παρακίνησε, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η φωτογραφία του συγγραφέα, η οποία κοσμεί το εσώφυλλο, το αποκαλούμενο αυτί του βιβλίου. Πρόκειται για μια εικόνα που δεν χαρίζεται σε κανέναν, είναι το πρόσωπο ενός οργισμένου ανθρώπου. Όταν το αντίκρισα σκέφτηκα να το πάρω προσωπικά. Γιατί να επιλέξει ο συγγραφέας να δείξει την οργή του στον αναγνώστη;

Ο συγγραφέας Δημήτρης Μητσοτάκης είναι γνωστός στο πανελλήνιο ως μουσικός, είναι συνθέτης, στιχουργός, ντράμερ και δημιουργός του συγκροτήματος «Ενδελέχεια» .Είναι επίσης γνωστός για τις παρεμβάσεις του στην εγχώρια πολιτική σκηνή, αλλά και για την προσφορά του στην κοινωνία μέσω της εργασίας του ως μουσικός εκπαιδευτής στο ΚΕΘΕΑ Διάβαση, αλλά και στο μουσικό εργαστήρι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Δημήτρης Μητσοτάκης δεν αφήνει τα έργα του να μιλούν γι` αυτόν. Μιλάει κι ο ίδιος, είναι παρών και είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας. .

Διαβάζοντας τα διηγήματα όλος αυτός ο θόρυβος των πληροφοριών-βιογραφικών στοιχείων, ευτυχώς, εισέρχεται σε δεύτερη μοίρα. Ο συγγραφέας από το πρώτο διήγημα του «Το καφενείο» μέχρι και το τελευταίο πεζόμορφο ποίημα «Ονειρεύεται» προσφέρει στον αναγνώστη του ένα πολύχρωμο πλήθος προσώπων, επεισοδίων, καταστάσεων με φόντο την Ελλάδα: Η Αθήνα, η επαρχία, τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και ο χώρος του φανταστικού, προσφέρουν άφθονο υλικό στη λογοτεχνική παλέτα του συγγραφέα.

Άλλοτε συγκινεί όπως στις ιστορίες: «Διακοπές στην κόλαση», «η Μάρθα», «Εμμανουέλ μον αμούρ» και σε κάνει να αισθάνεσαι πως είναι ο παλιός σου συμμαθητής ή ο φίλος που είχες χρόνια να δεις και ανάμεσα σε δύο ποτήρια κρασί αναδύεται μια νοσταλγική-εξομολογητική διάθεση. Ο λόγος του είναι τόσο ειλικρινής και άμεσος, ώστε είναι αδύνατον να σταματήσεις να διαβάζεις θέλοντας οπωσδήποτε να μάθεις κι άλλα γι` αυτόν. Χωρίς να σου χαλάει χατίρι σε κερνάει γλυκόπικρες ιστορίες, γιατί έχει το χάρισμα και την ευαισθησία να αναγνωρίζει πως κάθε τι στη ζωή έχει ταυτόχρονα φαιδρή και τραγική όψη .

Άλλοτε πάλι ο συγγραφέας ταξιδεύει σε ιστορίες σαν βγαλμένες από το παρελθόν της κλειστοφοβικής ελληνικής επαρχίας με την εσωστρέφεια και τον παραλογισμό της «Ζεβζές, «Γιέ μου», «Dumb».

Αρκετές φορές καταφέρνει να σε συναρπάσει με την αφηγηματική του δυναμική στο απέραντο σύμπαν της φαντασίας αρκετά σκληρής όσο και η πραγματικότητα: «Θα σε κάνω να πονέσεις», «Εκείνος» και το «Αφρόλουτρο φράουλα».

Υπάρχουν κι εκείνα τα διηγήματα, θα έλεγα τα αγαπημένα μου, όπου ο αναγνώστης μεταφέρεται σε εμπειρίες παρεΐστικες, σε παρασκήνια μουσικής έμπνευσης και δημιουργίας όπου ο χώρος και ο χρόνος είναι το πρόσφατο παρελθόν. Εκεί ο συγγραφέας, θυμίζοντας τολμώ να πω έντονα τον Τσιφόρο, απογειώνει την απόλαυση της ανάγνωσης δημιουργώντας κινηματογραφικά σκηνικά περιγράφοντας περιπέτειες ζωής, με ρεαλισμό και χιούμορ στο κέντρο της Αθήνας στην Κυψέλη και αλλού «Το καφενείο», «Ο Γρύλος», «Η κατσαρίδα», αλλά και ιστορίες καθημερινής τρέλας στην «Λόβα».

 

Δημήτρης Μητσοτάκης

 

Το απρόσμενο διήγημα «Λαϊκό Δικαστήριο» προσφέρει μια σπάνια για τα ελληνικά συγγραφικά δεδομένα διάθεση αυτοσαρκασμού, ενώ η ποιητική και στιχουργική του δυναμική βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο «θα έρθει» με μια πρωτότυπη επίκληση στην Μούσα.

Κι όταν τελειώνουν οι ιστορίες, πραγματικές, φανταστικές, τρομαχτικές, ρομαντικές, η αίσθηση που σου μένει είναι ίδια και απαράλλαχτη με αυτήν που συνοδεύει το πέρας μιας συναυλίας σε ένα καλοκαιρινό θέατρο. Είσαι γεμάτος, πλήρης συναισθημάτων και θέλεις λίγο χρόνο για να αφομοιώσεις την εμπειρία που σου πρόσφερε ο καλλιτέχνης. Κι ο Δημήτρης Μητσοτάκης δεν θέλει να αφήσει κανέναν μόνο του, φροντίζει με τον τρόπο του να δώσει τροφή για σκέψη και προβληματισμό πέρα από την ευχαρίστηση να διαβάζεις συναρπαστικά και χορταστικά διηγήματα.

Καταλαβαίνει κανείς, πως το αγριεμένο ύφος της εικόνας του συγγραφέα στο αυτί του βιβλίου δεν απευθύνεται σε σένα τον αποδέκτη της τέχνης του. Ίσως ενδόμυχα να προσδοκά με όλα τα μέσα να μην επιστρέψει κανείς στην απάθεια και στην απλή κατανάλωση στιγμών είτε μουσικών είτε συγγραφικών, αλλά να δράσει, έστω με θυμό για τα κακώς κείμενα του τόπου μας και της ζωής μας, να αντιδράσει σε ό,τι ενοχλεί τον καθέναν μας, πετυχαίνοντας με αυτόν τον τρόπο μια βελτίωση της ζωής μετουσιώνοντας το εγώ στο εμείς.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«-Υπάρχουν ζωές ,πρώτες παράλληλες με τη δική σου, που μαζί τους πορεύεσαι για μεγάλο διάστημα, και πάτε καλά μαζί. Πλάι πλάι. Μα η μικρή η ελάχιστη, απόκλιση που είχατε στο ξεκίνημα ύστερα από χρόνια σας οδηγεί σε δρόμους εκ διαμέτρου αντίθετους. Κι έτσι κάποιος στο τέλος θα ζητήσει τα ρέστα.

Αυτά μου είπε ο ταμίας.

-Η ζωή μας είναι αλουμίνιο, χρώμα για σάπιες ξυλόσομπες. Αυγά βραστά για πεινασμένους φαντάρους.

Αυτά είπα στον ταμία.

Κι ύστερα θυμήθηκα τα λόγια σου: «Ενεργός άνεργος: ό,τι σκληρότερο. Ταχεία αργία: Ότι θλιβερότερο».

Έχω μέσα μου τον λαβύρινθο από κατασκευής μου.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top