Fractal

Ποίηση με σώμα και μνήμη

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Διώνη Δημητριάδου «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος», εκδ. ΑΩ

 

Η Διώνη Δημητριάδου έχει μια σταθερή παρουσία στα γράμματα. Με εκδόσεις ποίησης, δημοσιεύσεις, άρθρα, κριτικές. Ασχολείται συστηματικά με την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή. Κολυμπά μέσα στη θάλασσα της διακειμενικότητας. Ίσως τα κείμενα που μελετά να της γεννούν τις άλλες λέξεις, τις δικές της. Γι αυτό ξεκινάω από το  τέλος του βιβλίου της «Ευτυχισμένος Σίσυφος» [Αω Εκδόσεις, 2019] όπου γράφει: «των άλλων τα γραφτά πάντα εκεί/ πάντα αξημέρωτα/ να βγαίνουν/ στ’ ανείπωτα δικά μου»[σελ63]

Και στο ποίημα με τίτλο «ανακύκλωση» γράφει: «γράφω ιστορίες που ποιητικά /μπερδεύουνε τις λέξεις τους/διασπώντας άναρχα τα στεγανά του λόγου/καθώς οι στίχοι μου να σέρνονται στο χώμα/ προτιμούν/ αρνούμενοι να συνταχθούν με ψεύτικο λυγμό/» Από το ένα από τα πρώτα ποιήματα που συναντάμε αναδύεται ένα τοπίο δυστοπίας εκφρασμένο μεστά και συνδυασμένο με απαισιόδοξη διάθεση: «τοπίο ξερό ξαναγεννιέται/φτύνει κατάμαυρο κουκούτσι/και ξεγελά με χρώματα γαλάζια/σε σκοτεινούς καιρούς ομνύει/σταυροκοπιέται ο νους θολώνει/ στο ’πα πως θάμπωσε ο κόσμος/γυαλί που μαύρισε η φλόγα/τι λίγοι που απομείναμε/στο κέλυφος της γης/»[σελ.13]

Και μπορεί κανείς να σκοντάψει πάνω σε «πέτρινες λέξεις» που αντανακλούν, ωστόσο, μια προβληματική ή μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση. Όμως όλα αναζητούν μια αίσθηση αυθεντικότητας και όλα είναι γραμμένα με εσωτερικό βασανισμό, παιδεμό από την γράφουσα. Η ποίηση άλλοτε είναι εξαιρετικά απαιτητική, δεν αστειεύεται, όπως και ο έρωτας: «με μαλακό μολύβι/να γλιστράει στο χαρτί/γράφονται ποιήματα αγάπης/το άλλο το σκληρό του έρωτα/ζητάει κοφτερή ακίδα/βίαια να πέφτει/να χαράζει τις σελίδες/κι όταν κουρέλι γίνει το χαρτί /να γράφει πάνω σου /κατάσαρκα/ποιος είπε ότι αστειεύεται ο έρωτας;/ μα ούτε και η ποίηση άλλωστε [σελ.59]

 

Μπροστά σε «ποιητικό κενό» λίγο πολύ όλοι όσοι γράφουμε έχουμε βρεθεί, αλλά δεν μπορεί να είναι παρά ένα δημιουργικό κενό που μπορεί να οδηγήσει στην εφεύρεση της Ιδέας, του στίχου, της ποιητικής πράξης ακόμα. Κι είναι το ποίημα της σελίδας 60 ένα απ’ τα πιο εύστοχα «αυτοαναφορικά» ποιήματα του βιβλίου. Από το Τίποτα μοιραία μπορούμε να περάσουμε στο Παν, έτσι όπως συνήθως συμβαίνει με την τέχνη, ή με τους εμπνευσμένους δημιουργούς. Να σημειώσουμε πως ποιήματα ποιητικής η Διώνη Δημητριάδου έχει συμπεριλάβει και σε άλλα βιβλία της, ανιχνεύοντας την υφή, και τους τρόπους της γραφής, αλλά και την επίδραση της όποιας επιλογής των λέξεων στο ποιητικό αποτέλεσμα: «σμιλεύοντας τις λέξεις φτιάχνεις γλυπτά ποιήματα/να αστράφτουν στις προθήκες μουσείων ασωμάτων/αν τις αφήσεις όμως ακατέργαστες αυτόνομα να ξεπηδούν/γεννάς κραυγές που αρέσκονται να περπατούν/σε γήινες ανθρώπινες όψεις/μα όλο αυτό θα πούνε κάποιοι/μοιάζει απλό και τότε ποίηση δεν είναι/» [σελ 56] Και είναι γεγονός πως συχνά οι κριτικοί της λογοτεχνίας διαφιλονικούν και δημιουργούν έριδες αναφορικά με την ποιότητα του ποιήματος, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του κειμένου εκείνου που συνιστά ή δεν συνιστά ποίημα. Γιατί η κριτική της ποίησης είναι μια τέχνη και αυτή, τέχνη αυτούσια, ξεχωριστή και υψηλή. Στη σελίδα 57 διαβάζουμε: «[…]το ποίημα τώρα πρέπει/να σταθεί στο ύψος του/χώρο κατάλληλο να βρει/ και άλλες λέξεις συναφείς/να δέσουνε το νόημα/αλλιώς ούτε μια κηδεία της προκοπής/δεν θα γραφεί/[…]»

Μελετώντας από το τέλος προς την αρχή, σκαλώνω στη σελίδα 58 όπου υπάρχει ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στις έννοιες. Ειδικότερα, ένας ποιητής συνιστά πάντα και επαναστάτη; Ένας επαναστάτης μπορεί να είναι ποιητής; Οι στίχοι βάζουν φωτιά στον κόσμο ή τον καταδικάζουν σε αβάσταχτη σιωπή; Διαβάζω: «ξέρω επαναστάτες ποιητές/που σάστισαν μπροστά σ’ ένα λουλούδι/καθώς αυτό μισάνοιγε τα μάτια του στον κόσμο/κι άλλους που μέθυσαν σε ύποπτα καταγώγια/για να παρηγορήσουν φίλους ενδεείς/κι ανήμπορους στο θαύμα/επαναστάτες που ούτε μια φορά/σύνθημα δεν θα δεις στους στίχους τους να ουρλιάζει/κι ούτε στα χέρια τ’ αδειανά σημεία ν’ ανεμίζει/κι όμως μπροστάρηδες βρέθηκαν σε κάθε αναλαμπή/σημαίνοντας διαρκώς τον  δρόμο της ανάτασης /σε όσους τους εννοήσαν.»

 

Στη σελίδα 42 η ποιήτρια τίθεται υπέρ της σιωπής, την οποία θεωρεί ανεκτίμητη: «η σιωπή/-θέμα επιλογής και άσκησης-/καθώς το βάρος της ζυγίζει /μέσα στη φλυαρία των πολλών/γνωρίζει βέβαια/ότι ρισκάρει την ανυπαρξία της.» Αλλού αναφέρεται στη δύναμη της ομορφιάς: «την ομορφιά σαν την γνωρίσεις, χαμένος να λογίζεσαι» Η σιωπή και η ομορφιά πάντως είναι δύο συστατικά στοιχεία της αληθινής ποίησης, η οποία δια της σιωπής, πραγματεύεται την ομορφιά. Αλλά υπάρχει και το ένθεο στοιχείο-από την αρχαιότητα ήδη στην ποιητική τέχνη. Διαβάζω: «μια διονυσιακή μανία ιερή/θαρρείς φυσά στην ποίηση/και τότε ο λόγος συναντά τις ξέπλεκες μαινάδες/που τρελαμένες ψάχνουνε/ποια θα ξεσκίσει πρώτη τον άμοιρο θνητό/για να τον κλάψει ύστερα πικρά μετανιωμένη/για το φθαρτό του σώματος/ απ’ την απάτη του θεού ξεγελασμένη/κι η ποίηση έτσι»

Ιδιαίτερο το ποίημα της σελίδας 23, μάς παραπέμπει στα ποιήματα με τα υποβλητικά σκηνικά ή στις «ποιητικές σκηνοθεσίες» του Καβάφη. Σε τρίτο πρόσωπο η αφήγηση, που στους τελευταίους τρεις στίχους γίνεται απεύθυνση σε β’ ενικό. Ο καθρέφτης και η ενατένιση του εαυτού σε αντίθεση με το παράθυρο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν και υποβάλλουν μια διάθεση: «[…]γι’ αυτό σου λέω/κρατήσου μακριά απ’ το παράθυρο/έξω φυσά και θα σκορπίσουν όλα/». Το «παράθυρο» ως έννοια, ως θεώρηση, ως λέξη -κλειδί, το συναντάμε και λίγο πιο πριν στη σελίδα 21, όπου η ποιήτρια το βάζει σε τέτοια λειτουργικά συμφραζόμενα προκειμένου να μιλήσει για το διφορούμενο μιας σημειωτικής: «καμιά φορά τα βράδια/αγέρας χτυπάει το παράθυρο/δεν κλείνει και καλά/σημάδι εγκατάλειψης μιας νέας/προοπτικής/ή ίσως μία έκδηλη από καιρό εσωτερίκευση/ καλπάζουσα προσφάτως[…]» Για να ακολουθήσει ένα ηχηρό «όμως»: «πριν όμως η επισκευή/την ανακαίνιση επιβάλει/(ως επανορθωτική της έξωθεν μορφής)/η σκέψη όλο γυρίζει στο παράδοξα ορθό/αυτά τα απρόσωπα χτυπήματα/μπορεί να ‘ναι δηλωτικά/μιας παρουσίας απρόσκλητης»

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» και στις σελίδες 14 και 15 η ποιήτρια δημιουργεί ένα «φιλοσοφικό» ποίημα  που το συνδέει με τον Albert Camus και η διατύπωσή του: «πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Ο Σίσυφος μυθολογικά είναι εκείνος που με την εξυπνάδα και την πονηριά του κατάφερε να ξεγελάσει και να φυλακίσει τον ίδιο τον Θάνατο. Ο Θάνατος  αδυνατούσε να θερίσει τα καθημερινά του θύματα και η γη άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει, χωρίς να χωρά ο αυξανόμενος πληθυσμός. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο θεός Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.

Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για την ασεβή του συμπεριφορά. Οι “Κριτές των νεκρών”, του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα ξανακυλούσε κάτω και έπρεπε να την ανεβάσει ξανά. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη. Και ο αφηγητής του ποιήματος λέει: «στέκομαι εδώ στα ριζά του λόφου/και μετρώ αυτό το μάταιο/του Σίσυφου ταξίδι /ως την κορυφή και πάλι πίσω και αυθαιρέτως εκτιμώ πως είχε δίκαιο ο παλαιός Εφέσιος/σαν έβλεπε τον δρόμο πάνω ή κάτω/έτσι κι ο Σίσυφος της κάθε εποχής/σαν λίγο ατενίσει προς τα πάνω/όλα τα θέλει κι όλα τα ελπίζει/δεν ξέρω τότε είναι ευτυχής/ίσως ορθότερο να πω φέρελπις πως νιώθει/μα κι όταν συλλογιέται πάλι ξανά το ανέβασμα στην κορυφή/καθώς κατηφορίζει αυτόν τον ίδιο δρόμο/για το παρά τη λογική επαναλαμβανόμενο εγχείρημα/μάλλον θα νιώθει ευτυχής/σε τούτο το ατέλειωτο παιχνίδι/ανάμεσα στον πόθο για ερμηνεία/και στην παράλογη σιωπή/ο Σίσυφος περιγελά την τάξη αυτού του κόσμου/με μιαν απλή εξίσωση/«οδός άνω κάτω μία και αυτή».

Ας υποθέσουμε ότι «ο Σίσυφος της κάθε εποχής» είναι ο καθημερινός άνθρωπος που παλεύει να επιβιώσει μέσα στη σκληρή πραγματικότητα. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που δεν απελπίζεται, δεν παραιτείται, αλλά νιώθει ευτυχής που έχει τη δύναμη να αντέχει και να ανθίσταται. Ανατρέποντας την ίδια την λογική ροή και φύση των πραγμάτων. Είναι γεμάτος πείσμα ευτυχισμένος που μπορεί και παίζει παιχνίδια αντοχής. Που είναι φέρελπις και κοιτάζει ψηλά και δεν σταματά να ελπίζει και να δρα, περιγελώντας μάλιστα την τάξη αυτού του μάταιου κόσμου. Πράγμα που ακούγεται παράλογο (και οξύμωρον!) δεδομένων των δυσκολιών και των μαρτυρίων που ενδέχεται να του παρουσιαστούν στην ζωή του. Εύστοχη όμως είναι η αναλογία  που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας, αυτή η σύνδεση με το μυθικό παρελθόν που έχει μια υφή καθολικότητας. Γιατί στην ποίηση όλα μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση και να πάρουν άλλες διαστάσεις.

Ως αναγνώστης, θα ήθελα κι εγώ να προεκτείνω τους στίχους της Δημητριάδου. Θα μου άρεσε να σκέφτομαι τον Σίσυφο ως τον ποιητή που παλεύει με τα αδύνατα και αυτό του χαρίζει ευτυχία και ηδονή. Ανάμεσα στη σιωπή, τη γραφή και τον πόθο για ερμηνεία του κόσμου, αισθάνεται πως ζει πραγματικά. Δεν είναι καθόλου εύκολη η Τέχνη της ποιήσεως, έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες και πρέπει να ξεπερνά κάθε φορά τον εαυτό του όπως ο Σίσυφος. Αλλά οι πνευματικοί καρποί και κατακτήσεις είναι αυτοί που τον ερεθίζουν διανοητικά και συναισθηματικά και του χαρίζουν την εσωτερική ευτυχία και το σθένος να συνεχίζει όλο και πιο εντατικά. Οπότε η τιμωρία «συνεχές ανέβασμα-κατέβασμα» αποκτά άλλο νόημα και σημειολογία.

Ένα βιβλίο στοχαστικό-ας μου επιτραπεί η έκφραση- που μάς υπενθυμίζει διαρκώς πως δεν έχουνε μόνο σώμα τα ποιήματα. Έχουνε και μνήμη, όπως και τα σώματα. Τα ποιήματα δεν ανασαίνουν μόνο εδώ, αλλά «γδέρνουν» εν τέλει και αλλού, ακούς τα ψιθυρίσματα και την μοναξιά των στίχων και νιώθεις πως αυτά ενώνονται μοιραία με τη δική σου μοναξιά, αυτήν του ανθρώπου, αλλά κυρίως του δημιουργού-που αναρωτιέται αν και πόσους συνταξιδιώτες έχει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top