Fractal

Διήγημα: “Ο δράκος και η θάλασσα”

Της Αλέκας Πλακονούρη // *

 

 

 

 

 

 

Ο δράκος και η θάλασσα

 

Αρχές Ιουλίου μετρούσαν ήδη καμιά δεκαπενταριά μπάνια, πολλά παγωτά και πέντε έξι βιβλία διαβασμένα τα σκιερά απομεσήμερα στα άσπρα σεντόνια τους, όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνταν. Η θάλασσα, η δική τους η θάλασσα, ήταν μυστηριώδης και θελκτική, με αμμόλοφους και καρέτα-καρέτα, με γλίνα απ’ το ποτάμι και τρελαμένα καβούρια στους βράχους. Άλλοτε σήκωνε κύματα βουνά, αλλά η Άλκηστη κι η αδελφή της είχαν μάθει απ’ τον πατέρα τους να τα καβαλικεύουν, μόνες αυτές απ’ τους λίγους λουόμενους της παραλίας ‒οι πιο νουνεχείς του φώναζαν «Οδυσσέα, μην αφήνεις τα κορίτσια να μπουν σήμερα»‒, κι άλλοτε η θάλασσα τις τύλιγε γαληνεμένη στα βάθη της, όπου πίσω απ’ το γυαλί της μάσκας τους ανακάλυπταν σμάρια ψαράκια διάφανα κι άλλα μυστήρια πλάσματα, όπως σαλάχια και αστερίες. Βουτούσαν ατρόμητες απ’ τα ψηλά βράχια στα βαθιά ‒η αίσθηση να αφήνεσαι ανυπεράσπιστος στο κενό‒ κι έπειτα εκείνα τα δευτερόλεπτα ανάδυσης μέχρι τη γυάλινη επιφάνεια, ένα ταξίδι άχρονο σε έναν κόσμο παράλληλο και οπωσδήποτε μαγικό. Όταν πεινούσαν, αν είχαν φροντίσει να φέρουν χλωρά αμύγδαλα απ’ τη μυγδαλιά που είχαν στο κτήμα, τα κατασπάραζαν, αλλιώς έβγαζαν πεταλίδες από τα βράχια, τη μια με το κέλυφος της άλλης, τις έτρωγαν και ήταν σαν να δοκίμαζαν την ίδια τη θάλασσα, που πια υπήρχε μέσα τους, ήτανε μέρος της κι εκείνη μέρος δικό τους.

Όσο προχωρούσε το καλοκαίρι, έρχονταν κι άλλα κορίτσια στη θάλασσα και κάναν παρέα ‒η Άννα, η Σαβίνα, η Ειρήνη, η Τάνια‒, κάποιες φερμένες απ’ την Αθήνα για διακοπές κι άλλες φίλες και συμμαθήτριες, όλες στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής κι εφηβικής ηλικίας. Το τρελό τσούρμο οργάνωνε κάθε μέρα και νέα παιγνίδια ‒ καταδύσεις στα βαθιά ανεβάζοντας οπωσδήποτε στη χούφτα τους άμμο, αναγκαίο πειστήριο ότι πράγματι έπιασαν πάτο, τούμπες όψη κι ανάποδα, τεράστια λουλούδια φτιαγμένα με τα κορμιά τους, αφού ένωναν τα πόδια, πιάνονταν απ’ τα χέρια κι επέπλεαν και ό,τι άλλο κατέβαζε το μυαλό τους. Άλλοτε κολυμπούσαν μανιασμένα κι απομακρύνονταν, λες και στόχος τους ήταν να φτάσουν στην απέναντι στεριά, δηλαδή κάπου στη Σικελία.

Μια από κείνες τις φορές που ξεμάκραιναν, η Άλκηστη είδε έναν ηλικιωμένο λουόμενο αριστερά στα βραχάκια που είχε κατεβάσει το μαγιό του και κατούραγε. «Ο παππούς κατουράει», φώναξε στις υπόλοιπες. Γύρισαν όλες περίεργες το κεφάλι. Εκείνος κρατούσε το πουλί του, που ήταν σκούρο και τεράστιο, το κουνούσε και τις κοίταζε δίχως να δείχνει πως ντρέπεται. «Μην τον κοιτάτε, μην τον κοιτάτε, δεν πρέπει!» τους φώναξε η Ειρήνη κι απομακρύνθηκαν βιαστικά. Θα είχαν ξεχάσει αυτό το συμβάν, απωθώντας το με μια δόση σκανταλιάς, σαν κάτι άκομψο και γελοίο, αν δεν επαναλαμβανόταν τις επόμενες μέρες. Όποτε τα κορίτσια ξεμάκραιναν, ο άντρας πήγαινε στα βραχάκια, όπου δεν ήταν ορατός από την παραλία, κατέβαζε το μαγιό του, έπιανε τη θηριώδη απόληξή του και την κουνούσε κοιτάζοντας προς το μέρος τους. Α, εδώ κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, προφανώς επίτηδες το έκανε, κι αυτό του έδινε κάποια μυστήρια ευχαρίστηση. Μια μέρα η Τάνια τον μούντζωσε και μια άλλη η Άλκηστη τον διαβολόστειλε ‒δεν ήξερε αν η φωνή της έφτασε ως εκεί‒, μα εκείνος, με την κοιλιά προτεταμένη, συνέχιζε ακάθεκτος να τις κοιτά και να κάνει όλο και πιο γρήγορες κινήσεις πάνω σ’ αυτό το φίδι που αυτονομούνταν απ’ το σώμα του και έμοιαζε ζωντανό, τραχύ και γλοιώδες μες στην παλάμη του. Καμιά τους δεν σκέφτηκε να το πουν στους γονείς τους, ήταν ένα αλλόκοτο, βρόμικο μυστικό που μοιράζονταν και τις γέμιζε άγχος όταν πήγαιναν στα βαθιά, και γι’ αυτό απέφευγαν να κοιτούν προς τα βράχια, όπου αυτός παραμόνευε σαν ανυπόμονος δράκος.

Μια μέρα φτάνοντας στην παραλία η Άλκηστη κι η αδελφή της είδαν τον κόσμο όρθιο, να κοιτάζει με αγωνία τη θάλασσα. Η Σαβίνα έτρεξε προς το μέρος τους, «Το κύμα φέρνει έναν πνιγμένο», τους είπε με έξαψη και τους έδειξε ένα σώμα που λικνιζόταν νωχελικά και το κύμα το έβγαζε σιγά σιγά έξω. Ήταν ένας άντρας γυμνός, μπρούμυτα στο νερό, ξεχώριζε ο ολόλευκος πισινός του. Κανείς δεν έμπαινε μέσα να βοηθήσει το πτώμα να βγει, όλοι περίμεναν τη θάλασσα να το κάνει και στέκονταν μαρμαρωμένοι εκεί. Σε λίγο το κύμα απόθεσε τον πνιγμένο στα πόδια τους. «Φύγετε, φύγετε», τους φώναξε ο πατέρας τους, τις τράβηξε παράμερα και έσπευσε να δει ποιος ήταν ο δύστυχος. Η Άλκηστη τον ακολούθησε. Ένα ημικύκλιο είχε σχηματιστεί γύρω απ’ τον πνιγμένο, άλλοι έκαναν τον σταυρό τους κι άλλοι λέγανε να τον γυρίσουν ανάσκελα, να δουν ποιος είναι και να καλέσουν την αστυνομία. Όταν οι δυο γενναιότεροι τον έπιασαν από τους ώμους και τον γύρισαν, η Άλκηστη είδε πως ήταν ο δράκος των βράχων∙ με μελανιασμένο το πρόσωπο και μάτια ορθάνοιχτα, γυάλινα, το δέρμα του ζαρωμένο, κι εκεί ψηλά ανάμεσα στα πόδια του, εκείνο το φίδι, που τόσο τις τρόμαζε και τις άγχωνε, είχε γίνει μια κάμπια. Ένα βίαιο γέλιο ανέβαινε ανεξέλεγκτα μέσα της, δεν μπορούσε να το συγκρατήσει, και άρχισε να γελά τρελά, λυτρωτικά, ξέφρενα. Ο πατέρας της την κοίταξε άγρια και την οδήγησε λίγο πιο πέρα. «Συγγνώμη, συγγνώμη», ψέλλισε στους υπόλοιπους, «πρώτη φορά βλέπει νεκρό το κορίτσι». Μα εκείνη ήξερε πως η θάλασσα εκδικήθηκε και γέλαγε και γέλαγε πάλι.

 

 

 

Αλέκα Πλακονούρη σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή Κομοτηνής και θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Τα διηγήματά της Οι δαίμονες του Αρέτσο κυκλοφορούν από τον Κέδρο (2021). Ζει στην Αθήνα, είναι αδηφάγα αναγνώστρια και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top