Fractal

Διήγημα Fractal: “Ο αχτένιστος εαυτός μου”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

Αντικρίζω με έκπληξη τις δυο κόκκινες γραμμές και δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να νιώσω: να χαρώ; να φοβηθώ; να αγχωθώ; Αφήνω τον χρόνο να μου ξεκαθαρίσει το συναίσθημα, βουλιάζοντας για τρεις ολόκληρους μήνες στη ζάλη και την ναυτία. Περνούν με το πάσο τους αλλά κάποτε φεύγουν. Κι ύστερα, παρασύρομαι θέλω δεν θέλω από τα ρούχα εγκυμοσύνης: παστέλ χρώματα, λουλουδάκια, μελισσούλες, γλυκούτσικα σχέδια. Όλα να ταιριάζουν περισσότερο με το μωρό που μεγαλώνει μέσα μου παρά μ’ εμένα.

Νομίζω πως μεταβάλλομαι αργά και σταθερά σ’ έναν άλλον άνθρωπο, πως αν ντύνομαι με χρώματα και σχέδια μωρουδιακής γαλήνης, θα γίνομαι όλο και πιο ευτυχισμένη περιμένοντας τη γέννηση του παιδιού μου. Δεν θέλω να μάθω το φύλο, δεν μ’ ενδιαφέρει. Η απόφαση ήταν κοινή και συνειδητή. Ο άντρας μου κι εγώ, τριάντα έξι ετών αμφότεροι, θέλαμε ένα γερό παιδάκι, ήμασταν στην κατάλληλη ηλικία. Ερωτευμένοι πολύ, εργασιομανείς επίσης, κοινωνικοί ακόμη περισσότερο. Τα βάλαμε όλα στη σειρά και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις μου, καταλήξαμε πως τώρα είναι η ιδανική στιγμή. Ασφαλώς και θα μοιραζόμασταν την ευθύνη και τις δυσκολίες της ανατροφής, εξυπακούεται.

Όσο κι αν αντιστέκομαι, οι απαιτήσεις των γύρω μου με παρασέρνουν. Πείθομαι πως κάπως σαν αυτόματα μετά τη γέννα, θα μεταμορφωθώ σ’ εκείνο το τέλειο πλάσμα των βιβλίων μητρότητας, μακριά από τον πρότερο ποταπό εαυτό μου με τις αδυναμίες, τους εκνευρισμούς, τα θέλω μου. Κι ύστερα, γέννησα και επέστρεψα στο σπίτι. Και το μωρό κλαίει όλη τη νύχτα χωρίς εμφανή λόγο κι εγώ αναρωτιέμαι πού να υπάρχει άραγε μια σκοτεινή σπηλιά να πάω να χωθώ. Αμέσως με αρπάζουν οι ενοχές απ’ τον λαιμό να με πνίξουν, νιώθω ντροπή για την ανυπομονησία μου. Νύχτες κι άλλες νύχτες να κυκλοφορούμε οι δυο μας σαν ένα φάντασμα της Όπερας: εγώ με μάσκα αντί για πρόσωπο και το μωρό με τις κορόνες της δεύτερης πράξης. Ο καημενούλης ο άντρας μου πρέπει να σηκωθεί πρωί – πρωί για τη δουλειά. Τον λυπάμαι η αλήθεια είναι, πώς να τον ξυπνήσω να βοηθήσει; Βέβαια, κοιτάζοντας την γυρισμένη πλάτη του κι ακούγοντας το ελαφρύ ροχαλητό του, δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι πώς καταφέρνει και κοιμάται με τόσο σαματά. Από την κούραση θα ‘ναι μάλλον.

Μέρες ατελείωτες, νυσταλέες, οι ζωές μας ενωμένες από δωμάτιο σε δωμάτιο. Με τις τύψεις να επανέρχονται για να μου στερήσουν επίτηδες λες τις ελάχιστες ώρες ύπνου που ξεκλέβω. Είναι που το μωρό δεν άλλαξε και τόσο τον πυρήνα μου, μόνο τη ζωή μου. Δεν μεταβλήθηκα εν ριπή οφθαλμού σε γυναίκα αέναα μειλίχια κι υπομονετική, κανένα θαύμα δεν με μετέτρεψε σε μανούλα υπεράνθρωπη. Θέλω ακόμα να πιώ ένα ποτήρι κρασί μπροστά στο τζάκι διαβάζοντας με την ησυχία μου ένα βιβλίο, χρειάζομαι ένα διάλειμμα από τις πάνες, τα μπανάκια, τα γελάκια, το έχω ανάγκη, πώς να το πω.

Τύψεις και ενοχές κυκλώνουν το ήδη ταραγμένο μυαλό μου. Γιατί εκεί μέσα, όντως σημειώθηκε θαυμαστή μεταβολή. Δημιουργήθηκε μια πηγή που αναβλύζει γάργαρα δάκρυα με το παραμικρό. Από δεκαπέντε χρονών είχα να κλάψω τόσο πολύ, τότε ήταν που νόμισα πως ολοκληρώθηκε ο κύκλος της ευσυγκινησίας μου. Τώρα, ο αχτένιστος εαυτός μου, φωνάζει στον καθρέφτη πως είμαι η χειρότερη μάνα που εμφανίστηκε ποτέ σε τούτη την πλάση. Όλα εκείνα τα ροζ συννεφάκια, τα ουράνια τόξα γαλήνης κι οι τρυφερές πατουσίτσες που με νανούριζαν γλυκά στους μήνες της εγκυμοσύνης μου, ξεπηδώντας από περιγραφές οικείων μου ή ειδικών βιβλίων, απέχουν έτη φωτός από την καθημερινότητά μου. Δεν βρέθηκε ούτε ένας χριστιανός να με ενημερώσει για τις απέραντες ώρες μονοτονίας και εγρήγορσης επάνω από μια κούνια, ενώ μέσα σου εξακολουθείς να έχεις τις ίδιες σκέψεις, άγχη, προβλήματα, επιθυμίες. Μέρες, βδομάδες, μήνες, κοιτώντας το λατρεμένο προσωπάκι του παιδιού σου, δεν είναι η απόλυτη ευτυχία. Τον έχεις ανάγκη τον ενήλικο κόσμο σου, κι ας έχεις υποκύψει στην απόλυτη προτεραιότητα του παιδιού σου.

Η τέλεια μαμά, δεν είναι μυθικό πρόσωπο, κανονικός άνθρωπος είναι. Με όνειρα, δικαίωμα στην εργασία και την κοινωνική ζωή, μουρμουρίζω στον τοίχο. Δεν είναι κατοχυρωμένα αντρικά προνόμια αυτά και οι δικαιολογίες του τύπου “εσύ θηλάζεις”, μάλλον γελοίες μου φαίνονται. Η μητρότητα δεν εξαλείφει ως δια μαγείας την όποια άλλη ζωή, ντύνοντας την γυναίκα μ’ ένα μόνιμο φωτοστέφανο. Αυτό, ή το έχεις ή δεν το έχεις, δεν στο φέρνει ο πελαργός. Όσο κι αν μιλάω στον τοίχο, εκείνος παραμένει σταθερός στη σιωπή του και με εξοργίζει με την αγένειά του. Μα και ο άντρας μου, περίπου την ίδια αγενή συμπεριφορά έχει υιοθετήσει. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως είτε σ’ εκείνον μιλάω είτε στον τοίχο, το ίδιο και το αυτό. Οπότε, επέλεξα να σιωπώ, να γλυτώσω τουλάχιστον από επίθετα που δεν πίστεψα ποτέ πως με χαρακτηρίζουν. Εγώ γκρινιάρα, δύστροπη και εγωίστρια; Εγώ δεν δέχομαι πως τώρα πλέον πρέπει να ζω και ν’ αναπνέω μόνο γι’ αυτό το παιδί όπως όλες οι μανάδες του κόσμου; Δεν τα είχαμε έτσι συμφωνήσει αγαπητέ μου σύζυγε, μα καλύτερα να μην στο θυμίσω. Το μόνο που δεν χρειάζομαι, είναι ατέλειωτοι καβγάδες να έρθουν να προστεθούν στο όρος Κούραση που ορθώνεται περήφανο μέσα μου.

Κοιτάζω το κοριτσάκι μου κι αναρωτιέμαι γιατί παλεύει τόσο να βγει από την κούνια, σε τι κόσμο θέλει να μπουσουλίσει, αφού αυτό που θ’ αντιμετωπίσει κάποια στιγμή είναι απείρως δυσκολότερο από την ασφάλεια που τώρα δεν καταδέχεται. Δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι, το ξέρω, οι καταθλιπτικές μαμάδες μόνο καταθλιπτικά παιδιά μπορούν να μεγαλώσουν. Δαγκώνω τα χείλη μου και τα υποχρεώνω να μισανοίξουν σε τρυφερό χαμόγελο. Η σκιά της Σκάρλετ Ο’ Χάρα αναδεύεται μέσα μου και μου ψιθυρίζει σχεδόν τραγουδιστά πως αύριο είναι μια άλλη μέρα, καλύτερη.

Ευτυχώς, ήρθε η άνοιξη και τώρα μπορώ να βγαίνω βόλτα με το μωράκι μου. Νιώθω λίγο σαν σκύλος που πρέπει υποχρεωτικά να πάει για την ανάγκη του, το παρακάμπτω μεγαλόθυμα όμως. Εξάλλου, την αποδέχτηκα οικειοθελώς την ευθύνη μου, με όλη την κατανόηση και την αγάπη που έφερε μαζί της: απέραντη αγάπη γι’ αυτό το στρουμπουλό μωρό, αίμα από το αίμα μου, υπέρμετρη κατανόηση πλέον για όλες τις μαμάδες που στο παρελθόν κατηγορούσα με ευκολία ως υπερπροστατευτικές και απαράδεκτες. Αυτό όμως, δεν με κάνει να βαριέμαι λιγότερο τις παιδικές χαρές και τα πάρκα σε καθημερινή βάση, ούτε κάνει την πλάτη μου να πονάει λιγότερο από τα δεκατέσσερα κιλά που σηκώνω συνεχώς. Δεν νιώθω ευτυχισμένη σπρώχνοντας το καρότσι, χωμένη στην γονεϊκή μου τσιχλόφουσκα, αγνοώντας την αϋπνία, τις δύσκολες στιγμές, την πραγματική ζωή με όλα της τα προβλήματα. Έχω παραμείνει μια κανονική μέση γυναίκα, με τις κακές μου συνήθειες, τους προσωπικούς μου δαίμονες, τις πεπερασμένες μου αντοχές.

Γι’ αυτό, αν με δεις να προσπαθώ να ανοίξω την εξώπορτα της πολυκατοικίας φορτωμένη σακούλες και σπρώχνοντας ταυτόχρονα το καρότσι, μη σταθείς μόνο για να χαμογελάσεις γλυκά στο υπέροχο μωρό μου, απολαμβάνοντας την θεσπέσια ένωση μητέρας – παιδιού. Δώσε κι ένα χεράκι, το χρειάζομαι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top