Fractal

Ο Ηλίθιος σκύλος του Χένρι Μολίσε

Γράφει η Χριστίνα Ραφτοπούλου // *

 

Τζων Φάντε, «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος», Μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, Εκδόσεις Δώμα.

 

O Ηλίθιος δεν είναι ένα συνηθισμένο σκυλί. Είναι ένα καθαρόαιμο Ακίτα, με πλούσιο τρίχωμα, τεραστίων διαστάσεων και με περίεργη ψυχοσύνθεση. Βρίσκεται τυχαία στην αυλή του σπιτιού του Χένρι Μολίσε, πρωταγωνιστή και αφηγητή της ιστορίας και δημιουργεί μπελάδες.

Ο Χένρι είναι συγγραφέας και σεναριογράφος, όχι από τους πολύ πετυχημένους και αυτή τη στιγμή της ζωής του βρίσκεται σε συγγραφικό αδιέξοδο. Δεν έχει έμπνευση για μυθιστόρημα, ούτε κάποια αξιόλογη πρόταση για σενάριο. Είναι παντρεμένος με τη Χαριέτ κι έχουν τέσσερα παιδιά, τον Ντένι, τον Ντόμινικ, την Τίνα και τον Τζέιμι.

Η σχέση του με τη Χαριέτ είναι σχετικά καλή εκτός από τις φορές που η Χαριέτ μουτρώνει στον Χένρι και κλειδώνεται στο δωμάτιό της. Μάλιστα, στο παρελθόν κάθε φορά που ο Χένρι έφερνε κάποιο σκυλί στο σπίτι μάζευε τα πράγματά της και πήγαινε στη θεία της μέχρι ο Χένρι να πέσει στα πόδια της και να την παρακαλέσει. Αυτή τη φορά όμως, στην περίπτωση του Ηλίθιου, ο Χένρι ξέρει πώς να τη χειριστεί και τελικά μένουν στο σπίτι και το σκυλί και η Χαριέτ. Ωστόσο, ο ερχομός του Ηλίθιου προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι. Με αφορμή την ύπαρξή του γινόμαστε μάρτυρες της κατάστασης που επικρατεί ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας.

Οι σχέσεις του Χένρι με τα παιδιά του είναι ταραγμένες. Από τη μία, ο Χένρι νιώθει ότι τα παιδιά του είναι άπληστα, ότι δεν έχουν πάρει τον σωστό δρόμο και τους φέρεται επιθετικά και αυστηρά. Από την άλλη, τα παιδιά έχουν θυμό απέναντι στον πατέρα τους και με κάθε ευκαιρία τον κατηγορούν. Αυτή η ένταση που επικρατεί ανάμεσά τους φαίνεται στην παρακάτω στιχομυθία όπου ο Χένρι, αφότου πρόσβαλε τον Ντένι, προσπάθησε να επανορθώσει.

«Παράτα με ήσυχο».

«Συγγνώμη».

«Ξανά τα ίδια. Πάλι συγγνώμη. Πρώτα προσβάλλεις τον άλλον και μετά ζητάς συγγνώμη. Φροντίζεις πρώτα να τον προσβάλεις και μετά συγγνώμη και συγγνώμη».

«Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής».

«Ειλικρινής! Είσαι πονηρός σαν φίδι, μιλάς και μιλάς και διαστρέφεις τα πράγματα μέχρι να γίνει το δικό σου. Είσαι το πιο διπρόσωπο κάθαρμα που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου».

Σε ένα τέτοιο κλίμα συνυπάρχουν όλοι μέσα στο σπίτι, με τις κατηγορίες και τους καυγάδες να μη σταματούν ποτέ. Και σε αυτό το σημείο ο σκύλος έρχεται για να επιβαρύνει την κατάσταση.

Ο Χένρι νιώθει ασφυκτικά με τα παιδιά του και ανυπομονεί για τη στιγμή που θα φύγουν από το σπίτι. Έτσι, όταν ένας ένας τραβά το δικό του μονοπάτι ο Χένρι νιώθει ανακούφιση, η οποία όμως δεν κρατά για πολύ. Λίγο αφότου έχουν μείνει μόνοι τους στο σπίτι με την Χαριέτ αρχίζει να νιώθει έντονα την απουσία των παιδιών του και κατατρύχεται από νοσταλγία και μοναξιά, ώσπου στο τέλος πια της αφήγησής του ξεσπάει σε κλάματα.

«Το βλέμμα μου στράφηκε στη λευκή οροφή του σπιτιού μας, που είχε σχήμα Υ, πίσω από τις κουρτίνες από οργάντζα του παραθύρου της Τίνα, στα κλαδιά του μεγάλου πεύκου όπου ακόμα βρίσκονται τα απομεινάρια ενός δεντρόσπιτου που είχε φτιάξει ο Ντόμινικ όταν ήταν παιδί, κι ύστερα τα μάτια μου στράφηκαν στον σκουριασμένο προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του Ντένι που ξεπρόβαλλε στο γκαράζ, και στο σκισμένο διχτάκι της μπασκέτας του Τζέιμι. Ξαφνικά άρχισα να κλαίω».

Παρακολουθούμε λοιπόν την ψυχοσύνθεση ενός πατέρα που έχει κάνει πολλά λάθη, με τα οποία βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπος και που δυσκολεύεται να καταλάβει τα παιδιά του. Νιώθει ότι θέλει να αλλάξει ζωή, να ξεφύγει από αυτήν την πραγματικότητα, να ελευθερωθεί. Παρ΄ όλα αυτά, ακόμα και την τελευταία στιγμή, εκεί που αποφασίζει να τα παρατήσει όλα και να κάνει τη ζωή που ονειρεύεται, να πάει δηλαδή στη Ρώμη, οι συνθήκες δεν του το επιτρέπουν. Και εδώ φαίνεται πόσο καταλυτικός είναι ο ρόλος του Ηλίθιου στην πλοκή. Την στιγμή που ο  Χένρι αποφασίζει να δραπετεύσει στη Ρώμη και πουλάει τα υπάρχοντά του για να μαζέψει λεφτά, ο Ηλίθιος που ήταν από καιρό εξαφανισμένος, εντοπίζεται από έναν τύπο και τότε όλα ανατρέπονται. Ο Ηλίθιος επιστρέφει σπίτι, ο Χένρι δεν φεύγει και η σχέση του με τη Χαριέτ, που είχε ψυχρανθεί, αναθεμαίνεται.

 

John Fante 

 

Το βιβλίο διαβάζεται κυριολεκτικά σε μια μέρα όχι τόσο λόγω της μικρής έκτασής του -μόλις 170 σελίδες- όσο λόγω της δυνατής πλοκής που έχει στήσει ο Τζων Φάντε. Η ιστορία βυθίζει τον αναγνώστη στον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών και τον ταξιδεύει στη ζωή τους. Οι ήρωες του Φάντε είναι αληθινοί, βγαλμένοι από τη ζωή και πολύ καλά στημένοι, έτσι που ο αναγνώστης ταυτίζεται μαζί τους και βιώνει κάθε συναίσθημά τους. Αυτό βέβαια ενισχύεται κι από την επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης μαθαίνει τα πράγματα μέσα από τα μάτια του πατέρα και του δίνεται ο απαραίτητος χρόνος και χώρος για να ερμηνεύσει εκείνος τις καταστάσεις, χωρίς τις παρεμβολές ενός τριτοπρόσωπου, παντογνώστη αφηγητή.

Τέλος, παραθέτω μερικές γραμμές που κράτησα από την αφήγηση, που αποδεικνύουν το συγγραφικό ταλέντο του Φάντε.

«Βγάζοντας με την όπισθεν την Πόρσε από το γκαράζ αισθάνθηκα μια απόλυτη νέκρα στο μάγουλό μου, στο σημείο όπου η Χαριέτ δεν μου έδωσε φιλί για να μ’ αποχαιρετήσει. Επί ένα τέταρτο του αιώνα η συνήθεια του αποχαιρετιστήριου φιλιού ήταν κομμάτι της ζωής μας».

«Τα μάτια της, πάνω από το ποτήρι της, μ’ αγκάλιασαν με τη γαλάζια τους αγκαλιά, καθώς χαμογέλασε και κατάπιε μια γουλιά κρασί».

 

 

* Η Χριστίνα Ραφτοπούλου είναι φιλόλογος, συντονίστρια ομάδων δημιουργικής γραφής.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top