Fractal

Διήγημα: «Νυχτερινή παρενόχληση. Το αριστείο.»

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

 

Ένα από τα 12 βραβευθέντα του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Στο μυαλό των διασήμων ντετέκτιβ e book

 

 

«ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ.ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΙΟ.»

 

Ξύπνησε μέσα στη νύχτα με την περίεργη αίσθηση ότι μέσα στο σπίτι της δεν ήταν μόνη.

Η κουρτίνα στην ανοιχτή της μπαλκονόπορτα κουνιόταν είτε από το αεράκι της νυχτιάς είτε από το πέρασμα απ ‘ αυτήν ενός πιθανού ανεπιθύμητου νυχτερινού επισκέπτη είτε πάλι από το πέρασμα ενός αδίστακτου λωποδύτη απ΄ αυτούς που ακούμε κάθε ημέρα να σκοτώνουν στο ξύλο ανήμπορα γεροντάκια για να τους αφαιρέσουν καμιά δεκαριά ευρώ.

Πήγε στην κουζίνα της και πήρε το μεγάλο κουζίνο μάχαιρο από το συρτάρι με τα πιρουνικά της και κραδαίνοντάς το απειλητικά εν είδει Άντονυ Πέρκικς στο έργο του Χίτσκοκ ‘’ΨΥΧΩ,’’ διέσχισε τελείως άφοβα το χολ του σπιτιού και άρχισε να ερευνά το σπίτι απ ΄άκρου εις άκρον.

Τίποτα. Ψυχή.

Ο κομπιούτερ της στην θέση του, καθώς και το κινητό.

Η τηλεόραση επίσης.

Τα στερεοφωνικά της παλιά και καινούρια στην θέση τους όπως και η πολύτιμη καρδιά της που δεν κουνήθηκε και αυτή από τη θέση της εξ’ αιτίας ενός δικαιολογημένου φόβου που θα έπρεπε να την διακατέχει. Μα κάτι τέτοιο δεν της συνέβαινε.

Ψύχραιμη και έτοιμη να δώσει την όποια μάχη για τη υπεράσπιση της ζωής της και της περιουσίας της.

Άτομο γυμνασμένο, φιλοσοφημένο, με δύο τρία διπλώματα απ’ αυτά τα Γιαπωνέζικα αθλήματα πάλης που αδυνατείς να συγκρατήσεις το όνομά τους, η Σοφία, αφού έψαξε το σπίτι όλο και τις βεράντες, έκλεισε την μπαλκονόπορτα γερά και πήγε ήσυχη να συνεχίσει τον ύπνο της από εκεί που τον είχε αφήσει.

Χαράς την αφοβία αυτής της κοπέλας, και την ψυχραιμία της.

Περίμενε σήμερα αύριο, τα αποτελέσματα των απολυτήριων εξετάσεών της, στη Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας και ευελπιστούσε ότι όχι μόνο θα τις περνούσε επιτυχώς αλλά θα κέρδιζε και την υποτροφία που είχε θεσπιστεί εδώ και τέσσερα χρόνια για την πρώτη αριστούχα αποφοιτούσα της Σχολής, για μεταπτυχιακές σπουδές.

Αν την κέρδιζε θα ήταν θείο δώρο και δεν θα ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει μαθήματα τζούντο στα παιδιά των συναδέλφων για να τσοντάρει τον ελάχιστο μισθό που έπαιρνε από την πολιτεία, για να τα βγάζει πέρα αξιοπρεπώς.

Σαν χαρακτήρας, ακέραιη, ακριβοδίκαιη, μα όχι ατσαλάκωτη και απόλυτη, με την έννοια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κατανοούσε και τον κλέφτη ακόμη και προσπαθούσε να τον συγχωρήσει που έφτασε στο σημείο της παρανομίας για να σώσει κάποιον δικό του από την ανέχεια και την εξ αυτής εξαθλίωση σε περιπτώσεις καραμπινάτης ένδειας. Οι συνάδελφοί της την καμάρωναν, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες. Ήταν γεννημένη αρχηγός.

Το ότι ήταν γυναίκα δεν διανοήθηκε κανείς αρσενικός συνάδελφος να την αμφισβητήσει ή να την αντιμετωπίσει ρατσιστικά, να την απαξιώσει όπως κάνουν π.χ. πολλοί βουλευτές στις συναδέλφους τους στα Κοινοβούλια των Κρατών τους!!! (και ονόματα δεν λέμε…). Όλοι επεδίωκαν να έχουν την εύνοια και την φιλία της και να ανήκουν στην παρέα της.

Αυτά όλα βέβαια δεν ήταν δυνατόν να τα ξέρουν οι νυκτερινοί παράνομοι επισκέπτες.

Έχει και το επάγγελμά τους τα δικά του τα ρίσκα. Δεν ήταν δυνατόν να ζητούν το curriculum vitae των υποψήφιων θυμάτων τους, πέραν ίσως μιας σύντομης παρακολούθησής των, διάρκειας τριών τεσσάρων ημερών.

Όποια και αν ήταν η παράξενη αίσθηση που την διακατείχε λοιπόν, την εγκατέλειψε γρήγορα και παραδόθηκε ξανά στις αγκάλες του Μορφέα.

 

Την επόμενη ημέρα, την ώρα που έπιναν τον καφέ τους στην καντίνα της Σχολής διηγήθηκε στην Δικηγόρο φίλη της την Άρτεμη, την κολλητή της, το περιστατικό της νύχτας και εκείνη ανήσυχη, της είπε να προσέχει γιατί είναι πολλά τα περιστατικά που αντιμετωπίζουν στις δουλειές και των δύο τους τον τελευταίο καιρό. Την συμβούλεψε να μη τα παίρνει όλα αψήφιστα και ούτε να υπερεκτιμά τις δυνάμεις της. Την θερμοπαρακάλεσε να προσέχει γιατί της ήταν πολύτιμη όχι μόνο σαν ‘’συνεταιράκι’’ μα προσωπικά σε αυτή την ίδια. Η Σοφία τη φίλησε καθησυχάζοντάς την και έφυγε για να πάει να ρίξει μια ματιά μήπως υπήρχε κανένα νέο για τα αποτελέσματα και την υποτροφία.

Πριν κάνει δύο βήματα, καταφθάνει ασθμαίνουσα η Σόνια μια από τις κοπέλες της στενής τους παρέας, και αρχίζει τις αγκαλιές και τα φιλιά ανακοινώνοντας τα νέα τα καλά. Όχι μόνο είχε περάσει στις εξετάσεις της η Σοφία τους, αλλά είχε πάρει την υψηλότερη βαθμολογία που είχε ποτέ πάρει Υποψήφιος Αξιωματικός. Η υποτροφία ήταν δική της και η χαρά της ήταν και χαρά όλης της ομάδας.

Αναμένονταν λοιπόν το πατροπαράδοτο γλέντι, οι σχετικές πλάκες και οι απίστευτες φάρσες στην επιτυχούσα…

Η Σοφία ένιωθε πανευτυχής και ανακουφισμένη με την υποτροφία που θα την έκανε να αισθανθεί σαν άνθρωπος. Τη δουλειά της την αγαπούσε και ποτέ δεν την είδε σαν αγγαρεία. Μα όσο να ‘ναι δυσκολευόταν να τα φέρει βόλτα αφού τα 3/4 του μισθού της πήγαιναν στο σπίτι των ηλικιωμένων γονιών της.

Πέρασε η μέρα όλη, με χαρές και προπόσεις με λουλούδια και σοκολατάκια από τις και τους συναδέλφους της και κανόνισαν να γίνει τρικούβερτο γλέντι το Σάββατο στη μεγάλη αίθουσα της Σχολής όπου γίνονταν οι διάφορες εκδηλώσεις.

Τη νύχτα έπεσε να κοιμηθεί μα ο ύπνος δεν έλεγε να την πάρει, από τη χαρά και την υπερένταση της ημέρας.

Αργότερα, μέσα στον ύπνο της πάλι, είχε την ίδια με την χθεσινή της αίσθηση ότι στο σπίτι της δεν ήταν μόνη. Ξυπνάει αλαφιασμένη και δίπλα της, στο κρεβάτι της πάνω, βλέπει μια κοπέλα μισόγυμνη μόνο με το σουτιέν και το στρινγκ της, με καλυμμένο το πρόσωπο να τη σημαδεύει με το περίστροφο και να της λέει με αλλοιωμένη τη φωνή της:

«Ακίνητη. Μην κουνιέσαι είπα, γιατί στην άναψα».

«Ποια είσαι; Τι θέλεις;»

«Σκάσε και μη μιλάς. Τις ερωτήσεις θα τις κάνω εγώ. Και μόνο όταν στο επιτρέπω θα απαντάς».

«Τι θέλεις από μένα;»

«Είπα ή δεν είπα να σκάσεις;

Έλα. Γδύσου.

Θα σου κάνω έρωτα ωραία μου αστυνομικίνα που θα τον θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή, εάν τελικά σε αφήσω να ζήσεις, αν είσαι καλό κορίτσι και κάνεις ό, τι σου λέω».

«Σαν να λέμε δηλαδή σεξουαλική παρενόχληση, βιασμός, και μάλιστα από γυναίκα. Χάθηκε να ήσουν άντρας (λέμε τώρα) τουλάχιστον κορίτσι μου; Μου αρέσουν οι γυναίκες αλλά μόνο σαν φίλες, όχι σαν γκόμενες».

«Άκου. Είναι η τελευταία φορά που σε προειδοποιώ. Αν ξαναμιλήσεις, πέθανες. Και όχι τίποτα άλλο αλλά θα χάσω την ευχαρίστηση να σε…

(Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου). Είπα γδύσου. ΤΩΡΑ». Αγρίεψε η παρενοχλούσα ανυπόμονη, νυχτερινή επισκέπτρια.

‘’Καλά ρε συ Σοφία, από πού στο διάβολο μπήκε στο σπίτι η λεγάμενη;’’ Αναρωτήθηκε η αστυνομικίνα. ‘’Εσύ δεν ήσουν που πριν πέσεις για ύπνο διπλοκλείδωσες και ούτε ένα σημάδι παραβίασης πόρτας ή παραθύρου φαινόταν να έχει γίνει στο διαμέρισμά σου; Άρα η εν λόγω απειλούσα, βρισκόταν ΗΔΗ στο σπίτι κρυμμένη κάπου, όταν εσύ μπήκες μέσα’’, σκέφτηκε η Σοφία

«Λοιπόν; Θα αργήσεις πολύ ακόμα;»

«Σιγά βρε κορίτσι μου. Το σεξ, είτε το νορμάλ είτε το… τέλος πάντων, δεν θέλει pressing. Αυτό πώς και σου διαφεύγει; Τι είδους απόλαυση θα αποκομίσεις με τις απειλές και το οπλοπολυβόλο στο χέρι, καθώς και τη βιασύνη;

Αλλά τι ρωτώ ; Γούστα είναι αυτά».

Και κάνει η Σοφία μια κίνηση σαν να θέλει να βγάλει το νυχτικό της.

Πηδάει σαν αίλουρος και δίνει μια τέτοια κλωτσιά στο χέρι της παρενοχλούσας που το πιστόλι πετάχτηκε 5 μέτρα μακριά από το κρεβάτι πάνω στη τζαμαρία.

Πιάνει τα χέρια της λεγάμενης τα κρατάει σφικτά πίσω από την πλάτη της με το ένα χέρι και με το άλλο τραβάει τη μάσκα από το πρόσωπο της.

« Άρτεμις…. Ε. δεν είμαστε με τα καλά μας…»

«Σαρπράιζ, σαρπράιζ», ακούγονται γέλια και ξεφωνητά και κομφετί με σερπαντίνες γέμισαν το κρεβάτι σαν να ήταν καρναβάλι.

Οι κοπέλες της παρέας σκασμένες στα γέλια, έπεφταν η μια πίσω από την άλλη στο κρεβάτι. Και μόνο η καημένη η Άρτεμις κρατούσε το πονεμένο της χέρι αλλά δεν παραπονιόταν γιατί καθώς φαίνεται, η φάρσα ήταν δική της επινόηση…

Μια κοπέλα μάζεψε το πιστόλι, που βέβαια ήταν άδειο, από τη τζαμαρία κοντά, η οποία τζαμαρία, δεν είχε πάθει ούτε γρατζουνιά.

«Αλεξίσφαιρα τα τζάμια σου συνάδελφε;» Ρώτησε τη Σοφία, σκασμένη κι‘ αυτή από τα γέλια…

Ίνα πληρωθεί το λαλήσαν δια των προφητών που θέλει την αριστούχο της χρονιάς και υπότροφο, να τραβάει μια ψιλολαχτάρα μόλις πάρει το Αριστείο της.

«Καλή καριέρα Σοφία. Και έρωτες που να σου ταιριάζουν και να τους θες. Είτε με πίεση. Είτε χωρίς…»

«Σ υ γ χ α ρ η τ ή ρ ι α».

 

«ΤΕΛΟΣ»

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top