Fractal

Διήγημα: “Πεφταστέρια”

Γράφει η Δέσποινα Σιμάκη // *

 

 

 

Μόνο ο Δημήτρης από την Κάτω Γειτονιά ήξερε πού θα την βρει τη Λαμπρινούλα της Αρίσταινας χαμένη από το μεσημέρι κι ήτανε δώδεκα και κάτι και το χωριό όλο ήταν ανάστατο. Πέμπτο βράδυ του Μαγιού κι είχαν και τις ετοιμασίες για της Κυριακής το γάμο. Έτρεχε όλη μέρα και δεν πρόφταινε ο Δημήτρης που θα ΄τανε ο γαμπρός και νύφη, καλή η ώρα, θα ‘τανε η Σοφία του από την Πέρα Πάντα, μια που την είδε και μια που την αγάπησε. Στο μήνα πάνω τη ζήτησε από το Σίμο τον πατέρα της κι ο Σίμος χάρηκε τόσο για τα νέα και του ‘πε, και την άλλη βδομάδα, αν θες, κι αυτός για την άλλη βδομάδα το κανόνισε. Πάνω στ’ άλογό του μπήκε στο χωριό αργά πολύ κι έμαθε για τη Λαμπρινούλα αμέσως από το πλήθος που τον σίμωσε, μόλις ξεκαβαλίκεψε, το ‘ξερε καλά το κορίτσι από μωρό κι ήτανε δώδεκα πια. Αλαφροΐσκιωτο, από τα γεννοφάσκια του, αλαφροΐσκιωτο κι ανήμερο. Μα ο Δημήτρης δεν ανησύχησε, ο μόνος.

-Εγώ θα την έβρω, τους είπε, ο λεβέντης τους, το καμάρι του χωριού, είκοσι οχτώ κι είχε κιόλας κάμει σπίτι δίπατο με κουζινούλα χώρια, τζάκι και πέταλο, αμπέλι κι ένα χειμαδιό από του Άνεμου τη βρύση ως της Μαγιάς την αποθέστρα.

Ήσυχοι ‘μείναν τότε στην πλατεία οι χωριανοί, η μάνα της ακούγονταν μονάχα από το ρέμα να φωνάζει τ’ όνομα της μοναχοκόρης της και να το ξαναφωνάζει. Ο πατέρας της πνιγμένος σε ναυάγιο χρόνια, αδέρφια δεν είχε.

-Κοίτα που πέφτουνε αστέρια απόψε, του ΄πε μονάχα η Λαμπρινούλα σαν τον κατάλαβε τον Δημήτρη μες το σκοτάδι να δρασκελίζει τα βράχια και να ‘ρχεται κοντά της.

Ήτανε στητή σαν τις όρθιες πέτρες, σαν τους ατσίρους τέντωνε το σώμα της και κοίταε προς τα πάνω, το ‘χε σίγουρο πως μόνο αυτός θα την έβρισκε.

Είχε πέσει η ψύχρα εκείνη η παράξενη προτού το καλοκαίρι και ο Δημήτρης έβγαλε το πουκάμισό του, της το φόρεσε πάνω από το φορεματάκι με τη λεπτή τιράντα, της χαμογέλασε και την πήρε να κάτσουνε στην άκρη του γκρεμού τους.

-Έχεις μεγαλώσει πια, δεν είσαι μωρό, μην κάνεις τέτοια πράματα, της ψιθύρισε ακουμπώντας το μάγουλό του στο δικό της.

-Είχαμε πει όμως…

-Έχεις μεγαλώσει πια. Κι εγώ μεγάλωσα, δε με βλέπεις; Είμαι για γάμο τώρα. Δυο μέρες μείνανε. Θα χορέψουμε, θα περάσουμε όμορφα, θα δεις.

-Θα χορέψετε, όχι εγώ. Κοίτα, να το πρώτο αστέρι, νάτο έπεσε…

-Ναι , το ‘δες; Όμορφο. Ησύχασε τώρα. Τίποτα δε θα γίνει, ή μάλλον όλα θα γίνουν όπως πρέπει, θα κάμω το γάμο μου κι εσύ το δικό σου, σαν έρθει η ώρα. Πρώτος θα ΄μαι που θα βοηθάω. Βοήθα με λίγο κι εσύ απόψε. Ήσυχη να ‘σαι.

Κούρνιασε στα χέρια του, τα άφησε να την τυλίξουν ολάκερη. Άφησε μόνο τα πόδια τα λεπτούτσικα να λούζονται το σκοτάδι ξέσκεπα. Βούτηξε στο ζεστό του στήθος το πρόσωπο κι έπιασε μια μια να του θυμίζει τις υποσχέσεις του και τα καμώματά τους. Είχες πει κι είχαμε πει και τότε και θυμάσαι που.

-Τίποτα δεν είχαμε πει, της αντιγύρισε αυστηρά τώρα. Παίζαμε τότε. Σοβαρέψου.

-Τι λες; Τρελάθηκες; Κοίτα! Έπεσε και το δεύτερο αστέρι. Σηκώθηκε απότομα. Την ξέφυγε την αγκαλιά του.

-Και; Πάμε! Η μάνα σου είναι στο ρέμα και φωνάζει. Ακούς; Προχώρα!

Έκανε ένα βήμα πίσω η Λαμπρινούλα, πέταξε το πουκάμισό του μακριά, τράβηξε προς τα κάτω το φουστάνι.

-Είσαι ψεύτης! Εσύ το ’πες πρώτος! Έτσι ξεκίνησε. Είχες πει πως άμα είναι πάνω από τρία… Μαζί θα το περιμένουμε το τέταρτο, μαζί, φίλησέ με!

Φάνηκε μια άγουρη ρώγα στη δεξιά της πλευρά , ο αριστερός της ώμος γυμνός πολύ για τα μεσάνυχτα, γυμνός πολύ για τα δώδεκα, γυμνός πολύ για τον κόσμο αυτό, ένα αντιφέγγισμα πίσω από το βουνό που μπορεί να το κάνανε και τα μάτια του, μια προσμονή στο σκοτεινό της βλέμμα, το τρίτο αστέρι που έπεφτε πάνω από το βουνό της Κεφάλας. Γύρισαν μαζί και το είδαν, μια αστραπούλα τόση δα, το φως που τέλειωνε.

-Ήταν βλακείες αυτά, βλακείες, της φώναξε καθιστός ακόμα. Δεν ήταν ούτε ψέματα, ούτε αλήθεια, βλακείες ήταν, της ξαναφώναξε. Πάμε σπίτι!

Η Λαμπρινούλα έκανε ένα ακόμη βήμα πίσω. Ένα μόνο χρειαζόταν. Και φάνηκε ολοκάθαρα το τέταρτο αστέρι που έσβησε μπροστά στα μάτια του. Σιωπηλά στην αρχή, ήσυχα. Ύστερα από ώρα ακούστηκε ο γδούπος, γιατί ήτανε ψηλός πολύ ετούτος ο γκρεμός που διάλεξαν πριν τρία χρόνια.

Χτύπησε πάνω στο βράχο το μέτωπό του ο Δημήτρης. Είπε πως ζαλίστηκε πολύ, όταν σκόνταψε κι ύστερα άκουσε τον γδούπο κάπου μακριά και κατάλαβε που θα την έβρουν.

Ο γάμος του έγινε τελικά την πρώτη Κυριακή του Ιουνίου.

 

 

 

* Η Δέσποινα Σιμάκη γεννήθηκε στην Ικαρία και της αρέσει να ταιριάζει λέξεις και ν’ ανακατεύει χρώματα.Εργάστηκε στην Εκπαίδευση και στο Χαμόγελο του Παιδιού. Κείμενά της μπορείτε να διαβάσετε στο ikariamag.gr,  στα tirimata9.blogspot και για το θεατρικό της έργο μπείτε στο http://peri-otos.webnode.gr/

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top