Fractal

Διήγημα: “Νεκρός κόσμος”

Του Ορέστη Καρασμάνη //

 

 

 

 

Νεκρός κόσμος

 

Ήταν ήσυχα, πολύ ήσυχα εκείνο το πρωινό. Κανένας απ’ τους συνήθεις θορύβους, απ’ τους γείτονες, απ’ τον δρόμο, που κάθε φορά, την ώρα που ξύπναγε, του τρυπούσαν τ’ αυτιά, δεν ακουγόταν. Σηκώθηκε σιγά σιγά απ’ το κρεβάτι του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο να βγάλει ένα μπουκαλάκι νερό. Δεν λειτουργούσε. Γαμώτο, πάλι διακοπή ρεύματος, σκέφτηκε. Χτύπησε πρόχειρα έναν φραπέ κι έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας ανάβοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ τ’ άλλο. Αφού ένιωσε κάπως να ξυπνάει (πάντα του παιρνε αρκετή ώρα) άρχισε να ντύνεται για την πρωινή του βόλτα. Η παγερή ησυχία δεν τον είχε προβληματίσει καθόλου μέχρι τότε. Ίσως γιατί για πρώτη του φορά έπινε έτσι ήρεμος τον καφέ του, ίσως γιατί νύσταζε τόσο που το μυαλό του δεν ήταν έτοιμο για τέτοιους προβληματισμούς, ίσως… ίσως… κανείς δεν ξέρει. Αφού έβαλε τα ρούχα του, πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του, να πλύνει τα δόντια του. Άνοιξε τη βρύση. Το νερό άρχισε να τρέχει σπασμωδικά και σε λίγο σταμάτησε. Τελείως. Όλες οι σκέψεις, όλοι οι προβληματισμοί του’ ρθαν μαζεμένα τότε στο κεφάλι του. Να κοπεί το νερό και το ρεύμα ταυτόχρονα; Αδύνατον. Κι αν ακόμα συνέβαινε κάτι τέτοιο η φασαρία απ’ έξω θα ταν διπλάσια απ’ το κανονικό. Μα τώρα αυτή η ησυχία…

Πετάχτηκε με μιας έξω και χτύπησε το κουδούνι του διπλανού διαμερίσματος. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, μα…βλακεία αφού δεν λειτουργεί το ρεύμα, σκέφτηκε. Τότε έπιασε να χτυπά με δύναμη την πόρτα. Καμία απάντηση. Χτύπησε ξανά. Τίποτα. Επανέλαβε το ίδιο και στα υπόλοιπα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, μα απόκριση δεν πήρε. Η ανησυχία του είχε μεγαλώσει. Έφτασε στην κεντρική είσοδο κι άνοιξε να βγει έξω, στο δρόμο.

Στην αρχή όλα του φάνηκαν φυσιολογικά. Μα σιγά σιγά συνειδητοποίησε… και τρόμαξε. Τίποτα δεν κινούνταν. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στο δρόμο. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο, τα πάντα εξαφανισμένα. Κοίταζε παντού, επίμονα, μπας και δει κάτι, ένα πουλάκι, κάποιο μικρό ίχνος ζωής, μα τίποτα. Τίποτα απολύτως. Κι όμως, όλα, τα πάντα, μοιάζαν να’ ναι στη θέση τους. Ακριβώς όπως τα’ ξερε. Έπιασε να κυκλοφορεί στους δρόμους, να γυρίζει από στενό σε στενό, στις κεντρικές λεωφόρους, μα όσο κι αν έψαχνε πουθενά δεν έβλεπε κάποιο ίχνος ζωής. Μα και κανένα ίχνος βίας. Όλα τ’ αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα στις θέσεις τους. Δεν υπήρχε κάποιο, έστω ένα, να βρίσκεται στη μέση του δρόμου. Ούτε κάποιο πτώμα, ζώου, ανθρώπου. Πουθενά. Τότε ήταν που πρόσεξε πως υπήρχαν φυτά, δέντρα, όπως και πρώτα. Μα μοιάζαν παράξενα. Ίδια με πρώτα, μα αλλιώτικα. Λες και τα χαν βαλσαμώσει. Πλησίασε ένα. Μήπως και νιώσει κάτι ζωντανό δίπλα του. Και τότε, τότε μια φοβερή μυρωδιά θανατίλας τον πλάκωσε. Μια αποπνιχτική μυρωδιά θανατίλας που αναδυόταν απ’ τους κορμούς, τα κλαδιά, τα φύλλα, από παντού. Αηδιασμένος έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι. Τίποτε άλλο δεν ήθελε να δει. Τουλάχιστον για εκείνη τη μέρα.

Σαν γύρισε, άνοιξε δυο κονσέρβες που είχε και κολάτσισε. Κάθισε στο μπαλκόνι προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο, έστω μικρό, δείγμα ζωής, ν’ αφουγκραστεί τυχόν ήχους, σημάδια πως όλα αυτά περάσαν, πως ήταν ένας κακός εφιάλτης. Διάθεση να βγει και πάλι έξω δεν είχε καμία. Καμία απολύτως, μετά τα όσα είχε αντικρίσει κατά την πρωινή του έξοδο. Όταν πια έπεσε το σκοτάδι άναψε μερικά κεράκια και το υπόλοιπο της ημέρας το πέρασε διαβάζοντας κάποιο βιβλίο κι ύστερα έπεσε για ύπνο με την ελπίδα πως την επομένη θα ήταν πια όλα φυσιολογικά.

Το βράδυ εκείνο, στον ύπνο του, ονειρεύτηκε αυτή τη νεκρή πόλη. Την απόκοσμη ησυχία της. Την απουσία ζωής. Κι όταν, πρωί πια, άνοιξε τα μάτια του, πίστεψε, πραγματικά πίστεψε, πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, ένα κακό όνειρο και πως τώρα πια είχε ξυπνήσει στ’ αλήθεια. Μες στη νύστα του προσπαθούσε ν’ ακούσει κάποιον ήχο, κάποιον μικρό έστω ήχο, μα δεν ακουγόταν τίποτα. Βγήκε τότε στο μπαλκόνι μήπως και δει κάτι. Τίποτα, τα πάντα έμοιαζαν ακριβώς όπως και την προηγούμενη μέρα. Μια φοβερή απελπισία ένιωσε τότε να τον πλακώνει. Πετάχτηκε με μιας από το σπίτι, άρχισε να χτυπάει τις πόρτες τις πόρτες των διπλανών διαμερισμάτων κι ύστερα βγήκε έξω, σαν αλλόφρων, κι άρχισε να τρέχει, να τρέχει, μέσα στους δρόμους, περιστρέφοντας συνεχώς το κεφάλι του μήπως και δει κάτι, έστω και το παραμικρό, που θα μπορούσε να του δώσει κάποια ελπίδα. Μα τίποτα. Τίποτα. Δεν φαινόταν το παραμικρό. Τότε έπεσε στην μέσα στη μέση του δρόμου και ξέσπασε σε λυγμούς, σε ατελείωτους λυγμούς.

Όταν πια γύρισε στο διαμέρισμά του, προσπάθησε να ηρεμήσει, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ν’ αποδεχτεί την κατάσταση, πως στο κάτω κάτω ήταν κάτι το προσωρινό και πως σύντομα όλα θα ήταν όπως πρώτα. Προσπάθησε και παράλληλα άρχισε να σκέφτεται πιο πρακτικά πράγματα. Όπως την επιβίωσή του. Οι κονσέρβες είχαν τελειώσει. Το ίδιο και οι όποιες φρυγανιές είχε στο ντουλάπι. Τα δε τρόφιμα που είχε αποθηκευμένα στο ψυγείο θα χαν σίγουρα πια χαλάσει. Και τότε, ξάφνου, του ρθε μια ιδέα. Βγήκε από το σπίτι και πήρε το δρόμο για την κοντινότερη οικοδομή. Άρπαξε ένα μεγάλο καδρόνι και κατευθύνθηκε προς το σουπερμάρκετ. Άρχισε να χτυπάει με μανία την χοντρή τζαμαρία. Μα αυτή αντιστεκόταν, δεν έλεγε να σπάσει. Τελικά, και με τη βοήθεια μιας μεγάλης πέτρας που βρήκε εκεί κοντά, τα κατάφερε. Μπήκε μέσα, πήρε ένα καρότσι κι άρχισε να στοιβάζει κονσέρβες, μπουκάλια με νερό αλλά και είδη υγιεινής. Από συνήθεια, τσούλησε το καρότσι προς το ταμείο. Τι βλακεία, σκέφτηκε. Έκανε να προχωρήσει, μα όπως πήγε να κάνει το πρώτο βήμα, το μάτι του έπεσε πάνω στην ταμειακή μηχανή. Το βλέμμα του έμεινε εκεί για λίγο κι ύστερα έσκασε στα γέλια. Χρήματα… Έτσι για πλάκα την πλησίασε και την άνοιξε. Ήταν γεμάτη με χαρτονομίσματα. Τα πήρε στα χέρια του. Υπό άλλες συνθήκες θα’ νιωθε πλούσιος με τόσα χρήματα, μα τώρα…. Τα’ παιξε λίγο με τα χέρια του κι ύστερα τα’ κανε μια μικρή στοίβα και με τον αναπτήρα του τους έβαλα φωτιά. Έμεινε λίγο, να τα δει να καίγονται, να γίνονται στάχτη και σιγά σιγά κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Σειρά είχε το ψιλικατζίδικο. Έπρεπε να πάρει κι από κει προμήθειες. Τσιγάρα και μερικούς αναπτήρες. Αυτή την τζαμαρία την κατάφερε αρκετά πιο εύκολα. Αφού έριξε μες στο καρότσι μερικές κούτες από διάφορες μάρκες, πήρε πια το δρόμο για το σπίτι. Τώρα θα’ χε τρόφιμα και τσιγάρα για αρκετές μέρες. Άσε που αν χρειαζόταν κάτι επιπλέον η πρόσβαση στο σουπερμάρκετ και στο ψιλικατζίδικο θα ήταν πλέον εύκολη.

Οι επόμενες μέρες περάσαν βαρετά. Δεν έχει και πολλά να κάνει κάνεις σ’ ένα κόσμο δίχως ζωή. Και κάθε βράδυ, συνεχώς, στον ύπνο του έβλέπα αυτό, το ίδιο όνειρο. Το ίδιο όνειρο της πρώτης νύχτας. Και κάθε πρωί ξυπνούσε με την ελπίδα. Με την ελπίδα πως όλα θα ταν και πάλι όπως πρώτα. Μα αυτή η ελπίδα κοβόταν αμέσως. Αμέσως μόλις αφουγκραζόταν και πάλι αυτή την παγερή ησυχία.

 

Μια μέρα, σε μια απ’ τις βόλτες του, πέρασε έξω απ’ την κεντρική λεωφόρο, εκεί που στεγάζονται όλα τα καταστήματα. Στάθηκε έξω από μια βιτρίνα με ρούχα κι άρχισε να χαζεύει. Και τότε χωρίς καν να σκεφτεί πήρα μια πέτρα από κάτω και την πέταξε με βία πάνω στο χοντρό γυαλί. Μπήκε μέσα κι άρχισα να καταστρέφει ότι έβρισκε. Με περίσσια χαρά ξέσκιζε τα πανάκριβα ρούχα, αναποδογύριζε τους πάγκους, κλοτσούσε, έσπαγε τα πάντα. Συνέχισε το ίδιο και σε άλλα, κοντινά καταστήματα κι αφού τέλειωσε, κάθισε λίγο, εκεί στο πεζοδρόμιο ν’ απολαύσει το έργο του. Καταστροφή ξένης περιουσίας, κλοπή, έννοιες χωρίς περιεχόμενο. Χωρίς κανένα περιεχόμενο κάτω από τις παρούσες συνθήκες.

Τις επόμενες μέρες τις πέρασε τις πέρασε έτσι, καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα του. Ήταν που τον έκανε να εκτονώνεται, ήταν που είχε βρει μια απασχόληση να περνάει την ώρα του, μα πάνω απ’ όλα ήταν που σιχαινόταν αυτή την εικόνα της πόλης. Την εικόνα όλης αυτής της φριχτής τάξης που του πάγωνε την ψυχή. Μα κι αυτό κάποια στιγμή άρχισε να το βαριέται. Θα πρέπει να βρω κάποια καινούργια απασχόληση, σκεφτόταν. Και τότε, τότε στο μυαλό του του’ ρθε μια εικόνα. Ένα μισάνοιχτο καπάκι αποχέτευσης δύο μόλις στενά πάνω απ’ το σπίτι του. Του φάνηκε πολύ ωραία σαν ιδέα. Να κατέβει. Να εξερευνήσει αυτόν τον υπόγειο κόσμο.

Πράγματι στην επόμενη έξοδο του απ’ το σπίτι, μόλις έφτασε σ’ εκείνο το σημείο, ανασήκωσε το καπάκι κι έπιασε να κατεβαίνει την σκάλα. Πριν όμως καλά καλά προλάβει να φτάσει κάτω και ήχοι από απίστευτα τσιρίγματα ήρθαν στ’ αυτιά του. Ένα ολόκληρο κοπάδι αρουραίων, σε μέγεθος καλοσιτισμένης γάτας το καθένα, είχαν μαζευτεί στην βάση της σκάλας περιμένοντας τη λεία τους. Αμέσως ανέβηκε και πάλι πάνω κλείνοντας πίσω του το καπάκι της αποχέτευσης. Δεν ήταν δυνατόν να κατέβει έτσι κάτω, χωρίς να είναι προετοιμασμένος να τους αντιμετωπίσει. Θα ήταν ένα εύκολο, ένα πολύ εύκολο θύμα στα δόντια τους.

Σκέφτηκε, σκέφτηκε και κατέληξε στο συμπέρασμα πως το φως σίγουρα θα είναι σε θέση να τους τρομάξει. Έτσι, την επομένη εφοδιάστηκε μ’ εναν μεγάλο φακό κι ένα ξύλινο μπαστούνι κι επιχείρησε να κατέβει ξανά. Μόλις άκουσε και πάλι τα τσιρίγματα των αρουραίων άναψε τον φακό και τον έστρεψε κατά πάνω τους. Πράγματι. Λειτούργησε. Με το που το έκανε αυτό τρόμαξαν κι άρχισαν να σκορπίζουνε στους διαδρόμους της αποχέτευσης.

Έπιασε τότε να εξερευνά την υπόγεια αυτή, γεμάτη ζωή, πολιτεία. Όποτε κάποιοι από τους αρουραίους επιχειρούσαν να πλησιάσουν προς το μέρος του ο φακός έκανε τη δουλειά του κι αυτός συνέχιζε κανονικά την περιπλάνησή του.

Από τότε και μετά, επαναλάμβανε συνεχώς αυτή του τη βόλτα μέσα στους υπονόμους της πόλης. Μια μέρα μάλιστα, μάλιστα, κατάφερε να σκοτώσει κι ένα απ’ αυτά τα φρικιαστικά πλάσματα. Ήταν όταν ένα, πιο θαρραλέο απ’ τα υπόλοιπα, έφτασε σε απόσταση μιας παλάμης απ’ τα πόδια του. Δεν φοβήθηκε. Άρχισε να το χτυπάει με όλη του τη δύναμη με το μπαστούνι ώσπου έμεινε πια κάτω, σχεδόν ξεψυχισμένο. Με τη σόλα του παπουτσιού του του πάτησε το κεφάλι, αποτελειώνοντας το. Το’ πιασε απ’ την ουρά, το πήγε σπίτι κι εκεί κουτσά στραβά κατάφερε να το ψήσει. Παλιά μόνο και μόνο στην ιδέα πως θα’ τρωγε κρέας αρουραίου θα του γυρίζαν κυριολεκτικά τ’ άντερα. Μα τώρα του φαινόταν πραγματικά θεσπέσιο. Άλλωστε όλο αυτό τον καιρό δεν τρεφόταν παρά με κονσέρβες, παξιμάδια και φρυγανιές.

Το βαλε λοιπόν σα στόχο κάθε φορά που θα κατέβαινα στους υπονόμους να πιάνει κι από κάποιον αρουραίο. Είχε βρει μάλιστα κι έναν πολύ καλό τρόπο. Έκλεινε τον φακό και περίμενε να τον πλησιάσουν. Μόλις έφταναν σε απόσταση αναπνοής τον άναβε και πάλι κι άρχιζε να τους χτυπά με μανία με το μπαστούνι του. Συνήθως μέσα στις δύο τρεις ώρες που έμενε εκεί κάτω όλο και κάποιον κατάφερνε να σκοτώσει.

Έτσι κι εκείνη τη μέρα. Έκλεισε το φακό του και περίμενε. Μόλις τους ένιωσε να πλησιάζουν τον άναψε κι ετοιμάστηκε για επίθεση. Μα το φως του φακού άρχισε σιγά σιγά να πέφτει, ώσπου, ώσπου… έσβησε τελείως. Όλες αυτές τις μέρες δεν είχε σκεφτεί, δεν του’ χε περάσει απ’ το μυαλό πως οι μπαταρίες κάποια στιγμή θα τέλειωναν.

Οι αρουραίοι χίμιξαν πάνω του κι αρχίσαν να του ξεσκίζουν τις σάρκες ενώ αυτός προσπαθούσε ν’ αμυνθεί χτυπώντας τους με το μπαστούνι. Μα στον ένα που κατάφερνε κάποιο χτύπημα, δεκάδες άλλοι μπήγαν τα κοφτερά τους δόντια στο σώμα του. Ξάφνου θυμήθηκε πως λίγα μέτρα πίσω του υπήρχε κάποια έξοδος. Είχε δει τη σκάλα περνώντας. Με όσες δυνάμεις του’ χαν απομείνει άρχισε να τρέχει, να τρέχει, ώσπου, ολότελα πια κατακρεουργημένος, κατάφερε να φτάσει. Αρπάχτηκε από ένα σκαλί και τράβηξε το πληγιασμένο σώμα του προς τα πάνω. Ανέβηκε λίγο, μετά κι άλλο, μέχρι που έφτασε πια στην κορυφή. Εκεί που δεν μπορούσαν πια οι αρουραίοι να τον φτάσουν. Έναν δυο που ήταν γραπωμένοι από πάνω του τους πέταξε μακριά με μερικά βίαια τινάγματα των ποδιών του. Άνοιξε το καπάκι της αποχέτευσης, βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να σέρνεται όπως όπως προς το σπίτι. Μέσα σε αφόρητους πόνους κατάφερε τελικά να φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν είχε πια άλλες αντοχές. Εκεί στο πλατύσκαλο ήταν που έχασε πια τις αισθήσεις του.

Κάποια στιγμή, ώρες μετά, άνοιξε και πάλι τα μάτια του. Ήταν πια νύχτα. Πιάστηκε απ’ το χερούλι της εξώπορτας, ανασήκωσε λίγο το κορμί του, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και σιγά σιγά το γύρισε. Με το που άρχισε η πόρτα ν’ ανοίγει, έριξε όλο το βάρος του σώματος του προς τα εμπρός και βούτηξε, κυριολεκτικά, μέσα στον εσωτερικό χώρο της πολυκατοικίας. Με τα πολλά κατάφερε να μπει στο διαμέρισμα. Έπιασε να βγάζει τα ρούχα του, να δει τις πληγές του. Μα στην εικόνα τους, στην πρώτη αυτή εικόνα τους, έστρεψε όλο φρίκη αλλού το βλέμμα του. Από τους αστραγάλους μέχρι τους γοφούς έλειπε στην κυριολεξία η μισή του σάρκα και κάπου στο βάθος της κάθε δαγκωματιάς γυάλιζε ένα γαλακτερό λευκό. Ήταν τα κόκαλα. Τα κόκαλα που’ χαν ξεπροβάλλει. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Μπούκωσε το στόμα του με μερικά παυσίπονα κι έπεσε κακήν κακώς στο κρεβάτι.

Και τώρα, τώρα πια, βρίσκεται εδώ, καθηλωμένος, αδύνατον να σηκωθεί. Οι πληγές του έχουν αρχίζει πια να σαπίζουν. Τουλάχιστον, όσο είχε ακόμα κάποιες δυνάμεις, κατάφερε κι έφερε στο δωμάτιο όσες προμήθειες από νερό και τρόφιμα υπήρχαν στο σπίτι. Μέχρι κι αυτά να τελειώσουν. Αν φυσικά καταφέρει να αντέξει μέχρι τότε. Κι αυτά τα όνειρα. Αυτά τα ίδια όνειρα που επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ. Αυτά τα όνειρα που κάθε πρωί που ξυπνάει τον κάνουν να πιστεύει πως τίποτα απ’ όλα αυτά στ’ αλήθεια δεν συνέβη. Πως όλα ήταν ένα όνειρο κι έχει πια τελειώσει. Μα τότε, τότε η αίσθηση της φριχτής του αυτής ακινησίας, της πλήρους αδυναμίας να μετακινήσει με τον οποιονδήποτε τρόπο το σώμα του, τα μέλη του, είναι που τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα…την πραγματικότητα;

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top