Μια τριλογία με τους εγκληματίες του VOR;
Γράφει ο Αντώνης Πάσχος // *
Σοφία Νικολαΐδου: «VOR, Πέρα από τον νόμο», Εκδ. Μεταίχμιο
Η Σοφία Νικολαΐδου έχει δοκιμαστεί σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, στυλ και μεγέθη. Από την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, Ξανθιά Πατημένη, στην οποία συστήθηκε με το δυνατότερο φλασάκι που έχω διαβάσει (Η σημαδεμένη), στο βακτήριο-αφηγητή του Πλανήτη Πρέσπα, στα μυθιστορήματα με τον καθηγητή Σουκιούρογλου που την καθιέρωσαν, στο βραβευμένο χρονικό της εμπειρίας της με τον καρκίνο ως και την καταγραφή ιστοριών τρίτων στο προηγούμενο βιβλίο της, το σίγουρο είναι ότι μόνο η ίδια μπορεί να προβλέψει το επόμενο θέμα της. Αυτή η ευελιξία της ίσως να σχετίζεται με τη μακρά της πορεία στη δημιουργική γραφή· που αφενός προϋποθέτει ευρεία λογοτεχνική γνώση, αφετέρου ίσως ν’ αντλεί έμπνευση από την ποικιλία των κειμένων των μαθητών της. Έτσι, προσωπικά δεν εκπλήσσομαι που και το νέο της βιβλίο αποτελεί έκπληξη: ένα μυθιστόρημα που, κρίνοντας από το οπισθόφυλλο, φέρνει σε αστυνομικό.
Το ξεκίνημα επιβεβαιώνει την αρχική εντύπωση, θυμίζοντας παραδοσιακό νουάρ. Ένας κουρασμένος δημοσιογράφος παλαιάς κοπής επισκέπτεται το άντρο ενός μαφιόζου που προτίθεται να δώσει συνέντευξη αποκλειστικά σ’ αυτόν. Το κεφάλαιο λήγει μ’ έναν πυροβολισμό που θέτει σε κίνηση την υπόθεση. Στη συνέχεια συστήνονται οι πρωταγωνιστές με σύντομα και περιεκτικά βιογραφικά, με τρόπο που μου θύμισε παρουσίαση αντιπάλων πριν από αγώνα. Οι αστυνομικοί, δηλαδή, κι οι εγκληματίες της οργάνωσης Vor V Zakone, που θα αναμετρηθούν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία οι δεύτεροι ετοιμάζονται να εξαπλωθούν.
Η συγγραφέας επιστρατεύει την ακρίβεια και την οικονομία της πρόζας της, την αιχμηρότητα των περιγραφών της και τις προσεκτικά επιλεγμένες λεπτομέρειες, προκειμένου να δώσει φωνή σε ένα πλήθος διαφορετικών χαρακτήρων. Όλοι έχουν τις στιγμές τους, οι οποίες αποδίδονται με ζωντάνια, συχνά εν είδει σύντομου διηγήματος. Το παρόν και το παρελθόν εναλλάσσονται με γρήγορες σκηνές, αποσπάσματα διαλόγων και ευφάνταστα στιγμιότυπα, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό που φαντάζει μεγαλύτερο από τις διακόσιες ογδόντα σελίδες του βιβλίου. Και μπορεί ο ρυθμός να μη θυμίζει αστυνομικό, όμως δε λείπουν οι ανατροπές, οι αποκαλύψεις και φυσικά οι θάνατοι, ακόμα και φαινομενικά άτρωτων χαρακτήρων. Οι κορυφώσεις είναι εκεί, απλώς η διαδρομή δεν είναι γραμμική, αλλά διαπερνάει τις ζωές των ηρώων. Ακόμη, η έμφαση δε δίνεται τόσο στις διαδικασίες της αστυνομίας όσο στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων. Η κάμερα συχνά δε στήνεται στη δράση, στις συλλήψεις και στις αποτυχίες, αλλά σε σκηνές αντισυμβατικές, ενώ η έρευνα που έχει γίνει είναι εμφανής στο φόντο.
Οι επιλογές αυτές δρουν ανανεωτικά. Προσωπικά, μου άρεσε που η συγγραφέας δεν υπέπεσε στην ευκολία να ρίξει ένα σωρό εσωτερικές αντιθέσεις στην ομάδα των αστυνομικών ώστε να υπάρχει πάντα μια σύγκρουση. Οι συμπεριφορές τους με έπεισαν ως ρεαλιστικές· και πράγματι, σε πόσα αστυνομικά τμήματα ή και γενικότερα, σε πόσους εργασιακούς χώρους οι άνθρωποι ανταλλάσσουν τις απειλές, τα μαλλιοτραβήγματα και τις γροθιές των περισσότερων χάρτινων ηρώων;
Εδώ, το κείμενο είναι απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό. Οι χαρακτήρες δεν είναι καρικατούρες. Ο κακός του παραμυθιού δε χρειάζεται να καταφύγει σε ακρότητες για να τρομάξει τον αναγνώστη. Έχει ανθρώπινη πλευρά, υπολογίζει, σκέφτεται, νιώθει. Η συγγραφέας κοιτάζει τους χαρακτήρες της με αντικειμενικότητα, αναδεικνύοντας την ανθρωπιά τους. Τους προσδίδει τρεις διαστάσεις και τους δείχνει στην καθημερινότητά τους, συχνά ακόμα και στην πεζότητά τους.
Εν τέλει, συνειδητοποίησα ότι τελικά το VOR δεν απέχει τόσο πολύ απ’ όσα έχει κάνει η συγγραφέας ως τώρα. Στην άτυπη τριλογία που ξεκίνησε με το Απόψε δεν έχουμε φίλους διαφαίνονται τα στοιχεία που την έφτασαν στο VOR. Αφηγηματικά, μοιάζει να είναι η φυσική συνέχειά τους, τοποθετημένη αυτή τη φορά εξολοκλήρου στο παρόν και δίχως τη συμμετοχή του Σουκιούρογλου στην καθοδήγηση ή στην έρευνα της υπόθεσης.
Το τέλος του βιβλίου έρχεται λίγο νωρίς, με μια σύλληψη –φυσικά– αλλά όχι και με μια λύση· οι αποκαλύψεις συνεχίζονται για μερικές σελίδες ακόμα, έτσι που ο αναγνώστης αναρωτιέται αν η ύστατη τελεία μπαίνει σ’ ένα τέλος-προσωπικό σχόλιο για την εγκληματικότητα στη χώρα μας ή αν τα νήματα των ιστοριών θα συνεχίσουν να πλέκονται και σε επόμενο μυθιστόρημα.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο θα συμβεί, πάντως προσωπικά χάρηκα πολύ που διάβασα πάλι κάτι τόσο διαφορετικό από τη δασκάλα μου στη δημιουργική γραφή και φυσικά περιμένω να δω τι ετοιμάζει για τη συνέχεια. Μια τριλογία με τους εγκληματίες του VOR; Ή κάτι αλλιώτικο πάλι; Ίσως να είναι ευσεβής πόθος, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μετά το αστυνομικό, ίσως να ’χει έρθει η ώρα να καταπιαστεί με το φανταστικό!
* Ο Αντώνης Πάσχος γεννήθηκε το 1979. Μεγάλωσε στις Σέρρες και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, ανθολογίες και ιστοσελίδες, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Μετά Βίας», κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Bell.