Fractal

Η «θεραπεία» της Φιλοσοφίας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Κριτική άποψη για το βιβλίο: «Η Τέχνη των Στωικών. Μάρκος Αυρήλιος, Επίκτητος, Σενέκας». Συγγραφέας John Sellars, Εκδ. Διόπτρα.

 

Σε προθήκη κοντά στο ταμείο μικρού συνοικιακού βιβλιοπωλείου- αποφεύγω να προμηθεύομαι βιβλία και γραφική ύλη από τα γνωστά πολυκαταστήματα που ναι μεν ξεκίνησαν ως, έστω μεγάλα βιβλιοπωλεία αλλά πλέον έχουν καταλήξει σε αποκρουστικά μεταλλαγμένα υβρίδια, κάτι μεταξύ σουπερμάρκετ και ηλεκτραγοράς-παρατήρησα ένα βιβλιαράκι με μάλλον φιλόδοξο τίτλο αραδιασμένο με κοκκινωπά κεφαλαία γράμματα πάνω στο λευκό επιβλητικό εξώφυλλο. Παρότι ξεφυλλίζοντάς το γρήγορα, περισσότερο από διαστροφή και λιγότερο από περιέργεια, κατάλαβα αμέσως την πιθανή πρόθεση τόσο του συγγραφέα, όσο και τη σίγουρη του δημοφιλούς εγχώριου εκδοτικού, αποφάσισα να το αγοράσω, (άρα και να το διαβάσω). Στις μόλις εκατό σελίδες ο συγγραφέας παλεύει να χωρέσει μια από τις σημαντικότερες φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας, ορισμούς και έννοιες, βιογραφίες των τριών σπουδαίων φιλοσόφων με τους οποίους καταπιάνεται και σαν να μην αρκούσαν αυτά για να καλύψουν τόμους επί τόμων, επιχειρεί να σχηματοποιήσει το εν λόγω φιλοσοφικό ρεύμα και ακόμα χειρότερα να του προσδώσει πρακτικές εφαρμογές εν είδη τυφλοσούρτη και τσελεμεντέ μαγειρικής για αρχαρίους. Είναι ακριβώς αυτή η χρησιμοθηρική λογική της εφαρμοστικής  θεώρησης της φιλοσοφίας που μέμφομαι, αυτής αλλά και άλλων, μιας άσκοπης και αντίθετης με το πνεύμα όχι μόνο των Στωικών, αλλά και γενικότερα των εργατών του πνεύματος και της διανόησης. Η φιλοσοφία και η ποίηση, αυτές οι δυο σχεδόν ταυτόσημες στάσεις ζωής και εκδηλώσεις της ύπαρξης, δεν προορίζονται για κοινωνική κατανάλωση, για ανούσιες συμβουλές αυτοβελτίωσης και εύκολα γιατροσόφια της ψυχής. Δεν απευθύνονται σε κανένα σύνολο, αφού είναι κατ’ αρχήν διανοητικές περιπλανήσεις μοναχικών οδοιπόρων και εξερευνητών του κόσμου στην ολότητά του.  Ένα ποίημα όπως και μια φιλοσοφική θεώρηση είναι ναι μεν μια συνομιλία με την απώτερη λογική, αλλά δεν στερεοποιείται με μηχανισμούς, σε κανόνες πράξης και εφαρμογής. Η φιλοσοφία δεν έχει -ή τουλάχιστον δεν θα πρέπει να έχει -κανένα χαρακτηριστικό παρόμοιο όλων εκείνων των ψυχαναλυτικών (δήθεν) πρακτικών της μόδας, των ομάδων κοινωνικού προβληματισμού (τί άραγε να σημαίνει αυτό;) στις οποίες υποτίθεται επικοινωνείς με άλλους και βελτιώνεσαι μέσω της έκθεσης, ενός κοινού βιώματος ή μιας εμπειρίας και της ανάπτυξης συλλογικής συνείδησης.

Ο προβληματισμός της φιλοσοφίας δεν σχετίζεται με την πεπερασμένη και φθαρτή υποκειμενικότητα η οποία εν πολλοίς προσεγγίζει το περιεχόμενο μέσα από τον αυθαίρετο κόσμο των αισθήσεων, αλλά εκφράζει όπως ο υποστηρίζει ο Χέγκελ την «κατά συνειδητό τρόπο, νοητική διείσδυση στην αναλήθεια της φαινόμενης γνώσης».

Καθόλου δεν επιχειρεί να μας κάνει καλύτερους, διαφορετικούς, ή ανώτερους. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο, άλλο αν μέσα από μια διαδικασία οδυνηρής αυτογνωσίας, μέσα από το νείκος της αλήθειας και του αγώνα, πετυχαίνει κανείς «και» αυτό.

Και ως ένα βαθμό κατανοώ την ας πούμε ευγενή, έστω κι αν κατέληξε ατυχής, πρόθεση του  Βρετανού συγγραφέα και μάλιστα λέκτορα φιλοσοφίας, να παρουσιάσει ευσύνοπτα ένα δύσκολο και πολύπλευρο θέμα, όμως  δυσκολεύομαι να κατανοήσω και περισσότερο να δικαιολογήσω -πέρα από την εμπορική στόχευση-την απόφαση ενός εκδοτικού να μεταφράσει και να εκδώσει το συγκεκριμένο βιβλίο αυτοβελτίωσης, όταν ούτε ταυτίζεται θεματολογικά με τους εκδοτικούς τίτλους που παρουσιάζει, (αποφεύγω να αναφέρω εδώ σχετικούς τίτλους επίδοξων μυθιστοριογράφων που κατά καιρούς «διοπτεύουν» στη θολή λογοτεχνική μας πραγματικότητα), αλλά ούτε και μας πείθει ότι με την ανάλογη σοβαρότητα θα αντιμετωπίσει παρόμοιες εκδοτικές προτάσεις. Να πως καταρτίζονται οι λίστες των «ευπώλητων» βιβλίων, στις οποίες οι συγγραφείς αλλά κυρίως οι εκδοτικοί πασχίζουν να μπουν, φυσικά και με κάποια «συμμετοχή»…Εν ολίγοις, ίσως καλό θα ήταν  οι εκδοτικοί οίκοι να αντιμετωπίζουν το βιβλίο λιγότερο ως εμπορικό προϊόν και μάλιστα κακώς εννοούμενης πολυτελείας και περισσότερο ως πνευματικό δημιούργημα, αν φυσικά θέλουν – που πολύ αμφιβάλω- να εξυπηρετήσουν τον σκοπό της ύπαρξής τους και όχι απλώς να κλείσουν τις χρονιές με θετικούς ισολογισμούς, έστω και μαγειρεμένους.

Θα παραθέσω μερικά σύντομα αποσπάσματα κυρίως από τον πρόλογο και τον επίλογο του βιβλίου τα οποία νομίζω -κι όχι «θεωρώ» όπως λανθασμένα είναι της μόδας να λέγεται-  μπορούν να δώσουν στον αναγνώστη αυτής της σύντομης κριτικής αναφοράς μια κάπως πιο ξεκάθαρη και αντικειμενική άποψη για το υπόλοιπο περιεχόμενο του βιβλίου. Δεν θα αναφερθώ καθόλου στη μέτρια απόδοση των αρχαίων κειμένων από τον Sellars – αμφιβάλλω αν έγινε απευθείας από τα αρχαία ελληνικά -ούτε και στην ατυχή προσπάθεια σύγκρισης, των Στωικών και της φιλοσοφίας τους, με άλλα φιλοσοφικά ρεύματα και σχολές.

 

Ο Σενέκας, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος, (βιογραφικά και φιλοσοφικά) αντιμετωπίζονται εδώ, έτσι όπως οι ρηχοί δοξογράφοι -κατά τα άλλα σημαντικοί και επίμονοι μελετητές- αντιμετώπισαν ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, φιλοσοφικά μεγέθη και αναστήματα όπως του επονομαζόμενου -κάκιστα- «σκοτεινού»  Ηράκλειτου, (τον οποίο πότε τον χαρακτηρίζουν μισάνθρωπο κι εγωπαθή και πότε πολεμοκάπηλο, παρεξηγώντας τα ελάχιστα σωζόμενα κείμενα του βλ. Διογένη Λαέρτιο)- αλλά και του επίσης λανθασμένα δοξογραφούμενου Εμπεδοκλή, ο οποίος παρουσιάζεται ως μάγος, αγύρτης ή αλχημιστής, νάρκισσος και ημιπαράφρων που πίστευε ότι είχε γίνει ή πάντα ήταν, θεός.

Υποθέτω και ίσως όχι αδίκως, αλλά σίγουρα όχι αυθαιρέτως όπως θα δείξω και μέσα από τα αποσπάσματα τα οποία παραθέτω πιο κάτω, ότι παρόμοια θα ήταν και η τύχη των δύο αυτών κρίσιμων, βασικών Προσωκρατικών, αν τυχόν έπεφταν στη made in China γραφίδα του συγγραφέα αυτού του «πονήματος». Μα για να γράψει κανείς για το πνεύμα και την εποχή έστω και αυτών των μεταγενέστερων του Ζήνωνα και του Χρεμονίδη,  απαιτείται σιδηρά βούληση, φλόγα και οξύνοια αξιοσημείωτη και προπάντων επίγνωση του ελληνικού «φιλοσοφικού τρόπου» σκέψης και βίωσης, μοναδικού σε όλο το διάβα του ανθρώπινου πολιτισμού. Διότι όσο μεταφερόμαστε χρονικά στα μετόπισθεν της ανθρώπινης διανόησης ανεξήγητα, άρα και απροσδόκητα, βρισκόμαστε μπροστά σε ολοένα και πιο «φωτεινές» και «οξύαιχμες» πνευματικές οντότητες, με «βλέμμα καθαρό» και απόλυτο, που θεωρεί τον κόσμο, την ύπαρξη και τον άνθρωπο με μια αυθεντική «λογικότητα» η οποία αποτυπώνει απόλυτα (ή σχεδόν έτσι), τις  διαφορετικές προσεγγίσεις τους στην ίδια αλήθεια.

Στον σύντομο πρόλογο διαβάζουμε:

«Τι θα γίνονταν αν σας έλεγε κάποιος ότι μεγάλο μέρος του πόνου που νιώθετε στη ζωή σας οφείλεται απλώς στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεστε; Δεν εννοώ τον σωματικό πόνο ή την πείνα, αλλά όλα τα άλλα πράγματα που μπορούν να χρωματίσουν αρνητικά τη ζωή ενός ανθρώπου: το άγχος, την αγωνία, τον φόβο, την απογοήτευση, τον θυμό, τη γενικότερη δυσαρέσκεια. Αν κάποιος ισχυριζόταν ότι μπορούσε να σας δείξει πώς να τα αποφύγετε όλα αυτά; Κι αν σας έλεγαν ότι όλα τους είναι αποτέλεσμα μιας λανθασμένης οπτικής απέναντι στον κόσμο; Αν αποδεικνύονταν πως η δυνατότητα να τα αποφύγετε όλα αυτά βρίσκεται αποκλειστικά υπό τον έλεγχο σας;» (σελ. 12).

Οπότε διαβάστε και λίγο από Στωικούς, για να σωθείτε από όσα σας βασανίζουν. Αυτό μας προτείνει λοιπόν; Ή κάνω λάθος; Κάτι σαν αναλγητικό, πανάκεια κι αγχολυτικό φτιαγμένο όχι από χημικές ουσίες αλλά από φιλοσοφικά αξιώματα και θεωρίες. Μήπως έτσι δεν είδαν και το ευχαριστηριακό νόημα της αποκαλυπτικής χριστιανικής φιλοσοφίας, οι μεταπράτες Λουθηρανοί, οι μηδενιστές υλιστές οπαδοί του μαρξισμού, οι ανελέητοι ιεροεξεταστές, οι κατά καιρούς αιρετικοί, οι παμπόνηροι Ιησουΐτες και νέο-Ευαγγελιστές καταντώντας το χριστιανικό ιδεώδες   σύστημα θρησκευτικό και αποκρουστική ηθικολογία, κολλώντας του κι εκείνο το εξευτελιστικό «…ισμός» στον προσδιορισμό του.

Και θα μου πείτε ποιος δεν θα ήθελε με κάποιον τρόπο σχετικά εύκολο- έτσι υπονοεί ο συγγραφέας- να αποφύγει τον πόνο, την αγωνία, τον θυμό, το άγχος; Ε κι εγώ θα απαντήσω, αυτός που σέβεται τον πόνο, την αγωνία τον θυμό, το άγχος. Αυτός που δεν ελπίζει σε καμιά πανάκεια, σε κανένα γιατροσόφι πνευματικό, αλλά που χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να περιμένει τίποτα, καμιά ανταμοιβή, σωτηρία ή ανακούφιση, ρίχνεται στη φωτιά της αναζήτησης, κρεμιέται από το ίδιο σκοινί που κρεμά την ύπαρξη, τον χρόνο και τη φύση.

Προς θεού, «μην καταργείται τα πάθη», φωνάζει ο άνθρωπος που παλεύει όχι να καταστεί θεός, ούτε κι υπεράνθρωπος- η μόνη μου διαφωνία με τον  χαλκέντερο Φρειδερίκο τον οποίο κατά τα άλλα ακολουθώ ως και στο τελευταίο κόμμα και τελεία-, μα που γυρεύει να γίνει ο ίδιος ακόνι  και συνάμα μαχαίρι  αλλά και η σάρκα που θα θυσιαστεί στο βωμό όχι του άγνωστου θεού, αλλά του κατά πάντα, αγνώστου ανθρώπου. Κι ακόμα κι αν την εποχή που οι τρεις «ανθολογημένοι»  από τον Sellars σπουδαίοι στωικοί, η φιλοσοφία είχε ναι μεν απαλλαγεί από τις ανούσιες θρησκοληψίες, δεισιδαιμονίες  και τα μεταφυσικά, και είχε ήδη ατονήσει, έχοντας χάσει την τολμηρή σπαργή της, τη ζωντάνια και τη καθαρότητα όσων είχαν ήδη διατυπώσει την «ουσία» του υπαρκτικού «Είναι», του σημαινόμενου  και του εξ’ ολοκλήρου και όχι αποσπασματικά αληθινού, εντούτοις η μοναδική «ελληνική ματιά» των  φιλοσόφων εκείνης της μεταβατικής εποχής, συνέχιζε να είναι ξεχωριστή, να διαπερνά στρώσεις και στρώσεις χρόνου και διανόησης και σε μεγάλο βαθμό να προηγείται του καιρού της. Είναι αυτή η ματιά που θα αναγνωρίσουν και θα αποθεώσουν, όλοι και το τονίζω όλοι, οι σπουδαίοι κατοπινοί φιλόσοφοι, θεωρητικοί της πολιτικής, της κοινωνιολογίας, και άλλων ανθρωπιστικών επιστημών.

 

John Sellars

 

Μερικές σελίδες πιο κάτω διαβάζω:

«Το έργο τους, στην ουσία, έχει κάνει με το πως να ζει κάποιος -πώς να κατανοεί τη θέση του στον κόσμο, πώς να συνεχίζει όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, πώς να διαχειρίζεται τα συναισθήματα του, πώς να φέρεται στους άλλους, πώς να ζει μια καλή ζωή, αντάξια ενός λογικού ανθρώπου. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, θα εξετάσουμε περαιτέρω κάποια από τα θέματα. Θα ξεκινήσουμε με αυτό που πίστευαν οι Στωικοί ότι μπορεί να προσφέρει η φιλοσοφία τους, δηλαδή μια θεραπεία για το πνεύμα». (Σελ.13).

Και εκτός του ότι στα κεφάλαια που ακολουθούν του προλόγου, όσο κι αν αναζήτησα αυτές τις μαγικές λύσεις δεν τις βρήκα πουθενά (ευτυχώς) ή μπορεί και να μου διέφυγαν, πάντως δεν διέλαθε την προσοχή μου,(επιτέλους το ρήμα συντάσσεται με αιτιατική!), εκείνη η λέξη -που αυθαίρετα μετέφερα με έντονα γράμματα κι ας με συγχωρήσει για αυτό ο συγγραφέας πρωτίστως- και δεν είναι άλλη από αυτήν την όλο προσδοκίες, αποστείρωση και ύλη, λέξη: «θεραπεία». Η σύγχυση του συγγραφέα αναφορικά με τον ορισμό της ψυχής, του πνεύματος, της διάνοιας και του σώματος μάλλον θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τη δική μου απορία και έκπληξη για τη χρήση του αδόκιμου αυτού ας το πούμε όρου, στο προλογικό σημείωμα ενός βιβλίου που επιχειρεί ή θα πρέπει να το κάνει όχι να φιλοσοφίζει, αλλά να είναι φιλοσοφικό, όχι να καθοδηγεί με μανιέρες και στερεότυπα ανάλογα των άθλιων σχολών «δημιουργικής γραφής», οι οποίες τα τελευταία χρόνια αποτελούν αφενός κερδοφόρο παραμάγαζο δήθεν σπουδαίων κατά τα άλλα εκδοτικών και αφετέρου προσφιλές καταφύγιο αναξιοπαθούντων και επίδοξων συγγραφέων του σαββατοκύριακου και της ξαπλώστρας, οι οποίοι ονειρεύονται ανάλογα επιτεύγματα με αυτά των Χέμινγουεϊ και Καπότε φορώντας πλαστικές σαγιονάρες και πίνοντας νερωμένο μπέρμπον. Και δεν υπερβάλω καθόλου. Θέλει τόση φιλοσοφία να συλλάβει και να γράψει κανείς το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» για παράδειγμα, ή το «Εν ψυχρώ», όσο και λογοτεχνία (και γιατί όχι ποίηση), ώστε να συλλάβει και να περιγράψει επαρκώς μια φιλοσοφική ιδέα. Ο Ηράκλειτος είναι (καθόλου τυχαίος ο ενεστώτας) κατ’ αρχήν σπουδαίος ποιητής. Άλλος ήταν ο λόγος που ο Πλάτωνας αποκλείει τους ποιητές από την ιδανική πολιτεία και αυτό δεν είναι αντικείμενο αυτής της σύντομης αναφοράς. Ποια «θεραπεία» αναζητά ο άνθρωπος στη φιλοσοφία; Ποια λύτρωση στη πίστη της θρησκείας;

Να πως παρεξηγούνται και αλλοιώνονται οι μεγάλες ιδέες για να καταλήξουν αστεία και καμιά φορά επικίνδυνα ιδεολογήματα. Δείτε το πάθημα του μαρξισμού, του βουδισμού ακόμα και αυτό της ίδιας της δημοκρατίας. Και σταματώ εδώ.

«Το έργο Τα εις Εαυτόν  προσέλκυσε αμέτρητους αναγνώστες από τη στιγμή που εκδόθηκε πρώτη φορά στα τέλη του 16ου αιώνα -από τον Φρειδερίκο τον Μέγα ως τον Μπιλ Κλίντον». (Σελ.57).

Και για μεν τον δεύτερο, τάχα αυτόν τον σπουδαίο πολιτικό άντρα, ελέω δολαρίου αυτοκράτορα  της «νέας Ρώμης», τον προσβλητικά για τον πανανθρώπινο πολιτισμό αποκαλούμενο και πλανητάρχη, εκείνον τον μετανοούντα επαναστάτη του λεκέ, ο λόγος περιττεύει, πάντως ως μέτρο και σημείο αναφοράς είναι απριόρι απορριπτέος. Όπως είναι και ο Φρειδερίκο ο «Μέγας». Γιατί «Μέγας» άραγε; Βλέπετε μετά τον Μέγα Μακεδόνα, τόσοι και τόσοι γύρεψαν να κολλήσουν πριν το ονοματάκι τους εκείνο το επιβλητικό «Μέγας». Για ποιον άραγε εκτός από τους αυλοκόλακες, τους παρατρεχάμενους, τους βιογράφους και τους φανατικούς και θεότυφλους οπαδούς τους; Μέγας -κυρίως κατά τον Βολταίρο- λοιπόν κι ο Φρειδερίκος, που αφού δεν κατάφερε να επαναστατήσει και να ελευθερωθεί από τον αυστηρό, τον ανελέητο, τον κτηνώδη ζυγό του Πρώσου Βασιλιά πατέρα του, τελικά αρκέστηκε στη διοίκηση ενός συντάγματος γρεναδιέρων ώσπου ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 28 ετών και αφού πρώτα είχε νυμφευθεί τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Ελισάβετ-Χριστίνα των Γουέλφων, η οποία φυσικά ήταν επιλογή του πατέρα του. Τι κατάλαβε ο νεαρός βασιλιάς -και πάντως έξοχος και ιδιοφυής στρατιωτικός -από τη στωικότητα, τη σοφία, την ακεραιότητα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, όπως ιχνογραφείται στο περίφημο  «Τα εις εαυτόν» -(και όχι  «Τα εις Εαυτόν» όπως επίσης από σφάλμα ίσως του μεταφραστή και ευθύνη βέβαιη του επιμελητή ) αναφέρεται,  παραμένει ζητούμενο λοιπόν. Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι η παραπομπή αυτή, σε Φρειδερίκο και Κλίντον ως προς το έργο του Μάρκου Αυρήλιου γίνεται στο κεφάλαιο, «Η θέση μας στη φύση» κάτι που από μόνο του θα μπορούσε -αν δεν είχα έντονη την αίσθηση του χιούμορ- να θεωρήσω και ως τραγική ειρωνεία και δίκαιη τιμωρία της ειμαρμένης. (Σελ58).

Και μετά από μια επί τροχάδην αναφορά σε ζητήματα που από μόνα τους θα αρκούσαν για να καλύψουν την έκταση όλου του βιβλίου, όπως πχ. «η ζωή και ο θάνατος» (κεφ.6), φτάνουμε στον επίλογο. Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα:

 

«Πολλές από τις βασικές ιδέες των Στωικών που εξετάσαμε επηρέασαν σημαντικά την ανάπτυξη μορφών της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας στα μέσα του 20ου αιώνα όπως η Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία. Από το 2012 κι έπειτα περισσότεροι από  20.000 άνθρωποι έχουν συμμετάσχει σε ένα παγκόσμιο διαδικτυακό πείραμα, για να δουν αν ζώντας κάποιος ως Στωικός για μια βδομάδα βελτιώνει το αίσθημα ευημερίας του. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως ναι. Όσοι ακολούθησαν το πείραμα για έναν μήνα είδαν ακόμα μεγαλύτερα οφέλη. Σε αντίθεση με όλα τα στερεότυπα, τα χαρακτηριστικά που αυξάνονται περισσότερο για όσους ακολουθούν τη στωική καθοδήγηση είναι το αίσθημα ενθουσιασμού και ενέργειας για τη ζωή». (Σελ.90).

Καθόλου δεν με απασχολεί η Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία -άκουσον άκουσον- τίτλος πομπώδης και αναιδής όπως οι ταμπέλες των δημοσίων υπηρεσιών μας, οι οποίες μας ειδοποιούν αμέσως για την ανεπάρκεια και την ανικανότητα των υπαλλήλων τους -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων-, με προβλημάτισε όμως αυτό το λεγόμενο «παγκόσμιο διαδικτυακό πείραμα» και τα εύκολα συμπεράσματά του. Δεν δίνονται -κακώς- περισσότερες πληροφορίες, (ποιος φορέας οργάνωσε την έρευνα αυτή, πώς, με ποια κριτήρια και βασιζόμενος σε ποια  επιστημονική δεοντολογία και πρακτική;), όμως και μόνον η πρόδηλη λογική του «ωφέλιμου» χαρακτήρα της φιλοσοφίας, σε μια προσέγγιση εξοργιστικής επιφανειακότητας, (όπου ούτε λίγο ούτε πολύ μια φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου εξισώνεται με πχ. ένα διατροφικό κίνημα όπως οι χορτοφάγοι), μας βεβαιώνει καταληκτικά για τη σημασία και τη σημαντικότητα αυτού του πονήματος, του οποίου έχει ίσως μια κάποια αξία- σίγουρα συναισθηματική- μόνον η εισαγωγική αφιέρωση του Sellars: «Για τον πατέρα μου, τον Μπρους, που βρίσκεται  πάντα στο πλευρό μού ό,τι κι αν συμβεί».

Καταλήγοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι -σε αντίθεση με τη συνηθισμένη μου τακτική- εδώ απέφυγα οποιαδήποτε παραπομπή σε πηγές. Αντί λοιπόν επιλόγου θα ήθελα να παραθέσω μια σύντομη ενδεικτική βιβλιογραφία στην οποία θα ήταν ωφέλιμο (και όχι απλώς χρήσιμο) να καταφύγει ο αναγνώστης αυτής της σύντομης κριτικής αναφοράς. Θα χρειαστεί ασφαλώς κόπος, αγώνας και πολύχρονη μελέτη, όμως άλλος δρόμος για να βγει κανείς στην επιφάνεια και στο φως από τα έγκατα της ύπαρξης δεν υπάρχει. Μόνο σκάβοντας, ματώνοντας, παλεύοντας με νύχια και με δόντια, έχουμε μια ελπίδα όχι για να ξεφύγουμε, όχι να δραπετεύσουμε, αλλά για να φτάσουμε το πολύ ως την ανοιχτή θάλασσα της ανθρώπινης διάνοιας. Κ.Μ

…Τις νύχτες σκάβαμε κρυφά/μιαν υπόγεια σήραγγα./ Μ’ ένα σουγιά, μ’ ένα πηρούνι, με τα νύχια/ σκάβαμε τις πέτρες/ξέροντας πώς θα φτάσουμε το πολύ ως τη θάλασσα.

(Τις νύχτες, Άρης Αλεξάνδρου)

 

   

 

 

Ενδεικτική προτεινόμενη βιβλιογραφία

 

Μάρκος Αυρήλιος, «Τα εις ευατών», μτφ.Γ.Αβραμίδης,  εκδ. Θύραθεν, (2008).

Σένεκας, De Vita Beata, Για μια ευτυχισμένη ζωή, μτφ. Ν.Πετρόχειλος εκδ. Πατάκη.

Braund, Susanna (2015), Seneca Multiplex”, in Bartsch, Shadi; Schiesaro, Alessandro (eds.), The Cambridge Companion to Seneca, Cambridge University Press.(2015).

Braden, Renaissance Tragedy and the Senecan Tradition,New Haven: Yale University Press, (1985).

Anne Gilbert- Thirry, La theorie stoicienne de la passion chez Chrysippe et son evolution chez Posidonius, Revue philosophique de Louvain, (1977).

Samuel Sambursky, Physics of the Stoics, London (Routledge&Kegan Paul (1959).

Epictetus Discourses: Book 1, Robert Dobbin (trans.), (Clarendon Later Ancient Philosophers), Oxford: Clarendon Press, (1998).

Giovanni Reale, John R. Catan, 1990, A History of Ancient Philosophy: The schools of the Imperial Age, (1990).

Adams, Geoff W. Marcus Aurelius in the Historia Augusta and Beyond. Lanham, MD: Lexington Books, (2013).

Severino, Epicureismo e stoicismo, p. 233, in La filosofia antica e medievale, BUR, Milano, (2004).

Mariano Baldassarri (a cura di), La logica stoica. Testimonianze e frammenti, testi originali con introduzione e traduzione commentata, 9 fasc., Como, (1987).

Marco AurelioColloqui con se stesso. Testo greco a fronte, a cura di N. Gardini, Medusa edizioni.

Roberto Radice (a cura di), Stoici antichi. Tutti i frammenti secondo la raccolta di Hans Von Arnim, Rusconi, Milano, (1998).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top