Fractal

Αγωνιστής κι Ονειροπόλος. Μνήμη Άμος Οζ

Γράφει η Ελένη Καρασαββίδου //

 

 

 

Ήταν ένας άνθρωπος όμορφος. Μέσα έξω. Κι ήταν, μ’ έναν τρόπο, ένας άνθρωπος αρχαιότερος από την χώρα του. Μοναδικό χαρακτηριστικό σε μια γη που αρνήθηκε σε ανθρώπους όπως αυτός μια ‘πατρίδα’. Και το ήξερε: “Είμαι πιο ηλικιωμένος από την πατρίδα μου. ‘Eχω δει πέντε πολέμους, έχω δει αδικία, τρομοκρατία, ηρωισμό, τρέλα, έχω δει πολλά… Το παρελθόν ποτέ δεν χάνεται πραγματικά./…/. Το παρελθόν είναι κομμάτι μας, μας ανήκει, αλλά δεν πρέπει να τ’ αφήνουμε να μας κυριεύσει”.

Πάλεψε γι’ αυτό.

 

 

Αγωνιζόταν, ως η ενοχλητική φωνή της συνείδησης της γης του, για έναν ιστορικό συμβιβασμό με τους Παλαιστινίους με την δημιουργία 2 κρατών παρά τις αντιδράσεις και από τις 2 πλευρές. Αντικατέστησε γι’ αυτό την μονάδα, την ‘μία αλήθεια ή την μία πατρίδα’, με την περιέργεια. Την αληθινή προσπάθεια για την αντίληψη του πολύπλοκου ορίζοντα που τόσοι λίγοι έχουν πραγματικά, σε όποια μοναδική αλήθεια ή λύση κι αν ‘ομονοούν’. «Την περιέργεια την θεωρώ ηθική αρετή. Η περιέργεια, καθώς σε ωθεί να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου, σε κάνει καλύτερο όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά κι ως γονέα, ως σύζυγο, ως γείτονα, ως εραστή». Στην θέση της δημιουργίας ενός καθαρού Αραβικού κράτους που απαιτούσε ο παναραβικός εθνικισμός, είδε να γεννιέται ως αντίδραση και σκοπός «μια δικτατορία φανατικών Εβραίων, μια δικτατορία φορτωμένη με ρατσιστικές αποχρώσεις, μια δικτατορία που θα καταπιέζει με σιδερένια πυγμή τόσο τους Άραβες όσου και τους Εβραίους διαφωνούντες. Μια τέτοια δικτατορία δεν θα μπορέσει να κρατήσει πολύ. Στη σύγχρονη εποχή καμιά δικτατορία της μειοψηφίας που καταπιέζει την πλειοψηφία δεν έχει κρατήσει πολύ. Άλλωστε, και στο τέλος αυτού του δρόμου μας περιμένει ένα κράτος Αραβικό, από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ιορδάνη, και πριν από αυτό ίσως και η διεθνής κατακραυγή, ή ένα λουτρό αίματος ή και τα δύο΄. («Όνειρα τα οποία το Ισραήλ θα έπρεπε να ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα»)

Ήξερε την έννοια του ανέστιου καλά. «Έζησα την εποχή που μια Ευρώπη έγραφε στους τοίχους «Φύγετε από δω, γυρίστε στην Παλαιστίνη». Κι έζησα την εποχή που έγραφε «Φύγετε από την Παλαιστίνη». Κι έζησε σε μια πατρίδα μητέρα-μητριά που τον στοχοποίησε συχνά όταν άρχισε να μιλάει. Ανέστιος και πάλι. Ορφανός από τα 12 από (την πολωνοεβραία) μητέρα. “Όταν κλονίζονται τα όνειρα οι ευαίσθητοι άνθρωποι δεν λυγίζουν, αλλά σπάνε. Οι καταστροφείς σου και όσοι σε λεηλατούν θα προχωρήσουν μπροστά από σένα”, έγραψε Κι όμως, επέλεξε ως ψευδώνυμο την λέξη δύναμη ώστε να γεννήσει ο ίδιος τον εαυτό του.

Είχε ζήσει τις πηγές της πληγής και τις πληγές της κτηνωδίας. Και αναζήτησε στοργή μέσα στις λέξεις, έντρομος που τις γράφουν άνθρωποι, έκπληκτος διαρκώς μπροστά στην αδυναμία της δύναμής τους. «Στο σπίτι μας μόνο βιβλία είχαμε μπόλικα, αλογάριαστα, από τοίχο σε τοίχο, στο διάδρομο, στην κουζίνα, στην είσοδο, στα περβάζια των παραθύρων και πού δεν είχαμε. Χιλιάδες βιβλία σε κάθε γωνιά του σπιτιού.

Υπήρχε μια αίσθηση ότι οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, γεννιούνται και πεθαίνουν, τα βιβλία όμως είναι αθάνατα. Όταν ήμουν μικρός, έλπιζα να μεγαλώσω και να γίνω βιβλίο. Όχι συγγραφέας, αλλά βιβλίο: ανθρώπους μπορείς να σκοτώσεις σαν μυρμήγκια. Και συγγραφείς δεν είναι δύσκολο να σκοτώσεις.

Τα βιβλία όμως….”

Και δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα τους ανθρώπους, κι ας προσπαθούσε γι’ αυτούς: Μοναχικός παρατηρητής και γενναίος ακτιβιστής έκρυβε ανάμεσα σε λέξεις το ανείπωτο που αιώνες αναζητούμε, συμβολίζοντας το σε πλάσματα μικρότερα σου που σε παρατηρούν, πότε επίμονα και πότε φευγαλέα; «Πολύ καιρό πριν , ο Μιχαέλ Γκονέν είχε πει ότι οι γάτες δεν κάνουν ποτέ λάθος σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους . Μια γάτα δεν θα έκανε ποτέ φιλίες μ’ έναν άνθρωπο που δεν θα της άρεσε. Πόσα λίγα μπορεί να γνωρίζει κανείς για κάποιο άλλο άτομο. Ακόμη κι αν είναι κανείς πολύ προσεκτικός. Ακόμη κι αν δεν ξεχνά ποτέ τίποτα. Ε, λοιπόν ο χρόνος κυλάει, ξέρετε, ο χρόνος κυλάει. Ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν («Ο Μικαέλ μου»)

Κι όμως μέσα σε αυτόν τον ρέοντα χρόνο βρίσκει σταθερό ένα: Τον άνθρωπο. Προσπαθώντας, γνήσια ανθρωποκεντρικός άρα επικριτικός και τρυφερός συνάμα να κατανοήσει τις βαθύτερες και αντιφατικές μας διαδρομές και ψυχές, «για να νιώσεις μέσα σου τη

φρίκη και την απελπισία, και την κακοήθη αθλιότητα την αναμειγμένη με ναπολεόντεια αλαζονεία και τις μεγαλομανείς ψευδαισθήσεις, και τον πυρετό της πείνας, και την μοναξιά, και τον πόθο, και την κούραση μαζί με την νοσταλγία του θανάτου, για να κάνεις την εξίσωση όχι ανάμεσα στη μορφή της αφήγησης και τα διάφορα σκάνδαλα στη ζωή του συγγραφέα, αλλά ανάμεσα στη μορφή της αφήγησης και του δικού σου εγώ»

Κι έγινε η φωνή των φερμένων από διαφορετικές χώρες της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής, με διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες, αλλά με παρόμοιους φόβους και μια κοινή αγωνία να ριζώσουν στα αρχαία τους χώματα για να γλυτώσουν» στην περίπτωση των Εβραίων. Ή να μην εκριζωθούν. Στην περίπτωση των Παλαιστίνιων.

«Οι διαφορές οποιουδήποτε ανθρώπου – άντρας, γυναίκα ή παιδί – είναι επουσιώδεις, εκτός ίσως από τον τελείως εξωτερικό φλοιό, την εφήμερη επιφάνεια. Ακριβώς όπως το νερό γίνεται χιόνι ή ομίχλη, ατμός ή πάγος, σύννεφο ή χαλάζι. Ή όπως οι καμπάνες των εκκλησιών και των μοναστηριών του χωριού διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς τον τόνο και τον ρυθμό, αλλά έχουν το ίδιο νόημα φίλε, όλοι είμαστε λίγο πολύ ένα. («Η Τρίτη Κατάσταση»)

Αλλά για να γλυτώσουν πρέπει να κατανοήσουν εκείνο του Λοτρεαμόν. «Για να πεθάνει το κτήνος πρέπει πρώτα να πεθάνει ο άνθρωπος» (αφού το κυοφορεί). «Έμαθα από τον Ιμάνουελ Καντ την ιδέα του στραβού ξύλου της ανθρωπότητας, το οποίο δεν πρέπει ποτέ να προσπαθήσουμε να ισιώσουμε: Τόσες θρησκείες και τόσες επαναστάσεις κατέληξαν στο αίμα». Καταγγέλλει, έτσι, την μισαλλοδοξία, τον φανατισμό: «Η γλώσσα αυτών των Εβραίων, όταν επιτίθενται στον Ιησού και τους ακολούθους του, δεν διαφέρει σε τίποτε από τις αισχρολογίες των αντισημιτών όταν επιτίθενται στους Εβραίους και στον ιουδαισμό» («Ιούδας»), θέτοντας την ερώτηση μέσα από τραγικούς ήρωες που έπαιξαν την μοίρα με ζάρια τρεμάμενα. Ήρωες όπως ο Αμπραβανέλ, που ήθελε στα νιάτα του μετά την αποχώρηση των Εγγλέζων, την δημιουργία μιας ενιαίας συγκυριαρχίας Αράβων και Εβραίων, με την προϋπόθεση να εγκαταλείψουν την ιδέα ενός εβραικού κράτους… Τι είναι όμως προδοσία; Γιατί προδότης; Τι και ποιόν πρόδωσε ο Αμπραβανέλ ώστε να εξοστρακιστεί, και να πεθάνει απομονωμένος; Τι προηγείται; Η φυλή; Η πατρίδα, ή ανθρωπότητα; Ποια ανθρωπότητα ακριβώς, αυτή που αν τα κόζα της Δύναμης ήταν αλλιώς θα τσάκιζε πάλι

Εβραίους στην θέση των Παλαιστίνιων; Ποιο είναι το δίλημμα του Ιούδα; Γιατί είναι εξίσου σημαντικός με τον Ιησού; Και γιατί εγκαταλείπεται το ρίσκο;

Κι όμως στην ερώτηση τι είναι η προδοσία και ποιος ο προδότης απαντά κι αναμετράται με τον «αγωνιστή και τον ονειροπόλο»:

 

«Αν δεν ήταν μερικοί ονειροπόλοι και αγωνιστές, πραγματιστές που επαναστατούσαν ενάντια στην πραγματικότητα ,/…/θα ήμασταν ουσιαστικά καταδικασμένοι. Αλλά πάντοτε τα μεγάλα πράγματα τα κάνουν οι ονειροπόλοι κατέληξε ο καθηγητή» ( Ο Μικαέλ μου).

Και δεν κρύφτηκε πάντοτε πίσω από άλτερ έγκο όπως ο Μικαέλ «Γιατί παλεύετε για την Ειρήνη;» Τον ρώτησαν. “Νομίζω ότι η ζωή χωρίς όνειρα ισοδυναμεί με θάνατο. Χρειαζόμαστε τα όνειρα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας, γιατί τα όνειρα μας κάνουν ανθρώπους.” (ο ίδιος)

Κι ως παρακαταθήκη από κληρονομιές του πολύ ευρύτερες μα πάντα πλεγμένες ‘με αυτό’ μένει η υπόμνηση;

«Το μεσανατολικό ζήτημα δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται σαν γουέστερν, αλλά σαν μια αρχαία τραγωδία. Εκλιπαρώ τους Ευρωπαίους φίλους μου να μην αισθάνονται υποχρεωμένοι να υποστηρίξουν τη μία ή την άλλη πλευρά. Αντί να διαλέξουν στρατόπεδο, ας διαλέξουν την ειρήνη».

Έπαιξε κι έχασε κι ας γνώρισε την παγκόσμια καταξίωση. Και ειρωνευόταν την ιστορία με χιούμορ (το αντίδοτο στον φανατισμό όπως πίστευε) πικρό, αφού ανήκε σε μια ‘φυλή’ που δεν της έδωσαν ποτέ καλά χαρτιά οι άλλοι και τώρα τα μοιράζει κι αυτή σκάρτα: (“Ανθρώπινο, τόσο ανθρώπινο”, όπως ειρωνεύτηκε ο Νίτσε).

«Όμως, έτσι μου έγραφε η μαμά σου από την Πράγα , το θέμα είναι τι κάνει ο καθένας μας μετά χαρτιά του που του μοιράσανε; Υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν περίφημα με τα όχι και τόσο καλά χαρτιά που τους μοίρασαν, και υπάρχουν άλλοι που, ακριβώς το αντίθετο, τα χαραμίζουν και τα χάνουν όλα ακόμα και τα καλύτερα χαρτιά! Κι αυτό είναι η μοναδική μας ελευθερία: η ελευθερία στον τρόπο που παίζουμε με τα χαρτιά που μας μοίρασαν.

Όμως ακόμα και αυτή η ελευθερία, έγραφε η Φάνια, εξαρτάται κατά ειρωνικό τρόπο, από την τύχη του καθενός, από την υπομονή, από τη σύνεση, από την εξυπνάδα, από το θάρρος» («Ιστορία Αγάπης και Σκότους»).

Υπήρξε ένας άνθρωπος αρχαιότερος, και σοφότερος, από την χώρα του. Μας άφησε, πιο μόνους και μόνες, κοιτώντας μας με το ίδιο μελαγχολικό, ειρωνικό, παρακλητικό βλέμμα, στις 28 Δεκέμβρη του 2018.

Ο Άμος Όζ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top