Fractal

Εβραϊκές συγκυρίες του Ρέγκενσμπουργκ

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

 

 

Στα 1982, είδε το φως της δημοσιότητας μια ιστορική μυθοπλασία που έφερνε τον τίτλο «Η Κιβωτός του Σίντλερ», γραμμένη από τον Αυστραλό μυθιστοριογράφο Τόμας Κένελι. Η τρομακτική της σημασία αναγνωρίστηκε, όπως φάνηκε, από τον μεγάλο αριθμό επανεκδόσεων σε διάφορες χώρες και τα ανάλογα και σημαντικά βραβεία με τα οποία τιμήθηκε. Στην ουσία πρόκειται ένα βιογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο αφηγείται την ιστορία του Όσκαρ Σίντλερ, ενός μέλους του Ναζιστικού Κόμματος το οποίο σε αντίθεση με τις δοξασίες και τις πασίγνωστες και κραυγαλέες πρακτικές του παραπάνω κόμματος, εξελίσσεται σε έναν απροσδόκητο και αναπάντεχο ήρωα, αφού έσωσε στην κυριολεξία τις ζωές άνω των χιλίων Εβραίων κατά την πύρινη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.

 

 

Το μυθιστόρημα ακολουθεί πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, αλλά έχουν προστεθεί από τον συγγραφέα και πολλοί φανταστικοί διάλογοι και σκηνές γύρω από την σημαδιακή εκείνη ιστορία. Η επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά, του 1993, σε σκηνοθεσία του προβεβλημένου Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπως ήταν ευνόητο εκτίναξε την δημοσιότητα και την αναγνώριση του βιβλίου και του συγγραφέα του, ενώ έκανε περισσότερο γνωστή εκείνη την παλιά ιστορία που αφορούσε τους κατατρεγμένους Εβραίους, προσδίδοντας παράλληλα και τα ανάλογα εύσημα στον Γερμανό επιχειρηματία Όσκαρ Σίντλερ. Είχε περάσει κάποιο καιρό εδώ, στο Ρέγκενσμπουργκ της ανατολικής Βαυαρίας, στο βορειότερο σημείο του Δούναβη, εκεί όπου ο μεγάλος ποταμός συμβάλλεται με κάποιους άλλους μικρότερους, για να μεγαλώσει έτι περαιτέρω.

 

 

Αρχές ενός παγωμένου Ιανουαρίου, ήρθαν μπροστά όλα αυτά, πλησιάζοντας στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Βαυαρίας. Είναι το μέρος όπου, στο τέλος του πολέμου, ο Όσκαρ Σίντλερ αφού είχε ξοδέψει ολόκληρη την περιουσία του σε δωροδοκίες και αγαθοεργίες για τους εργάτες του, μετακόμισε ώστε να προετοιμάσει την παραπέρα πορεία του, ασχέτως αν αποδείχτηκε συνέχιση της πολύχρονης ταλαιπωρίας του. Φυσικά πολλοί κάτοικοι ετούτης της πόλης τον θεωρούν και δικό τους, κατά μια έννοια, τέκνο!

 

 

Το γεγονός ότι ο Όσκαρ Σίντλερ και η σύζυγός του Έμιλυ έζησαν σε τούτη την παραμυθένια πόλη της Βαυαρίας μετά το τέλος του πολέμου, δεν είναι ευρέως γνωστό, ακόμα και σε ένα τμήμα των κατοίκων της. Η πλακέτα που βρίσκεται κολλημένη στον τοίχο του σπιτιού στο Watmarkt 5, όπου διέμεναν, τοποθετήθηκε κυρίως λόγω της τεράστιας δημοτικότητας της ταινίας. Από τότε, υπενθυμίζει σε όλους τους περαστικούς ότι οι Σίντλερ έσωσαν περισσότερους από χίλιους διακόσιους Εβραίους από βέβαιο, στην κυριολεξία, θάνατο την μακρινή εκείνη περίοδο. Τόσο ο Όσκαρ Σίντλερ, όσο και η σύζυγός του Έμιλυ, τιμήθηκαν

με τον τίτλο ‘Ηθικοί μεταξύ των Εθνών’ για αυτή την μεγαλειώδη πράξη ανθρωπιάς. Συγκεκριμένα, ο μεν Όσκαρ Σίντλερ το 1962, η δε σύζυγός του Έμιλυ το 1994. Πρόκειται, να σημειώσουμε, για την υψηλότερη τιμή που απονέμεται σε ένα άτομο από το κράτος του Ισραήλ. Οι σχετικές αναφορές και τα διαθέσιμα στοιχεία υπενθυμίζουν ότι χορηγήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1953, ενώ στις αρχές του 2019, ο σχετικός κατάλογος των παραληπτών έφτασε συνολικά σε 27.362 άτομα που προέρχονταν από πενήντα μία χώρες, μεταξύ των οποίων ήταν 627 Γερμανοί και 110 Αυστριακοί. Έτσι λοιπόν, παλινδρομώντας στην ιστορία, με τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Μάιο του 1945 συγκεκριμένα, το ζεύγος Σίντλερ ήρθε στο Ρέγκενσμπουργκ και τον Νοέμβριο του 1945 εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα εδώ στην οδό Watmarkt 5, όπου οι Σίντλερ παρέμειναν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1946. Μετά από αυτό, μετακόμισαν σε ένα άλλο διαμέρισμα σε έναν δρόμο που ονομάζεται Alte Nürnberger Straße 25, και απ’ εκεί, μετανάστευσαν στην Αργεντινή, τον χειμώνα του 1949.

 

Πριν απ’ όλα αυτά, όμως, το Ρέγκενσμπουργκ είχε δει και βιώσει πολλά και ανομολόγητα. Στα 1933, εκεί κάηκαν στην πυρά βιβλία και τούτο το γεγονός προοιώνιζε πολλά επακόλουθα και δυσάρεστα, τα οποία ως γνωστόν ξεδιπλώθηκαν, σε δραματική μορφή, αργότερα. Και αυτό ήταν μόνο μια προαναγγελία, γιατί όπως έλεγε ο σημαντικός Γερμανός ποιητής Χάινριχ Χάινε, όπου καίνε βιβλία, καίνε και ανθρώπους στο τέλος και η δυσοίωνη, προφητική και προειδοποιητική του πρόβλεψη, επρόκειτο να γίνει φρικτή αληθινή πραγματικότητα περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα. Πρώτα κάηκαν τα βιβλία και μετά οι άνθρωποι! Μεταξύ της άνοιξης και του φθινοπώρου του 1933, σε εβδομήντα γερμανικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Ρέγκενσμπουργκ, οι σχετικές πυρές γέμισαν με βιβλία. Ευθύς εξαρχής, οι Εθνικοσοσιαλιστές θεώρησαν σκόπιμο να συντρίψουν και εξαφανίσουν όλους εκείνους που αντιπολιτεύονταν τον Χίτλερ στον πολιτισμό, την επιστήμη και την πολιτική. Ιδιαίτερα οι καύσεις βιβλίων μπορούν να θεωρηθούν ως σύμβολο της καταστροφής του πνεύματος, το τελικό αποτέλεσμα του οποίου ήταν η δολοφονία εκατομμυρίων και η καταστροφή μιας ολόκληρης ηπείρου.

Είναι χαρακτηριστικά και έμειναν στην ιστορία όσα ελέχθησαν από τον Γερμανό λουθηρανό πάστορα Μάρτιν Νίμελερ, ο οποίος έθιξε με τον αιχμηρότερο τρόπο την αδράνεια των Γερμανών συμπατριωτών του απέναντι στις μεθόδους και συμπεριφορές του ναζιστικού καθεστώτος και ειδικότερα στις εκκαθαρίσεις συγκεκριμένων πολιτικών, εθνικών, θρησκευτικών και κοινωνικών ομάδων! «Als die Nazis die Kommunisten holten, habe ich geschwiegen, ich war ja kein Kommunist. Als sie die Sozialdemokraten einsperrten, habe ich geschwiegen, ich war ja kein Sozialdemokrat. Als sie die Gewerkschafter holten, habe ich geschwiegen, ich war ja kein Gewerkschafter. Als sie mich holten, gab es keinen mehr, der protestieren konnte». Η απόδοση και μεταφορά του κειμένου στην ελληνική γλώσσα είναι κάπως έτσι: «Όταν οι Ναζί πήραν τους κομμουνιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα, αφού δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής. Κι’ όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε κανείς πλέον, που θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί»!

Τη χρονιά εκείνη, το έτος 1933, συγκεκριμένα, καταμετρήθηκαν πάνω από ενενήντα πυρκαγιές σε εβδομήντα πόλεις όλου του Ράιχ. Και ενώ στη συνείδηση του κοινού βρίσκονται διαχρονικά κυρίως τα δραματικά γεγονότα του Βερολίνου, τον Μάιο του 1933, μια προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι ήταν κυρίως νέοι στην ηλικιακή ομάδα δεκατεσσάρων έως τριάντα περίπου ετών που ξεχώρισαν στην οργάνωση των καύσεων βιβλίων, δηλώνοντας έτσι ανοιχτά την υποστήριξη και σύμπλευσή τους με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Οι λίστες που καταρτίστηκαν, περιελάμβαναν πολλούς γνωστούς γερμανόφωνους και ξενόγλωσσους συγγραφείς. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Έριχ Κέστνερ, Κουρτ Τουχόλσκυ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ και πολλοί άλλοι, ρίχτηκαν προκλητικά στις φωτιές. Υπήρχαν, επίσης, εκκλήσεις να καούν βιβλία και γραπτά

όλης της μαρξιστικής, ειρηνιστικής και δημοκρατικής λογοτεχνίας. Εδώ, ειδικότερα, στο Ρέγκενσμπουργκ, η καύση του βιβλίου έγινε την Παρασκευή 12 Μαΐου 1933, στο κέντρο της παλιάς πόλης, η οποία σημειωτέον ξεκίνησε και πραγματοποιήθηκε από την τοπική Χιτλερική Νεολαία. Δεν ήταν τυχαίο, πάντως, ότι η καύση του ναζιστικού βιβλίου στο Ρέγκενσμπουργκ έλαβε χώρα στη Neupfarrplatz, που βρίσκεται στην παλιά πόλη του Ρέγκενσμπουργκ, την ιστορία της οποίας οι εθνικοσοσιαλιστές που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του καθεδρικού ναού προσπάθησαν σθεναρά να αλλάξουν. Κατά τον Μεσαίωνα, η εβραϊκή συνοικία του Ρέγκενσμπουργκ βρισκόταν στη θέση εκείνης της πλατείας, αλλά υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για εβραϊκή κοινότητα στο Ρέγκενσμπουργκ από το 981 μ.Χ. Η κοινότητα είχε τη δική της διοίκηση, σφραγίδα και δικαστές. Το θρησκευτικό μίσος προς τους Εβραίους, οι κατασκευασμένες κατηγορίες και τα οικονομικά συμφέροντα, οδήγησαν για πολλές δεκαετίες σε πογκρόμ κατά της εβραϊκής κοινότητας, από τις παλαιότερες και πιο σημαντικές στη νότια Γερμανία, το 1519.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top