Fractal

Αφήγημα σε συνέχειες: 20η εβδομάδα: «μήπως τελικά φοβάται»

Της Μαρίας Λαμπρέ // *

 

 

 

 

Η Άλεξ έχει 47 εβδομάδες για να καταφέρει κάτι που θα βάλει σε δοκιμασία το σώμα και το μυαλό της. Έχει 47 εβδομάδες για να προετοιμαστεί κατάλληλα και παράλληλα να ξαναβρεί τη ζωή της. Αποφασισμένη να αλλάξει, αρχίζει να βλέπει την αξία της διαδρομής αντί της στιγμιαίας ικανοποίησης που πάντοτε ένιωθε με την επίτευξη ενός στόχου.

 

47 εβδομάδες– 20η εβδομάδα: «μήπως τελικά φοβάται»

Τρέχει, κάτω από έναν καυτό μαγιάτικο ήλιο. Η άσφαλτος στρωμένη πρόσφατα, σκούρα με καλοφτιαγμένες λευκές διαγραμμίσεις. Πατάει επάνω στη διαχωριστική λωρίδα για τις προσπεράσεις και επιταχύνει ελαφρά. Η μουσική που έχει επιλέξει την ηρεμεί και της θυμίζει όμορφες στιγμές. Τότε που οδηγούσε και τραγουδούσαν μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με το Γιάννη. Το έκαψε εκείνο το τραγούδι, αυτή που ποτέ δεν συνέδεε καταστάσεις και ήχους, αδυνατούσε να ακούσει τη συγκεκριμένη μελωδία χωρίς να τον σκέφτεται. Σε αυτόν τον αγώνα της λείπει, τη μισεί σίγουρα. Της έρχεται να βρίσει. Του έστειλε τόσες φορές, τον παρακάλεσε, έγινε αυτή μικρή, τι να κάνει;

Τα μάτια της τσούζουν από τον ιδρώτα που κυλάει από το μέτωπο της. Τα χείλη της στεγνά αλλά σχηματίζουν ένα πονηρό, ναζιάρικο χαμόγελο. «Το ‘χω και αυτό» σκέφτεται και νιώθει τόσο ευχάριστα μέσα σε όλη αυτήν την καταπόνηση. Το κορμί της ανταποκρίνεται, τα 21 χιλιόμετρα είναι πλέον εφικτά. Τρίτος ημιμαραθώνιος και έχει συνέχεια. Προσπαθεί να τρέχει στη σκιά των λιγοστών δέντρων, κοιτά ευθεία, έχει κόψει νοητά τη διαδρομή ανά 4 χιλιόμετρα ώστε να αυτοελέγχεται, χωρίς να σταματά ακούει τα γόνατα, κλοτσά πετραδάκια, χτυπά τους τετρακέφαλους, όλα οκ. Τόσα χρόνια φρόντιζε να είναι εμφανίσιμη και περιποιημένη, να δείχνει ωραία στους άλλους για τους άλλους, τώρα αισθάνεται ευτυχισμένη για όσο το σώμα της είναι ακόμα χρηστικό. Έπρεπε να μεγαλώσει, να απειλείται η ζωή της για να καταλάβει. Της κακοφαινόταν που έτρεχε πάλι σε δρόμο στην Αττική αλλά μετά την αδυναμία της να σταθεί πριν μερικές μέρες θεώρησε ότι είναι φρόνιμο να μην ταξιδέψει για λίγο καιρό. Δε θα ήθελε να της συμβεί κάτι εκτός Αθηνών και να υποχρεωθεί να ειδοποιήσει την οικογένεια της, μόνο ο Άλκης ξέρει … Προσπαθεί να βρει κάτι να της τραβήξει την προσοχή να μη σκέφτεται τις αποφάσεις που έχει ήδη πάρει.

Γύρω μικροί λόφοι γεμάτοι πολυτελή σπίτια, όμορφα αν ξεχωρίσεις ένα προς ένα, αταίριαστα και άθλια αν τα δεις σα σύνολο. Ορισμένοι κήποι έχουν ανθισμένες τριανταφυλλιές, το γρασίδι όπου υπάρχει έχει κιτρινίσει από την πρόωρη ζέστη. Διακρίνει στη γωνία μιας μεγάλης αυλής ένα μικρό λαχανόκηπο, πιο μέσα μερικά οπωροφόρα δέντρα, πορτοκαλιές σίγουρα, ξεχωρίζει και μια λεμονιά. Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος, θα προτιμούσε μερικά συννεφάκια, θα έκανε το τοπίο λιγότερο μονότονο και τη διαδρομή πιο εύκολη, είναι ανυπόφορη όλη αυτή άπνοια και η ζέστη που σκάει από την άσφαλτο. Εργάτες έχουν σταθεί στην άκρη του πεζοδρομίου και παρακολουθούν με μισάνοιχτα από τον ήλιο μάτια εκατοντάδες ανθρώπους να περνούν από μπροστά τους. Έχει ακόμα 4 χιλιόμετρα για τον τερματισμό, πρώτη φορά πίνει τόσο νερό στη διαδρομή. Της έρχεται μυρωδιά της θάλασσας, είναι αρκετά κοντά από εκεί που τρέχουν, ίσως γύρισε ο αέρας, σαν να δρόσισε, ξεχάστηκε λίγο.

Νυστάζει τόσο πολύ τώρα τελευταία, πέφτει σε ύπνους μεσημεριανούς που την αποσυνδέουν από κάθε τι, της τη δίνει αυτό, θα πρέπει να ρωτήσει τον Άλκη αν είναι παρενέργεια από τα νέα φάρμακα. Θυμήθηκε μια υπέργηρη Εβραία, γειτόνισσα σε ένα από τα πρώτα της σπίτια, που της έλεγε όταν καμιά φορά άκουγε τις νεανικές της ανησυχίες, «όποιος φοβάται, πάει και κοιμάται». Το έλεγε με ένα πλατύ χαμόγελο, μια γυναίκα που πέρασε από μια κόλαση στη ζωή της, που είδε ανθρώπους να χάνονται, την οικογένεια της να διαλύεται, τους φίλους τις να εξαφανίζονται μέσα στη νύχτα. «Κρύβεσαι κάτω από τις κουβέρτες σου αν φοβάσαι, κοιμάσαι και ξεφεύγεις για μερικές ώρες από τη ζωή, ξεχνάς τον πόνο, δε χρειάζεται να πάρεις αποφάσεις, μπορείς να κάνεις σαν να μη συμβαίνει τίποτα, δεν απαντάς στα τηλέφωνα, δεν ανοίγεις την πόρτα, δεν κάνεις συζητήσεις. Το να ξαγρυπνάς αναζητώντας λύση σε κάνει ανθρώπινο, τον να ξυπνάς μέσα στη νύχτα νιώθοντας πόνο για κάποιον που έχεις χάσει σε κάνει ταπεινό, το να σηκωθείς το πρωί για να προχωρήσεις σε κάνει άτρωτο». Μήπως δεν είναι τα φάρμακα που την κάνουν να θέλει να κοιμηθεί, μήπως χρειάζεται αυτή την περίοδο να δραπετεύσει από την πραγματικότητα της, μήπως δεν είναι πλέον ατρόμητη, μήπως τελικά φοβάται;

 

 

 

Μαρία Λαμπρέ, γεννημένη στον Πειραιά, οικονομολόγος. Οι αριθμοί μεταμορφώνονται κάθε μέρα σε γράμματα που προσπαθούν να βρούν το χώρο τους ανάμεσα σε υπολογιστικά φύλλα και οικονομικές αναλύσεις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top