Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ένας αδιάσπαστος κύκλος

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Jacqueline Woodson: “Κάτι αστραφτερό”, μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη, εκδόσεις Πόλις

 

Όταν η Woodson στο βιωματικό της μυθιστόρημα Ένα άλλο  Μπρούκλιν (εκδόσεις Πόλις) έγραφε: Τώρα ξέρω πως τραγική δεν είναι η μία ή η άλλη στιγμή· είναι η ανάμνηση, είχε ήδη καταγραφεί στην αναγνωστική συνείδηση ο τρόπος που η συγγραφέας προσεγγίζει τις ιστορίες που αφηγείται: με παλινδρομήσεις, καταργώντας την ευθύγραμμη χρονική σειρά, δημιουργεί τα διαφορετικά επίπεδα πρόσληψης των βιωματικών στοιχείων οδηγώντας μεθοδικά στην αφηγηματική της τοιχογραφία. Τίποτα δεν εκλαμβάνεται ως αυτόνομο, τίποτα δεν οδηγεί από μόνο του στο πλέγμα των σχέσεων που συνιστούν τη ζωή των ηρώων της. Με θητεία αρχικά στη νεανική λογοτεχνία, για την οποία μάλιστα έχει βραβευτεί επανειλημμένως, ανιχνεύει στα πρόσφατα βιβλία της για ενήλικες τη δύσκολη πορεία ενηλικίωσης μέσα από τις σχέσεις με τους γονείς,  ενσωματώνοντας πολλές αναφορές για τα προβλήματα των Αφροαμερικανών πολιτών μέσα σε μια αμφιλεγόμενη ως προς τις παρεχόμενες ελευθερίες αμερικανική κοινωνία. Έτσι, οι φυλετικές προκαταλήψεις, τα αναχρονιστικά στερεότυπα ως προς την αναζήτηση ταυτότητας αλλά και ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός (ιδιαίτερα αγαπητό θέμα της Woodson) αποτελούν τα δομικά στοιχεία της πλοκής των ιστοριών της.

Το πρόσφατο Κάτι αστραφτερό, πάλι από τις εκδόσεις Πόλις και σε μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη, που αποδίδει άψογα όχι μόνον τη γλωσσική φυσιογνωμία της γραφής και το ιδιαίτερο ύφος αλλά, κυρίως, την ατμόσφαιρα, παρέχοντας πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα στις Σημειώσεις του  βιβλίου, μας μεταφέρει ξανά στον γνώριμο χώρο του Μπρούκλιν, αυτό το αμερικανικό χωνευτήρι λαών. Με αφορμή την τελετή ενηλικίωσης της δεκαεξάχρονης ηρωίδας της, της Μέλοντι, θα πάει πίσω στον χρόνο (με πρωτοπρόσωπες ή τριτοπρόσωπες φωνές να αφηγούνται) για να δει συνειρμικά τα πρόσωπα που αποτελούν τη γενιά του νεαρού κοριτσιού. Η μητέρα Άιρις, έγκυος στη  Μέλοντι στα δεκαέξι της χρόνια, βίωσε όχι μόνο μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αλλά κυρίως μια ανεπιθύμητη μητρότητα, χτίζοντας έτσι ένα τείχος στη σχέση με την κόρη της, η οποία μεγαλώνει συνδεδεμένη με τον πατέρα της τον Όμπρεϊ. Μια γενιά ακόμη πιο πίσω, η γιαγιά Σέιμπι, είναι αυτή που φέρει μέσα της τη μνήμη από τον φυλετικό ρατσισμό και την απώλεια στην ακραία τους μορφή, όταν ακόμη η λευκή αμερικανική κοινότητα δεν κρατούσε καν τα προσχήματα – η αναφορά φυσικά στις θηριωδίες της Κου-Κλουξ-Κλαν. Φυσικά, δίπλα σ’ αυτούς τους χαρακτήρες θα δούμε και τους δευτερεύοντες, αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτός ο όρος για μια ιστορία που ο κάθε ήρωας αποτελεί ψηφίδα απαραίτητη για να συγκροτηθεί μια  συνολική εικόνα πλήρης σε νόημα.

Η Woodson στην προμετωπίδα του βιβλίου της γράφει: Για την ατελείωτη σειρά των προγόνων μου, όλους εσάς που σκύβατε και λυγίζατε, σκύβατε και λυγίζατε. Μέσα από την αφιέρωση αυτή, προσδίδει και σ’ αυτό το βιβλίο της τον απαραίτητο βιωματικό χαρακτήρα που το καθιστά κάτι παραπάνω από ένα μυθιστόρημα πλοκής· είναι, στην ουσία, ένα βιβλίο που τολμά να μιλήσει για τις καθοριστικές, όσο και συχνά τραυματικές, συνδέσεις με τους προηγούμενους κρίκους της συνεχούς αλυσίδας. Γνώρισμα μιας σπουδαίας γραφής η ικανότητα να διυλίζει μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορία τα παθήματα και τις εμπειρίες πολλών. Και εδώ η Woodson με την ιστορία της μας προσκαλεί σε μια επώδυνη πορεία για να βρούμε τα ίχνη των προηγούμενων μέσα μας.

 

Jacqueline Woodson

 

Αποσπάσματα:

 

Κάθε μέρα, από τότε που ήταν μωρό, έλεγα στην Άιρις αυτή την ιστορία. Πώς κατέφτασαν με κακές προθέσεις. Πώς το μόνο που ήθελαν ήταν να μας δουν πεθαμένους. Με τα χρήματά μας να έχουν  καεί. Με τα μαγαζιά και τα σχολεία  και τις βιβλιοθήκες μας, τα πάντα, να έχουν χαθεί. Και παρόλο που όλα αυτά έγιναν είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν αρχίσω να υπάρχω έστω σαν σκέψη, τα κουβαλάω ακόμη. Κουβαλάω την απώλεια. Η Άιρις κουβαλάει την απώλεια. Και παρακολουθώντας τη  εγγονούλα μου  να κατεβαίνει εκείνα τα σκαλιά, είμαι πια σίγουρη πως κι αυτή κουβαλάει την απώλεια επίσης.

Μα κι οι δυο τους είν’ ανάγκη να ξέρουν πως, μέσα στην απώλεια, πρέπει να κουβαλάς και πολλά άλλα πράγματα. Το φευγιό. Τη σωτηρία. (σ. 95)

 

Πάντα μιλούσαν χαμηλόφωνα. Επειδή πάντα φοβούνταν. Το Μπρούκλιν ήταν ένας καινούργιος κόσμος που δεν είχε πάψει να τους φαίνεται ακατανόητος – οι θυμωμένοι Ιταλοί πιτσιρικάδες που έπεφταν με δύναμη πάνω στα καρότσια τους για τα ψώνια, όταν πήγαιναν οι δυο τους στο σούπερ μάρκετ της λεωφόρου Γουέικοφ. Τα βαγόνια του υπερυψωμένου σιδηρόδρομου που περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, όταν περπατούσαν βιαστικά προς το κατάστημα εξαργύρωσης επιταγών στη γωνία Γκέιτς και Μιρτλ. Οι παχιές γυναίκες που τους παρακολουθούσαν από το περβάζι του παραθύρου τους, με τους αγκώνες ακουμπισμένου σε κάτι ελεεινά μαξιλάρια και το βλέμμα να σαρώνει αργά το τετράγωνο, πάνω κάτω. (σ. 42-43)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top