Fractal

Διήγημα Fractal: «15.8: Μια αληθινή ιστορία εξάρτησης και ντροπής…»

Της Στεύης Τσούτση // 

 

 

 

Κάθε μέρα η ίδια δουλειά. Μαγαζί, περίπτερο, μαγαζί, περίπτερο, σπίτι. Έλεγε του περιπτερά καλημέρα, καλησπέρα κι ενίοτε και καληνύχτα. Έπαιρνε το πακέτο τα τσιγάρα της, κανα πακετάκι τσίχλες, έτσι για την ανάσα, κι επέστρεφε στη βάση της. Με κρύο, με λιοπύρι, με χιόνι ή βροχή, το δρομολόγιο ίδιο. Άτιμη συνήθεια το κάπνισμα κι εκείνη είχε κοντά εικοσιπέντε χρόνια που το κουβαλούσε πάνω της. Το ήθελε το πρωί πριν την τουαλέτα της, με τον καφέ τον ελληνικό, το ήθελε μετά το φαΐ, το ήθελε και πριν τον ύπνο. Καλά όχι μόνο τότε, γιατί αν ήταν μόνο τρία τα τσιγάρα της μέρας δε θάχε τόσα πήγαινε-έλα στο περίπτερο. Αλλά αυτά τα τρία ήταν ιεροτελεστία. Ήταν και ο άντρας της καπνιστής. 5 πακέτα και οι δυο τους τη μέρα. Νεράκι άδειαζαν τα κουτιά. Κι εκείνη λαχάνιαζε στη σκάλα, εκείνος φούσκωνε και ξεφούσκωνε σε κάθε βήμα. Τους κάπνιζε, δεν το κάπνιζαν. Αλλά τι κι αν φώναζαν τα παιδιά να το κόψουν; Άτιμη εξάρτηση το ρημάδι. Κόβεται; Δεν κόβεται έλεγε του εαυτού της και πήγαινε προληπτικά στο περίπτερο γιατί στο πακέτο έμεναν τρία μόνο και τι θα έκανε αν ξέμενε; Από γάλα μπορούσε να ξεμείνει. Από ψωμί το ίδιο. Από τσιγάρο ποτέ… Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια.

 

 

Κι ήρθε και τα βαρέθηκε τα σούρτα φέρτα ο περιπτεράς και το έκλεισε ο άνθρωπος το κατάστημα. Καλά, δεν τους βαρέθηκε ακριβώς, αλλά πώς να το κάνουμε, σώθηκαν κι αυτουνού τα πακέτα που ήταν μελετημένο να πουλήσει σε τούτη τη ζωή. Πήγε σπίτι του. Όσο για εκείνη; Μεγάλωσε το δρομολόγιο. Το νέο στέκι, το ψιλικατζίδικο της πλατείας, ήταν μακριά. Έπρεπε να μελετήσει τις ανάγκες τους και να κάνει τα κουμάντα της για τις ανάγκες της ημέρας. Είπαμε, άλλωστε, λαχάνιαζε για να πηγαίνει τόσο δρόμο κάθε τρεις και λίγο. Τα μέτρησε, τα ξαναμέτρησε, 5 πακέτα τα έβγαλε, ούτε τσιγάρο λιγότερο. Τουτέστιν 15.80. Μήτε δεκαράκι λιγότερο. Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, τα 15.80 έβγαιναν από το πορτοφόλι της αγόγγυστα. Όχι ότι δεν την έτσουζε, αλλά άναβε ένα τσιγάρο και της περνούσε. Δεν τα έβγαζαν και πολύ άνετα πέρα, αλλά μια απόλαυση τους είχε μείνει, δε θα την έκοβαν κι αυτή! Και κάπως έτσι ο καιρός περνούσε. Με ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς, με ελλείψεις στο σπίτι, με καθυστερημένα γραμμάτια. Άναβαν τσιγάρο, αναστέναζαν βαθιά κι έλεγαν ότι όλα θα περάσουν. Ήταν αισιόδοξο ζευγάρι, πώς να το κάνουμε. «15.8» της είπε ο ψιλικατζής. Όχι ότι χρειαζόταν, άλλωστε με το που τραβούσε την πόρτα του μαγαζιού ο άνθρωπος είχε έτοιμα πάνω στον πάγκο τα τσιγάρα της. Άνοιξε το πορτοφόλι της σχεδόν μηχανικά. Κοίταξε στο ένα τσεπάκι, έβγαλε ένα δεκάρικο. Άλλο χαρτονόμισμα δεν είχε. Κουδούνισαν τα ψιλά της. Άνοιξε το πλαϊνό θηκάκι. Δύο, τέσσερα, έξι. Δεκαέξι ευρώ. Και τίποτα άλλο. Ένας σωρός από μικρές αποδείξεις των 15.8 μαζεμένες μέσα και τίποτα άλλο. Έδωσε τα τελευταία της δεκαέξι ευρώ και πήρε πέντε πακέτα τσιγάρα. Πήρε το εικοσαράκι ρέστα και το έβαλε με προσοχή μέσα στο αδειανό πορτοφόλι. Ήταν το τελευταίο της εικοσαράκι, τα τελευταία της λεφτά. Και τα είχε μόλις κάνει πέντε πακέτα τσιγάρα. Βγήκε ζαλισμένη από το μαγαζί. Αυτό το ολοστρόγγυλο, μοναχικό εικοσαράκι τής είχε καθίσει στο λαιμό. Χρόνια στο μαγαζί ήξερε καλύτερα κι από κομπιουτεράκι να κάνει πράξεις. 15.8 επί 30 ίσον 474 ευρώ το μήνα για τσιγάρα. Το νούμερο τη χτύπησε κατάμουτρα.

 

 

Χθες το κορίτσι της είχε πληρωθεί από εκείνο το κινεζοπαιχνιδομάγαζο που εργαζόταν σαν το σκυλί από το πρωί μέχρι το βράδυ, κατεβάζοντας κούτες κι ανεβάζοντας κουκλάκια και τα συναφή στα ράφια. 300 ευρώ είχε πάρει το παιδί της. Κι ήδη ο φλεβίτης είχε αρχίσει να φαίνεται στα πόδια της από την ορθοστασία. Κι αυτή επένδυε στα ράφια του ψιλικατζή κάθε μέρα. Ντράπηκε. «Καλέ κυρία, σου περισσεύει κανα τσιγάρο;» τη ρώτησε ένας στο δρόμο. Όλοι τον ήξεραν. Τριγυρνούσε και μάζευε ό,τι του έδιναν. Άλλοτε κανα κρουασάν, μια μπύρα, ένα τσιγάρο καλή ώρα. Καλόβολος ήταν και πάντα ευγενικός. «Να, πάρτα όλα» του είπε κι έδιωξε από πάνω της τα 15.8 της ντροπής. «Εγώ τελείωσα με αυτά». Κι όντως είχε τελειώσει. Είχε να στρώσει την πάρτη της και τον άντρα της, να πάρει πίσω την όσφρηση, την ανάσα, τη γεύση, την τσέπη τους. Να πάρει πίσω τη ζωή τους. Είχε την ελπίδα ότι μαζί με το τσιγάρο θα έσβηνε και την ντροπή της. 15.8 της ντροπής, της εξάρτησης, της τσαλακωμένης υγείας κι αξιοπρέπειας. Χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας. Την τρόμαξε για μια στιγμή κι ύστερα την έκανε να γελάει σαν τρελή μες τη μέση της πλατείας. Μόλις είχε θυμηθεί τι μέρα ήταν. 15.8.2017 Αν δεν ήταν αυτό σημάδι, τότε τι ήταν; Σκούπισε ένα δάκρυ που καλά καλά δεν ήξερε και η ίδια αν ήταν από τα γέλια ή από τίποτα άλλο και προχώρησε βιαστικά. Την περίμενε η ζωή της κι έπρεπε να φτάσει αλαχάνιαστη. Και θα έφτανε…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top