Fractal

Διήγημα: “Το χρονικό ενός καλοκαιρινού έρωτα”

Γράφει η Χρύσα Τζώρτζη //

 

 

 

Τα παγάκια συγκρούστηκαν άθελα τους με το γυαλί, καθώς το καλαμάκι τα ανάγκασε να στροβιλιστούν στο ποτήρι. Αναρωτιόταν πως γίνεται αυτός ο ήχος που άκουγε τώρα στο άδειο, σκοτεινό της δωμάτιο να ήταν ακριβώς ο ίδιος με εκείνον που έκαναν τα παγάκια στο παγωμένο τσάι της την μέρα που τον γνώρισε.

Ήταν μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή ημέρα, η θάλασσα σιγοτραγουδούσε το τραγούδι των σειρήνων και όλοι υπνωτισμένοι είχαν καταλήξει σε κάποια παραλία. Στον μικρόκοσμο της ακτής βρισκόταν μια καντίνα, όπου είχαν βρεθεί τυχαία στα τραπεζάκια της ιδιότυπες μορφές ανθρώπων, απολαμβάνοντας ένα κρύο αφέψημα κάτω από τον καυτό ήλιο. Κάπου μεταξύ αφεψήματος και καυτού ήλιου ολίσθησαν δυο βλέμματα και συναντήθηκαν με ένταση. Τα μάτια έβγαλαν σπίθες, τα αυτιά άκουγαν πυροτεχνήματα. Το σονέτο τους είχε αρχίσει.

Τώρα αδιάφοροι ήχοι από την τηλεόραση αντηχούσαν στο άδειο της δωμάτιο. Μα εκείνη πάλι θυμήθηκε τότε που τον περίμενε σε μια γαλάζια γέφυρα. Ο αέρας της χάιδευε τα μαλλιά, αφού αυτός δεν ήταν εκεί να το κάνει. Περίμενε φορώντας το γαλάζιο φουστάνι της, σταυρώνοντας τα χέρια της, ρίχνοντας το βάρος της στο ένα της πόδι.

Ήρθε εκείνος κι αυτή έχασε ένα καρδιοχτύπι, μικρό το τίμημα. Άφησε τη μηχανή μπροστά της, κατέβηκε, την πλησίασε αργά, σαν να είχε έρθει 5 λεπτά νωρίτερα ενώ στην πραγματικότητα είχε αργήσει μισή ώρα στο ραντεβού τους. Την κοίταξε στα μάτια κι αυτή κατάλαβε. Κατάλαβε ότι είχε βάλει κάτι άλλο πάνω από αυτήν, κάτι που έκανε τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται από το φως που έπεφτε στο πρόσωπο του. Το πρόσωπο του. Θα μπορούσε να μιλούσε ώρες γι αυτό, χωρίς αυτό, μα προτιμούσε με αυτό.

Την πήρε από το χέρι και χάθηκαν στα στενά της πόλης με σκοπό να βρουν προσωρινή στέγη για την ανταλλαγή βλεμμάτων και φιλιών. Κάπου εκεί τους φανερώθηκε ένας κήπος. Τα δέντρα είχαν σχηματίσει μια φωλιά γύρω από το μικρό καφενεδάκι που στεκόταν φιλήσυχο στη μέση του κήπου. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι κάτω από την σκιά ενός πλατάνου, ήταν απόγευμα έτσι κι αλλιώς ο ήλιος δεν θα τους απασχολούσε για πολύ ακόμη. Έπεφτε όμως όμορφα στα πρόσωπα τους. Το πρόσωπο της. Τα πράσινα μάτια της είχαν ευθυγραμμιστεί πλήρως με τα καστανά δικά του μάτια. Ενώ αυτός μιλούσε εκείνη παρατηρούσε τις λεπτές γραμμές γύρω από τα μάτια του. Είχε καιρό να τον δει, είχαν προστεθεί κι άλλες. Ίσως να ήταν το μόνο στοιχείο που της θύμιζε ότι ήταν θνητός. Άραγε αυτή πως φαινόταν στα δικά του μάτια;

Επιστροφή στο άδειο δωμάτιο. Τώρα πια η τηλεόραση είχε κλείσει μόνη της και ακουγόταν μόνο το ρολόι να χτυπά ρυθμικά πίσω της. Αυτός ο ρυθμός της έφερε στο μυαλό τότε που χτυπούσε εξίσου ρυθμικά το πόδι της κάτω από το τραπέζι σε ένα μικρό καφέ δίπλα στη θάλασσα. Ήθελε να τελειώνει όλο αυτό. Δεν πίστευε σε ότι άκουγαν τα αυτιά της και σε ότι έλεγε το στόμα του. Το στόμα του. Πως μπορούσε να ξεστομίζει αυτά τα πράγματα. Ποια οικογένεια; Ποιο παιδί; Πότε έγιναν όλα αυτά; Μα τον περίμενε να γυρίσει… Τόσα καλοκαίρια τώρα… Νόμιζε ότι ήταν η κρυφή τους συμφωνία. Τώρα τον είχε δίπλα της αλλά τον αισθανόταν τόσο μακριά της. Πράγμα περίεργο γιατί τόσο καιρό έμενε χιλιόμετρα μακριά και τον ένιωθε τόσο κοντά της. Ήθελε να τελειώνει εκείνη η βασανιστική στιγμή πριν ο κόμπος που είχε στο λαιμό ανέβαινε προς τα πάνω και γινόταν δάκρυα στα μάτια της.

Το ρολόι χτύπησε δώδεκα ακριβώς. Προτιμούσε να ζούσε ξανά εκείνη την βασανιστική στιγμή χίλιες φορές δίπλα του, παρά να πάει για ύπνο σε ένα άδειο κρεβάτι εκείνο το βράδυ. Σηκώθηκε αργά από την κουνιστή της πολυθρόνα και κατευθύνθηκε προς τα κρύα της σεντόνια. Όταν βρέθηκε ανάσκελα, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την νοερή προβολή των αναμνήσεων που έκανε στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας. Προσπαθούσε να ζήσει ξανά τα πάντα, όσο πιο πιστά μπορούσε, χωρίς να τα ωραιοποιήσει, εκεί ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, όπως έκανε κάθε βράδυ. Ήταν το καταφύγιο της.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top