Fractal

«Η δυνητικότητα να υπάρξει δυνατότητα έκφρασης της ανθρώπινης βούλησης για ζωή, τέχνη και πολιτική, χωρίς και πέραν τής διαμεσολάβησης του εκάστοτε κανόνα»

Γράφει ο Χρήστος Μιάμης // *

 

 

 

Κωνσταντίνος Λίχνος «Μετανεωτερικότητα και Ρεαλισμός» εκδ. Γράφημα

 

Το παρόν δοκίμιο, του Κωνσταντίνου Λίχνου, επιδιώκει, με τρόπο μεθοδικό και συμπεριληπτικό, την ανάλυση της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ τής μετανεωτερικότητας και τού ρεαλισμού. Πρόδηλα, όπως είναι αναγκαίο να γίνεται σε κάθε ανάλογο εγχείρημα, της ανάλυσης προηγείται -και επιβάλλεται να προηγείται-, ο ορισμός των εννοιών που τίθενται προς διαπραγμάτευση. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Λίχνος, παρακολουθεί την ιστορική, όπως και τη γνωσιοθεωρητική διαδρομή, αφενός τού ρεαλισμού και αφετέρου τής μετανεωτερικότητας, σε μια απόπειρα ανάδειξης των προσδιοριστικών γνωρισμάτων των εν λόγω υποδειγμάτων σκέψης.

Υπ’ αυτή τη θέαση, λοιπόν, ο ρεαλισμός επιδιώκει να απεικονίσει τον κόσμο όπως ακριβώς αναφύεται, δίνοντας έμφαση στην αντικειμενική αλήθεια και την αναπαράσταση της πραγματικότητας, ενώ η μετανεωτερικότητα αμφισβητεί και αποδομεί την έννοια της δομημένης πραγματικότητας, δίνοντας έμφαση στην υποκειμενικότητα, τον κατακερματισμό και την κατάρρευση των μεγάλων αφηγήσεων. Ο ρεαλισμός, ως φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα, εμφανίστηκε στα μέσα τού 19ου αιώνα ως αντίδραση στον ρομαντισμό, που αποτελούσε το ηγεμονικό υπόδειγμα τέχνης. Οι θιασώτες τού ρεαλισμού αποπειράθηκαν να απεικονίσουν τις καθημερινές πτυχές τής ζωής με ακρίβεια και λεπτομέρεια, εστιάζοντας συχνά σε κοινωνικά ζητήματα και στο φορτίο αντιφάσεων της ζωής τής εργατικής τάξης. Υπ’ αυτήν την οπτική, λοιπόν, η ρεαλιστική θέαση αναδύεται ως μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια εμμενής αναπαράσταση του κόσμου, με στόχο την πιστή αποτύπωση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ωστόσο, η κατακλυσμιαία εισβολή τού μεταμοντερνισμού, λειτούργησε ως παράγοντας ανασύστασης της φιλοσοφικής και θεωρητικής σκέψης, υποσκάπτοντας τα θεμέλια του ρεαλισμού, θέτοντας στη βάσανο της αποδόμησης και της ολοσχερούς αμφισβήτησης τα οικουμενικά υποδείγματα, αφενός σε επίπεδο φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό, αφετέρου σε επίπεδο τέχνης και καθημερινής ζωής. Ο μεταμοντερνισμός απέρριψε την ιδέα μιας γενικής αλήθειας και, αντ’ αυτού, έδωσε έμφαση στην υποκειμενικότητα της εμπειρίας και στην κατασκευασμένη φύση τής πραγματικότητας. Στη βάση τής ανάλυσης μεταμοντέρνων διανοητών, όπως ο Jean-François Lyotard και ο Jean Baudrillard, η πραγματικότητα είναι μια κοινωνική κατασκευή που διαμορφώνεται από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τη δυναμική πολλαπλών εκφορών εξουσίας και ως εκ τούτου, η ίδια η πραγματικότητα αποτελεί, ουσιαστικά, απότοκο της υποκειμενικής εκβολής στο πεδίο τής κοινωνικής ζωής, δημιουργώντας πολλαπλές πραγματικότητες, γέννημα πολλαπλών αφηγήσεων.

Ο μεταμοντερνισμός δεν μπορεί να ιδωθεί και να προσληφθεί σε διάρρηξη προς την ίδια την ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, με την έννοια πως η συζήτηση για την έλευση ή μη της μετανεωτερικότητας αποτελεί μια συζήτηση η οποία εκβάλλει από την ηγεμόνευση της θεώρησης: πως η ανθρωπότητα έχει πλέον αποκοπεί από τη νεωτερικότητα κι έχει ταξιδέψει προς την επικράτεια του σχετικισμού και του άκρατου υποκειμενισμού, όπου στη θέση των οικουμενικών προταγμάτων έχει αναδυθεί η δυναμική τής μοναδιαίας αντίληψης της ιστορίας. Η εν λόγω εξέλιξη, πρόδηλα, δεν αποτελεί μια ανάρμοστη ιστορική εκβολή, καθώς η συγκεκριμένη αρρυθμία έχει ήδη επισημανθεί από τον Ντυρκέμ, ο οποίος διέβλεψε τη νεωτερική δυστοπία ως απόρροια της μετάβασης από την προβιομηχανική προς τη βιομηχανική κοινωνία, ή από τον Μαρξ, ο οποίος είχε με διαύγεια εντοπίσει την ανάδυση της αλλοτρίωσης ως γέννημα του συγκρουσιακού χαρακτήρα τής καπιταλιστικής νεωτερικότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόληψη σε θεωρητικό και ιστορικό επίπεδο της μετανεωτερικότητας, διαμέσου τού καλειδοσκοπίου των μεταδομιστικών θεωριών και προσεγγίσεων, αποτελεί μια σχετικά άνευρη και ημιτελής απόπειρα να κατανοηθεί η ίδια ιστορική εξέλιξη μέσα από μία θέαση οριστικής τομής και διάρρηξης μεταξύ νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας. Υπ’ αυτήν την οπτική, λοιπόν, η έννοια της μετανεωτερικότητας, η οποία συνοδεύεται από την αντίληψη ότι οι οικουμενικές αφηγήσεις και τα καθολικά υποδείγματα κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, και, ως εκ τούτου, πολιτισμικής συμβολής, δεν είναι πλέον σε θέση να ερμηνεύσουν και να ιχνηλατήσουν την ιστορική πραγματικότητα, αποτελεί μία αντίληψη η οποία είναι απότοκος ενός ολοσχερούς αποδομισμού, ο οποίος προτάσσει την απαγκίστρωση από οποιοδήποτε αποφατικό κοινωνικό αίτημα οικουμενικού χαρακτήρα. Η θεώρηση της μετανεωτερικότητας είναι μία ολοσχερής κι εξαντλητική ανάγνωση της ανθρώπινης ιστορίας, η οποία εξαντλείται και αυτοεκπληρώνεται τη στιγμή που αρθρώνεται. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μία ανερμάτιστη, εν πολλοίς, άρνηση, η οποία παραμένει συσσωματωμένη στον κανονιστικό ορίζοντα της καπιταλιστικής ηγεμονίας, εντός τής οποίας προσπαθεί να κινηθεί ανεπιτυχώς, σε μία απόπειρα να εκφράσει αντίρροπες τάσεις, οι οποίες, τελικά, εκπνέουν στον πεπερασμένο ορίζοντα της εμπορευματικής συνθήκης. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η μετανεωτερικότητα συνιστά μία νοητική κατασκευή η οποία, αν και αποπειράται να απογαλακτιστεί από τον ορθολογισμό τού καρτεσιανού δυισμού, τελικά, δημιουργεί μία καινοφανής, αν και όχι καινή, νομοτέλεια, όπου στη θέση τής οικουμενικής, καθολικής, αφήγησης τοποθετεί τη μοναδιαία ανάλυση του ιστορικού χρόνου και της κοινωνική δράσης, ενώ στρέφει το βλέμμα τής ανθρωπότητας από την αναγκαιότητα και την προσδοκία μιας ριζικής ολοκληρωτικής μεταβολής, στη μελέτη τής μοναδιαίας ανάλυσης ιστορίας, η οποία ολοκληρώνεται τη στιγμή που εκφέρεται, ακριβώς γιατί κατασκευάζεται από τη σκουριά τής υπάρχουσας κυριαρχίας.

Αν αυτό λαμβάνει χώρα σε κοινωνικό, πολιτικό και φιλοσοφικό, επίπεδο, τότε, με την ίδια ακριβώς εξελικτική πορεία, διαστέλλεται στο πεδίο τής τέχνης και τού πολιτισμού, όπου η μετανεωτερικότητα, η αποδόμηση, όπως και οι μεταδομιστικές προσεγγίσεις, και ο μεταμοντέρνος λόγος, δημιουργούν ένα παλίμψηστο αχαλίνωτης αισθησιοκρατίας, η οποία αποφαίνεται περί τού τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, ενώ η ίδια αποπειράται να συγκροτηθεί ως μεγάλη αφήγηση αποκαθηλώνοντας τις πρότερες. Αυτή είναι, εξάλλου, η κατάρα κάθε θεωρητικής προσέγγισης που απαιτεί την προσοχή τής ιστορίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αν η νεωτερικότητα προσέδωσε στην ανθρωπότητα την αισιοδοξία μιας αέναης προοδευτικής εξέλιξης, η μετανεωτερικότητα φλυαρεί ακατάσχετα, διαμέσου μιας ανερμάτιστης απαισιοδοξίας, η οποία ενδύεται τον μανδύα τού βιώματος και τής εμπειρίας, συστηνόμενη ως αυθεντικότητα μιας κατακερματισμένης θεσιακότητας, ενώ δεν συνιστά παρά την εξωτερικού χαρακτήρα αναπροσαρμογή των πυρηνικών και δομικών στοιχείων τής επικρατούσης εμπορευματικής συνθήκης.

 

Κωνσταντίνος Λίχνος

 

Υπ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, η μετανεωτερικότητα, παρόλο που το υπόσχεται, δεν καταφέρνει σε καμία στιγμή της να αποδράσει από τον εργαλειακό, νεωτερικό, λόγο, τής οποίας συνιστά αντιφατικό γέννημα, αλλά και εξελικτικό αναγωγισμό του, δεδομένου ότι ο εργαλειακός, νεωτερικός, λόγος συνεχίζει να υφίσταται κι εντός τού πεδίου ανάπτυξης της μετανεωτερικής προσέγγισης, διαμέσου ενός κατακλυσμιαίου εποικισμού, καταδεικνύοντας πως η νοητικά κατασκευασμένη μετανεωτερική συνθήκη, αποτελεί συνοδό εξάρτημα της εργαλειακότητας και της ορθολογικότητας του νεωτερικού λόγου, όπως αυτός γονιμοποιήθηκε από την καπιταλιστική κυριαρχία. Καθώς, σε τελική ανάλυση, η καπιταλιστική κυριαρχία είναι αυτή, που σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο, θέτει τον κανόνα, τα όρια, και τις κόκκινες ζώνες, εντός των οποίων είναι εφικτό να εκφράζονται τα υποκείμενα· κι ως εκ τούτου, οποιαδήποτε απόπειρα, η οποία επαγγέλλεται την χειραφέτηση, χωρίς χειραφέτηση από τον κανόνα, και την ελευθερία, χωρίς ελευθερία από το καπιταλιστικό πανοπτικό, είναι καταδικασμένη να μηρυκάζει τον νεωτερικό λόγο, χρησιμοποιώντας τα απαραίτητα στολίδια, προκειμένου αυτός να αναδύεται ως μια κίβδηλη καινούργια στιγμή στην ανθρώπινη εξέλιξη.

Εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία τού δοκιμίου τού Κωνσταντίνου Λίχνου, ο οποίος μας καθοδηγεί, μέσα από στενές ατραπούς, αλλά και χαώδη βουλεβάρτα, σε ένα ταξίδι κατανόησης της ίδιας της ιστορικής εξέλιξης, όπως και αποκάλυψης των δομικών και συγκροτητικών στοιχείων, αφενός τού ρεαλισμού και αφετέρου τής μετανεωτερικότητας, καταδεικνύοντας πως οποιοδήποτε φιλοσοφικό ή πολιτιστικό ρεύμα δεν αποτελεί τη μεταφυσική ανάδυση της «Αθήνας από το κεφάλι τού Δία», αλλά, ανάστροφα, συνιστά το ιστορικό αποκρυστάλλωμα της αντιφατικής πορείας τού εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού· καταδεικνύοντας πως ο ρεαλισμός αποτέλεσε κραυγή χειραφέτησης, άλλα και δήλωση απόγνωσης, όπως ακριβώς η μετανεωτερικότητα, ως νοητική κατασκευή, προσπάθησε και συνεχίζει να προσπαθεί ανεπιτυχώς, να καταδείξει τη διέξοδο από τη νεωτερική συνθήκη, παραμένοντας εγκλωβισμένη, σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο, χωρίς πόρτες και παράθυρα.

Εν κατακλείδι, το δοκίμιο του Κωνσταντίνου Λίχνου, διαμέσου τής θεωρητικής και ιστορικής του ανάλυσης, αναδεικνύει τη δυνητικότητα να υπάρξει δυνατότητα έκφρασης της ανθρώπινης βούλησης για ζωή, τέχνη και πολιτική, χωρίς και πέραν τής διαμεσολάβησης του εκάστοτε κανόνα, όπως αυτός τεκμαίρεται από την εκάστοτε κυριαρχία. Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε ακόμη βαλτωμένοι στην προϊστορία τής ανθρωπότητας, η οποία, ασθμαίνοντας, αλλά εν ζωή, αποπειράται να σφυρηλατήσει ιστορία, υπερβαίνοντας τον πεπερασμένο ορίζοντα του νεωτερικού κανονισμού.

 

 

* Ο Χρήστος Μιάμης είναι Πολιτικός επιστήμονας, υ/δ πολιτικής φιλοσοφίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top