Fractal

‘Μελλοντική Ελευθερία’

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης // *

 

«Μελλοντική Ελευθερία», Βαγγέλης Χρόνης, Κωνσταντίνος Μπούρας,   εκδ. Καστανιώτη

 

Οι ποιητές Βαγγέλης Χρόνης και Κωνσταντίνος Μπούρας, στην κοινή ποιητική τους συλλογή που ονομάζεται ‘Μελλοντική Ελευθερία,’ προχώρησαν σε μία ενδιαφέρουσα ποιητική καταγραφή της εξελισσόμενης πανδημίας, τέμνοντας την χρονικά, κοινωνικά και ανθρώπινα. Οι δύο τους, εισχωρούν βαθιά στον πυρήνα της πανδημίας, χωρίς να μεταβάλλουν τον ποιητικό τους διάλογο και τα ποιήματα τους, σε χρονικό ‘καταστροφής.’

Ισομερώς κατανεμημένα, μορφολογικά ισορροπημένα,  τα ποιήματα αυτής της ποιητικής σύνθεσης, ισορροπούν μεταξύ κρίσης και δη πανδημικής κρίσης και της επιδίωξης απόδοσης της, προσιδιάζοντας προς την συγκρότηση ενός ευρύτερου ‘μωσαϊκού’ εντός του οποίου δεσπόζουσα θέση κατέχει ο άνθρωπος. Και ως προς αυτό, θα αναφέρουμε ό,τι η ποιητική σύνθεση διακρίνεται από έναν έντονο ‘ανθρωπο-κεντρισμό’ που εν προκειμένω, συναρθρώνει τις έντονες προκλήσεις ή αλλιώς τα διακυβεύματα της περιόδου που εμπεριέχουν το ανθρώπινο υποκείμενο και την επίγνωση της θνητότητας και της ευαλωτότητας του (πανδημία/ασθένεια), με την ίδια επανεπινόηση του ανθρώπου της ‘διπλανής πόρτας,’ ο οποίος και φέρει το βάρος και τα συναισθήματα που γεννά η πανδημία του κορωνοϊού εντός οικίας.

Κάτι που διαγράφεται ευκρινώς στον ποιητικό λόγο του Βαγγέλη Χρόνη και πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα που τιτλοφορείται ‘Η Απουσία των τροχοφόρων’: «Οι σειρήνες των ασθενοφόρων δεν ηχούν στους άδειους δρόμους της Αθήνας. Η απουσία των τροχοφόρων μια υπόκλιση στην ιερότητα της ζωής. «Μένουμε σπίτι».[1]

Το λεκτικό πρόσημο του «μένουμε σπίτι» που δεν ανα-καλεί όσο επαναπροσδιορίζει το βασικό σύνθημα της περιόδου ‘εκτάκτου ανάγκης’ (καραντίνα), τίθεται περιφραστικά, αναπαράγοντας τόσο την ‘απειλή’ που συνιστά ο ιός, εναντίον του οποίου λαμβάνονται μέτρα προστασίας που αναπαριστούν το ‘σπίτι’ ως ‘ασφαλή’ τόπο και περαιτέρω τον σημαίνον ιδιωτικό χώρο ως ‘καταφύγιο,’ όσο και την δυνατότητα προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Και για τον ποιητή, η ζωή ανάγεται στην εμπρόθετη «ιερότητα» της, κάτι που σημαίνεται ό,τι η ίδια νοηματοδοτείται με διαστάσεις πρωτεύοντος αγαθού. Άρα, διαμορφώνεται το σχήμα ‘σπίτι-άνθρωπος-υγεία,’ καθιστώντας ευδιάκριτο το κλίμα της εποχής: ‘Κίνδυνος.’

Περαιτέρω, το σπίτι αναπαρίσταται ως ιστορικός σταθμός που σταθμίζει εκ νέου τα δεδομένα, αφήνοντας εκτός το περιττό. Ακόμη και υπόγεια, μία διάκριση μεταξύ θεμελιώδους και επουσιώδους, διαφαίνεται στην ποιητική του Βαγγέλη Χρόνη, εκεί όπου η ανθρώπινη ζωή δεν πρέπει να ‘θυσιασθεί ‘η να πεταχθεί βορά στους ‘εμπόρους’ της ψευδεπίγραφης ελπίδας.

Διαφορετικά ειπωμένο, η εποχή που τελεί ‘εν κινδύνω’ αναδεικνύεται εντός του ποιητικού λόγου, που θέτει τα δικά της όρια μεταξύ ευθύνης και ελευθερίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η ελευθερία, η ‘απελευθέρωση’ από την πανδημία ως κοινωνιο-υγειονομική συνθήκη ‘απειλής,’ προϋποτίθεται στην ‘ευθύνη,’ στην διατήρηση ατομικών μέτρων προστασίας, και, στην δέσμευση για την προστασία της ανθρώπινης ζωής που ως ‘αυταξία,’ εμπεριέχει και εμπεριέχεται στις δύο προηγούμενες σημάνσεις.

Ουσιαστικά, η ποιητική σύνθεση, δίχως να διαρθρώνεται σε επιμέρους κατηγορίες, προβαίνει στην καταγραφή της περιόδου της ‘καραντίνας,’ εκκινώντας στις 21 Μαρτίου και καταλήγοντας στις 3 Μαϊου, που υπήρξε η τελευταία ημέρα εφαρμογής της συγκεκριμένης στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας, όπως ονομάσθηκε η όλη κατάσταση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, στις 11 Μαρτίου 2020. Οι ημερομηνίες καταγράφονται και από τους δύο, συνιστώντας μία ιδιότυπη ‘σφραγίδα’ κρίσης, το απαραίτητο νήμα που δίδει χώρο στον ποιητικό λόγο ώστε να προβεί στην έγκληση της βιωμένης ιστορίας. Η πύκνωση των γεγονότων στη ‘Μελλοντική Ελευθερία’ αντικαθίσταται από την πύκνωση του ιστορικού χρόνου και των νοημάτων.

Η διαλεκτική μεταξύ ζωής και θανάτου, ιατρικής επιστήμης και ασθένειας, υποστασιοποιείται όσο απαιτείται, για να μετεξελιχθεί σε διαλεκτική μεταξύ ερέβους και φωτός. «Η Περσεφόνη πάντα επιστρέφει Απηυδισμένη από την σκοτεινιά του Κάτω Κόσμου, Από την μούχλα της φυλακής, όσο επιχρυσωμένη κι αν είναι… Η φύση πάντα οργιάζει κι ο Οδυσσέας θα ευχόταν να ήτανε μάλλον Φτωχός βοσκός στην Ιθάκη παρά περιπλανώμενος άρχοντας της. Τα ερέβη έχουν πάντα ένα όριο: Δεν αντέχουν στο φως», τονίζει ο Κωνσταντίνος Μπούρας.[2]

Δεν δύναται να κάνουμε λόγο για ένα ποιητικού τύπου, ημερολόγιο, όσο για ένα ‘φορτισμένο’ με διεργασίες και διάφορες παραμέτρους (ας θυμηθούμε ό,τι η υγειονομική κρίση ‘παραμετροποιείται’), χρονικό, στο οποίο και διασταυρώνονται φόβοι και προσδοκίες, παραδοχές και μαρτυρίες, προθέσεις και ακόμη και ανομολόγητοι πόθοι, όπως επίσης, σε ένα ευρύτερο (και όχι ανώτερο) επίπεδο, η κυβερνητική με την ιατρική διαχείριση, και το κοινωνικό με το ιστορικό πρόσημο. Μοτίβα και οριακές και μη παραστάσεις, που εντάσσονται σε ό,τι ο Κωνσταντίνος Μπούρας αποκαλεί «αγία καθημερινότητα».[3]

Και τον σφυγμό’ αυτής της «αγίας καθημερινότητας» που δεν αποστρέφει το βλέμμα της από την ευαλωτότητα, επιδιώκουν να ‘συλλάβουν’ οι δύο ποιητές σε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ‘συνομιλία,’ ή αλλιώς, ‘συναλλαγή’ ιδεών και θέσεων, για την οποία θα επισημάναμε επίσης πως προσλαμβάνει υπαρξιακές έως και φιλοσοφικές προεκτάσεις που αρθρώνονται γύρω από την θέση και την στάση του ανθρώπινου υποκειμένου ενώπιον της κρίσης και της ασθένειας που ξυπνά μνήμες θανάτου. Και η εννοιολόγηση της ασθένειας, απτή, συγκεκριμένη και μη εξιδανικευμένη, λειτουργεί ωσάν ‘κάτοπτρο’ που αντανακλά αρχέγονους φόβους, προθέσεις απόδρασης, ιστορίες και κύρια μικρο-ιστορίες που διαλέγονται με την ζωή και με την ευρύτητα του θανάτου, τον οποίο και ενίοτε ποσοτικοποιεί ο Βαγγέλης Χρόνης. Ο οποίος και αναλαμβάνει να υπενθυμίσει, δίπλα στην ανθρώπινη απώλεια, την επίσης απώλεια της τελετουργίας του πένθους για τον νεκρό: Όλα γίνονται γρήγορα, αποστειρωμένα και προσεκτικά.

 

Βαγγέλης Χρόνης

 

Οι δύο ποιητές, δεν ‘κυνηγούν’ εκβιαστικά τις λέξεις και τα συναισθήματα, αλλά, αντιθέτως, αφήνουν να διαρρεύσει η αίσθηση της μείζονος μεταβολής, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο κορωνοϊός ή αλλιώς ο ιός (πιο άμεσα), αναπαρίσταται ως «κατακτητής», ακόμη δηλαδή και με όρους ‘πολεμικούς’ και ‘ηγεμονικούς.’ Πλέον, εάν υπάρχει κάποιος ‘ηγεμόνας’ που δεν επιζητεί να κυριαρχήσει από τον ‘θρόνο’ του, αλλά να προβάλλει την διασπορά του απορυθμίζοντας ουσιωδώς ό,τι εν ευρεία εννοία θα αποκαλέσουμε κοινωνιο-ιστορικό γίγνεσθαι, αυτός είναι ο ιός.

Ο Βαγγέλης Χρόνης στις σημάνσεις του δικού του ποιητικού λόγου, προσδιορίζεται φυγόκεντρα το εύρος μίας ‘διαρκούς απειλής’ που δεν απέχει πολύ από την δυστοπία και σε ένα δεύτερο επίπεδο, αφήνει ‘ίχνη’: «Η Αθήνα τυλίχτηκε στην σιωπή της μέσα σε ένα πέπλο ομίχλης και ψιλής βροχής σάμπως και επιθυμεί να πνίξει τον πόνο μιας φοβισμένης και ευάλωτης πόλης. Τα αγάλματα στον κήπο της Πεντέλης βρεγμένα και λουσμένα με θλίψη ακολουθώντας το βλέμμα μου συμπαραστέκονται ψύχραιμα και βουβά. Στα νοσοκομεία και στα σπίτια ο ιός κυριαρχεί ως ένας παγκόσμιος από καταβολής κατακτητής».[4]

 

 

 

Εάν ενσκήπτει κάτι σε αυτό το σημείο, πέραν αυτών που σημειώσαμε παραπάνω, είναι η οικειοποίηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, της διάχυτης θλίψης που δεν ακολουθεί τον ρυθμό ή τους ρυθμούς του αγάλματος αλλά ευρίσκεται μπροστά του: Το άγαλμα καθίσταται ‘συμπαραστάτης’ του περιηγητή ποιητή, ‘ενσαρκώνοντας’ την προσμονή και την απορία. Υπό αυτό το πρίσμα η απορία δεν εκφράζει το περιώνυμο ‘γιατί,’ αλλά πρωταρχικά, ‘το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα;’ Ο ‘κατακτητής’ ιός έχει ήδη ‘κυριαρχήσει,’ και ‘σκορπώντας’ τον τρόμο, εξαντικειμενοποιείται με τέτοιον τρόπο, ώστε το νοσοκομείο και το σπίτι, οι χώροι, οι πρώτες γραμμές άμυνας, να ‘κυριαρχούνται’ από τον ‘κυρίαρχο,’ τον μικροσκοπικό ‘ηγεμόνα’ που αποτελεί προέκταση ενός θανάτου που δεν γνωρίζει τόπους και σύνορα.

Ένα χαρακτηριστικό της ποιητικής σύνθεσης, είναι το υπόδειγμα της ‘απο-εδαφοποίησης’ που την διαπερνά, με το τοπικό να εναλλάσσεται δυναμικό με το παγκόσμιο, διαμορφώνοντας την νέα κρισιακή πραγματικότητα. Η προσπάθεια ‘ιχνηλάτησης’ της κρισιακής πραγματικότητας, εναλλάσσει την λέξη ως στοιχείο ταυτότητας με την μουσική ως υπόδειγμα ανάταξης, που αποκαλύπτει χάσματα. Γράφει ο Βαγγέλης Χρόνης: «Άσπρα, γκρίζα, μολυβένια σύννεφα πάνω από την Αθήνα ως το βάθος του Αργοσαρωνικού. Ξεπλυμένη από την βροχή ίδια με ένα τεράστιο λευκό ψηφιδωτό. Γεμάτα τα σπίτια με ελπίδες για ηλιόλουστες ημέρες για αξίες κρυμμένες και θαμμένες που πρόκειται να αποκαλυφθούν. Οι ηπειρώτικοι ήχοι του κλαρίνου και το adagio του Αλμπινόνι η επιλεγμένη συντροφιά για τούτη την υγρή Κυριακή». [5]

Ας συγκρατήσουμε την ημερομηνία που συγκρατεί τον ιό: 5 Απριλίου, σχεδόν έναν μήνα μετά την πρώτη επιβολή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας. Ο χρόνος έτσι μετεξελίσσεται σε αφήγηση, ζωτικά, σχεδόν βιωματικά και δίχως συγκινησιακές εξάρσεις. Απεναντίας, το ποιητικό πράττειν διατηρεί το βάρος της ευθύτητας του, όπως δεικνύει το ποίημα ‘Θάνατος Μπουρλοτιέρης’ του Κωνσταντίνου Μπούρα, ποίημα αναφερόμενο σε μία πορεία θανάτου που εκβάλλει στον πόνο και στο πένθος των άλλων, μη ακολουθώντας γραμμική πορεία. «Ο θάνατος… Ο θάνατος Μας πυρπολεί από το μαιευτήριο. Όμως κι αν ξεπεράσουμε τον δικό μας, αν… Ο θάνατος των άλλων Μας πονεί και μας καίει…».[6]

Όσο εξελίσσεται ο ποιητικός λόγος που εγγράφει μία διαλογική μορφή η οποία και εκδηλώνεται μη συμβαδίζοντας απαραίτητη, αλλά με στόχευση το να αναδείξει τις αντιθέσεις της συγχρονικής περιόδου, τόσο σημασιοδοτούνται χαρακτηριστικά συμβάντα, όπως είναι ο εορτασμός του φετινού Πάσχα που αποτέλεσε αφορμή για έναν βαθύ αναστοχασμό, διευρύνοντας τα όρια της χριστιανικής ‘παρηγορίας’ (η προσδοκία είναι η ανάσταση ‘ζωών’), η αναφορά προσώπων όπως ο Σωτήρης Τσιόδρας και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος που καλούνται εκ του ρόλου τους (ας σταθούμε στον πρώτο) να ενσαρκώσουν το πρόσωπο της ‘ζώσας’ ελπίδας, ενώ παράλληλα δεν εκ-λείπει η διάσταση της δημιουργίας, εκείνης της μορφής δημιουργίας που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση υπέρβασης της πανδημίας.

Δίπλα στη χορεία αυτών των προσώπων που δεν ονομάζονται υπό το πρίσμα της ‘προσωπολατρείας,’ αλλά της συνάρθρωσης καθήκοντος και λεπτής όσο και ακριβούς εν-συναίσθησης, ο Κωνσταντίνος Μπούρας παραπέμπει στην Αντιγόνη, ως το θηλυκό υποκείμενο που κινούμενη εντός θανάτου και στις ρωγμές ή στις δια-ρρήξεις του ‘Νόμου,’ oμιλώντας για αυτόν, επιδιώκει να συμβάλλει σε μία νέα και διαφορετική οντο-γένεση: Ο άνθρωπος ως φορέας αγάπης και μίας αμοιβαίας εμπιστοσύνης που συγκροτούνται επί του λόγου.’ Και ο Σωτήρης Τσιόδρας και η Αντιγόνη, συγκλίνουν, τηρουμένων των αναλογιών, στην άσκηση επί της ζωής. Κλείνοντας εντός κειμένου αυτή την παρέμβαση, ας επιστρέψουμε στα της δημιουργίας και της δημιουργικής σκέψης που είναι προϋπόθεση υγείας, με την αισιόδοξη σκέψη, να αποτελεί προϋπόθεση ενός εφαρμοσμένου ορθολογισμού.

«Το Ά-λογο είναι μια κερκόπορτα στο μυαλό μας. Άπαξ κι ανοίξει, δύσκολα πια κλείνει. Αυτός είναι κι ο μεγάλος εχθρός. Ο μόνος ίσως… Ας προστατεύσουμε την υγεία μας Με θετικές σκέψεις, αισιόδοξες, δημιουργικές».[7]

Εντός των προκείμενων της ποιητικής γραφής που κατατίθεται ενώπιον του αναγνώστη ο οποίος δηλώνει ‘παρών,’ βιώνοντας εκ νέου, διαφορετικά και με δυσπιστία απέναντι σε διάφορους ‘έμπορους’ ελπίδας, ανασύρεται ανάγλυφα η απερίσταλτη επιθυμία της υπέρβασης που είναι επιθυμία ζωής, όπως και η ποίηση που μεταιχμιακά και μη, συμβάλλει στην ‘κατασκευή’ μίας έμπρακτης συνειδητότητας. Οι ποιητές ομολογούν. Εντός και πέραν της ενοχής, ανα-κατασκευάζοντας το συλλογικό τραύμα.

Και ποια είναι η θέση που καταλαμβάνει στην όλη συζήτηση η πανδημία, ο χρόνος της πανδημίας, όπως εκτέθηκαν παραπάνω; Ποιητικά, στον ιδιαίτερο, γεμάτο και πυκνό χρόνο της πανδημίας, την τελευταία ημέρας της καραντίνας (συμβολισμός), δίδεται ένα περιεχόμενο πικρής διαπίστωσης για τους πολλούς νεκρούς, και συνέχειας που περιέχεται στην επιθυμία για κίνηση. «Ο τελευταίος περίπατος για άθληση σήμερα με εγκεκριμένο από τις Αρχές το αίτημα έξι. Τις γειτονιές τις γνωρίσαμε καλύτερα. Πέρα από τις λησμονημένες καλημέρες συνομιλήσαμε με τον εαυτό μας που την ύπαρξη του αγνοούσαμε. Με την απόδοση του ο ιός ίσως δημιουργήσει πεδία για συζητήσεις στους καναπέδες των ψυχαναλυτών. Άγραφος κανόνας για ελάσσονες περιπτώσεις. Αλίμονο σε όσους έφυγαν και δεν θα απολαύσουν την γενναιοδωρία ενός περίπατου την αυριανή ημέρα ή τις ημέρες που θα ακολουθήσουν».[8]

Το χρονικό δεν κλείνει, παρά με την υπόμνηση της απορίας όπως και της επιλογής: Τι δύναται να κρατήσουμε και τι να ξεχάσουμε; Να αφήσουμε πίσω; Τι δύναται να επιφυλάξει η περιώνυμη ‘νέα κανονικότητα’ με τον ιό παρόντα, όπως διαφαίνεται και σήμερα; Στις 3 Μαϊου, λαμβάνοντας την ‘κλήση’ του Βαγγέλη Χρόνη που αποστέλλει μήνυμα για μία τελευταία ‘έξοδο’ στο πεδίο του σιωπηλά πραγματικού, ο Κωνσταντίνος Μπούρας αποκρίνεται από την Αθήνα, με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και στο άμεσο μέλλον. «Επανερχόμαστε στην καθημερινότητα. Θα λησμονήσουμε. Οι ψυχές προτιμούν την ηδονή από την οδύνη. Οι ζωντανοί ξεχνούν. Είμαστε κολλημένοι στην στιγμή Της εντονότερης συγκίνησης. Αιωνία η μνήμη. Λήθη και Μνημοσύνη Ελεύθερη επιλογή. Επιστροφή στην κανονικότητα;».[9]

Το χρονικό καταγράφει και ανακαλεί λεπτομερειακά, το αποτύπωμα της πανδημίας πάνω στο μετα-νεωτερικό υποκείμενο (το ‘πανδημικό υποκείμενο) εκκινώντας από το έδαφος του εν πρώτοις ανεπεξέργαστου φόβου, δίχως όμως να μένουν εκεί.

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

 

Στο δικό του ποιητικό ημερολόγιο καταγραφής της κρίσης που ως έννοια λαμβάνει σημαντικό μερίδιο από την μέχρι τώρα ιστορία του 21ου αιώνα, ο Γιώργος Βέλτσος ομνύει σε μία συνθήκη που θέλει τον ιό να αποκωδικοποιείται πρώτα από την ποίηση. Το δικό του εγχείρημα τροφοδοτείται από το υπόβαθρο ενός χωρο-χρονικού ‘άλματος’ στην επικράτεια του ιού (‘καλώς ήλθατε στην ‘επικράτεια του ιού’) που αποτελεί έναυσμα μελέτης, προσέγγισης, ένταξης του σε ιστορικά συμφραζόμενα.

Ο κορωνοϊός είναι ο γνωστός άγνωστος του 21ου αιώνα, που πλέον αναδεικνύει πληρέστερα την κοινωνική, ιατρική-υγειονομική, πολιτική, πολιτισμική αδημονία, εκεί όπου το πάθος διασταυρώνεται με τον φόβο. «Του χρόνου όλοι θα μοιάζουμε με εκείνους που ήμαστε πέρσι τον Απρίλιο αλλά δεν θα είμαστε αυτοί. Η επόμενη μέρα ήταν και η επόμενη ερώτηση είναι: Πως το ιικό σωματίδιο με διάμετρο 120 νανομέτρων υπερτερεί. Η ποίηση έχει την απάντηση. Η επιστήμη θα ερευνά για πολύ».[10]

Μεταξύ των δύο ποιητών που εκκινούν την χαρτογράφηση των παράπλευρων συνεπειών της πανδημίας, έχει δημιουργηθεί ένα υπόστρωμα εμπιστοσύνης που επιτρέπει στον έναν να εισέρχεται στο πεδίο του άλλου. Ό,τι μαρτυρείται, είναι ανατρεπτικό.  Οι ποιητές γράφουν, κινούμενοι πέραν της πληροφορίας. Και γράφουν σπερματικά, «ακόμη και με πυρακτωμένη λαβίδα, αν χρειαστεί»,[11] κατά την διατύπωση του Walter Benjamin. Παραπέμποντας στην Αθηνά Αθανασίου, θα τονίσουμε πως σημασία στη ‘Μελλοντική Ελευθερία’ αποκτούν ο «λόγος, οι εμπειρίες και οι βιο-ϊστορίες».[12] Των καθημερινών ανθρώπων. Επίσης, η  βιο-πολιτική της κρίσης, είναι και η βιο-πολιτική της διαχείρισης της. Τα ποιήματα υπό μορφήν διαλόγου, αναδεικνύουν το περιεχόμενο της ημέρας, της ημέρας που γεμίζει από διάφορες θεωρήσεις επί της κρίσης, λεπτές όσο και διαπερατές από μία μελαγχολία για το εύρος της απώλειας. Πολλά από τα ποιήματα, με τον δικό τους τρόπο, ομολογούν ό,τι η τωρινή συνθήκη κρίσης ενεργοποιεί ανακλαστικά άμυνας, με την ‘ελευθερία’ (το απόθεμα ελευθερίας), να συνυπάρχει με την διερώτηση: Πόσο θάνατο  χωρά η ‘νέα κανονικότητα;’

 

 

* Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας,  διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της ΓΣΕΒΕΕ.  Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  συνδικαλισμός, κοινωνικά κινήματα, η μελέτη του συνωμοσιολογικού λόγου.

 

___________________________

[1] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης & Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Μελλοντική Ελευθερία,’ Επίμετρο: Νιάρχος Θανάσης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2020, σελ. 20.

[2] Βλέπε σχετικά, ‘Η Περσεφόνη πάντα επιστρέφει…ό.π., σελ. 39.

[3] Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Υποψήφιοι Αθάνατοι…ό.π., σελ. 15. Για τον Βαγγέλη Χρόνη αντίστοιχα, η καθημερινότητα, εκτατικά και επώδυνα, εκφράζεται μέσω της ‘επέλασης’ του «κατακτητή κορωνοϊού», που ως πράξη και επί-γνωση, δραματική επί-γνωση αληθείας, δεν δύναται να διαψεύσει ούτε η ‘Πρωταπριλιά.’ «Ο κατακτητής κορωνοϊός εδραιώνεται στην οικουμένη δίχως έλεος και δίχως εξαιρέσεις. Η σημερινή Πρωταπριλιά αδυνατεί να διαψεύσει τα γεγονότα». Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η αδυναμία της διάψευσης…ό.π., σελ. 22.

[4] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ο Κατ’ οίκον περιορισμός…ό.π., σελ. 16.

[5] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Υγρή Κυριακή….ό.π., σελ. 40. Δύναται η βροχή να ξεπλύνει τον θάνατο που για τον ποιητή είναι ατομικός; Την ευρύτητα της προσδοκίας;

[6] Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Θάνατος Μπουρλοτιέρης…ό.π., σελ. 29.

[7] Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, Το ά-λογο και το παράλογο…ό.π., σελ. 35.

 

[8] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Οι μείζονες περιπτώσεις…ό.π., σελ. 110. Η αποστολή μηνύματος για κίνηση-άθληση επαναπροσδιορίζει την επιτέλεση ενός αμοιβαίου παίγνιου αναγνώρισης μεταξύ κράτους και κρατικών πολιτικών και υποκειμένου που ζητεί ‘κάτι περισσότερο.’

 

[9] Βλέπε σχετικά, Μπούρας Κωνσταντίνος, ‘Λήθη και Μνημοσύνη…ό.π., σελ. 111.

[10] Βλέπε σχετικά, Βέλτσος Γιώργος, ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου εγκλεισμού,’ Εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα, 2020. Η ποιητική συλλογή ως τίτλο και ως δομή, παραπέμπει στην αντίστοιχη ποιητική συλλογή το Οδυσσέα Ελύτη ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου.’

[11] Βλέπε σχετικά, Benjamin Walter, ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας,’ Λέσχη των Κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα, 2014, σελ. 14.

[12] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η πειθαρχία της συνέχειας: Χρόνος, σώμα και βιοπολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα,’ στο: Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική,’ Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ. 81.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top