Fractal

«Αυτό όμως που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ότι αγνοούσε εντελώς το πλαίσιο»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Ζάουμε Καμπρέ «Μας καταβροχθίζει η φωτιά», Μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Πόλις, σελ. 176

 

«Ο Ισμαήλ ήταν ένας ναυαγός, όπως ο επιφανής προκάτοχός του, αλλά δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μες στη θαλασσοταραχή, δίχως φάλαινα να κυνηγήσει, περιτριγυρισμένος από καρχαρίες με ευγενή όψη που, για κάποιο λόγο, δεν τον είχαν ακόμα καταβροχθίσει. Αυτό όμως που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ότι αγνοούσε εντελώς το πλαίσιο. Συνέχιζε να κρατάει την πόρτα ανοιχτή, προσπαθώντας να καταλάβει όσα έβλεπε».

Ο Ζάουμε Καμπρέ [Confiteor, Η σκιά του ευνούχου] το έκανε και πάλι το θαύμα του. Μέσα σε 176 μόλις σελίδες, μας παρέδωσε σαν «θάνατο, στιφάδο, ή μαύρο παραμύθι», την απόγνωση και την ανασφάλεια του ανθρώπου της εποχής, το χνώτο ενός διαρκούς θανάτου.

Ο ήρωάς του, Ισμαήλ, σαν εκείνο τον μυθικό ήρωα του Χέρμαν Μέλβιλ στο «Μόμπι-ντικ», εξάλλου η λογοτεχνία είναι το σωσίβιό του, ο κόσμος του, σε μια ζωή απόλυτης ορφάνιας, η μάνα του πέθανε από την κακουχία και το κρύο και φταίει αυτός, του τονίζει συνεχώς ο πατέρας, ο οποίος χάνει τα δάχτυλά του και πάλι φταίει αυτός, και για το προπατορικό αμάρτημα αυτός φταίει, ένα παιδάκι που τον στέλνουν στη δομή και εκεί ευτυχώς γίνεται αιχμάλωτος δια παντός της λογοτεχνίας.

Σπουδάζει λογοτεχνία, γίνεται καθηγητής φιλόλογος κι εκεί που αρχίζει να ελπίζει κάπως σε μια φυσιολογική ζωή και ξαναβλέπει την παιδική του φίλη Λέο κι αρχίζει κάπως να ζεσταίνεται και η δική του ψυχή, συναντά τυχαία στο δρόμο του τον πρώην επιστάτη του σχολείου.

Όταν συνέλθει θα είναι ξανά ο Κανένας. Έχουν σβήσει όλα από τον χάρτη του νου του εκτός από τους λογοτεχνικούς ήρωες, και κάπως έτσι νοσηλευτές και γιατροί θα γίνουν δόκτορ Ζιβάγκο και μαντάμ Μποβαρύ, εκείνος θα ξαναγίνει Ισμαήλ, θα αιστανθεί ξανά στον κόσμο την απειλή, θα δραπετεύσει και θα γνωρίζει κάποια που θα την αποκαλεί Μαρλέν, θα τον γιατροπορεύσει και θα τον φιλοξενήσει στην αρχή αλλά μετά θ’ αρχίσει κι εκείνη να τον απειλεί. Για εκείνο τον κωδικό που ξέχασε όταν ο επιστάτης στραγγάλισε εκείνη την ηλικιωμένη κυρία και τώρα όλοι  κατηγορούν εκείνον για δολοφόνο, εκτός από αυτούς που τον έχουν ήδη για πεθαμένο.

Και μέσα στα σπαράγματα της μνήμης του και μια οικογένεια χοίρων, η μαμά και τα παιδιά, με τον μικρότερο να έχει το επίθετό του, Καπρέτ, για όνομα, και να μοιράζεται και το πεπρωμένο του, κατά κάποιον τρόπο.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ένα κατάμαυρο φιλοσοφικό παραμύθι ζωής αν δεν ήταν έμπλεο χιούμορ και δεν το έσωσαν οι λογοτεχνικοί ήρωες και οι μεταφορές: η ψυχάρα καμικάζι, οι Μπομπαρί και Ζιμπάγκο, το μοβιντίκ, εξάλλου σε αυτόν εδώ τον κόσμο ποιος μπορεί απολύτως να μας καταλάβει;

Εννοείται ότι καθόλου δεν τον σώζει ο άλλος μυθικός Ισμαήλ, «Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια- δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς- έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου» (Herman Melville «Μόμπι-Ντικ ή Η φάλαινα»), ούτε καν ο κωδικός παρ’ ότι του αποκωδικοποιεί τη ζωή: το παλίνδρομο In girum imus nocte.

Γιατί:

«Αυτό είπε η κυρία/ In girum imus nocte και τίποτε άλλο».

«Και τι διάολο σημαίνει;»

«Στριφογυρίζουμε μες στη νύχτα. Σαν τα ψυχάρια».

«Τι είναι τα ψυχάρια;»

«Νυχτοπεταλούδες, ικανές να καούν ζωντανές στις φλόγες επειδή τις τραβάει το φως».

Που ωστόσο είναι παλίνδρομο! et consumimur igni, δηλαδή. Και μας καταβροχθίζει η φωτιά.

Σε μια εποχή που, όλοι ως άλλος Ισμαήλ, αγνοούμε το πλαίσιο, ως μυθικοί κύριοι Κ. πλημυρίζουμε ενοχή, παγιδευμένοι σε μια μοίρα τραγική που μας καταδιώκει αμείλικτα. Χωρίς να γνωρίζουμε κιόλας, γιατί. Σαν καμκάζι ψυχάρια.

Το τέλος θα το δώσει ο άλλος Καπρέτ, ο επιζήσας:

«Ο Καπρέτ χαμογέλασε αλλά δεν τόλμησε να πει τίποτα, γιατί δεν του ήταν σαφές αν αυτό ήταν ένας θάνατος ή ένα στιφάδο ή απλώς ένα παραμύθι».

Αλλά και το στίγμα του βιβλίου: υπαρξιακό αίνιγμα και μπαλαφάρα η ζωή, μια ιστορία καταδίωξης σα μυθιστόρημα νουάρ ή ένα κατάμαυρο παραμύθι.

 

Jaume Cabré

 

Ένα βιβλίο που λέει πολλά και υπαινίσσεται ακόμα πιο πολλά, για την ανθρώπινη μοίρα, τον βέβαιο θάνατο, και την απόλυτή μας μοναξιά. Γραμμένο έτσι ώστε να αντέχεται κιόλας, και ώρες ώρες και να μπορείς να γελάς ή έστω να χαμογελάς. Με εκείνο το μαύρο γέλιο. Έστω. Είναι κάτι.

Υπενθυμίζουμε ότι ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre) γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε καταλανική φιλολογία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών. Εδώ και χρόνια συνδυάζει επαγγελματικά την εκπαίδευση και τη συγγραφή. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια.
Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων το 1974 και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1978, ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα, σενάρια ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, νουβέλες, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του ο Καμπρέ, έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και το εξωτερικό με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για το “Οι φωνές του ποταμού Παμάνο” τιμήθηκε το 2005 με το Βραβείο Καταλανών Κριτικών. Γι το “Confiteor” έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το βραβείο M. Angels Anglada 2012, το βραβείο La tormenta en un Vaso 2012, το βραβείο Crexells 2012, το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top