Fractal

Εν περιλήψει

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Νάσια Διονυσίου «Τι είναι ένας κάμπος», εκδ. Πόλις

 

Σ’ αυτή τη Νουβέλα, η συγγραφέας μας διηγείται με πολύ γλαφυρό, αλλά και παραστατικό τρόπο, την ιστορία των στρατοπέδων της Αμμοχώστου, όπου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν από την ίδρυση του Ισραήλ, κρατήθηκαν περίπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι πρόσφυγες σε άθλιες συνθήκες, φυλακισμένοι.

Οι Εγγλέζοι είχαν κατασκευάσει φυλακές με αντίσκηνα, για τους Εβραίους, στην Κύπρο, στα περίχωρα της Αμμοχώστου, στις περιοχές Καράολου, Ξυλοτύμπου και Δεκέλειας. Είχαν επίσης κατασκευάσει και μία πιο μικρή για τους Γερμανούς αιχμαλώτους του πολέμου, που τους έφεραν οι Εγγλέζοι, για να δουλέψουν στην κατασκευή των στρατοπέδων. Όλες αυτές τις φυλακές οι Εγγλέζοι τις ονόμαζαν «camps», ενώ οι Κύπριοι τις έλεγαν « Κάμπους».

Ο πρώτος Κάμπος ήταν του Καράολου, που είχαν κατασκευαστεί πέντε μπλοκ για δέκα χιλιάδες ψυχές. Οι κρατούμενοι ήταν πολύ δυσαρεστημένοι, έτσι στις 26 Απριλίου του 1947, ζήτησαν από τον διοικητή του Κάμπου,  έναν δημοσιογράφο, για να καταγράψει τα αιτήματά τους. Μάλιστα οι ίδιοι οι κρατούμενοι είχαν διαλέξει τον δημοσιογράφο, με τον οποίο ήθελαν να κουβεντιάσουν.

Όταν παρουσιάστηκε ο δημοσιογράφος μπροστά στον διοικητή, αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο οι φυλακισμένοι  διάλεξαν αυτόν, διότι είδε μπροστά του έναν κοντοπίθαρο Κύπριο, που έπαιζε με τα δάχτυλά του κοιτάζοντας το ταβάνι. Οι κρατούμενοι θα μπορούσαν να διαλέξουν όποιον ήθελαν από τη στιγμή, που έφταναν στα χέρια τους όλες οι εφημερίδες κυπριακές, βρετανικές, αλλά και εβραϊκές. Ο δημοσιογράφος όμως, ο Φαίδων, καταλάβαινε το γιατί. Διότι αυτός στα γραφτά του έγραφε για ανθρώπους και όχι για εποίκους, για τρομοκράτες ή για πράκτορες, που έγραφαν οι άλλοι δημοσιογράφοι. Ο διοικητής τον ενημέρωσε ότι θα έμενε λίγες ημέρες στην Αμμόχωστο, ήταν η πρώτη φορά που επέτρεπαν τις συνεντεύξεις των κρατουμένων και ότι ίσχυαν οι νόμοι του Πάλμερ για τη λογοκρισία.

Ένας οδηγός οδήγησε τον Φαίδωνα στον Κάμπο. Όταν έφτασε είδε έναν διπλό αγκαθωτό φράχτη, που κύκλωνε το στρατόπεδο και ήταν ψηλός ως δέκα μέτρα. Είχαν προηγηθεί οι φήμες ότι δεν άφηναν τα πλοία να πλησιάζουν την Παλαιστίνη με οδηγίες απευθείας από την εκεί βρετανική διοίκηση, οπότε έπιαναν λιμάνι στην Κύπρο. Μάλιστα όταν γίνονταν αφίξεις στο λιμάνι, οι άνθρωποι όχι μόνο αρνιόνταν να αποβιβαστούν, αλλά  υπήρχαν και χειρόγραφα φυλλάδια, που τα πετούσαν στον αέρα που έγραφαν «Αδέρφια Κύπριοι, μην αφήσετε το νησί σας να γίνει κέντρο κράτησης». Αυτά όμως ήταν μάταια, γιατί οι Εγγλέζοι τους φόρτωναν σε στρατιωτικά φορτηγά και τους κουβαλούσαν βόρεια της πόλης σε μια ξερή γη, που υπήρχε λιοπύρι και άμμος. Οι άνθρωποι ήταν μέσα μαντρωμένοι σαν τα ζώα προσπαθώντας να βρουν σκιά κάτω από ισχνούς ευκαλύπτους.

Οι Εγγλέζοι νοίκιασαν στον Φαίδωνα ένα δωμάτιο στην πίσω αυλή μιας κατοικίας στη συνοικία του Αγίου Λουκά, όχι μακριά από τον Καράολο. Η σπιτονοικοκυρά είναι η Ιουλιανή, που τον περιμένει στην αυλή με καφέ και κουλούρια. Εκεί βρήκε την ευκαιρία να διαβάσει κάποια αποκόμματα εφημερίδων. Μεταξύ άλλων διάβασε κάποιες ελάχιστες αναφορές στις δημοκρατικές αρχές, την αλληλεγγύη, τη συμπόνια και το δίκαιο. Οι περισσότεροι απαιτούν τη μεταφορά των Εβραίων στην Παλαιστίνη ή αλλού. Άλλες εφημερίδες γράφουν ότι «ο κίνδυνος είναι πραγματικός, η Κύπρος κατακλύζεται». Επικαλούνται το ενδεχόμενο αλλοίωσης της εθνολογικής τους σύστασης και τον Εγγλέζικο ιμπεριαλισμό. Δηλώσεις στεγνές δίχως καρδιά. Ο τόπος είναι μικρός, οι καλλιέργειες ρημαγμένες, οπότε δεν αργεί ο καιρός, που θα σωθεί το σιτάρι, το λιόλαδο, η σταφίδα, αλλά και οι στέρνες άρχισαν να στεγνώνουν. Άλλωστε ο λαός είναι χρόνια τώρα βουτηγμένος μες τη φτώχια και την αμορφωσιά. Οι αγρότες επίσης παρατημένοι και αφημένοι στο έλεος των φοροθετών, των μαυραγοριτών και των τοκογλύφων. Οι εργάτες στα μεταλλεία, οι οικοδόμοι, οι σιδηρουργοί, οι γυναίκες στο νηματουργείο του Ιωάννου, όλοι αυτοί ξεσηκώνονται  και απεργούν. Παρ’ όλο που συνέβαιναν όλα αυτά, οι άνθρωποι ήταν μαθημένοι να στοχάζονται αλλιώς την καλοσύνη.

Όλο το βράδυ ο Φαίδων έκανε άστατο ύπνο. Πρώτη μέρα της συνέντευξης και η σκέψη του είναι στο ότι κάποια στιγμή πρέπει να ειπωθούν οι αλήθειες κι αυτός να σταθεί στη μεριά της ανθρωπιάς, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο κάποτε θα  υπάρξει λύτρωση από την ελεεινή αίσθηση, ότι κάθονται όλοι με σταυρωμένα χέρια, ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα.

Ο Φαίδων έφτασε στον Καράολο με το πρωινό λεωφορείο. Όταν συνάντησε τον διοικητή του έδωσε ένα πάσο για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Του είπε επίσης ότι η μόνη χώρα, που διάκειται φιλικά προς τους Εβραίους είναι η Βρετανία, αλλά δεν του είπε το λόγο για τον οποίο κρατούν τόσο κόσμο φυλακισμένο, που δεν έφταιξε σε τίποτα. Του διευκρίνισε επίσης ότι οι κρατούμενοι ασκούν μόνοι τους την εσωτερική διαχείριση του στρατοπέδου, μέσω επιτροπής όπου έχουν αντιπροσώπους των έξι βασικών γεωγραφικών εβραϊκών κοινοτήτων κι έχουν επιλέξει και μία γυναίκα. Οι ίδιοι επίσης επιλύουν τα θρησκευτικά τους ζητήματα, τις μεταξύ τους διαφορές για ελαφρά παραπτώματα και για ποινή, μπορούν να επιβάλουν μέχρι και την απομόνωση ενός αντίσκηνου.

Ένας στρατιώτης τον οδήγησε στο αντίσκηνο που θα συναντούσε τους εφτά αντιπροσώπους των κρατουμένων. Πρώτος πήρε το λόγο ο Μωυσής από τα Γιάννενα, που πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Του είπε ότι είχε υπηρετήσει στο Τάγμα του Μοφυτεχάι  Φριζή και ήταν μαζί του όταν έριξαν σ’ ενέδρα τη μεραρχία των Αλπινιστών και μπήκαν στην Κόνιτσα. Ο Φριζής μάλιστα έδωσε τη ζωή του για την Ελλάδα και για Χριστιανούς και για Εβραίους. Υπήρχαν και άλλοι φίλοι του αδερφικοί, που χάθηκαν στα παγωμένα βουνά όπως ο Ερρίκος, ο Σαμπετάι, ο Ζάλα και τώρα όσοι σώθηκαν βρίσκονται φυλακισμένοι εκεί, οπότε εύλογα τον ρωτάει ποιος ήταν ο σκοπός που πολέμησαν, για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αμέσως  στο μυαλό του Φαίδωνα ήρθαν  οι Κύπριοι Έλληνες καιΤούρκοι, αλλά και γυναίκες, όλοι τους παιδιά που κατετάγησαν στον Βρετανικό στρατό και πολέμησαν παντού, όπου υπήρχε ανάγκη, στην Κρήτη, στη Γαλλία, στην Αβησσυνία, στη Μέση Ανατολή, όπου άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πολέμησαν για τη δημοκρατία και για την υπόσχεση των Εγγλέζων πως τάχα θα σεβαστούν το δικαίωμα των λαών σε αυτοδιάθεση και όταν τελείωσε ο πόλεμος και  ήρθε η επιθυμία της Ένωσης, τους είπαν πως αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος κατωτερότητας, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει.

Μετά τον Μωυσή ένας Πολωνοεβραίος του έδωσε γραμμένα στα ελληνικά τα αιτήματα των κρατουμένων. Έγραφαν ότι διαμαρτύρονται με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, γιατί τους εμποδίζουν να κατοικήσουν την γη των πατέρων τους. Μάλιστα του είπαν ότι έστειλαν και στον Τσώρτσιλ μια παρόμοια επιστολή, όμως ποτέ δεν πήραν κάποια απάντηση. Αργότερα ξεκίνησαν κάποιες μεταφορές κρατουμένων στην Παλαιστίνη, όμως γίνονται τόσο αραιά και με λίγους ανθρώπους με προτεραιότητα στα ορφανά και στις οικογένειες. Του είπαν επίσης ότι πριν από δυο εβδομάδες υπήρξαν διαμαρτυρίες, που κατέληξαν σε εξέγερση, όπου είχαν πυρπολήσει δύο αυτοκίνητα και οι φρουροί είχαν αναγκαστεί ν’ ανοίξουν πυρ, όπου σκοτώθηκε ένας κρατούμενος και άλλοι τραυματίστηκαν.  Οπότε μετά έκαναν όλοι απεργία πείνας ακόμα και τα παιδιά.  Έτσι τους επετράπη να μιλήσουν με δημοσιογράφο και το επόμενο αίτημά τους είναι να τους επισκεφτεί η διεθνής επιτροπή για την Παλαιστίνη. Ένας από την Ουγγαρία του είπε ότι πρέπει να τους καταλάβει, γιατί μέχρι τώρα τους έχουν φερθεί σαν να είναι θηράματα. Δεν τους άφησαν πατρίδα, για να επιστρέψουν, αλλά τους έριξαν και το φταίξιμο, γιατί σώθηκαν. Γι’ αυτό επιθυμούν να πάνε εκεί που υπάρχουν μόνο Εβραίοι, διότι έχουν φτάσει σε σημείο, που να μη θέλουν πια να δουν άνθρωπο, που να μην είναι Εβραίος. Αμέσως μετά  πήρε το λόγο η γυναίκα, που την έλεγαν Λιλιάνα και καταγόταν από την Βουλγαρία. Αυτή είπε, πως για όσο τους αναγκάζουν να ζουν εκεί, απαιτούν συνθήκες ανθρώπινες. Το φαγητό ήταν λίγο και όχι θρεπτικό, κυρίως για τα παιδιά. Φυσικά νιώθουν ευγνωμοσύνη για κάποιους Κύπριους, που τους αφήνουν μικρούς μπόγους με  αμύγδαλα, ζάχαρη, σταφίδες, ελιές, πορτοκάλια, όμως δεν σώζονται τόσες ψυχές μόνο με την καλοσύνη των άλλων.  Ευτυχώς κινητοποιήθηκαν κάποιες δικές τους οργανώσεις και τους έστειλαν ρούχα, φάρμακα, βιβλία, έναν ραβίνο κι έναν γιατρό. Το άσχημο όμως είναι ότι οι Εγγλέζοι συνεχίζουν και πηγαίνουν στους Κάμπους όλο και περισσότερο κόσμο. Νερό έχουν μέρα παρά μέρα. Το σαπούνι σπανίζει και τους παιδεύει η ψώρα. Φοβούνται μην ξεσπάσει επιδημία και αφανιστούν όλοι. Απαιτούν γάλα και φρούτα για τα παιδιά, φροντίδα για τις εγκύους, χώρους καθαρούς για τα βρέφη και δομές υγιεινής, για όλους. Επίσης θέλουν να ετοιμάζουν οι ίδιοι τα φαγητά τους σύμφωνα με τις δικές τους συνήθειες. Φεύγοντας άκουσε κάποιον να λέει: «Να δώσει ο Κύριος να μην βρεθείτε ποτέ στη θέση μας».

 

Νάσια Διονυσίου

 

Οι κάτοικοι αντίθετα με τους Εγγλέζους συμπεριφέρονταν καλά στους φυλακισμένους, αν τύχει και το σκάνε και βρίσκονται στο δρόμο τους. Όπως η γυναίκα με τον πορτοκαλεώνα, που μπήκε κάποιος με την μπλε στολή των αιχμαλώτων στον κήπο της,  όχι μόνο δεν τον κατέδωσε, που της έκλεψε τα πορτοκάλια, αλλά τον έβαλε και στο σπίτι της, τον τάισε, τον κοίμισε και το πρωί τον άφησε ελεύθερο να φύγει δίνοντάς του τρόφιμα και μία λίρα.  Ήταν Γερμανός αιχμάλωτος των Εγγλέζων, όμως η γυναίκα εκείνη την ώρα το μόνο που σκέφτηκε ήταν ότι ήταν ένας άνθρωπος, που σ’ αυτήν την θέση που βρέθηκε δεν ήταν δικό του φταίξιμο και ότι με το γύρισμα της μοίρας, μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου.

Την επομένη το πρωί ο Φαίδων αφού πήρε πρωινό με την κυρία Ιουλιανή, που είχε ετοιμάσει βρασμένο δυόσμο και μαχλέπι, έφυγε για τον Καράολο. Όταν έφτασε τον φώναξε μια παρέα από άντρες και γυναίκες να πάει κοντά τους. Εκεί ήταν κι ένας Ρωσοεβραίος, ο οποίος  ζούσε στη Γερμανία είκοσι εφτά χρόνια  με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του και δεν είχε σκεφτεί να πάρει τη Γερμανική υπηκοότητα. Άρχισε να τους διηγείται τι είχε τραβήξει με τους αστυνομικούς, που στις 23 Οκτωβρίου μπήκαν μέσα στο σπίτι του και τους πήραν όλους με τη βία για να  τους πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, εκτός από το διαβατήριο και μια κουβέρτα. Κατόπιν τους ανέβασαν σ’ ένα φορτηγό, όπου σταματούσαν συχνά γιατί έπαιρναν κι άλλους και όταν έφτασαν εκεί τους υποχρέωσαν να υπογράψουν. Κανείς δεν ήξερε τι υπέγραφαν, όμως μ’ αυτόν τον τρόπο τους πήραν όλες τις περιουσίες τους, χωρίς να το ξέρουν. Οι Ες Ες  μάζεψαν τα χρήματα απ’ τις τσέπες τους και όταν ξημέρωσε τους πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου μπήκαν σε κάτι βαγόνια. Τους πήγαν στο Νούμπεσεν κοντά στην Πολωνία. Εκεί μαζεύτηκαν κάπου δώδεκα χιλιάδες ψυχές και τους έβαλαν να περπατήσουν ως τα σύνορα. Οι Ες Ες μαστίγωναν όποιον έμενε πίσω.

Κατόπιν μια γυναίκα πήρε το λόγο. Ήταν είκοσι ετών και σηκώνοντας το μανίκι της δείχνει στον Φαίδωνα έναν πενταψήφιο αριθμό, που ήταν τυπωμένος στην εσωτερική πλευρά του βραχίονά της. Την έλεγαν Μπέρθα κι άρχισε κι αυτή να διηγείται τι τράβηξε στο στρατόπεδο με τους Γερμανούς. Του είπε, πως μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο, όπου έπαιζε κάποια μουσική, ένας με ιατρική ποδιά τους χώριζε. Έδειχνε με το δάχτυλο ποιοι θα πάνε αριστερά και ποιοι δεξιά. Όσοι πήγαν αριστερά τους φόρτωσαν σε φορτηγά και δεν τους ξαναείδε κανείς. Όσοι είχαν πάει δεξιά, αφού τους τύπωναν το νούμερο, χώριζαν τους άντρες από τις γυναίκες. Τις γυναίκες αφού τις έκοβαν τα μαλλιά τις έριχναν σε παράγκες. Αυτή ήταν δίπλα με τη μάνα της. Στην αρχή κλαίγανε, αλλά μετά ήταν σαν να είχαν στερέψει τα δάκρυά τους. Κατόπιν έπαιρναν μία μία και τις έβαζαν στους θαλάμους. Η πόρτα σφράγιζε και ξανάνοιγε,  για να  πάνε τα κορμιά στους φούρνους, όπου απέμενε η στάχτη του καθένα. Άλλοι κρατούμενοι καθάριζαν τις στάχτες και τους φούρνους. Τις στάχτες τις μάζευαν και τις έριχναν στη λίμνη. Η μουσική πάντα έπαιζε. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν όπερες του Βάγκνερ και φούγκες του Μπαχ. Μουσική μέσα στην κόλαση. Πριν την απελευθέρωση όμως τους έβαλαν και χάλασαν τα κρεματόρια και τις ράγες. Μια νύχτα τις σήκωσαν ξυπόλητες και χωρίς ρούχα τις έβγαλαν έξω από το στρατόπεδο, της έβαλαν μαζί με ομάδες αντρών και τους ανάγκασαν να περπατούν μέχρι το πρωί. Σ’ όλη τη διαδρομή τους υποχρέωναν να τραγουδούν. Πολλοί δεν άντεξαν κι έμεναν πίσω, αλλά  αυτούς τους πυροβολούσαν. Μία απ’ αυτές είπε η κοπέλα πως ήταν και η μάνα της, όμως εκείνη δεν γύρισε πίσω, παρά συνέχισε να περπατά και να τραγουδά. Στο δρόμο τους συνάντησαν και κάποιον άντρα που ήταν διαλυμένος και δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Κάποιοι είπαν πως είχε γίνει έτσι ο άνθρωπος από τα πειράματα που κάνανε στο Μπούχενβαλντ.

Η κοπέλα αυτή από τον τόπο που γεννήθηκε δεν θυμάται πολλά πράγματα, όμως θυμάται τη μάνα της που της μίλησε για μια φωτιά, που είχε αρχίσει απ’ τη Μεβλανέ ένα απόγευμα Σαββάτου και έφτανε μέχρι το λιμάνι της Σαλονίκης κι έκαψε το σπίτι όπου η ίδια είχε γεννηθεί, το σπίτι που οι παππούδες της το είχαν χτίσει χρόνια πριν, από τότε που έφτασαν εκεί στη Σαλονίκη από την Ισπανία, χωρίς τίποτα κι άρχισαν να δουλεύουν στα υφάσματα και στις στολές του πεζικού. Από τη Σαλονίκη δεν θυμάται τίποτα, παρά μόνο τη μάνα της να τραγουδά το τραγούδι της φωτιάς και θυμάται και τα χέρια της, που ήταν πάντα απαλά και μοσχομύριζαν σαν αμυγδαλωτό παντεσπάνι.

Την επομένη στο στρατόπεδο συνάντησε τον ραβίνο, ο οποίος του εξηγεί το λόγο που η παρουσία του είναι απαραίτητη εκεί, όπως για να  γίνονται  γάμοι, οπότε γεννιούνται  και πολλά παιδιά, αλλά και για  να κάνουν τις θρησκευτικές γιορτές, που τους ενώνουν με κάτι πολύ δικό τους, που δεν μπορεί κανείς να τους το πάρει και να τους το στερήσει.  Μάλιστα  τον Σεπτέμβριο ζήτησαν και τους επετράπη  να γιορτάσουν το «Ρος Ασανά» όπου έφαγαν μήλα μελωμένα κι εύχονταν με αληθινή προσδοκία, η νέα τους χρονιά να είναι γλυκιά και ήχησε η κεράτινη σάλπιγγα, που είχε πρωτακουστεί αιώνες πριν, έξω από τα τείχη της Ιεριχούς.

Το Μπλοκ 55, ήταν ένα μεγαλύτερο αντίσκηνο, που είχε διαμορφωθεί ως χώρος συναγωγής. Ο Ραβίνος εξήγησε στον Φαίδωνα πως η αργία του Σαμπάτ, ξεκινά από τη δύση του ηλίου της Παρασκευής  και κρατά ώσπου να ξεπροβάλουν τα πρώτα νυχτερινά άστρα του Σαββάτου. Η Παρασκευή προορίζεται για την προετοιμασία του σώματος, του σπιτιού και του φαγητού. Οι γυναίκες ζυμώνουν το γλυκό ψωμί σε σχήμα πλεξούδας, γεμίζουν με νερό τις κανάτες, ετοιμάζουν τα κεριά, που θ’ ανάψουν το βράδυ, ψέλνοντας ύμνους της ευγνωμοσύνης. Η γιορτή αυτή είναι αφιερωμένη στο Θεό και στην ειρήνη, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται καμία ασχολία, μετακίνηση και καμία σκοτούρα. Ξαφνικά άρχισε  ο Μόνιεκ   να μιλά, γιατί θυμήθηκε ότι εκείνη την ημέρα όρμησαν στο σπίτι του άνθρωποι της Γκεστάπο, που τους είπαν ότι θα  τους οδηγούσαν στον σταθμό και η μητέρα του άρχισε να κλαίει, όχι γιατί είχε καταλάβει τι σημαίνει «απέλαση», αλλά γιατί θα ανέβαινε σε τραίνο την ημέρα του Σαμπάτ.  Εκείνη τη στιγμή ο Ραβίνος τον διέκοψε και του είπε ότι είναι προτιμότερο  να μη μιλάει γι’ αυτά κανείς, γιατί είναι καλύτερα οι άνθρωποι να μην γνωρίζουν πολλά, για να μην ξανασυμβούν. Ο Φαίδων όμως δεν συμφωνεί και λέει πως αντίδοτο του κακού δεν πρέπει να είναι η λήθη, αλλά η μνήμη. Ο Ραβίνος του ανέφερε πως και για την ταφή των νεκρών είναι απαραίτητος, γιατί είπε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη βεβήλωση από την αποτέφρωση του νεκρού. Του εξήγησε πως η τελετή της ταφής είναι σύντομη, κάνουν επτά περιφορές γύρω από το φέρετρο, λένε μερικά λόγια για τον νεκρό και ύστερα ο ραβίνος μόνος συνοδεύει το λευκό σάβανο στο εβραϊκό κοιμητήριο στο Μαργκό νοτιοανατολικά της Λευκωσίας. Ο Φαίδων ένιωθε μια ντροπή, γι’ αυτούς που βασάνισαν κόσμο, αλλά και για εκείνους που γλύτωσαν, αλλά συνεχίζουν να περιπλανιούνται σαν φαντάσματα αλύτρωτα. Ίσως και να μην είναι όλοι ίδιοι. Θυμήθηκε ένα δημοσίευμα για κάποιον της Βέρμαχτ, Αυστριακό, που πιάστηκε να σώζει Εβραίους στη Λιθουανία. «Προτιμώ να πεθάνω σαν κάποιος, που έδωσε βοήθεια, παρά σαν δολοφόνος», ήταν η τελευταία του κουβέντα. Πίστη ξανά στην τιμή του ανθρώπου.

Την επομένη ο φρουρός του λέει πως τον περιμένει η δασκάλα στο μπλοκ 63. Όταν κατευθύνθηκε προς τα εκεί, είδε κάτω από μία τέντα πολλά παιδιά μαζεμένα από έξι έως δέκα. Τα παιδιά κάθονταν σε στενόμακρους πάγκους και μόλις έφτασε ο Φαίδων σηκώθηκαν όλα όρθια. Δυο κορίτσια του πρόσφεραν ένα μπουκέτο λουλούδια φτιαγμένα από χαρτί. Η δασκάλα τον καλωσόρισε στα ελληνικά και γυρνώντας προς τα παιδιά, τους εξήγησε στα εβραϊκά, πως ο σκοπός του κυρίου Φαίδωνα ήταν να καταγράψει τις επιθυμίες τους, ώστε να τις μάθουν και άλλοι άνθρωποι, για να βοηθήσουν να πραγματοποιηθούν.  Τα παιδιά έλεγαν και η δασκάλα μετέφραζε. Όλα είχαν κάτι να ζητήσουν. Κάποιο ζήτησε γυαλιά οράσεως, άλλο ζήτησε βιολί, κάποιο άλλο ένα βραχιόλι για τη μάνα του, για να κρύβει τον αριθμό που ήταν στο χέρι της, ένα άλλο έκανε ευχή να φύγουν γρήγορα από εκεί, άλλο ζήτησε να τους πηγαίνουν στη θάλασσα, άλλο ζήτησε μπογιές περισσότερες, άλλο ένα αεροπλάνο για να πάει στον ουρανό να ξαναδεί τη γιαγιά του. Όλα τα παιδιά ζήτησαν κι από κάτι και τα μάτια του Φαίδωνα γέμισαν δάκρυα, όχι τόσο από συγκίνηση, αλλά από το αίσθημα ανημποριάς, γιατί αυτός θα ήθελε να τα βοηθήσει και να τους πραγματοποιήσει τις επιθυμίες τους, όμως σκέφτεται ότι μόνος του δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος ενός κόσμου στεγνού από αγάπη. Αφού του έδειξαν όλες τις κατασκευές αυτοσχέδιων παιχνιδιών, ανθοδοχείων και χάρτινες ανθοδέσμες  που είχαν κάνει, άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν.  Πριν φύγει από τον Κάμπο ο Φαίδων, η δασκάλα του είπε ότι μένει στην Κύπρο με τη μητέρα της και προσφέρθηκε οικειοθελώς να παραδίδει μαθήματα σ’ αυτά τα παιδιά μουσικής και τέχνης και στα μεγαλύτερα παραδίδει μαθήματα λογοτεχνίας. Του είπε επίσης ότι το σχολείο είχε ενισχυθεί με δυο δασκάλους από την Παλαιστίνη, για να διδάξουν εβραϊκά, μαθηματικά και άλλες επιστήμες, και μ’ έναν ακόμα για να εκπαιδεύει τα παιδιά σε πρακτικά ζητήματα, στο νόμισμα, στην οικονομία και στην αγροτική ζωή. Ο Ραβίνος τους διδάσκει το Ταλμούδ, ενώ για την άθληση φροντίζουν κάποιοι κρατούμενοι. Έχουν φτιάξει ομάδες βόλεϊ και ποδοσφαίρου και οργανώνουν αγώνες.

Την επομένη το πρωί φτάνοντας στον Κάμπο ο διοικητής του ζήτησε να παραδώσει το πάσο του, γιατί αφ’ ενός μεν ήταν η τελευταία μέρα που θα βρισκόταν εκεί, αλλά αφ’ ετέρου ήταν θυμωμένος ο διοικητής επειδή κάποιος την προηγούμενη μέρα αποπειράθηκε να το σκάσει κι επειδή τον πρόδωσε το γάβγισμα ενός αδέσποτου σκυλιού, βρέθηκαν όλα τα σκυλιά σκοτωμένα, στραγγαλισμένα. Ο Φαίδων βγαίνοντας από το γραφείο του διοικητή κατευθύνθηκε προς τις σκηνές. Είδε κάποια παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο κι άλλα να παρακολουθούν. Πλησιάζοντας τα παιδιά που παρακολουθούσαν και καθήμενος δίπλα τους άκουσε τις κουβέντες τους. Η Έρσμπεθ από την Πολωνία έλεγε πως η εξαδέλφη της, ο θείος της και η θεία της σκοτώθηκαν και αναρωτιόταν, γιατί αυτή είναι τόσο τυχερή. Ο Ίον από την Ρουμανία λέει, πως όταν πηγαίνει για ύπνο  και σβήνουν τα φώτα σκέφτεται τους γονείς του και τον μικρό αδελφό του και δεν μπορεί να κοιμηθεί. Η Ρούσχε από την Ολλανδία λέει ότι ξέρει κάποιους, που δεν πιστεύουν όλα αυτά που πέρασαν, όμως τότε πού είναι η μάνα της, ο πατέρας της, τ’ αδέλφια της και οι γείτονές τους.

Όταν τα παιδιά τέλειωσαν το ποδόσφαιρο, κάποιος κατευθύνθηκε προς τα συρματοπλέγματα κι άρχισε να σκάβει ένα λάκκο. Ακολούθησαν τα παιδιά και ο Φαίδων κι άρχισαν κι αυτοί να σκάβουν με τα χέρια να κάνουν ένα βαθύ λάκκο, να θάψουν τα σκυλιά για να μην τα φάνε τα όρνια.

Σάββατο 2 Μαΐου. Ο Φαίδων κοιμήθηκε ξαλαφρωμένος και είδε ένα αλλιώτικο όνειρο. Είδε ένα ποτάμι πλατύ, που περνούσε σιγανά κάτω από σκαλιστές γέφυρες με προτομές ένδοξων αντρών και ψηλές φλαμουριές. Ακούστηκε μια φωνή παραδομένη, ανάσα που ξεθώριαζε κι έπειτα σιγή και το ποτάμι να κυλά με γαλήνη.

Δευτέρα 12 Μαΐου 1947, ο Φαίδων έφυγε αφήνοντας πίσω του, τους Κάμπους. Πήγε στην εφημερίδα κι άρχισε να γράφει για να ξεκινήσουν οι δημοσιεύσεις. Επίσης είχε και μία άλλη αποστολή, του είχαν δώσει μηνύματα να τα ταχυδρομήσει στην Πολωνία, Ρουμανία, Ρωσία, Ολλανδία, Αυστρία, Ελλάδα, Αμερική και Παλαιστίνη. Άλλοι έστελναν στους γονείς, άλλοι στ’ αδέλφια και άλλοι σε εβραϊκές κοινότητες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top