Fractal

Ποίημα: «Μαρκαδορένια “Gracia”»

Γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη //

 

 

 

 

 

Μαρκαδορένια “Gracia”

 

Ιούλης στην πρωτεύουσα. Χάλκινα τα ουράνια.

Πράσινα κι άγουρα βουνά με πυρκαγιέςσιρίτια.

Αφρόντιστες ακρογιαλιές.Θαμπά χρυσά λιμάνια.

Δρόμοισεμνοίκαι ήσυχοι. Αέρινα άδεια σπίτια.

 

Ξερά παραθυρόφυλλα. Κλειστές λευκές περσίδες.

Αγέρας κόφτης της δροσιάς και της ανασεμιάς.

Κάμποι κατάκοποι χλωμοί με στάχια σαν ακίδες

και μοτεράκια ανεμιστήρων που ‘λιωναν  μεμιάς.

 

Στην πόρτα, ο ήλιος καρφωτός έσταζε τις βαφές.

Για χρόνια, έβγαινα μόνη μου στο πίσω το σαλόνι:

καθόμουν στην καρέκλα σου, γινόταν κι ο καφές

κι ήταν, η πρώτη του γουλιά,θύμηση που στεγνώνει.

 

Μα απόψε, κάτι άλλαξε, κι ήθελα μια κουβέντα

-τέλη του μήνα, κι ο Αύγουστος ακόμα στα σκαριά-

ήρθαν επίσκεψη, μαζί, δυόφίλοι από το Λέντα

κι απ’ το περβάζι βάραιν’η χρυσή κληματαριά.

 

Έβγαλα απ’ το ντουλάπι μουτον άσπρο σου τον δίσκο:

εκείνον με τ’ αγιόκλημα πού ‘φερες απ’ τη Λάρισα,

αυτόν, που δώρο μου ‘κανες,κι έλεγα «δεν τον βρίσκω»

κάθε φορά που ρώταγες να δεις μήπως τον χάρισα.

 

Και τρέξαν απ’ τα μάτια μου κλωστούλεςσυγκινήσεις

την ώρα που κατέβαζα το μπρίκι απ’ το γκαζάκι:

θυμήθηκα που μου ‘λεγες πως τώρα θα γυρίσεις,

να κάτσουμε μαζί ζεστά στ’ ωραίο μας το τζάκι.

 

Χειμώνας τότε. Κρύο πολύ. Θα ‘ταν κοντά γιορτές

το βράδυ που ‘φυγες να παςστα ορφανά του δήμου.

Μου ζήτησες πουκάμισο με τσέπες στριφωτές

κι είπες «Μπορεί καθένα τους να ήτανε παιδί μου!».

 

Βρόντηξες την αυλόπορτα κοφτά και μάνι-μάνι,

κι έβαλες τα δωράκια τουςστο πορτπαγκάζ της Lancia.

Μετά, με πήρες να μου πεις το τι χαρά είχαν κάνει,

και πως πεσκέσι μού ‘φερνες μαρκαδορένια “Gracia”.

 

Περάσαν οι ώρες, τα λεπτά:βουβέςδεκάδες κλήσεις.

Και την επαύριο το πρωί -σκισμένο χελιδόνι-

με πήρανε τηλέφωνο απ’ τις αναζητήσεις

πως βρέθηκε ένας άνθρωπος με την καρδιά στο χιόνι.

 

Και μού ‘μεινε ο δίσκος σου για κέρασμα στο σπίτι

να ξύνω με το νύχι μου τη στάμπα του εσπρέσο,

να τού ποτίζω τον βλαστό κρυφά στο νεροχύτη,

να σε προσμένω να φανείςτη νύχτα πριν να πέσω.

 

Βγήκα σερβίρισα γλυκά φοντάνκαι μαύρο τσάι

κι αφέθηκα καιχάζευα το τάσι απ’ το φλυτζάνι.

Με ρώταγαν τι έγινε,τ’ ήθελα, πού είχα πάει.

Δεν ξέρω, δε θυμόμουνα, μην τα ρωτάς, δεν κάνει.

 

Γελούσαν, γέλασα κι εγώ. Ξεχνιέσαι όταν ξεδίνεις.

Πήγα και προσευχήθηκα μετά, που το διαλύσανε.

Και σε φαντάστηκα άγγελο μ’ αχτίδες καλοσύνης

να ‘ρχεσαι να μου τραγουδάς: «Ποτέ μας δε χωρίσαμε!»

 

Έμεινε το σαλόνι άδειο, κούτες και ποτήρια.

Λίγηδαμασκηνιά βροχήμούσκεψε αχνάτη σίτα.

Μέσα μου φύσαγε βοριάς. Τα μάτια μου ακρωτήρια.

Πώς σε ζητά η ψυχούλα μουκατέβα λίγο κοίτα.

 

Τέσσερις ώρες πιο μετά, που ‘χε χαράξει η μέρα,

όλα γλυκάναν κι είχανε τη γνώριμή τους κάλμα.

Σαπούνισα τ’ αγιόκλημα, φίλησα και τη βέρα:

είν’ ώρεςώρες –η ψυχή- που κάνει αυτό το άλμα.

 

Έξω περιστεράκια μωβ χτυπούσαν τις φτερούγες

την ώρα που έσπαζ’ η αυγή τα πιο ροδιά της χρώματα,

σε τόπους-τόπους το γρασίδι δρόσιζε τις ρούγες,

κι ο Αύγουστος στο σπίτι μας εμπήκε απ’ τα κουφώματα.

 

Στον κήπο,τα τριαντάφυλλα κοιμόνταν μες στις στάλες.

Οι ζωγραφιές των ορφανών παλιώσαν στο συρτάρι.

Καλέ μαμά, μην σκας γι’ αυτό! Εγώ θα φτιάξω άλλες!

ο γιος σου πάντα είχε έναν τρόπο για να με τουμπάρει.

 

Τον πήρα, κατεβήκαμε στην πόλη από νωρίς.

Πήγα τα “Gracia” στο στενό που φτιάχνανε λογότυπα,

κάτσαμε για αναψυκτικό μ’ ανθρακικό χωρίς,

και σε μια ώρα το πολύ, θα ‘παιρνα τα πρωτότυπα.

 

Κι είπαμε:«Πάμε στα ορφανά,χαρά πάλι να νιώσουν!»

Αμέσως σε θυμήθηκαν, πέσαν και μάς φιλούσαν,

mας φτιάξαν κι άλλες ζωγραφιές, παίξαν και με το γιό σου

κι όταν θα μεγαλώνανε, για ‘σένα θα μιλούσαν.

 

Πως ήσουν ένας ήρωας -όχι από τους γνωστούς

που γράφουνε τα έντυπα κοπανιστό αέρα τους.

Μα ήσουν μια ψυχή αγνή, με φίλους λιγοστούς,

πουδώδεκα μικρά παιδιά σε νιώσανε πατέρα τους.

 

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top