Fractal

«Η κάθαρση είναι το τέλος κάθε τραγωδίας, αποφάσισα»

Γράφει η Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου //

 

Γιώργος Παναγιωτίδης, «Ίχνη στα όνειρα», εκδ, Βακχικόν, Αθήνα 2021

 

«Όταν βρίσκεσαι δίπλα σε έναν άλλον άνθρωπο είναι σαν να βρίσκεσαι εμπρός σε ένα παράθυρο, το σημαντικό δεν είναι να κοιτάξεις μέσα σε αυτήν την άλλη συνείδηση, αλλά να στραφείς και να κοιτάξεις μέσα στον εαυτό σου σαν να είναι αυτός ο άλλος, ενώ ο άλλος είσαι εσύ.»

Μετά το δεύτερότου μυθιστόρημά με τίτλο Ίσος Ιησούς, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, που επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο Γιώργος Παναγιωτίδης επανέρχεται με ένα τρίτο, του οποίου ο τίτλος υπόσχεται κάτι που ο συγγραφέας γνωρίζει καλά. Το μαγικά ονειρικό για τον Γιώργο Παναγιωτίδη είναι τόπος κοινός μ’ εκείνον ενός προγενέστερουέργου του.Δεκαπέντε χρόνια μετά από τοπρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Έρωτων αοράτων, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ο Παναγιωτίδης  συνδέται εκ νέου με την ποιητική,μα τόσο μαγικά ρεαλιστική του, αφήγηση.

Στο παρόν νέο του πόνημα, ησκληρή πραγματικότητα ντύνεται τον μαγικό μανδύα, καθώς το επέκεινα, υποσυνείδητα πια, γνέφει αλλόκοσμα, μα τόσο γοητευτικά στον αναγνώστη.Άλλωστε ο συγγραφέας προειδοποιεί: […] «Το πρωί εκείνο, το παράθυρό μου ήταν ό,τι είχα, όλο κι όλο. Τόσο δυσπρόσιτο να το κοιτάξω και αμέσως να το εννοήσω. Βρισκόμουν στη μία πλευρά του. Βρισκόμουν εγώ ή τάχα μία πλευρά μου;». Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτόκατάβάση, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία, κι αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για το αφηγηματικό σύμπαν του Παναγιωτίδη, δεν εγκαταλείπεται ποτέ, καθώς κάθε χαρακτήρας αφηγείται στοίδιο πρόσωπο: το α΄ενικό. Ένας εσωτερικός μονόλογος που συναρπάζει αφηγούμενος.

Ο ήρωας του Παναγιωτίδη μεταμορφώνεται καθώς διαιρείται. Το διακείμενο είναι ορατό στη γραφή του Παναγιωτίδη, καθώς πίσω από τις γραμμές της αφήγησης κρύβεται ίσως ένας Φ. Κάφκα με τη Μεταμόρφωσή του. Ξυπνά, στέκει μπροστά σ’ ένα παράθυρο,ίσως όχι ο ίδιος μα το εκτόπλασμα της ψυχής του, καισαν άλλος Γκρέγκορ Σάμσα, μεταμορφώνεται σε έναν σκαραβαίο, σ’ ένασκαθάρι παγιδευμένο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, […] «Δεν ξέρω καν ποιος ήμουν, αν βρισκόμουν μέσα ή έξω σε κάποιο σώμα, αν είχα κάποιο πρόσωπο από τα πρόσωπα που παίρνουν εδώ τον λόγο ήαν δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από μία ευάλωτη, ορφανή συνείδηση που κατρακυλούσε από πρόσωπο σε πρόσωπο, ένας σβόλος συνείδησης που κυλούσε ένας ιερός σκαραβαίος, όπως την κοπριά, από σώμα σε σώμα.»

Οχτώ κεφάλαια,επτάπέπλα μυστηρίου κι ο βασικός χαρακτήρας μπροστά σ’ ένα παράθυρο του οποίου η λειτουργία δεν είναι παρά συμβολική, αφού κινείται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, ενός ονείρου που μοιράζεται μαγικά τα χαρακτηριστικά, τις ζωές, τις υπάρξεις και τις δράσεις έξι διαφορετικών χαρακτήρων.Έξιχαρακτήρων οι οποίοι βιώνουν την αυτοτέλεια μιας σκληρής πραγματικότητας. Μπροστά σ’ αυτό το σύμβολο – καθρέφτη που χωρίζει δύο κόσμους ξετυλίγεται η υπαρξιακή αγωνία του πατέρα, ο οποίος συνειδητοποιεί το ελάχιστοτης ύπαρξής του, βιώνοντας μια οδυνηρή εσωτερική αγωνία.[…] «Ζούσα άραγε στη φαντασία μου και ονειρευόμουν την πραγματικότητα ή βρισκόμουν λάθρα σε άλλες πραγματικότητες, κάποιων άλλων;»

Ο Freud κι ο Lacan συνυπογράφουν τις αναφορές τού συγγραφέα σχετικά με την ψυχική καταγωγή και τη συγγένεια με τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου και ό,τι μπορεί να διαμορφώσειτη φυλετική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του συγγραφέα να εισάγει την ονειρική αφήγηση του «πατέρα-κηπουρού» με την παρουσία της μητέρας του. […] «Η μητέρα μου συνέτηκε σε γεύμα, ως μύστης, νεκρά κομμάτια κάποιου φονευμένου ζώου… Πλησίασα κι εκείνη γύρισε το κεφάλι της…Το χαμόγελό της ήταν αινιγματικό και κάτι ήθελε να μου πει που δεν καταλάβαινα.»Και αυτή είναι μία ακόμα από τις αρετές του κειμένου: ο συγγραφέας τουκαταφέρνει να κινείται και υπερεαλιστικά, καθώς εισάγει ψυχαναλυτικές ψηφίδες στην αφήγηση.[…] «Πώς η μνήμη όλων αυτών των συνειδήσεων έμενε άσβηστη στη σκέψη μου; Έχει σημασία η πραγματικότητα αν υποβιβαστούν ή αν διασταλούν οι αισθήσεις; Έχει σημασία η συνείδηση αν χαθεί η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να σκέφτεται και ν’ αναρωτιέται;». Συνειρμοί που παραπέμπουν σε οικεία αγαπημένα πρόσωπα, ο παππούς […] «Εκείνη η ελιά, το πρωί εκείνο, μου φάνηκε ότι είχε κάτι από τον παππού μου, λες και την αντίκριζα πρώτη φορά. Ήταν η μετουσίωση του παππού μου σε δέντρο αιωνόβιο και ιερό.»,και πάλι η γυναίκα που τον φροντίζει, μια ξένη αδιάφορη γυναίκα συγχέεται με τη μητέρα του κηπουρού, με τη μητέρα του ομοφυλόφιλου γιου, τη μητέρα του αλλοδαπού, τη μητέρα ως Άλλο και τον ρόλο της στο χτίσιμο των κοινωνικών συμβάσεων.

Είναι χαρισματικός ο τρόπος με τον οποίο ο Παναγιωτίδης χειρίζεται τα σύμβολά του και καταφέρνει να συγγενεύει δύο τόσο ξεχωριστά είδη μεταξύ τους. Το κείμενο του Παναγιωτίδη περιέχει σπέρματα αστυνομική λογοτεχνίας, ωστόσο, ο μαγικός ρεαλισμός αποτελεί το δραματικό παρόν των χαρακτήρων του. Ένα παράθυρο, δύο κόσμοι, ένας πατέρας κηπουρός στον «κήπο»του οποίου αναπτύσσονται, διαμορφώνονται και αλληλεπιδρούν μοιραία όλοι οι χαρακτήρες του κειμένου, κι ένας σκαραβαίος ο οποίος δεν είναι παρά το έσω του κάθε ανθρώπου μπροστά στα αδιέξοδα, στην ματαίωση και τον θάνατο του εγωισμού, μπροστά στην πάλη με τα κοινωνικά στερεότυπα.Η ύπαρξη του  ομοφυλόφυλλου γιου, του πατέρα κηπουρού, διαπλέκεται με τη μοίρα των υπολοίπων: Ενός «αδέξιου αστυνόμου», ένας «αυστηρού δικαστή»ενός «άτυχουαλλοδαπού» κι ενός «ευάλωτουδιεμφυλικού». Όλοι θα πεθάνουν. Έξι φόνοι ή ο χαρακτήρας σκοτώνει έξι φορές τον διαιρεμένο εαυτό του; […] «Ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν ή τα ιδιαίτερα συστατικά που τους έκαναν ανθρώπους;»

 

Γιώργος Παναγιωτίδης

 

Το κείμενο του Παναγιωτίδη χαίρει αφηγηματικών αρετών, καθώς από τις πρώτες κιόλας σελίδες εισβάλλει το τραγικό στοιχείο και ενώ αποκαλύπτεται η αλήθεια.Ο πατέρας – κηπουρός,ως άλλος Οιδίποδας, παραφρασμένος, παγιδευμένος στην αχλή του ονείρου φλερτάρει με την πραγματικότητα μιας τραγικής συνειδητοποίησης. Τον φόνο, που τόσο συμβολικά αποδίδεται σαν το αιματηρό κλάδεμα ενός βλαστού από τον συγγραφέα. Ο τραγικός πατέρας μονολογεί:«Όλα ξεκίνησαν με έναν πατέρα. Τον πατέρα τής πιο παράδοξης πραγματικότητας που έπαιρνε τη θέση της μυθοπλασίας.» Ήμουν εγώ.», ενώ αργότερα ως γιος-πατέρας παραδέχεται κατατρυχόμενος από τις Ερινύες ομολογεί:[…] «Ο πατέρας φονιάς, ο παιδοκτόνος, θα έπρεπε τούτη την ώρα, τα ξημερώματα, να βρίσκεται ξάγρυπνος και μετανιωμένος, σε κάποιο κελί, έπειτα από εξαντλητικές και εξευτελιστικές για την προσωπικότητά του ανακρίσεις, περιμένοντας να οριστεί η δίκη του.»

Είναι βέβαιο πως το κείμενο του Παναγιωτίδη ίσως και να αποτελεί κόλαφο στον καθωσπρεπισμό του politicalcorrect και πως ό,τι συμβαίνει στα αφηγηματικά υποκείμενα υπονοείται με άριστη τεχνική. Ο ομοφυλόφιλος γιος, ο ανεκπλήρωτος εφηβικός έρωτας, ο ανεκπλήρωτας έρωτας, ο κοινωνικός ρατσισμός, ο νόμος, τα κοινωνικά στερεότυπα οπλίζουν με θυμό αλλεπάλληλα τους χαρακτήρες. Η απόρριψη, η απαξίωση, σκιαγραφούν τον αφηγηματικό σύμπαν, εντός του οποίου ο Παναγιωτίδης χτίζει τους χαρακτήρες του, και δεν είναι άλλος από το υποσυνείδητο. Εκεί, όπου κρύβεται κάθε κρυφή ή φανερή σκέψη, εκεί, όπου οι συνειρμοί οπλίζουν με τον ίδιο θυμό το χέρι του κάθε ενός από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Γιώργου Παναγιωτίδη που δεν είναι παρά η συνέχεια του ενός στον κάθε άλλο.Έτσι όπως διαπλέκονται οι ζωές στην κάθε ατομική ή συλλογική πραγματικότητα, έτσι όπως κάθε πράξη αποτελεί συνέπεια μιας άλλης, έτσι οι σκέψεις καταλήγουν να σκοτώνουν ακόμα και τον δικαστή, τη φωνή της συνείδησης, το υπερκείμενο, το διακείμενο και ό,τι αυτό έχει καταγράψει ως πράξη που οφείλει να οδηγήσει στη δικαίωση ή στην τιμωρία. Ο Νόμος, προσωποποιείται με μια σαφή διακειμενική αναφορά στο διήγημα του Φ. Κάφκα, «Εμπρός από τον Νόμο», […] «Τα αρχεία είναι η θεμελιώδης δύναμη που συντηρεί τον Νόμο, τις επιδράσεις του παρελθόντος μεταξύ ανθρώπου και Νόμου, ενώ οι αρχειοθήκες δεν είναι παρά η μήτρα του Νόμου.», και ο Παναγιωτίδης έχοντας συμπεριλάβει κάθε κοινωνική αδικία στην ονειρική του περιπλάνηση καταλήγει σ’ έναν ακόμη φόνο.

Στο όνομα του θυμού, της απαξίωσης, της δικαίωσης, ο αστυνομικός,ο αλλοδαπός, ο γιος ενός πατέρα, όπως κάθε γιος που έτυχε να μην υπηρετεί πιστά τη φυλετική του ταυτότητα, αυτός ο ίδιος γιος, του ίδιου πατέρα – κηπουρού εκδικείται τα κοινωνικά στερότυπα: […] «Ποιος Νόμος, ποιος θυμός έδινε το δικαίωμα, ακόμη και σε έναν δικαστή, να προδικάσει την ντροπή του πατέρα μου για μένα; Τον γνώριζε; Κατέρρευσα στην ίδια φτηνή περιστρεφόμενη καρέκλα με μπράτσα όπου με είχε πάρει ο ύπνος./… Υπάρχουν όρια, κύριε δικαστά, του είπα, αλλά δεν με άκουγε πια.», ενώ ο διεμφυλικόςαπό άκρατο φόβο και απελπισία κινούμενος σκοτώνει τη θηλυκή του ταυτότητα, ενώ προβαίνει σε μια κοινωνική απαξίωση, σε μια ρατσιστική εκμηδένιση ενός Άλλου με διαφορετική καταγωγή. […] «Λοιπόν, ναι, πραγματικά υπάρχουν όρια, αλλοδαπέ μου φίλε, του είπα και έμπηξα το κατσαβίδι του με όλη μου τη δύναμη στον λαιμό του,…/Το ίδιο έκανε να το έμπηγα στον λαιμό της παιδικής μου φίλης, των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων; Αυτός τι ήταν; Τίποτα περισσότερο από ένας αλλοδαπός πνιγμένος στο αίμα του»

Όπως κάθε τραγωδία, έτσι και η αφήγηση του Παναγιωτίδη οδηγείται στην κάθαρση, άλλωστε όπως και ο ίδιος αποφαίνεται μέσω του χαρακτήρα του: «Η κάθαρση είναι το τέλος κάθε τραγωδίας, αποφάσισα. Ο πατέρας σπέρνει, ο πατέρας θερίζει.Το επόμενο πρωί, στην τελευταία πράξη ο σκαραβαίος, σύμβολο της αναγέννησης για την αρχαία Αίγυπτο, «ομολογεί», πως ναι:

«Τα πρόσωπα που κατοίκησα, ο κόσμος που γνώρισα, εγώ, όλα μαζί τελείωναν εμπρός μου, μαζί μου το πρωί εκείνο.»._

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top