Fractal

Μάρκ Στράντ: Το συνεχές βαλς της ύπαρξης

Του Αναστάση Βιστωνίτη  //

 

Μαρκ Στραντ «Προσωρινή αιωνιότητα», Ανθολόγηση- Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη, εκδ. Βακχικόν, σελ. 114

 

Δεν πρωτοτυπεί κανείς λέγοντας πόσο σημαντική υπήρξε η δεκαετία του 1960, στην πολιτική, στην κοινωνία και τις τέχνες: στη μουσική, τη ζωγραφική, στο θέατρο και την ποίηση. Όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά – και κατ’ εξοχήν – για τον Νέο Κόσμο. Κι ένας από τους εξέχοντες ποιητές αυτής της δεκαετίας, Αμερικανός που γεννήθηκε στον Καναδά είναι ο Μαρκ Στραντ (1934 – 2014) που έστω και με καθυστέρηση άρχισε να γίνεται γνωστός και στη χώρα μας. Είναι επομένως σημαντικό που οι εκδόσεις Βακχικόν αποφάσισαν να εκδώσουν μια εκλογή των ποιημάτων του μεταφρασμένων με ευαισθησία από την Ασημίνα Ξηρογιάννη.

 

 

Ως τη δεκαετία του 1990 η γνώση μας των ποιητών που εμφανίστηκαν ή καθιερώθηκαν αυτή τη δεκαετία περιοριζόταν στη γενιά των μπητ: στον Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον Γκρέγκορι Κόρσο και τον Λόρενς Φερλινγκέτι. Και ως ένα βαθμό στη Σύμβια Πλαθ και την Αν Σέξτον. Αλλά τίποτε δεν χάνεται, όταν είναι σημαντικό. Επομένως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο που το αναγνωστικό κοινό –και ιδίως οι νεώτεροι φίλοι της ποίησης– ανακαλύπτει και αναδεικνύει ποιητές σαν τον Τζον Άσμπερι, τον Τσαρλ Σίμικ και τον Μαρκ Στραντ.

Ο Στραντ δεν ήταν μόνο ποιητής πρώτης γραμμής αλλά κι ευρηματικός πεζογράφος, δεινός μεταφραστής και ανθολόγος. Εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 και προκάλεσε αίσθηση με το πρώτο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1964. Πολύ γρήγορα η κριτική τόνισε πως ο ποιητής αυτός θα πλούτιζε την αμερικανική ποίηση με ένα έργο το οποίο θα συνέχιζε την παράδοση που άφησε πεθαίνοντας το 1954 ένας κορυφαίος ποιητής: ο Ουάλας Στίβενς. (Το ίδιο συνέβη και με τον Τζον Ασμπερυ, αλλά για διαφορετικούς λόγους και σε άλλο επίπεδο.)

Τι συμβαίνει όμως την εποχή που εμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο ο Μαρκ Στραντ; Ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται σε έξαρση, ο πόλεμος στο Βιετνάμ διχάζει την κοινωνία στις ΗΠΑ και οι νέοι φοβούνται ότι η χώρα τους θα εμπλακεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Όπως και οι συνηλικιώτες του, ο Στραντ βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ποια είναι η ταυτότητά του κι άρα ποιος ο εαυτός του; Ως εκ τούτου το κοινωνικό μετατρέπεται σε υπαρξιακό ερώτημα. Και αναπόφευκτα στα ποιήματά του κυριαρχεί το άγχος, η ανησυχία και το αίσθημα του θανάτου, σαν απειλή ή σαν σκοτεινή προφητεία.

Όμως εκεί που η ζωή μοιάζει να χάνει το νόημά της έρχεται η ποίηση να αναπληρώσει την απώλεια και να γεφυρώσει το κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στην ομορφιά και τον φόβο. Έτσι, το λευκό χαρτί γίνεται φιλί ζωής, όπως λέει ο Στραντ σ’ ένα ποίημά του, και ύπαρξη αποκτά ξανά το νόημά της – μολονότι αυτό καθαυτό το νόημα υπονομεύεται συχνά. Η «εμμονή» όμως του Στραντ με την ύπαρξη δεν είναι σολιψιστική ούτε βέβαια μπορεί να αναχθεί στο σαρτρικό η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Για τον ίδιον τα υπαρξιακά ερωτήματα βρίσκονται πιο κοντά στα αντίστοιχα των κεντροευρωπαίων συγγραφέων (του Κάφκα λ.χ.). Και η αμφιβολία τότε λειτουργεί ως αμφιλογία με εντυπωσιακά αποτελέσματα, όπως εδώ:

Είναι παλιά ιστορία: παράπονα για το φεγγάρι

που βυθίζεται στη θάλασσα, για τα αστέρια που ξεθωριάζουν με το πρώτο φως,

για το γκαζόν που το βρέχει η δροσιά, για το ασημένιο γκαζόν, για το γκαζόν που κρυώνει.

Και συνεχίζει το δρόμο της: ένας άντρας κοιτά τη σκιά του

και λέει πως είναι η στάχτη του εαυτού του που πέφτει,

λέει πως οι μέρες του είναι οι πραγματικές μαύρες τρύπες στο διάστημα.

Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια.

(Η ιστορία)

 

Μαρκ Στραντ

 

Εδώ όμως δεν έχουμε ποίηση ενός κλειστού κόσμου περιχαρακωμένη στα υπαρξιακά ή μεταφυσικά ερωτήματα (που φυσικά ανακύπτουν), διότι είναι εμφανέστατη η κοινωνική διάσταση της εσωτερικής ζωής – κι αυτό συνιστά τη μεγάλη της πρωτοτυπία. Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του ποιητή, τα βιώματα της καθημερινότητας και ο ελεγειακός τόνος, που δεν υπερβαίνει το πεδίο της οικειότητας, δεν επιβάλλονται στον αναγνώστη αλλά τον μεταφέρουν σ’ έναν κόσμο όπου η ζωή εμφανίζεται σαν ένα συνεχές βαλς που μόνον ο θάνατος το σταματά. Γι’ αυτό και όπως γράφει:

Οι νεκροί είναι πιο νεκροί κάθε νύχτα.

Ένα άναστρο σκοτάδι τους αγκαλιάζει.

(Οι νεκροί).

Υπάρχει στην ποίηση του Στραντ μια διακριτική μεν αλλά ξεκάθαρη μελαγχολία που όμως απαλύνεται από μια λεπτότατη αίσθηση του χιούμορ. Κινείται επιπλέον στους μεσαίους τόνους. Απαντώντας κάποτε ο ποιητής στις αιτιάσεις κάποιων ότι η ποίησή του είναι απαισιόδοξη είπε το αυτονόητο: ότι τα περισσότερα σημαντικά ποιήματα που έχουν γραφτεί δεν είναι αισιόδοξα και πως εκείνοι που περιμένουν να διαβάσουν σ’ αυτά για τις ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή δεν έχουν διαβάσει πολλή ποίηση. Η ουσία είναι πως γράφοντας ποιήματα δημιουργούμε για τον εαυτό μας μια ταυτότητα που δεν έχουμε στην πραγματική ζωή. Και τούτο αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για τη δημιουργική δύναμη της φαντασίας, η οποία είναι εμφανέστατη στην ποίηση του Μαρκ Στραντ, όπου η ρυθμική αλληλουχία των εικόνων της, δηλαδή η άσφαλτη αίσθηση του ρυθμού που την διακρίνει συνδυάζεται με τη καθαρότητα στη γλώσσα και στη διατύπωση του νοήματος που είναι το αντίδοτο στη σκόνη της καθημερινότητας.

Στον Στραντ, όπως και σε άλλους ποιητές της γενιάς του, είναι εμφανέστατη η επίδραση της εικονοποιίας των μοντερνιστών (του Στίβενς, του Ρόμπερτ Λόουλ ή της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ). Εμφανείς όμως είναι και οι αντιδράσεις, ιδίως στον τρόπο με τον οποίον οι εικόνες (το απόθεμα των αναμνήσεων) περνούν στη συνείδηση. Ή στο πώς εκφράζεται η απώλεια και η απουσία. Αυτό σε ό,τι αφορά την ποίηση του Στραντ έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δεν είναι εξομολογητικός ποιητής, με άλλα λόγια δεν αυτοβιογραφείται συχνά – αν κι ένα από τα ωραιότερα αυτοβιογραφικά ποιήματα που γράφτηκαν μεταπολεμικά στην αγγλική γλώσσα είναι δικό του: η Ελεγεία για τον πατέρα μου. Η εικονοποιία του επιπλέον είναι επηρεασμένη από την ποίηση των υπερρεαλιστών, όπως έχει πει και ο ίδιος, απευθυνόμενος φυσικά στο αμερικανικό κοινό. Αν κάτι τέτοιο έχει σημασία, οφείλεται κατά μείζονα λόγο στο ότι το υπερρεαλιστικό κίνημα δεν βρήκε πολλούς οπαδούς στον αγγλόφωνο κόσμο ούτε και μας έδωσε υπερρεαλιστές ποιητές που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τους αντίστοιχους στην Ευρώπη.

Τα περισσότερα –και τα καλύτερα– ποιήματά του ο Στραντ τα έγραψε σε ελεύθερο στίχο. Αλλά έγραψε αρκετά και στο μετρικό σύστημα. Μπορούν να συνυπάρξουν τα μεν και τα δε; Με το χαρακτηριστικό του χιούμορ ο ίδιος σχολίαζε πως είναι σαν να λέμε ότι μπορούν να συνυπάρξουν οι Ισραηλινοί με τους Παλαιστίνιους.

Τα ποιήματα που περιλαμβάνει η παρούσα έκδοση ανήκουν στα αντιπροσωπευτικότερα του Μαρκ Στραντ και προσφέρουν στον έλληνα αναγνώστη μια καλή εικόνα αυτού του σπουδαίου ποιητή. Η μετάφρασή τους είναι έργο αγάπης και μακροχρόνιας, εικάζω, ενασχόλησης της ποιήτριας και μεταφράστριας Ασημίνας Ξηρογιάννη με την ποίησή του. Γι’ αυτό και αξίζει να προσεχθούν από το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top