Fractal

Αλκη Ζέη: «Αχ , λέω, αν ήταν εδώ η Διδώ Σωτηρίου, θα τη ρώταγα»

Απομαγνητοφώνηση: Αγγελική Κώττη //

 

Το εξώφυλλο από τη σουηδική έκδοση των Ματωμένων Χωμάτων»-

Το εξώφυλλο από τη σουηδική έκδοση των Ματωμένων Χωμάτων»

 

Στις 10 Οκτωβρίου του 2014 η Εταιρεία Συγγραφέων οργάνωσε μια εκδήλωση στο Ιδρυμα Θεοχαράκη για την απονομή του βραβείου «Διδώς Σωτηρίου» στον Πέδρο Μπάδενας δε λα Πένια. Η Αλκη Ζέη, εκ των βασικών ομιλητών στην τελετή, αναφέρθηκε εκτενώς στην Διδώ, η οποία είχε παντρευθεί τον θείο της Αλκης Πλάτωνα Σωτηρίου, αδερφό της μητέρας της. Στη συγκινητική ομιλία της, την οποία παραθέτουμε, σκιαγράφησε την γεμάτη αγάπη σχέση της με την άλλη συγγραφέα αλλά και τους τρόπους που εκείνη επέδρασε στην ίδια.

 

Η δημοσίευση γίνεται για να σημειωθούν τα 106 χρόνια από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου (18 Φεβρουαρίου 1909, Αϊντίνι Μικράς Ασίας)

 

Από τα οκτώ μου χρόνια με έμαθε τι θα πει γράψιμο, πόσο φοβερό είναι. Έμαθα ότι είναι δημοσιογράφος, έβλεπα ότι γράφει στην εφημερίδα με το όνομά της από κάτω, και της λέω μια μέρα κι εγώ, θα βγάλω περιοδικό. Μου λέει, «καλά». Σε κόλες διαγωνισμού έβγαλα ένα περιοδικό που το έγραφα μόνη μου και η Διδώ με ενεθάρρυνε. Της λέω σου έχω γράψει και ένα ποίημα για τον γάμο σου, και της το ‘δειξα, η Διδώ το πήρε, μου είπε «σε ευχαριστώ μικρό,» γιατί έτσι με έλεγε. Είδα τα μάτια της,και παρόλο που ήμουνα μόνο οκτώ χρονών, κατάλαβα ότι ποίηση δεν πρέπει να ξαναγράψω στη ζωή μου.

Στα δέκα μου χρόνια της λέω γράφω ένα μυθιστόρημα. Είχαμε μια θεία που πήγαινε στην Αμερική και διηγότανε για το υπερωκεάνειο. Θα είναι η ηρωίδα μου ένα κοριτσάκι, μια Αγγλίδα, που πάει με το υπερωκεάνειο. Μου λέει η Διδώ, «έχεις γνωρίσει ποτέ σου Αγγλίδα;» της λέω όχι. «Εχεις δει ποτέ σου υπερωκεάνειο;» Οχι. Δεν γράφεις καλύτερα για το βαπόρι που σας πάει και σας φέρνει στη Σάμο; Και με έμαθε από τα δέκα μου χρόνια να μη γράφω πράγματα που δεν τα έχω γνωρίσει.

Αλλη μια μεγάλη ευγνωμοσύνη στη Διδώ είναι γιατί με έβαλε στην Αντίσταση. Οχι μόνο εμένα, και τη μητέρα μου, και την αδερφή μου, κι όλο μας το σπίτι. Ποιος δεν πέρασε από εκείνο το σπίτι… ευτυχώς χωρίς να καταλάβουν οι άλλοι, ούτε ο ίδιος ο πατέρας μου- γιατί όλα αυτά γινόντουσαν όσο έλειπε. Η Διδώ είχε ένα πολύ οξύ πολιτικό μυαλό και ό,τι απορία είχες θυμάμαι να της λέμε: «πες μας Διδώ».

 

didw

 

Με την απελευθέρωση, που είχε γίνει αυτή η μεγάλη χαρά (σ.σ. εννοεί τους πανηγυρισμούς του κόσμου στους δρόμους) μετά πήγα σπίτι της στην οδό Κοδριγκτώνος- συγκινούμαι και τώρα ακόμη όταν πάω γιατί πήγαινα στο σχολείο στην Αηδονοπούλου και πολλές φορές πήγαινα το μεσημέρι και έτρωγα στη Διδώ και στον Πλάτωνα. Ολοι είμαστε πολύ χαρούμενοι με την απελευθέρωση, βλέπω μια Διδώ κατσουφιασμένη.

-Τι έχεις εσύ;

«Μα είναι πράγματα αυτά που έκαναν; Βγήκαν όλοι οι παράνομοι στη φόρα; Και αν χρειαστεί να ξαναμπούν στην παρανομία, θα τους ξέρει όλος ο κόσμος;» Ε, νομίζαμε ότι τρελάθηκε, δεν ξέραμε ποτέ ότι μπορεί να ξαναγίνει μια παρανομία. Δυστυχώς πολύ γρήγορα, ήρθε ο Δεκέμβρης του ‘44 και ήρθε τότε μαζί με τον Πλάτωνα και μείνανε σπίτι μας, γιατί κινδύνευε στο δικό της σπίτι κι εκεί ερχόταν τα μεσάνυχτα και την έβλεπε ο Καραγιώργης και συζητούσανε κι ακούγαμε όλες τις ιδέες της Διδώς, πόσο σωστά έκρινε τον Δεκέμβρη και πόσο πρόβλεπε τι θα γίνει μετά.

Αργότερα, το ’47 ’48, που έγραψε αυτό το μεγάλο βιβλίο «Η εξωτερική πολιτική» και το φάγαν ποντίκια το πρώτο, όλο τη θυμάμαι να γράφει και να χώνει παντού. Θα είναι σαν την Αμφίπολη, θα ανοίξουμε καμιά μέρα καμιά πόρτα και θα δούμε χειρόγραφα της Διδώς.

Περάσαμε τον εμφύλιο μαζί, κι όπως λέω η Διδώ με έστειλε εξορία, γιατί είχε φύγει ο Γιώργος Σεβαστίκογλου στο βουνό, με ζήτησαν να παρουσιαστώ στην αστυνομία και εγώ είπα θα κρυφτώ. Τότε πίσω από την πόρτα έγραφαν πόσα άτομα μένουν στο σπίτι κι αν ήταν ένας παραπάνω, έπαιρναν τον νοικοκύρη του σπιτιού και μπορούσαν και να τον εκτελέσουν ακόμα. Το μόνο σπίτι που με δέχτηκε ήταν του Λίνου Πολίτη, που είχε πέντε παιδιά και μετά από τρεις- τέσσερις μέρες που έμεινα, είχαμε δώσει κάπου ραντεβού με τη Διδώ, μου λέει «πού μένεις;» της είπα και μου απαντά: «να πας να παρουσιαστείς. Το πολύ- πολύ να σε στείλουν εξορία. Το σκέφτηκες ποτέ τι θα γίνει αν πιάσουν τον Λίνο Πολίτη και τη γυναίκα του, και τους εκτελέσουν ή τους πάνε φυλακή με τα πέντε παιδιά;» Και παρουσιάστηκα, και πήγα εξορία.

Οταν γύρισα ήταν η μόνη μου παρηγοριά και πολλοί επέμεναν και προχτές ακόμα μία με ρώτησε: μα τι περίεργο, πώς τη Διδώ δεν την πιάσανε ποτέ; Δεν την πιάσανε αλλά της έκαναν πόλεμο νεύρων. Οταν είχαν πιάσει την Ελλη (σ.σ. Παππά, αδερφή της Διδώς) και τον Μπελογιάννη, ο διοικητής της ασφάλειας ο Πανόπουλος της τηλεφωνούσε καθημερινά και της έσπαγε τα νεύρα με το να την ψιλορωτάει κρυφά διάφορα πράγματα, σαν να της έλεγε δεν μπορείς να κουνηθείς, είμαστε εδώ. Μια μέρα λοιπόν της λέει «έμαθα ότι το παιδί το βαφτίσατε και το βγάλατε Νίκο» (σ.σ. πρόκειται για τον γιο της Ελλης Παππά και του Νίκου Μπελογιάννη, τον γνωστό μας Νίκο Μπελογιάννη). Και του απαντά η Διδώ: «και πώς θέλατε να το βγάλουμε; Πιουριφόι;» (σ.σ. Ο Πιουριφόι ήταν ο πρέσβης των Αμερικανών που ήταν ήδη επικυρίαρχοι στην Ελλάδα).

Μετά έφυγα στη Ρωσία, ήρθε η Διδώ καλεσμένη κι εκεί είδα πάλι αυτό το βλέμμα που είχε όταν έγραψα το ποίημα. Διέκρινε πράγματα στη Σοβιετική Ενωση που εμείς, δέκα χρόνια εκεί, δεν τα είχαμε πιάσει.

Οταν γυρίσαμε περάσαμε δυο αξέχαστα καλοκαίρια στον Πόρο μαζί με τη Διδώ και τον θείο μου και ήταν μαζί μας η Ζωρζ Σαρρή με την οικογένειά της και ο Γιάννης Μαρής με τη δική του. Το σπίτι είχε μια μεγάλη αυλή και γύρω μέναμε εμείς, σε δάφορα δωμάτια. Η Διδώ έγραφε, πετούσε τα χαρτιά κάτω, τα μάζευε ο Πλάτων και τα δακτυλογραφούσε. Μαγείρευε κιόλα και μετά, το βράδυ ντυνόταν, περιποιούνταν τα μαλλιά της και τραγουδούσε γαλλικά τραγούδια του ’30. Και μας έσπαγε τα νεύρα γιατί μας έλεγε: «μυρίζει δικτατορία. Μυρίζει δικτατορία.»

-Ασε μας βρε Διδώ τώρα που μυρίζει δικτατορία…

 

alkizei

 

Και μύριζε, φαίνεται, πάρα πολύ δικτατορία.

Φύγαμε πάλι, στη Γαλλία, την ξανά ‘δαμε όταν γυρίσαμε και η Διδώ πάλι είχε γίνει συγγραφέας, γιατί έγινε πολύ αργά. Δεν προλάβαινε να γίνει, με παρανομίες, με τον Νίκο (σ.σ. η Διδώ μεγάλωνε τον Νίκο Μπελογιάννη όλα τα χρόνια που η μητέρα του ήταν στη φυλακή) με όλα τα άλλα τρεξίματα…

Εκεί που κατάλαβα πιο πολύ ότι η Διδώ είναι μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, όσο και να σας φανεί απίθανο, ήταν στην Τουρκία. Ενα χρόνο μετά τον θάνατό της, ένας σύλλογος με έδρα στη Μυτιλήνη που λέγεται Ειρήνη στο Αιγαίο και έχει μέλη και Τούρκους, με κάλεσαν και πήγαμε μαζί με άλλους στον Κιρκιντζέ, όπου διαδραματίζονται τα «Ματωμένα Χώματα». Καθώς πηγαίναμε, που ήταν πολλές ώρες με το λεωφορείο, είδαμε σε μια γέφυρα επάνω σε μια γιγαντοαφίσσα τη Διδώ με το μπερεδάκι της να χαμογελάει. Μου φάνηκε σαν να με καλωσόριζε. Στον Κιρκιντζέ, μας μοίρασαν λουκουμάδες, συνήθεια που έχουν οι Τούρκοι αντί για κόλυβα. Η διερμηνέας με παρουσίασε ως ανιψιά της Διδώς. Με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν και μου έλεγαν μια φράση που δεν καταλάβαινα. Η διερμηνέας μου το είπε: Ανάθεμα στους αίτιους, όπως τελειώνουν τα «Ματωμένα Χώματα». Σε αυτή τη μικρή πόλη, κάτι ανάμεσα σε πόλη και χωριό, όλοι οι άνθρωποι στον δρόμο μας αγκάλιαζαν, έκλαιγαν και μιλούσαν για τη Διδώ. Κατάλαβα πολλά.

Βέβαια, την ήξερα την αξία που έχει και σαν συγγραφέας και σαν άνθρωπος. Ηταν ένας άνθρωπος που δινόταν στους άλλους. Δεν υπήρχε από το σόι μας κανείς που να είχε πρόβλημα και να μην πάει στη Διδώ. Είτε χώριζε με το φίλο της, είτε είχε πρόβλημα με τον άντρα της, είτε πολιτικά, όλα μας τα έλυνε η Διδώ. Αφού τώρα, πολλές φορές, με όλα αυτά τα μπερδέματα τα πολιτικά που δεν βγάζω άκρη, αχ λέω, αν ήταν η Διδώ θα τη ρώταγα. Ηταν αξέχαστη.

 

Τη βλέπω συχνά στον ύπνο μου, αλλά δεν τη ρωτάω πολιτικά, δεν ξέρω γιατί. Θυμάμαι μόνο αυτά που περάσαμε μαζί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top