Fractal

Για την ταινία “Επικίνδυνες σχέσεις” (Dangerous Liaisons)

Γράφει η Βάλια Καραμάνου // *

 

 

Στις 16 Δεκεμβρίου 1988 η ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία Στίβεν Φρίαρς κάνει πρεμιέρα στις ΗΠΑ αποσπώντας εκθειαστικές κριτικές, πολλά βραβεία και φυσικά βρίσκει τεράστια απήχηση στο κοινό. Και όχι άδικα. Ένα σημαντικό καστ ηθοποιών, όπως οι Γκλεν Κλόουζ, Τζον Μάλκοβιτς, Μισέλ Φάιφερ, Κιάνου Ριβς, Ούμα Θέρμαν, Σούζι Κουρτς, Μίλντρεντ Νάτγουικ και Πίτερ Καπάλντι ενσαρκώνουν τους βασικούς ρόλους, ενώ αξιοσημείωτη είναι η εμβληματική μουσική του Τζορτζ Φέντον και τα κουστούμια εποχής του Τζέιμς Άτσεσον. Η ταινία βασίζεται στο έργο του Pierre Ambroise François Choderlos de Laclos με τίτλο «Les Liaisons dangereuses» (Οι επικίνδυνες σχέσεις, 1782). Πρόκειται για επιστολικό έργο που μεταφράστηκε στην Ελλάδα από τον Ανδρέα Στάικο (εκδόσεις “ΑΓΡΑ”), το οποίο στην επο-χή του ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων αντίστοιχη με αυτή του έργου του Μαρκησίου ντε Σαντ, καθώς στηλιτεύει τα δολερά «παιχνίδια» της γαλλικής αριστοκρατίας που κατέληγαν συχνά σε ολέθρια αποτελέσματα.

 

 

Την ταινία ανοίγει η σκηνή της Μαρκησίας ντε Μερτέιγ (Γκλεν Κλόουζ) η οποία βάφεται στον καθρέφτη της ξεκινώντας μια μέρα νέων δολοπλοκιών, μεθυσμένη από την αίσθηση της παντοδυναμίας της (η σκηνή είναι σημαντική, καθώς αποτελεί σχήμα κύκλου αντιθετικά με την βουβή σκηνή του τέλους). Όλα αρχίζουν λοιπόν με την επίκληση της Μαρκησίας προς τον πρώην εραστή της υποκόμη ντε Βαλμόν (Τζον Μάλκοβιτς) προκειμένου να την βοηθήσει να φέρει σε πέρας μια «ηρωική επιχείρηση», που δεν είναι άλλη από την εκδίκη-ση του πρώην εραστή της Μπαστίντ, ο οποίος την εγκατέλειψε για να παντρευτεί μια άσπι-λη παρθένα, την Σεσίλ ντε Βολάνζ (Ούμα Θέρμαν). Μάλιστα, η συγκεκριμένη κοπέλα μαζί με την μητέρα της θεωρούνται φίλες της Μαρκησίας. Πάντως, και οι δύο κυρίες στο παρελ-θόν είχαν διατελέσει ερωμένες του υποκόμη ντε Βαλμόν. Ο Τζον Μάλκοβιτς ενσαρκώνει αψεγάδιαστα τον ρόλο του γόη/διαφθορέα που βρίσκει υπέρτατη ευχαρίστηση να κατακτά ερωτικά καθετί απαγορευμένο, μια και νιώθει κορεσμένος πια από ερωτικές περιπέτειες. Για τον λόγο αυτό, προσθέτει στο σχέδιό του και την αποπλάνηση της προσφάτως παντρε-μένης και βαθιά θρησκευόμενης Μαντάμ ντε Τουρβέλ (Μισέλ Φάιφερ), που φιλοξενείται στο μέγαρο της θείας του. Η συμφωνία λοιπόν μεταξύ του υποκόμη ντε Βαλμόν και της μαρκησίας ντε Μερτέιγ έχει ως εξής: ο υποκόμης θα διαφθείρει την παρθένα Σεσίλ και την ηθική μαντάμ ντε Τουρβέλ και- εφόσον προσκομίσει γραπτές αποδείξεις σε επιστολές – θα ανταμειφθεί με μια νύχτα έρωτα στο κρεβάτι της παλιάς του ερωμένης, της Μαρκησίας ντε Μερτέιγ. «Έρωτας και εκδίκηση», του υπόσχεται η σατανική γυναίκα που αποτελεί την «α-ντρική» εκδοχή του υποκόμη. Και όμως, μέσα από συγκεκριμένους διαλόγους αντιλαμβα-νόμαστε πως πίσω από τα αδυσώπητα προσωπεία υποβόσκουν αφενός η προσπάθεια μιας γυναίκας να αποτινάξει την μοίρα της (δηλαδή την άβουλη υποταγή στα θελήματα των αντρών και «να μην παίρνει διαταγές από κανέναν», όπως αναφέρει ενδεικτικά και η ίδια) και αφετέρου ο μεγάλος έρωτας που ένιωσαν οι δύο εραστές κάποτε. Μάλιστα, η Μαρκη-σία δηλώνει πως «ήταν έρωτας, γιατί μου χάρισες ευτυχία» ή αργότερα εξομολογείται στον υποκόμη πως ακόμα τον αγαπά, παρά τις απογοητεύσεις και τα παράπονά της. Αλλά και εκείνος φαίνεται ακόμα ευάλωτος στην γοητεία της. Σε μια συζήτησή τους την ρωτά πως κατάφερε να χτίσει την παντοδυναμία της και εκείνη με λίγα λόγια εξηγεί πως μια αδύναμη κοπέλα έμαθε μέσα σ’ έναν ανδροκρατούμενο χώρο να παρατηρεί και να μαθαίνει πως να κατατροπώνει τους άντρες. Πολύ αργότερα θα του πει πως η νίκη της δεν ήταν απέναντι στην ερωτική της αντίζηλο μαντάμ ντε Τουρβέλ, αλλά τελικά στον ίδιο τον υποκόμη.

Αλλά ας επανέλθουμε στο σχέδιο: όλα βαίνουν ομαλά, καθώς τα κύρια πρόσωπα του έργου διαμένουν στην εξοχική έπαυλη της θείας του υποκόμη. Εκεί, στην απομόνωση και σ’ ένα κρυφτό ανάμεσα σε παράνομα νυχτοπερπατήματα στις κάμαρες και ατελείωτους περιπά-τους στους απέραντους κήπους, ο υποκόμης ντε Βαλμόν αποπλανεί την μικρή Σεσίλ, που μένει έγκυος και κάνει την μαντάμ ντε Τουρβέλ να τον ερωτευθεί. Μάλιστα, η μικρή Λολίτα διατηρεί παράλληλα δεσμό και με έναν νεαρό μουσικό Σεβαλιέ Ντανσενί (Κιάνου Ριβς), σύμφωνα με τις υποδείξεις της Μαρκησίας.

 

 

Αναμφίβολα, μία από τις κορυφαίες σκηνές της ταινίας είναι η ερωτική παράδοση της μα-ντάμ ντε Τουρβέλ στον υποκόμη ντε Βαλμόν (ή μήπως το αντίστροφο; ) μέσα σε μια σκηνή με πολλά αντικρουόμενα αισθήματα, που ωστόσο θα καταλήξουν στον πιο «ανυπόκριτο έρωτα» που εξομολογείται γοητευμένος αργότερα ο υποκόμης στην Μαρκησία. Η τελευ-ταία αμέσως αντιλαμβάνεται τον έρωτα του υποκόμη για την άλλη γυναίκα και πληγώνεται βαθιά, καθώς το χαμόγελό της μετατρέπεται σε γκριμάτσα οδύνης, όπως μόνο η Γκλεν Κό-ουζ γνωρίζει να κάνει. Είναι το κομβικό σημείο από όπου σταματά το παιχνίδι της αποπλά-νησης και ξεκινά η εκδίκηση μέχρι θανάτου. Η Μαρκησία θέτει έναν ακόμη όρο για την ερωτική της βραδιά με τον υποκόμη: να χωρίσει την αγαπημένη του ντε Τουρβέλ με την φράση “Beyond My Control”. Πράγματι, εκείνος το κάνει καταρρακωμένος διαλύοντας την μαντάμ ντε Τουρβέλ, η οποία αρρωσταίνει βαριά πλησιάζοντας τον θάνατο. Κι ενώ ο υπο-κόμης απαιτεί πλέον επιθετικά την αμοιβή του από την Μαρκησία, εκείνη επιμένει να αρ-νείται ενώ παράλληλα του αποκαλύπτει πως ο νεαρός μουσικός αγαπημένος της μικρής Σεσίλ είναι ο νέος της εραστής. Είναι η στιγμή που επίσημα οι δύο πρώην εραστές γίνονται θανάσιμοι εχθροί: καθώς ο υποκόμης απλώνει επιτακτικά το χέρι του στην Μαρκησία απαι-τώντας την ερωτική της παράδοση, εκείνη του χαμογελά αρχικά γλυκά για να καταλήξει σε δυο λέξεις, που ακούγονται σκληρά και άγρια: «Λοιπόν, πόλεμος!» (Στο αντίστοιχο σημείο του λογοτεχνικού έργου, οι δυο αυτές λέξεις αναγράφονται αυτούσιες από την Μαρκησία στο τέλος μιας επιστολής του ντε Βαλμόν).

Από τότε και στο εξής, η υπόθεση εξελίσσεται ραγδαία: η Σεσίλ αποβάλλει, η μαντάμ ντε Τουρβέλ πεθαίνει, ενώ ο υποκόμης αποκαλύπτει στον νεαρό μουσικό πως υπήρξε εραστής της νεαρής Σεσίλ. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια μονομαχία ανάμεσα στους δυο άντρες, με τον υποκόμη ντε Βαλμόν καταρρακωμένο να πέφτει ηθελημένα πάνω στο σπαθί του αντι-πάλου του. Οι τελευταίες του λέξεις είναι πως «δεν μπορούσε άλλο να ζει χωρίς την αγα-πημένη του ντε Τουρβέλ, μια και στην αγκαλιά της οποίας γνώρισε την λιγοστή ευτυχία στην ζωή του». Τα λόγια αυτά μεταφέρει στην ετοιμοθάνατη γυναίκα ο συντετριμμένος μουσικός. «Αρκετά», προφέρει η μαντάμ ντε Τουρβέλ και ξεψυχά. Ο νεαρός Ντανσενί, με-τά το θλιβερό του καθήκον έχει αναλάβει ένα ακόμα έργο: να κοινοποιήσει την αλληλο-γραφία που του εμπιστεύτηκε ο ετοιμοθάνατος ντε Βαλμόν, ως απτή απόδειξη όλου του σατανικού σχεδίου μεταξύ αυτού και της Μαρκησίας.

 

 

Η ταινία κλείνει με δυο δυνατές σκηνές, στις οποίες πρωταγωνιστεί η Γκλεν Κλόουζ. Η πρώ-τη είναι αυτή όταν η Μαρκησία πληροφορείται τον θάνατο του υποκόμη: ανοίγουν οι πόρ-τες της μεγάλης σάλας, ενώ η γυναίκα ορμά μαινόμενη ουρλιάζοντας και σπάζει ό,τι βρί-σκει μπροστά της για να καταλήξει σπαράζοντας στα γόνατά της. Η δεύτερη εκτυλίσσεται στην όπερα, όπου παρουσιάζεται άτεγκτη η Μαρκησία στο θεωρείο της. Ο κόσμος όμως που έχει ήδη πληροφορηθεί το περιεχόμενο των επιστολών την γιουχάρει άγρια. Εκείνη αναγκάζεται να κάνει μεταβολή και να αποχωρήσει με το κεφάλι ψηλά. Μόνο έναν ελαφρύ παραπάτημα προδίδει την ταραχή της. Ο επίλογος είναι αντίστροφα κυκλικός: η Μαρκησία αφαιρεί το μακιγιάζ της στον καθρέφτη σε απόλυτη σιγή, αποκαλύπτοντας από κάτω στα-διακά το πρόσωπο της σπαρακτικής απόγνωσης.

Πρόκειται για μια ταινία, που ενώ στο ξεκίνημά της σε κάνει να μειδιάς στο τέλος σε βυθί-ζει στο δράμα και στην απόγνωση των ανθρώπων, που στον βωμό της κοινωνικής τους δύ-ναμης θυσιάζουν και την τελευταία σταγόνα της ευτυχίας τους. Μόνη λύτρωση απομένει ο θάνατος όχι μόνο για τα θύματα, αλλά πρώτιστα για τους θύτες. Όλα αυτά στο πλαίσιο μιας κοινωνίας σαθρής που βρίσκεται πλέον σε αποσύνθεση κάτω από τις λαμπερές τουαλέτες και τα πολυτελή σπίτια του Παρισιού. Ίσως γι’ αυτό ξεσήκωσε θύελλες τότε που γράφτηκε το έργο, θεωρήθηκε μεν «απαγορευμένο», αλλά μέχρι και σήμερα διαβάζεται και συγκινεί τους αναγνώστες. Όπως ακριβώς και η ταινία.

Και ένα μικρό τιπ: αξίζει κανείς να την ξαναδεί με πιο νηφάλια ματιά για να θαυμάσει τα αριστουργηματικά τρικ του Στίβεν Φρίαρς, αφού κοπάσουν τα δυνατά συναισθήματα που εγείρει στον θεατή.

 

 

* Η Βάλια Καραμάνου είναι φιλόλογος και ασχολείται με την συγγραφή βιβλίων. (περισσότερα εδώ: http://vkaramanou.blogspot.com/ )

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top