Fractal

Μαρία Πολυδούρη: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Γραμματολογικές Συνιστώσες

Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) εμφανίστηκε στην ελληνική ποιητική σκηνή το 1922, ενώ συνεργάστηκε παράλληλα με τον περιοδικό τύπο της συγκαιρινής της εποχής. Το ποιητικό της έργο εντάσσεται στο ρεύμα του νεορομαντισμού και νεοσυμβολισμού της γενιάς του 1920.[1] Πίκρα και θρήνος, μεθυσμένοι τόνοι ερωτικού πάθους, δίψα για ζωή, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή της. Μέσα από τα κανάλια του νεορομαντισμού, ταξιδεύει την καθαρά λυρική της διάθεση, χαράζοντας μια διαδρομή παράλληλη μ’ εκείνη του Καρυωτάκη, Ουράνη, Άγρα, Παπανικολάου, Λαπαθιώτη, χωρίς, όμως, ν’ ακολουθεί και την πολυθεματικότητά τους. Επηρεασμένη από αυτούς στρέφεται προς τα θέματα του έρωτα και του θανάτου και γράφει σε έντονα βιωματικό ύφος. Η συγκίνηση που μεταδίδει το ποιητικό της έργο δεν οφείλεται μόνο στο προσωπικό δράμα που εξωτερικεύεται, αλλά και στη λεπταίσθητη χρήση των εικόνων και άλλων τρόπων μιας υποβλητικής συνειρμικής ποιητικής εκφοράς. Ποίηση των συναισθημάτων, ερωτική, υπαρξιακή, της αναζήτησης του απόλυτου και του ιδανικού, από τις πιο χαρακτηριστικές της γυναικείας ευαισθησίας, που διακρίνεται για την ειλικρίνεια και την ένταση των αισθημάτων, την υπερχείλιση και τον πληθωρικό λυρισμό, τη μεστότητα των συγκινησιακών εξάρσεων, τη δραματική κορύφωση, την κυριαρχία της αισθηματολογίας, το διάχυτο αίσθημα μελαγχολίας, νοσταλγίας και απελπισίας, την απλότητα της έκφρασης, τη φυσικότητα, θέρμη, μουσικότητα στη στιχουργική της φόρμα, τη διαφάνεια και τη λιτότητα των εικόνων της, το εκφραστικό της πάθος και τον εξομολογητικό τόνο, την εσωτερική πνοή, το απροσποίητο, το ασυγκράτητο, τον αυθορμητισμό, την άμεση και πηγαία ποιητική έκφραση ως κατάσταση της ψυχής, χωρίς τη διαμορφωτική μεσολάβηση του πνεύματος. Τα ποιήματά της θυμίζουν μυστικές σελίδες ημερολογίου ή ερωτικές επιστολές, λόγω του πρωτογενούς λυρισμού τους. Γράφονται με την ελπίδα της ανταπόκρισης, αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν στη δημιουργό τους τη δυνατότητα να βιώνει τα ερωτικά συναισθήματα που περιγράφει. Στον κόσμο των αξιών της ζωής και της ποίησης της Πολυδούρη η υπέρτατη αξία είναι η ερωτική αγάπη. Για την ποιήτρια η ποίηση έχει λόγο ύπαρξης, μόνο όταν απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο αποδέκτη, σε ένα εσύ, και μόνο όταν υμνεί την αγάπη και τον έρωτα. Έτσι, τα ποιήματά της δεν είναι παρά ερωτικά μηνύματα, ένα συνεχές ερωτικό κάλεσμα, με την αγωνία, με την ελπίδα ή με τη βεβαιότητα της ανταπόκρισης.

 

Η συλλογή στην οποία εντάσσεται η ποιητική σύνθεση

Το ποίημα συμπεριλήφθηκε πρώτο στη συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν (1928).[2] Αποτελεί μια λυρική ελεγεία,[3] στην οποία η ένταση του ερωτικού αισθήματος εκφράζεται μ’ ένα γλυκύτατο και παθητικότατο κελαηδισμό.

 

Κεντρική Ιδέα

Είναι ο έρωτας, το συναίσθημα της αγάπης κι όλες οι ανθρώπινες και οικουμενικές διαστάσεις του για τη ζωή και τον άνθρωπο. Η αγάπη είναι μοναδική αξία στη ζωή, που δικαιώνει εκείνους που τη θέτουν ως πρωταρχική στη ζωή τους.

 

 

Ο έρωτας ως κύριος θεματικός κύκλος της ποίησης

Ο έρωτας είναι η μοναδική δικαίωση της ζωής της Πολυδούρη, απόλυτη αξία. Το πρόσωπό της το γνώρισε στο πρόσωπο του Έρωτα. Όπως έγραφε στο Ημερολόγιό της, η ψυχή της και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια ημέρα.  Η Πολυδούρη αναζητά εναγώνια τον ιδανικό έρωτα, που, ωστόσο, παραμένει ανέφικτος και ανικανοποίητος. Το συναίσθημα αυτό άλλοτε εκφράζεται με πάθος και μελοδραματισμούς, άλλοτε με μελαγχολία ή ειλικρινή πόνο, ενώ πολύ συχνά συνδέεται με μια πένθιμη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο της σύζευξης ετερόκλητων κι αντιφατικών όρων (έρωτας και θάνατος). Ο έρωτας αποτελεί για την Πολυδούρη κινητήρια και καταλυτική δύναμη, σκοπό της ύπαρξης και η ποίηση είναι αυτή που τον εκφράζει σε όλες τις διακυμάνσεις του. Επομένως, η ποίηση δεν είναι παρά ζωτική ανάγκη που παρέχει διέξοδο στο εκρηκτικό συναίσθημα, καταπραΰνει τον πόνο και λυτρώνει. Γράφοντας, όχι μόνο εκτονώνει το έντονο συναίσθημα που πλημμυρίζει την ψυχή της, αλλά επιπλέον ανατροφοδοτείται από αυτό. Η ερωτική αγάπη γίνεται το πρωταρχικό στοιχείο της ύπαρξής της και η ποίηση επιτελεί τον ύψιστο σκοπό της μόνο όταν υμνεί την αγάπη. Το ερωτικό βίωμα, που της έδωσε ζωή και ποιητική πνοή και δικαίωσε την ύπαρξή της, μετατρέπεται σε αργό, αλλά γλυκό θάνατο. Υπό αυτή την οπτική γωνία, ποίηση και ζωή ταυτίζονται, καθώς βρίσκουν δικαίωση στο συγκλονιστικό ερωτικό βίωμα. Ο έρωτας εξαγνίζει και καταξιώνει τη ζωή και την τέχνη, καθώς η πλούσια και δυνατή χαρά του ερωτικού αισθήματος γεμίζει την ψυχή της ποιήτριας και τη βοηθά να νικήσει τον πόνο της.

 

Ποίημα ποιητικής

Ποιήματα ποιητικής ονομάζονται τα αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για προγραμματικά ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση: ο ποιητής λειτουργεί, σε αυτά, ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ως αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Το Μόνο γιατί μ’ αγάπησες μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία αυτή, καθώς η Πολυδούρη εκφράζει τη δική της ξεχωριστή προσωπική σχέση με την ποιητική τέχνη, στην οποία καταφεύγει ως μέσο για την εξωτερίκευση του έρωτά της. Για την Πολυδούρη η ποίηση είναι μια πηγαία και αυθόρμητη κατάθεση των συναισθημάτων της, μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου. Δεν γράφει ποίηση για να κερδίσει φιλολογικές δάφνες και μια θέση στων ιδεών την πόλη. Η ποιητική έκφραση συντελεί στην εντονότερη βίωση του συναισθήματος και συχνά λειτουργεί σαν εξομολόγηση και λύτρωση. Το τραγούδι της αναβλύζει από την εμπειρία της ζωής της, από το ερωτικό της βίωμα και θίγει το ζήτημα της ποιητικής έμπνευσης, με επίκεντρο τον έρωτα. Ωστόσο, η ποίηση δεν υπερβαίνει τη ζωή. Αντίθετα, η ζωή τροφοδοτεί την ποίηση. Χωρίς το ερέθισμα του έρωτα η ποίηση δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Η αντίληψη αυτή δεν υποβιβάζει την αξία της ποίησης, αλλά την ανυψώνει, γιατί αποδεικνύει ότι η ποίηση δίνει μια άλλη ποιότητα και διάσταση στην ανθρώπινη εμπειρία και φωτίζει την ανθρώπινη ζωή.

 

Ο τίτλος του ποιήματος

Επειδή το ρήμα βρίσκεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, δίνει τη μορφή τραγουδιού ή ερωτικής επιστολής. Η ύπαρξη του μόνο είναι κυρίαρχη και βαρύνουσα. Με το επίρρημα, η Πολυδούρη βιώνει το απόλυτο, το ερωτικό πάθος και ό,τι υποτάσσεται σε αυτό. Τραγουδά μονάχα για την αγάπη που της πρόσφερε και για την ευτυχία που της χάρισε ο αγαπημένος της.  Η αγάπη του εσύ για το με είναι η αιτία του διαλόγου, που θα ανοίξει μεταξύ των δύο προσώπων. Το ρήμααγάπησες βρίσκεται σε χρόνο αόριστο, γεγονός που σημαίνει ότι ο έρωτας αυτός δεν υπάρχει πια, καθώς ανήκει στη χρονική βαθμίδα του παρελθόντος. Ο αόριστος εκφράζει το πέρας της εξιδανικευμένης από την ποιήτρια ερωτικής σχέσης. Το υποκείμενο του ρήματος είναι σε δεύτερο ενικό, επομένως, δεν αναφέρεται γενικά κι αόριστα, αλλά σε ένα συγκεκριμένο άντρα, πιθανώς στον Κ. Καρυωτάκη, με τον οποίο η ποιήτρια έζησε έναν παθητικό και δραματικό έρωτα και στον οποίο, προφανώς, αφιερώνει την ποιητική της σύνθεση. Το ημιτελές νόημα του τίτλου αποσαφηνίζεται στην πορεία του ποιήματος, καθώς με την ίδια ή με παρεμφερή μορφή επαναλαμβάνεται, εξασφαλίζοντας συνοχή.

 

Διάρθρωση ενοτήτων

Το ποίημα αν και εκλαμβάνεται ως μια, ενιαία ενότητα, αφού κλιμακωτά μας αποκαλύπτει τα συναισθήματά της, εν τούτοις θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε και την ακόλουθη διάρθρωση:

 

  • Πρώτη στροφική ενότητα: η αξία ενός έρωτα, η διάρκεια το έρωτα
  • Δεύτερη στροφική ενότητα: αναμνήσεις, η ένταση του έρωτα.
  • Τρίτη στροφική ενότητα: το υπέρτατο της ύπαρξης στέμμα, η δύναμη του έρωτα.
  • Τέταρτη στροφική ενότητα: η αγάπη προσέδωσε πληρότητα στην ποιήτρια, η δικαίωση της ζωής.
  • Πέμπτη στροφική ενότητα: η προοικονομία του θανάτου, ο έρωτας και ο θάνατος.

 

Πρόσωπα: Το ποιητικό υποκείμενο και το νοερό ερωτικό αντικείμενο.

 

Χρονικά επίπεδα: Ο χρόνος του ποιήματος και ο χρόνος του έρωτα.

 

 

 

Ερμηνευτική προσέγγιση

Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

 

Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες: Το πρώτο ενικό πρόσωπο προσδίδει έναν προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, κάνοντάς το να μοιάζει με σελίδα ημερολογίου. Η ευρύτητα του ρήματος καλύπτει όλη τη διαδικασία, από τη στιγμή της έμπνευσης ως την ολοκλήρωση. Η ποιητική σύνθεση του παρόντος και του τώρα είναι ένα λυρικό ερωτικό τραγούδι, που τροφοδοτήθηκε από τα συναισθήματα του παρελθόντος και του κάποτε και που συγκίνησε ακόμα και τον Σικελιανό. Ο Έρωτας, η Αγάπη γίνεται Ποίηση. Η Πολυδούρη θεωρεί ότι η ερωτική αγάπη του αγαπημένου της απόντα στάθηκε η αφορμή και η αιτία ταυτόχρονα, η πηγή και η γενεσιουργός δύναμη, η έμπνευση, το έναυσμα να αρχίσει να τραγουδά, να ξεδιπλώνει τον εσωτερικό της κόσμο και να εξωτερικεύσει το πάθος της. Το β΄ ενικό πρόσωπο είναι ο αποδέκτης του λυρικού πάθους και συναισθηματισμού της ποιήτριας. Η ποίησή της δικαιώνεται, έχει σκοπό ύπαρξης μόνο όταν απευθύνεται σ’ ένα εσύ. Η απόλυτη πεποίθηση της Πολυδούρη ορίζει και το κίνητρο (την αγάπη) και το στόχο του ποιήματος (η κοινοποίηση της αγάπης μέσω της ποιητικής εκφοράς και η δικαίωση). Από τον πρώτο κιόλας στίχο εκρήγνυται ένα πληθωρικό εγώ, γεμάτο ερωτική περιπάθεια και συναισθηματισμό. Ο αόριστος δηλώνει ότι ο ανεπανάληπτος και μοναδικός έρωτας, τον οποίο τραγουδά η ποιήτρια, έζησε στο παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να δέχεται ακόμη τις ευεργετικές επιδράσεις του. Οι περισσότερες εικασίες που σχετίζονται με την ταυτότητα του αποδέκτη της ερωτικής επιστολής-τραγουδιού συγκλίνουν στον Κ. Καρυωτάκη, ο οποίος αυτοκτόνησε λίγους μήνες πριν γραφτεί το ποίημα. Αν και το ρήμα αγάπησες προσδίδει μια παρελθοντική αίσθηση, το ρήμα τραγουδώ φανερώνει μια σφοδρή, δυνατή, ανθεκτική αγάπη που είναι παρούσα.

 

στα περασμένα χρόνια: Η αγάπη προσφέρθηκε κάποτε.

 

Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα/ και σε βροχή, σε χιόνια: Τα αιώνια φυσικά στοιχεία υπογραμμίζουν αφ’ ενός τη συνέχεια της αγάπης μέσα στο χρόνο κι αφετέρου τις συναισθηματικές εξάρσεις μιας τέτοιας αγάπης. Η παθιασμένη αγάπη, όμως, νικά, διαιωνίζεται, συνεχίζεται ακατάπαυστα κι ακατάλυτα όλες τις εποχές και τις εκφάνσεις της ζωής, με όλες τις καιρικές συνθήκες, σε κάθε κάλεσμα της φύσης, καθώς την συγκινεί και την εμπνέει. Η αγάπη αυτή την στιγμάτισε, το αγαπημένο της πρόσωπο έγινε η αφετηρία για μια διαρκή δημιουργία όλο το χρόνο, κάτι που αποδεικνύει την εξαιρετικότητα, μοναδικότητα και την ορμητικότητα του αισθήματος. Η αγάπη του γι’ αυτήν στέκει με την ίδια ένταση, όπως ο ήλιος το καλοκαίρι ή η βροχή και τα χιόνια το χειμώνα, στοιχεία που πολλές φορές οι ερωτευμένοι τα χρησιμοποιούν για να δείξουν την αγάπη τους, καθώς αυτά υποβάλλουν μια ρομαντική διάθεση. Η ποιήτρια δείχνει να είναι χαρούμενη, με απόλυτη επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Φαίνεται, παράλληλα, πως είναι άνθρωπος ρομαντικός και ευαίσθητος. Είναι αυθόρμητη και πηγαία, χωρίς να φοβάται να εξωτερικευθεί.

 

δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες: Ο στίχος επανέρχεται ως επωδός, ρεφρέν, στηρίζει την ποιητική σύνθεση, αποτελεί κολόνα και προσδίδει συνεκτικότητα. Αποτελεί την βαθειά επαφή με την ουσία του ποιήματος, γι’ αυτό και απουσιάζει το διστακτικό κόμμα του πρώτου στίχου, που σηματοδοτούσε μια κοριτσίστικη ντροπή κι έναν ενδοιασμό για την ερωτική εξομολόγηση. Η αγάπη δημιούργησε όχι μόνο εξάρτηση, αλλά και συναισθηματική πληρότητα, που πρόσφερε ψυχική και πνευματική ολοκλήρωση, η οποία τώρα μετουσιώνεται σε τραγούδι. Η ποιήτρια επιβεβαιώνεται ως ύπαρξη, μέσα από τον έρωτα του β΄ προσώπου. Η ζωή της θα ήταν ένα δεν, απουσία και στέρηση, ανούσια, ανενεργή, αν δεν παθιαζόταν, δικαιωνόταν και δοκιμαζόταν από τον έρωτα του ανώνυμου εραστή της.

 

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

 

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου/ μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα: Ο Έρωτας παρουσιάζεται ως η αιτία και το αποτέλεσμα του ερωτικού βιώματος. Η Πολυδούρη ανακαλεί στη μνήμη της, με πόνο, τις ερωτικές στιγμές περιπάθειας, τις ερωτικές περιπτύξεις του ζευγαριού και η ζωή της γεμίζει, αποκτά νόημα. Ιδιαίτερα προσέχουμε ότι αναφέρονται τα κατ’ εξοχήν ερωτικά σημεία του σώματος: τα χέρια και το στόμα. Το ερωτικό συναίσθημα ανεβαίνει κλιμακωτά (ερωτικό κρεσέντο, μονωδία του ερωτικού πάθους, ερωτικό υμνολόγημα). Η νύχτα αποκτά ερωτικές συνδηλώσεις. Η αταξία και η πεζολογία των στίχων πηγάζουν από τον ακατάστατο ρυθμό της μνήμης, ενώ ο αόριστος τονίζει τη μια και ανεπανάληπτη στιγμή του ερωτικού βιώματος.

 

μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο/ κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα: Το ερωτικό πάθος είναι ζωντανό,  συνεχίζει ακόμα και τώρα να την συνταράσσει, να την τραντάζει, πέραν του ότι καθόρισε μια στιγμή του παρελθόντος. Αν και η εμπειρία αυτή φαντάζει χρονικά απομακρυσμένη και αδύνατη να αναθερμανθεί, ωστόσο, είναι τόσο ισχυρή και πληθωρική που αναβιώνει στο ποιητικό παρόν, γεμίζοντας αναδρομικά το χρόνο και κλειδώνοντας το μέλλον. Με τον ενεστώτα το παρελθόν και το παρόν συγχέονται, όπως σ’ ένα όνειρο. Η Πολυδούρη βρίσκεται σε ερωτική έκσταση και παθητική ανατριχίλα. Παρομοιάζει τον εαυτό της με κρίνο, για να δείξει πως πρόκειται για καθαγιασμένο, αγνό, άγιο, γνήσιο, ειλικρινές αίσθημα. Μπορεί το ποιητικό υποκείμενο να ναρκώνεται και να παραδίδεται στον έρωτα, αλλά ταυτόχρονα οι αισθήσεις αφυπνίζονται και ως άλλοι σεισμογράφοι καταγράφουν τις αισθαντικές δονήσεις. Η Πολυδούρη είναι ωραία μεταφορικά. Με το επίθετο εκφράζεται κυρίως η ομορφιά της αγνότητας, ο εξαγνισμός της ψυχής, που οφείλεται στην αγάπη του άλλου προσώπου. Τρεμουλιάζει το ποιητικό εγώ μπροστά στο μεγαλείο και στη δύναμη του έρωτα ή μήπως το ρίγος γεννιέται από το φόβο ενός πιθανού θανάτου αυτού του ίδιου του έρωτα; Η λέξη ρίγος, πέρα από την ερωτική ανατριχίλα, προοικονομεί και τον αποχωρισμό, την απώλεια, το θάνατο (μεταφορά). Όραση, αφή, αίσθηση της συνάντησης, της επαφής και της ταύτισης με τον άλλο αναζητούν δικαίωση και εν τέλει τη βρίσκουν στην αγάπη, όπως αυτή αναδύεται από έναν πρωτογενή λυρισμό της ποιήτριας.

 

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου: Αποτελεί το ρεφρέν της στροφής και δείχνει ότι συνεχίζεται η μουσική δομή του ποιήματος.

 

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο

της ύπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

 

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν/ με την ψυχή στο βλέμμα: Ο ρομαντισμός της ποιήτριας συνεχίζεται. Κυριαρχούν ο αχαλίνωτος συναισθηματισμός, η φαντασία, το παράλογο, ο υποκειμενισμός, η αυθόρμητη έκφραση της στιγμιαίας συγκίνησης, η στροφή προς τη φυσική και αβίαστη έκφραση των συναισθημάτων, η επικράτηση της ευαισθησίας. Βασικό μοτίβο της ποίησης της Πολυδούρη είναι το περιπαθές βλέμμα του ερωτευμένου που αντανακλά τα ερωτικά συναισθήματα που τον διακατέχουν και που καθρεφτίζουν την ψυχή. Η Πολυδούρη στα μάτια του αγαπημένου της έβλεπε την ίδια την ζωή. Η ποιήτρια αισθητοποιεί την καταλυτική δύναμη του ερωτικού βλέμματος. Η φράση με την ψυχή στο βλέμμα υπογραμμίζει την ποιότητα και το περιεχόμενο μιας ενέργειας, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ουδέτερη. Η ψυχή στο βλέμμα δεν είναι παρά το ιδιαίτερο μήνυμα που μπορεί να μεταδώσει ένα κοίταγμα, όταν ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη υπάρχει η σχετική συναισθηματική έλξη.

 

περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο/ της ύπαρξής μου στέμμα,/ μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν: Μεταφορικοί στίχοι, που αποτελούν κοινούς τόπους. Το εσωτερικό και εξωτερικό κάλλος αγκαλιάζει την ποιήτρια. Η Πολυδούρη βρήκε το νόημα της ύπαρξης και της ζωής στον έρωτα και μέσω αυτού καταξιώθηκε (ψυχική διάσταση του έρωτα). Αυτό το βλέμμα άλλαξε τη ζωή του ποιητικού εγώ, δικαίωσε τη ζωή της με την υπέρτατη ευδαιμονία, την έκανε περήφανη, γιατί την έκανε πραγματική γυναίκα. Το βλέμμα, ως φορέας έντονης αγάπης, οδηγεί τον αποδέκτη του μηνύματος σε υπέρτατη ευτυχία και σε ολοκληρωτική καταξίωση της ύπαρξής του. Η συνάντηση των ματιών είναι συνάντηση ψυχών και πνευμάτων. Το ανθρώπινο βλέμμα είναι πιο δυνατό από οποιαδήποτε λέξη.  Η συνεκδοχή τα μάτια σου με κύτταξαν είναι η αιτία και το αποτέλεσμα δηλώνεται με τους μεταφορικούς στίχους περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο/ της ύπαρξής μου στέμμα. Η ποιήτρια παρουσιάζει τον εαυτό της ως βασίλισσα επιβεβαιώνοντας αυτόν τον τίτλο με την αναφορά στο στέμμα, που δεν είναι άλλο από τον Έρωτα. Η ιδιότυπη αυτή βασίλισσα υπάρχει γιατί η εξουσία της απορρέει από τον Έρωτα, που ένιωσε το «εσύ», ο Άλλος για την ίδια. Η ύπαρξη της ως γυναίκα και άνθρωπος ταυτίζεται με αυτόν τον Έρωτα.

 

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη
στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

 

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα/ γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη […]/ μένα η ζωή πληρώθη: Αυτός ο στίχος αποτελεί τον τίτλο του ποιήματος, τον ύμνο στον έρωτα, στην υπέρτατη δηλαδή αξία του ποιητικού σύμπαντος της Πολυδούρη. Το εγώ ταυτίζεται με το εσύ. Ύπαρξη και αγάπη γίνονται ένα. Η αγάπη αναγεννά, αναδημιουργεί, αναζωογονεί, ανανεώνει, δίνει σκοπό και περιεχόμενο στη ζωή, εξαγνίζει, καταξιώνει, νοηματοδοτεί, προκαλεί πρωτόγνωρα συναισθήματα, οπλίζει με αρετές, ολοκληρώνει ψυχικά τον άνθρωπο, οδηγεί στην ηθική τελείωση, στη συναισθηματική πλήρωση. Ουσιαστικά, η ποιήτρια γεννήθηκε από τη στιγμή που αγαπήθηκε. Η συγκυρία της γέννησης ταυτίζεται με τη συγκυρία της συνάντησης μ’ εκείνον που έδωσε νόημα στη ζωή της. Η βίωση αυτής της αγάπης γίνεται αυτοσκοπός. Παρατηρούμε, λοιπόν, την απόλυτη ταύτιση των δύο προσώπων, μέσα από την οποία προκύπτει ως μοναδικός σκοπός ζωής η βίωση ενός ερωτικού συναισθήματος, με τόση ένταση και τέτοια ποιότητα. Το εσύ με την αγάπη του έδωσε ζωή από τη ζωή του στην ποιήτρια και έτσι η ζωή της απέκτησε περιεχόμενο και σκοπό.

 

στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη: Ο στίχος είναι αμφίσημος. Από την μια πλευρά, προκειμένου να υπογραμμιστούν οι ευεργετικές ιδιότητες της αγάπης, η Πολυδούρη υποστηρίζει πως μια ζωή χωρίς αγάπη θα ήταν άχαρη και ανεκπλήρωτη. Από την άλλη, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι αιτίες της θλίψης και της  μελαγχολίας της ποιήτριας είναι η άχαρη και άσκοπη ζωή της -αφού πια μόνο οι αναμνήσεις του έρωτα της μένουν- η απώλεια του αγαπημένου συντρόφου της, αλλά και ο επικείμενος θάνατος που πλησιάζει τώρα γι’ αυτήν, καθώς η αρρώστια της κερδίζει έδαφος. Όπως και να ναι, η Πολυδούρη, μέσω του έρωτα, ολοκληρώθηκε.

 

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες

έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες

κι έτσι γλυκά πεθαίνω

μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 

Μετά την λυρική κορύφωση του δυνατού κι αγνού έρωτα, επέρχεται η λύση. Μόνο μέσα από την αγάπη δικαιώνεται η ζωή.

Η λέξη ωραία δηλώνει τον αντίκτυπο στην ποιήτρια της αγάπης του συντρόφου της. Η αγάπη αυτή την κάνει να αισθάνεται όμορφη ως γυναίκα αλλά και ως ύπαρξη (εσωτερική πλήρωση). Το ότι δεν τραγουδά παρά γιατί τον αγάπησεαποτελεί σαφή ένδειξη ότι και η τέχνη βρίσκει τη δικαίωσή της στην αγάπη. Αρκεί να μεταφράσουμε το ρήμα τραγουδώ σε γράφω ποίηση. Σκοπός της ζωής της ήταν να κάνει ευτυχισμένο τον αγαπημένο της, να του προσφέρει ιδανικά και στόχους. Η ποιήτρια λυγίζει μπροστά στην απώλεια του αγαπημένου της που βασίλεψε, έδυσε (ήπιο ρήμα εξαιτίας του δυνατού έρωτα). Με την προσφώνηση ωραίε αποχαιρετά τον αγαπημένο της από τη ζωή, μιας και αυτός δεν βρίσκεται πια κοντά της και με γαλήνη ψυχής θέλει να φύγει ευτυχισμένη και η ίδια από τον κόσμο. Η προσφώνηση δεν εκφράζει μόνο τη σωματική κι εξωτερική ομορφιά, αλλά και το εσωτερικό, ψυχικό κάλλος. Η μόνη της παρηγοριά είναι η θύμηση των ωραίων στιγμών της αγάπης τους και η προσμονή του θανάτου της, ο οποίος θα είναι γλυκός, καθώς αφενός γνώρισε την ευτυχία και τον αληθινό έρωτα κι αφετέρου καθώς θα πάει γρήγορα κοντά του και η πληγή της θα επουλωθεί. Η ζωή της μακριά του δεν έχει νόημα, είναι άδεια, καταθλιπτική, φορτίζεται αρνητικά και γίνεται βάρος. Η Πολυδούρη εκφράζει το βουβό παράπονό της για το χαμό του. Ο θάνατος ολοκληρώνει τον απόλυτο έρωτα. Επομένως, ως βασικοί πόλοι της ποίησης της Πολυδούρη αναδεικνύονται ο έρωτας και ο θάνατος. Τώρα που έχασε το αντικείμενο του έρωτα, ερωτεύεται τη θλίψη της για την απώλεια του.  Σ’ όλα της τα ποιήματα υπήρχε απαραίτητα ο Εκείνος, η Εκείνη, συγκλονιστικό ερωτικό πάθος και μόνιμο φινάλε ο θάνατος. Και σημειώνει στο ημερολόγιό της «Είναι η ζωή η ίδια, η αγάπη είναι μια δύναμη, όπως μια δύναμη είναι και ο θάνατος· και πόσο ευχάριστα δεχόμαστε και το θάνατο αυτό όταν μας τον δίνει η αγάπη…». Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η ανατρεπτική ματιά της Πολυδούρη. Αν και η ποίησή της κινείται γύρω από τα δύο βασικά μοτίβα του Έρωτα και του Θανάτου κι εύκολα θα μπορούσε να διολισθήσει στον «εύκολο ρομαντισμό», εν τούτοις η ποιήτρια πραγματοποιεί και με την ποίησή της την ανήσυχη ματιά της. Κι όπως έζησε έτσι κι έγραψε.

 

 

Τεχνική

Γλώσσα: απλή, δημοτική, ανεπιτήδευτη, κοινή με μερικές λόγιες λέξεις, αδύναμη στη γλωσσική επεξεργασία, αλλά εκφράζει μια «περιπάθεια απόλυτα προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή.

Λεξιλόγιο: κυριαρχία ουσιαστικών και ρημάτων, λειτουργικός ρόλος επιθέτων.

Μέτρο: ιαμβικό.

Ομοιοκαταληξία: 1ος με 5, 2ος με 4 και ο 3ος στίχος είναι ελεύθερος. Απουσιάζει η τεχνική επιμέλεια.

Στιχουργική φόρμα: Χαλαρή, χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία, ατημέλητη, εύκολη στη χρήση ποικίλων ρυθμών, μουσική, ακατάστατη, ασύμμετρη. Οι τεχνικές αδυναμίες στη μετρική μορφή φανερώνουν το πηγαίο της έμπνευσης, την υπερχείλιση του λυρισμού, την κυριαρχία της αισθηματολογίας, αμεσότητα, ειλικρίνεια, παλμό, ορμή.

Ύφος: απλό, λιτό, ρομαντικό, υποβλητικό, εξομολογητικό, βιωματικό, ερωτικό, άμεσο, σαφές, πηγαίο, τρυφερό, ειλικρινές, κάποτε οξύ, γλαφυρό.

Εικονοποιία: χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Σχετικά με τις περιγραφικές και υποβλητικές ποιητικές εικόνες μπορούμε να πούμε ότι είναι καθαρές και σαφείς και φαίνονται να λειτουργούν κυριολεκτικά, στοιχείο το οποίο ευχαριστεί τον αναγνώστη, αφού τον απαλλάσσει από την αρνητική εντύπωση της αδιαφάνειας και της ασάφειας.

Εκφραστικά σχήματα: υπερβολή, συνεκδοχή, μεταφορά, παρομοίωση, οξύμωρο, αποστροφή, εναλλαγή παροντικών και παρελθοντικών χρόνων, εναλλαγή γραμματικών προσώπων που προβάλλει την απόλυτη ταύτιση του εγώ με το εσύ, την έντονη βίωση και την ποιότητα του αισθήματος, διασκελισμός, αντίθεση.

Σχήμα κύκλου: κάθε στροφή αποκτά συνοχή, αυτοτέλεια και μουσικότητα. Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος.

Επαναλήψεις: αφθονία νοηματικών και ηχητικών επαναλήψεων κι αναδιπλώσεων που δημιουργούν ένα τραγουδιστικό ρυθμό, μια αρμονία, μια χάρη, ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται η ένταση και η μοναδικότητα του ερωτικού βιώματος.

Μόνο / μονάχα: εκφράζει τους τρόπους εκδήλωσης της αγάπης, τις ανεπανάληπτες στιγμές ευτυχίας, υπογραμμίζει τον έρωτά της, προσδίδει σ’ αυτόν απόλυτη, μυθική αξία,

Ωραία (στ. 8): μεταφορική χρήση για να εκφράσει την ομορφιά της αγνότητας, τον εξαγνισμό της ψυχής.

Ωραία (στ. 21, 25): μεταφορική χρήση για να εκφράσει την ποιότητα της αγάπης του άλλου.

Ωραίε (στ. 23): εξωτερικό κι εσωτερικό κάλλος.

 

Συμπερασματικά Σχόλια

Τα αισθήματα της Πολυδούρη, ποτισμένα με μια γνήσια μελαγχολική διάθεση, που ωστόσο δεν είναι νοσηρή, παραμένουν πηγαία. Η ερωτική μελαγχολία, η νοσταλγία, η περιπάθεια διατρέχουν την ποίησή της. Η λυρική της ποίηση απαρτίζεται από ελεγείες. Η ξένη προς κάθε φιληδονία ή βακχεία (οργιαστική ευθυμία) υπερευαισθησία της είναι φυσιολατρική, συμπαθητική και ερωτική. Χαρακτηριστική είναι η ανάμειξη των φυσικών περιγραφών με τα ινδάλματα της φαντασίας της. Η ποίησή της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων, και των προσωπικών της διαθέσεων. Κι αν στους περισσότερους της νέο-ρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο -τόσο κυριαρχικό σε όλους τους- ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαφορετικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση σήμαινε κατευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει τις πιο πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, το μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας της, τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε μικρή και τα αισθηματικά αναγνώσματα των λαϊκών μεσοπολεμικών περιοδικών, εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπέτεια και τύψη, ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της. Βέβαια, αν εξαιρέσουμε μερικά ποιήματα, ο συναισθηματισμός της ελάχιστα μετουσιώνεται ποιητικά, κι ακόμα πιο σπάνια πνευματοποιείται. Κι ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη πνευματικότητα, χωρίς ακονισμένη τεχνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύναμη σε φτωχές και τετριμμένες λέξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες να αποκτούν ασυνήθιστη εκφραστικότητα. Τα βασικά γνωρίσματα στην ποίηση της Πολυδούρη είναι δύο. Ένα αρνητικό και ένα θετικό. Παντού διαπιστώνεται μια αισθητική ανία. Ο στίχος της είναι άνισος και του λείπει σχεδόν πάντα η επεξεργασία. Ένας καημός ασίγαστος και διάπυρος, για τα άπιαστα ιδανικά, για το ξεγέλασμα και τις πλάνες, την κάνει βιαστική και συχνά αδιάφορη για τη λεπτομέρεια. Μια συνέχεια από κραυγές, λυγμούς και απεγνωσμένες επικλήσεις ξεπηδούν. Βιάζεται να τινάξει από πάνω της το φορτίο του πόνου που είναι ανυπόφορος. Το θετικό πάλι στοιχείο, είναι μια φυσική αβρότητα και ευγένεια στην ποίησή της. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, ολόκληρο το έργο της κυριαρχείται από την απελπισία μιας αποδέσμευσης που έρχεται απ’ έξω. Η ποιήτρια ζει μιαν ελευθερία πέρα από αυτή που ζήτησε κι επιδίωξε η ίδια. Της τη δίνει μια γη αφιλόξενη και αδιάφορη για το πάθος της Μαρίας και την προσκόλλησή της στην ομορφιά της. Σύμφωνα με την ποιήτρια, η ζωή και η ποίηση αποτελούν τους δύο πιο δυναμικούς πόλους της πραγματικότητας και είναι αδύνατο να λειτουργήσουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο.

 

_________________________________

[1] Χαρακτηριστικά γνωρίσματα νεορομαντισμού: ποίηση χαμηλών τόνων, στροφή στο ατομικό βίωμα, ακαθόριστη συναισθηματική ατμόσφαιρα, υποβλητική μουσικότητα, ανανέωση της παραδοσιακής μετρικής, θλίψη, μελαγχολία, νοσταλγική και πένθιμη διάθεση, τάση απόδρασης από την πραγματικότητα, κλίμα παραίτησης, έκφραση καταστάσεων της προσωπικής τους ζωής και του ψυχικού τους κόσμου, στροφή προς τους θεματικούς κύκλους των γηρατειών, της φθοράς, του θανάτου, της αναζήτησης του ανέφικτου ιδανικού, ανικανοποίητος έρωτας, επιθυμία του θανάτου, κ.ά.

[2] Τρίλια, στη μουσική, σημαίνει την πολύ γρήγορή επανάληψη δύο συνεχόμενων φθόγγων, που βρίσκονται σε απόσταση τόνου ή ημίτονου. Σημαίνει, ακόμα, τον τρόπο κελαηδήματος, που μοιάζει με τη μουσική τρίλια. Άρα και ο τίτλος προϊδεάζει για την ποιητική που δημιούργησε η Μαρία Πολυδούρη. Μία ποιητική, που διακρίνονταν από τους ελάσσονες τόνους, την ατμοσφαιρικότητα, την υποβλητική μουσικότητα, στοιχεία που εξέφραζαν τη θλίψη, τη μελαγχολία, τη νοσταλγία, την απόγνωση.

[3] Λυρική ελεγεία = παθητικό ποίημα με έντονα υποκειμενικά συναισθήματα.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top