Fractal

Διήγημα: “Μάγδα και Μενέλαος”

Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης //

 

 

 

 

 

Μάγδα και Μενέλαος

 

Τέντωσε τα αδύναμα, λιπόσαρκα σαν καλαμάκια χέρια του για να ξεμουδιάσουν, δείχνοντας, χωρίς να το έχει προσχεδιάσει, το βαθύ μπλε της θάλασσας. Κοιτάζοντας σχεδόν ασκαρδαμυκτί την αλλαγή του χρώματος σε μολυβί, άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν ελεύθερα, σαν ορμητικός χείμαρρος, σκάβοντας τους πόρους, υγραίνοντας τις φολίδες του γερασμένου δέρματος.

Στο οχυρό του, σ’ εκείνο τον οίκο ευγηρίας όπου τον είχε αποθέσει ο γιος του ―με την παρότρυνση της λατρεμένης στα όρια της τρέλας, συζύγου του― μπορούσε να αγωνίζεται με τις σκέψεις. Μαχητής και ταυτόχρονα πολιορκημένος, αέναος υπερασπιστής του παρελθόντος του, χωρίς πιεστικές προθεσμίες, χωρίς μη αναβαλλόμενες προκλήσεις, άνευ προσκλήσεων, κάθε είδους.

Έτριψε τα μάτια του ―ο ήχος όμοιος με εκείνον του βότσαλου όταν ρίχνεται από παιδικό χέρι στη λίμνη― θέλοντας να απορροφήσει την υγρασία τους και τη λήμη που είχε σχηματιστεί στις άκρες τους.

Ένα μακρινό βουητό, σαν βόμβος, σαν μελίσσι που έψαχνε σχεδόν με απόγνωση το σίγουρο μέρος όπου θα στέγαζε εκ νέου τα όνειρά του από κερί, πλησίαζε προς το στενό δωμάτιο του παππού Μενέλαου. Εκείνος έβαλε την παλάμη του στο αυτί του εν είδει ακουστικού βοηθήματος και κατάλαβε πως ερχόταν η Μαγδαληνή· Μάγδα για τους φίλους. Μιας και δεν ήταν φίλοι κι είχε απωλέσει κάθε διάθεση προσέλκυσης νέων γνωριμιών που θα αποδεικνύονταν στο μέλλον δυνατές ή αδύναμες φιλίες, την αποκαλούσε Μαγδαληνή. Ένιωθε ―ορθώς― πως δεν υπήρχε χρόνος, είχε ξεμείνει από χρόνο για νέες φιλίες. Αρκείτο στις παλιές, τις αναγόμενες στην παλαιολιθική εποχή, όταν είχε υπάρξει νέος, κι ας ήταν πεθαμένες ή ένα στάδιο πριν το ψυχορράγημα.

Μπήκε στο δωμάτιό του. Ακούστηκε το σήμα του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού κι ύστερα η ψυχρή μεταλλική φωνή που ανακοίνωνε στην πλάση ―αν κι η πλάση ήταν ελεύθερη από τέτοιου είδους ανακοινώσεις― ότι η τοπική ώρα Ελλάδος ήταν εννιά προ μεσημβρίας.

Τον κοίταξε με ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. Δεν του είπε καν καλημέρα. Με μια γρήγορη κίνηση ―σχεδόν ταχυδακτυλουργικά― έβγαλε από την δεξιά τσέπη της άσπρης ρόμπας ένα διαφανές στρογγυλό κουτί με συρταρωτά αποσπώμενα μέρη. Την ίδια στιγμή, από το ηχείο του φορητού ραδιοφώνου ακούστηκαν οι πρώτες νότες του τραγουδιού, κάπως γλυκερές. Κι ύστερα η φωνή που λείανε την αρχική εντύπωση. «Αχ θάλασσά μου σκοτεινή, θάλασσα αγριεμένη πού θα με βγάλεις το πρωί, σε ποια στεριά μου ξένη» τραγουδούσε ο Νίκος Πορτοκάλογλου με εκείνο τον βαθύ, σχεδόν ερωτικό λαρυγγισμό. Η νοσοκόμα άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό. Δεν ήταν φτιαγμένη για τέτοια. Εκείνη ήταν παιδί της θάλασσας, τώρα που την κοίταζε, έστω, και ένιωθε να φουσκώνει, να κοχλάζει μέσα της η ερωτική επιθυμία, ήθελε να τελείωνε ακριβώς εκείνη τη στιγμή τη βάρδιά της, να βρεθεί το κεφάλι της ανάμεσα στα στιβαρά μπράτσα του Αντώνη, να πλατσουρίζουν στη θάλασσα έχοντας ως συντροφιά τον ήλιο και την καυτό άμμο. Κι όχι να κουμπώνει χάπια σ’ ένα γέρο παραλή. Του έδωσε τα χάπια χωρίς να πει κουβέντα. Σχεδόν μηχανικά, όπως μηχανικά άνοιξε το στόμα του ο Μενέλαος, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του στα χείλη του κι ύστερα, χωρίς κι εκείνος να πει λέξη, κατάπιε το χάπι. «Πού θα με βγάλεις το πρωί, σε ποια στεριά μου ξένη, αχ θάλασσά μου σκοτεινή, θάλασσα αγριεμένη» συνέχισε να τραγουδά ο

Νίκος Πορτοκάλογλου, έχοντας ως δεύτερη φωνή την μπριόζα Μάγδα, η οποία είχε για τα καλά ξεσηκωθεί. Μόλις έπιανε την καλή ―δεν ήξερε με ποιο ακριβώς τρόπο, αλλά ήταν ηλιθίως πεπεισμένη πως θα τα κατάφερνε οπωσδήποτε το συντομότερο― θα τα παράταγε όλα και θα ζούσε τον έρωτά της με τον Αντώνη ―ή όποιο άλλον έκρινε εκείνη τη στιγμή κατάλληλο για να ζήσει μαζί του τον έρωτά της―, έχοντας ως ασφαλές καταφύγιο μια βίλλα χτισμένη αυθαίρετα στον αιγιαλό με απέραντη θέα στον Σαρωνικό κόλπο.

«Τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω, τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω, απόψε που σε χάνω». Η Μάγδα είχε τελειώσει μ’ εκείνον τον περίεργο γεροξεκούτη, που μύριζε το χνώτο του σαν τη μυρωδιά του θανάτου ―κάτι ανάμεσα σε αποφορά ψοφιμιού και υγρού χώματος― και τις περισσότερες φορές η βραδινή νοσοκόμα τον έβρισκε κατουρημένο από πάνω μέχρι κάτω.

Ο Μενέλαος είχε μείνει με την αγωνία κρεμασμένη στα χείλη του, το γεροντικό ψυχικό άλγος που ανέβλυζε από μια άγνωστη πηγή. Συνέχισε να κοιτάζει τη θάλασσα. Ηρεμούσε στη θέα της. Όλες τις εποχές. Κάθε εποχή είχε εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τη θάλασσα να μοιάζει και να είναι διαφορετική στα μάτια. Λες κι ήταν μικρό παιδί κι έβλεπε τα κόλπα του πλανόδιου γητευτή φιδιών ―και ψυχών― με εκείνο τον παιδικό θαυμασμό που μεγεθύνει τα πάντα.

Πολλά ―πάρα πολλά, υπερβολικά πολλά―καλοκαίρια πίσω: εκείνος να ρίχνεται με λύσσα και τόλμη από ψηλά στα βράχια της Πειραϊκής, πραγματοποιώντας ριψοκίνδυνες βουτιές. Ένας λάθος υπολογισμός, μια παράβλεψη μερικών εκατοστών θα αποδεικνυόταν αναμφίβολα μοιραία, οδηγώντας τον αναπόδραστα στο βασίλειο των νεκρών. Θυμήθηκε τα κορίτσια ―σαν τα κρύα τα νερά― με τους λεπτούς αστραγάλους, τα γαλατερά μπούτια και τα στήθη που ήταν έτοιμα να σπάσουν, σαν μπουμπούκια που ήθελαν να ανοίξουν, να ανθίσουν την πρώτη μέρα της άνοιξης. Οι ανταγωνιστές του σε εκείνο το επικίνδυνο παιχνίδι τον παρατηρούσαν με φθόνο και δέος. Δεν τα κατάφερναν ποτέ τόσο καλά όσο εκείνος. Εκείνη η αλμυρή γεύση στα χείλη τη στιγμή της ανάδυσης δεν μπορούσε να του φύγει από το μυαλό. Κι έπειτα να κάθεται στον βράχο, να απλώνει τα κανιά του κάπως νωχελικά, δεχόμενος τη φροντίδα των ακτίνων του αναζωογόνου ήλιου και τις αδέξιες και κάπως τολμηρές φιλοφρονήσεις των κοριτσιών. Αναμφίβολα ήταν η εποχή που βρισκόταν στον παράδεισο.

«Μέσα στα μαύρα σου νερά, κομμάτια η ζωή μου, αχ θάλασσά μου εσύ βαθιά, που κρύβεις το νησί μου, αχ θάλασσά μου εσύ βαθιά, που κρύβεις το νησί μου, μέσα στα μαύρα σου νερά, κομμάτια η ζωή μου» ακούστηκε πάλι η φωνή. Η Μάγδα συνέχιζε την εργασιακή της ρουτίνα στο επόμενο δωμάτιο, στον επόμενο έγκλειστο, εξακολουθώντας να ονειρεύεται ανερυθρίαστα το μυώδες γυμνό κορμί του Αντώνη, να την περιμένει στο κρεβάτι του πόθου και της λύτρωσης. Για εκείνην ο Αντώνης ήταν το καλοκαίρι της, ήταν η θάλασσά της.

Ο γέροντας με μια κίνηση του χεριού, σαν να έδιωχνε ένα ενοχλητικό έντομο διέλυσε ή προσπάθησε να διαλύσει την αχλή της αλαργινής καλοκαιρινής ανάμνησης. Κοίταξε τις γεροντικές κηλίδες στο πάνω μέρος της παλάμης του, έψαυσε τις φουσκωμένες φλέβες πάνω της, απορώντας πώς στην ευχή είχαν περάσει τόσα χρόνια χωρίς να το αντιληφθεί.

Η σκοτεινή θάλασσα εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα του Φεβρουαρίου ―πριν σαράντα χρόνια― δεν τον είχε φοβίσει. Την κοίταζε κι αγαλλίαζε κάθε ίντσα του είναι του. Η μουντάδα της ήταν άγγελος καλών ειδήσεων. Είχε γίνει πατέρας. Το ίδιο βράδυ είχε περπατήσει στα «Βοτσαλάκια» κοιτάζοντας το νησί του Κουμουνδούρου, σηκώνοντας τον γιακά της καμπαρντίνας του για να προστατευτεί από το αγιάζι. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα από την έξαψη, τα μάτια του είχαν γίνει δυο χαραμάδες προσπαθώντας να προσαρμοστούν στο σκοτάδι κι όμως ένιωθε πως έβλεπε με μια πρωτόφαντη κρυστάλλινη διαύγεια.

Έπειτα η οικογενειακή ζωή δεν κύλησε όπως θα ήθελε. Το σπιτικό δεν στέριωσε. Οι τοίχοι δεν τον χωρούσαν. Κατέφευγε στην αγαπημένη του θάλασσα. Δεν είχε σημασία το μέρος. Του αρκούσε εκείνο το μπλε. Ήταν το οξυγόνο του. Ο γιος του μεγάλωνε, κι εκείνος απουσίαζε. Τον είχαν αναγκάσει να είναι απών. Ένα Σάββατο δεν ήταν αρκετό. Δεν ήταν αρκετό για να αναπληρώσει όλες εκείνες τις χαμένες στιγμές της καθημερινότητας. Ο γιος του τον αντιμετώπιζε σαν επισκέπτη. Κι εκείνος, ανέστιος, έβρισκε παρηγοριά στη γαλάζια, ενίοτε πρασινίζουσα, αγαπημένη του.

Έφτασε ασθμαίνοντας στη συνταξιοδότηση, χάνοντας στην πορεία των ετών φίλους, συγγενείς, συμμαθητές, έρωτες, προσδοκίες, μεγαλεπίβολα ανεφάρμοστα σχέδια. Η ζωή δεν γνωρίζει την έννοια της δικαιοσύνης, το καλύτερο που έχεις να κάνεις για να μην τρελαθείς, είναι να την πάρεις όπως έρθει. Ήταν ο προθάλαμος της εποχής στην κόλαση.

«Τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω, τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω, απόψε που σε χάνω, απόψε που σε χάνω, τα είχα όλα μια φορά, μα ήθελα παραπάνω, τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω» υποτονθόρισε ο Μενέλαος προσπαθώντας να ακολουθήσει τον ρυθμό των λέξεων. Η Μάγδα με το τραντζιστοράκι της, είχε περάσει έξω από το δωμάτιό του, επιστρέφοντας στη βάση της, στο γραφείο των νοσοκόμων, φέρνοντας μαζί της τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού. Είχε μπροστά της ολόκληρη ζωή. Δεν είχε προλάβει να γευτεί τις απογοητεύσεις της. «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου» ήταν οι στίχοι οι οποίοι την αντιπροσώπευαν αναντίρρητα. Σαν θέσφατο. Ήταν νέα, τόσο νέα που είχε τη δυνατότητα να βασανίζει το μυαλό της με ανώδυνα ερωτήματα περί πιστότητας και αποκλειστικότητας του εραστή της. Αρκούσε να νιώθει ζωντανή, αρκούσε μια πετσέτα, η μυρωδιά της καρύδας από την αντιηλιακή της λοσιόν, μια χορωδία τζιτζικιών, ένα αγνάντεμα στον ορίζοντα, εκεί όπου το γαλάζιο της θάλασσας σμίγει με τα δαντελένια σύννεφα του ουρανού.

Συνέχιζε να κοιτάζει τη θάλασσα και να λιγώνεται. Τόσο κοντά της και να του έχει απαγορευτεί η έξοδος προς την παραλία. Δηλαδή όχι μόνο σ’ εκείνον, μα σε όλους, από τότε που συνέβη το περιστατικό. Έτσι το ονόμαζαν όλοι: «Το περιστατικό». Δεν ήταν εύκολο για τους ιδιοκτήτες του οίκου, ούτε για τους θεράποντες ιατρούς, να εξηγήσουν στους οικείους του τεθνεώτος πως είχε διαφύγει της προσοχής τους κι είχε βουτήξει, ότι ήθελε να τον κρατήσει για πάντα στα σπλάχνα της.

Σκέφτηκε πως ήταν αργά για όλα, πολλώ δε μάλλον για απαγορεύσεις. Ποιο το νόημα; Δεν υπήρχε νόημα. Είχε χαθεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή που τον είχε πετάξει ο γιος του εδώ μέσα. Δεν τον αδικούσε, δεν τον έψεγε, δεν τον κατηγορούσε. Ήταν από καιρό δυο ξένοι. Πώς να υπάρξει μια κάποια κατανόηση, μια κάποια συμπόνια.

Με προσεκτικά βήματα, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, έσυρε τις παντόφλες του μέχρι την κύρια είσοδο, και περίμενε με κομμένη την ανάσα, μέχρι να ελευθερωθεί το πεδίο. Η υπάλληλος της υποδοχής έριξε βαριεστημένα το βλέμμα της στο ρολόι της εισόδου. Άλλα δέκα λεπτά και θα μπορούσε να ανασάνει ελεύθερα, ξεχνώντας μέχρι την επόμενη ημέρα την αψιά μυρωδιά των γεροντικών σωμάτων και την έντονη οσμή των αντισηπτικών διαλυμάτων.

Η ώρα που τακτοποιούσε τα πράγματά της σκυμμένη πίσω από τον πάγκο, ήταν το σήμα της εξόδου. Οι παντόφλες ασφαλώς βοήθησαν τα μέγιστα στην αθόρυβη διαφυγή του. Ρουφούσε άπληστα τις ανάσες ελευθερίας. Ο ήλιος τον έλουζε, κάνοντάς τον να νιώθει και πάλι ζωντανός, και πάλι σημαντικός. Όλα είχαν μείνει πίσω του.

Η Μάγδα κάπνιζε στα κρυφά ένα τσιγάρο, πίσω από το πεύκο των τολυπών ―όπως συνθηματικά το αποκαλούσαν το παράνομο στέκι των καπνιστών― όταν είδε τον Μενέλαο να εφορμά. Σκέφτηκε να τον σταματήσει. Να του φωνάξει. Να ειδοποιήσει το προσωπικό ασφαλείας, ή έστω τον θηριώδη νοσοκόμο, τον Κώστα, που πάντοτε έπνιγε κάθε διάθεση απόδρασης, καθυπότασε κάθε διάθεση αντίρρησης, ως ο απόλυτος άρχων. Δεν έκανε τίποτα. Είχε την περιέργεια, πού ακριβώς ήθελε να φτάσει ο γεροξεκούτης. Θαύμασε την επιμονή του. Κι εκείνη ήταν επίμονη. Έμοιαζαν. Κάγχασε αυτοστιγμεί της σκέψης της. Αν ήταν δυνατόν να ήταν ίδιοι! Τι κοινό είχαν οι δυο τους; Τι κοινό μπορούσαν να έχουν; Η Μάγδα στην Ανατολή κι ο Μενέλαος στη Δύση.

Χωρίς να χάσει τον ρυθμό του βηματισμού του, ως άλλος ατρόμητος εξερευνητής, ένιωσε την καυτή άμμο να διαπερνά το ύφασμα των τσόχινων παντοφλών του, να τον καίει κάνοντας την επιθυμία του για μια βουτιά στη θάλασσα, σχεδόν διαταγή.

Βούτηξε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Η Μάγδα έσβηνε τη γόπα πάνω στον κορμό του πεύκου. Τρομαγμένη και τρομοκρατημένη. Τι στην ευχή έκανε ο παλιόγερος; Πώς μπορούσε να μαγαρίσει τη θάλασσα; Τη θάλασσα των δικών των αισθησιακών στεναγμών να την μετατρέψει σε θάλασσα λυγμών;

Πέρασε για μια στιγμή μπροστά από τα γέρικα μάτια του ―με την ταχύτητα της αστραπής― η ειδή του μονάκριβού του. Δευτερόλεπτα μετά ―χωρίς ασφαλώς να το γνωρίζει― θα γινόταν σημείο αναφοράς στον οίκο ως «το δεύτερο περιστατικό». Η Μάγδα είχε ήδη μπει στο κτίριο ψάχνοντας για βοήθεια.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top