Fractal

Δίγλωσση ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων μεταφρασμένων στα γερμανικά

Γράφει η Ευσταθία Δήμου //

 

 

 

“Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες” [Wörter spitz wie Nägel]. Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση – Δίγλωσση ανθολογία [Griechische Lyrik der Gegenwart – zweisprachige Anthologie], Επιλογή & Μετάφραση: Κατερίνα Λιάτζουρα, Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2021.

 

Η τελευταία λογοτεχνική εμφάνιση της Κατερίνας Λιάτζουρα, με τη δίγλωσση ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων μεταφρασμένων στα γερμανικά που επιμελήθηκε, θέτει με άκρα ευθύτητα δύο θεωρητικά ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την ποιητική επικοινωνία, την πρόσβαση δηλαδή του αναγνωστικού κοινού στον ποιητικό λόγο και την έκθεσή του στην καταλυτική επενέργεια του στίχου. Το πρώτο από τα δύο αυτά ζητήματα αφορά βέβαια τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, τη μεταγραφή του σε μιαν άλλη γλώσσα και, συγκεκριμένα, τη σπανιότερη στην ποιητική πράξη και πρακτική μετάφραση ελληνικών ποιημάτων, προκειμένου αυτά να καταστούν προσιτά σε ένα ξενόγλωσσο αναγνωστικό κοινό, εν προκειμένω το γερμανικό. Πράγματι, ενώ η συνήθης πρακτική προκρίνει την αντίστροφή διαδικασία και μέθοδο, τη γνωριμία δηλαδή του ελληνόγλωσσου αναγνώστη με ποιήματα προερχόμενα από άλλες γλώσσες, κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκές, η Λιάτζουρα, ποιήτρια και η ίδια, επιλέγει, αυτή τη φορά, να διευρύνει τον ορίζοντα υποδοχής των Ελλήνων ποιητών και των έργων τους, καθιστώντας τα άμεσα και εύκολα προσλήψιμα από το γερμανόφωνο κοινό. Το όλο εγχείρημα φαίνεται, από πρώτη άποψη, πως υπηρετεί και διευκολύνει τους δύο πόλους, τα δύο γλωσσικά – ποιητικά άκρα, τους Έλληνες ποιητές να εξέλθουν των συνόρων της χώρας τους, να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της γλώσσας που τόσο ισχυρά τόσο στενά συνυφασμένα με την ποιητική δημιουργία είναι, και τους Γερμανούς αναγνώστες να έρθουν σε επαφή με μια ποίηση που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν ίσως ποτέ να γνωρίσουν. Η άποψη, όμως, αυτή είναι μάλλον στενή και μονόπλευρη. Γιατί από το συγκεκριμένο εγχείρημα κερδισμένη βγαίνει η ίδια η ποίηση που προσεγγίζεται υπό το πρίσμα ενός σώματος το οποίο προσλαμβάνει διαφορετικές γλωσσικές αποχρώσεις και όχι σαν ένα σύνολο σωμάτων καθένα από τα οποία φέρει και προασπίζεται τη δική του γλωσσική σφραγίδα.

Μέσα στο ίδιο αυτό πλαίσιο, και με δεδομένη τη δύναμη και τη δυναμική της μετάφρασης να (ανα)διαμορφώνει το ποιητικό πεδίο, να καταλύει και να καταργεί τα σύνορα, να αναπλάθει τους όρους και τα όρια της πρόσληψης, θα πρέπει να ενταχθεί και ένας προβληματισμός σχετικά με την ίδια την μεταφραστική πράξη και πρακτική και, πιο συγκεκριμένα, με το μεταφραστικό υποκείμενο, τον μεταφραστή που, κυριολεκτικά, εκτίθεται και εκθέτει τις δυνατότητές του σε ένα εγχείρημα που και δύσκολο και απαιτητικό είναι. Γιατί, όπως κανείς μπορεί εύκολα να αντιληφθεί, το ζητούμενο και το στοίχημα δεν είναι να μεταφερθεί αυτούσιος ο ποιητικός λόγος, να μεταγραφεί δηλαδή το ποίημα από τη μια γλώσσα στην άλλη, να αλλάξει απλώς και μόνο το γλωσσικό του ένδυμα, αλλά να γίνει μετάγγιση του πνεύματος και του ήθους, της ενέργειας, της ιδιαιτερότητας και της ιδιοτυπίας κάθε ποιητικής φωνής, των ιδιαίτερων τρόπων και τόπων της γραφής. Και για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί βέβαια η μετά – φράση, η αντιπαραβολή του υπάρχοντος ποιητικού κειμένου με το υπό διαμόρφωση, με όρους πιστότητας και ακριβούς απόδοσης της γλώσσας, των λέξεων, των ήχων. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Χρειάζεται η ποιητική πνοή που θα ζωντανέψει το ποίημα και θα το κάνει να αποτελεί όχι τόσο την αλλό-γλωσση εκδοχή του αρχικού ποιήματος, αλλά ένα νέο ποίημα με τη δική του αυθυπαρξία και αυτοτέλεια, με τη δικό του περίγραμμα και σχέδιο που δεν θα έχει βέβαια κόψει τον ομφάλιο λώρο με το αρχικό – κάθε άλλο μάλιστα – θα διαθέτει όμως τη δική του προοπτική, τις δικές του υποδοχές, τις δικές του προσδοκίες. Και για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν αρκεί βέβαια η καλή, ουσιαστική και ολόπλευρη γνώση, ο έμπειρος και δεξιοτεχνικός χειρισμός της γλώσσας, των δύο γλωσσών που εμπλέκονται στη μεταφραστική διαδικασία, αλλά και η ποιητική εκείνη αίσθηση που μόνο όποιος έχει δοκιμάσει και δοκιμαστεί στον ποιητικό λόγο διαθέτει. Η Λιάτζουρα, εν προκειμένω, διαθέτει και τις δύο αυτές αρετές ή προαπαιτούμενα. Γιατί και τη γερμανική γλώσσα γνωρίζει καλά, δεδομένου ότι έχει γεννηθεί στη Στουτγκάρδη και έχει σπουδάσει Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και στην ποιητική πράξη έχει εντρυφήσει, έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση που απαιτεί τη συστράτευση της γνώσης και της αίσθησης, της αντίληψης και της αντιληπτικότητας, της μεθόδου και της πρωτοβουλίας ταυτόχρονα.

Με αυτά τα δεδομένα και αυτές τις παρατηρήσεις μπορεί κανείς να περάσει στο δεύτερο ζήτημα που θέτει ο παρόν τόμος, αυτό της ανθολόγησης, της επιλογής, δηλαδή, των ποιητών και των ποιημάτων που θα συστήσουν το αντιπροσωπευτικό δείγμα της ποιητικής παραγωγής μιας χώρας, είτε αυτό προέρχεται από μια παρελθούσα εποχή, είτε από τη νεότερη και σύγχρονη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Λιάτζουρα κινείται μάλλον προς τη νεότερη και σύγχρονη ποιητική παραγωγή, επιλέγοντας είκοσι πέντε εν ζωή ποιητές, δεκατέσσερις γυναίκες και έντεκα άντρες, οι οποίοι έχουν μια ενεργή παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις όχι μόνο ως ποιητές. Η πρώτη, λοιπόν, εκτίμηση που θα μπορούσε κανείς να κάνει είναι ότι η ανθολόγος, όπως ίσως και κάθε ανθολόγος κινείται, περισσότερο ή λιγότερο ασυναίσθητα από το προσωπικό της γούστο, τις ποιητικές της προτιμήσεις, τα λογοτεχνικά της αναγνώσματα. Κάτι τέτοιο είναι, άλλωστε, απόλυτα ενδεδειγμένο και λογικό. Όποια κι αν είναι η πρόθεση, η επιλογή των ποιημάτων και η μετάφρασή τους δεν μπορεί να έχει γίνει χωρίς την καταλυτική παρέμβαση της δημιουργικής συνείδησης, του ποιητικού προσανατολισμού και της οικείωσης που ο μεταφραστής νιώθει απέναντι σε έναν ή περισσότερους ποιητές και το έργο τους. Και πάλι όμως, αυτή η θεώρηση θα στερούσε από την αξία του όλου εγχειρήματος, θα το καθήλωνε σε ένα επίπεδο προσωπικό, ατομικό, οριοθετημένο πάνω στη βάση μιας μεμονωμένης θέασης και θέσης. Γιατί παράπλευρα και πέρα από την το κριτήριο του ανθολόγου, δεν είναι δυνατόν να μη λειτουργεί και να μην υπεισέρχεται ένα πιο αντικειμενικό κριτήριο, μια βούληση που εκκινεί και κατευθύνεται στην ίδια την ποίηση ως πυρήνα και περιφέρεια ταυτόχρονα της μέριμνάς του να καταρτίσει με το βιβλίο που επιμελείται μια επιτομή της ποιητικής παραγωγής ή, ακόμη περισσότερο, μιας κατεύθυνσης που έχει προσλάβει και στην οποία κινείται η ποιητική σκέψη και έκφραση μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατεύθυνση αυτή δίνεται από τον τίτλο που η Λιάτζουρα επιλέγει για την ανθολογία της, Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες, και που κατευθύνει τις προσδοκίες προς την αναζήτηση ενός κοινού παρανομαστή των ποιημάτων.

 

 

Γιατί αν θελήσει κανείς να σταθεί λίγο περισσότερο στον τίτλο και να τον αντικρίσει υπό το πρίσμα της νοηματοδότησης της όλης προσπάθειας, θα μπορούσε εύκολα και εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές της Λιάτζουρα κινήθηκαν με γνώμονα την ανάδειξη ποιητικών φωνών που χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη τόλμη και τολμηρότητα, από ένα ποιητικό θάρρος που εκβάλλει τόσο στη διάθεση και το κλίμα, όσο και στις ίδιες τις λέξεις που επιλέγονται και που, κάποιες φορές, μπορεί να μοιάζουν αντι-ποιητικές χωρίς όμως, εν τέλει, να είναι. Πρόκειται για ποιήματα που κινούνται ανάμεσα στο αυτοαναφορικό και το κοινωνικό, ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, τα οποία συνυφαίνουν και συμπλέκουν τις δύο αυτές τάσεις καθρεφτίζοντας ουσιαστικά αυτό που συμβαίνει μέσα στο σύγχρονο γίγνεσθαι, την ταλάντευση δηλαδή του ανθρώπου ανάμεσα στο εγώ και το εμείς, ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, ανάμεσα στον εαυτό και στο σύνολο. Αυτό δηλαδή που, κατ’ ουσίαν, φαίνεται πως κινεί τις επιλογές της Λιάτζουρα είναι η πρόθεσή της να καταδείξει πως η σύγχρονη ποιητική παραγωγή είναι ιδιαίτερα ενεργή και ενεργητική τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής παρέμβασης, όσο και σε αυτό της καλλιτεχνικής παρέμβασης. Γιατί αυτό που ουσιαστικά προεξάρχει στην ανθολογία αυτή είναι η εξεικόνιση μιας δυναμικής ποιητικής παραγωγής που έρχεται για να επικυρώσει περίτρανα την εξελικτική παρουσία της ελληνικής ποίησης, τη συνέχιση μιας πλούσιας ποιητικής παράδοσης με ένα εξίσου πλούσιο ποιητικό παρόν.

 

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Δίοδος 66100», τεύχος 23, Δεκέμβριος 2022

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top