Fractal

ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ (35), Κώστας Λίχνος, “Αδιέξοδοι καιροί”, Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

 

Κώστας Λίχνος: “Αδιέξοδοι καιροί”, Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2022

 

1]. ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ: Ο  Κώστας Λίχνος,  πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον  Αστακό Αιτωλοακαρνανίας. Τα τελευταία χρόνια διακρίθηκε σε πανελλαδικούς και παγκόσμιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, στις κατηγορίες του δοκιμίου, του διηγήματος, του παραμυθιού, της νουβέλας και του μυθιστορήματος. Είναι συνεργάτης των εκδόσεων «Κέφαλος» και εξωτερικός συνεργάτης του «Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης». Δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις, από εκδοτικούς οίκους, όπως «Σύγχρονη Εποχή», «Άπαρσις», «Κέφαλος» και «Εκδόσεις Κυριακή Δράκου». Το 2019, πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το δοκίμιο του  «Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού»  κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ και Έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Το διήγημα του «Νόστος» απέσπασε έπαινο στην κατηγορία του διηγήματος στον Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο  www.Dialogos.gr  πήρε το Α’ βραβείο στην κατηγορία του μυθιστορήματος, στον 2ο Πανελλαδικό Διαγωνισμό Πεζογραφίας «Κέφαλος» και το «Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς» του απένειμε το  Ειδικό Βραβείο Πεζογραφίας «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».

 

2]. Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΑΔΙΕΞΟΔΟΙ ΚΑΙΡΟΙ: Δεκαπέντε κείμενα, γραμμένα το διάστημα 2017-2022, συνθέτουν τη συλλογή Αδιέξοδοι καιροί. 1). Στο πρώτο διήγημα «Η συνέντευξη» (αφιερωμένο στη συνάδελφο που έχασε τη ζωή της σε ατύχημα στις 30 Ιουλίου 2019) μιλά ο ίδιος ο ήρωας, αφηγούμενος τα παθήματά του για την πρόσληψη εργασίας. Την εξομολόγηση τη διακρίνει βαθύς στοχασμός και συναισθηματική αστάθεια ενός ανθρώπου που αγωνίζεται και αγωνιά για την επιβίωση. Τόνος γραφής εσωτερικός και παραστατικά ψυχολογικός. Ο προσωπάρχης του εργοστασίου, εκτός από την προφορική συνέντευξη, ζητά και έγγραφη κατάθεση. Οι συνθήκες εξαντλητικές και ευτελείς. Σπουδαίος είναι ο ρόλος του συνδικαλιστή Κυριάκου, που απολύθηκε. «Όσο δεν φέρνουμε εμείς τον κόσμο στα μέτρα μας, θα συνεχίζει να μας πλάθει αυτός στα δικά του», σχολιάζει στοχαστικά ο συγγραφέας. Το ατύχημα στο εργοστάσιο με μια συνάδελφο, την Κατερίνα, που παρέσυρε το κλαρκ, συγκαλύφθηκε. Ο ήρωας λογοδοτεί στον προϊστάμενο μαζί με άλλους για τις διαμαρτυρίες που έκαναν λόγω του ατυχήματος. Αμφιταλάντευση για τα όσα συμβαίνουν στον χώρο της εργασίας με το δίκιο να αιωρείται ανάμεσα στον κόσμο του δικαίου και στον κόσμο της υποταγής εξαιτίας του φόβου της απόλυσης. 2). Το διήγημα «Ο φράκτης» ξεκινά με ένα τηλεφώνημα της γιαγιάς του ήρωα, η οποία τον πληροφορεί πως «Χτίσανε μάντρα μες τον κήπο μας και δεν έμεινε σταλιά μονοπάτι, εκεί που παλιά πέρναγε κατάφορτος ο γάιδαρος». Από το ζοφερό περιβάλλον του εργοστασίου μεταφερόμαστε στον μικρόκοσμο της επαρχίας με την κακοπάθειά του. Οι αυλές των γειτόνων συνόρευαν, χωρισμένες με ένα σοκάκι. Κυρα-Νόη και γιαγιά Ευτέρπη μαλώνουν. «Έπρεπε να ζούσε ο Κωνσταντής Νόγιο, να ’βλεπα αν θα τόλμαγες να κάνεις το πράγμα που ’καμες», λέει η γιαγιά. Στη μάχη αυτή παρεμβαίνει και ο Γιώργης, ο εγγονός της Νόης. Ο ήρωας προσπαθεί να συμβιβάσει μαζί του την κατάσταση. «Τις έχω βαρεθεί πια, άσ’ τες, να παν’ να κόψουν τον λαιμό τους!» αναφωνεί ο Κώστας. Η προσέγγισή τους είναι βαθιά ανθρώπινη και συναισθηματική. Η διάσταση μεταξύ δύο ανθρώπων, που ο ένας ζει στην Αθήνα και ο άλλος στο χωριό. Ωστόσο, η έχθρητα μεταξύ της Νόης και της Ευτέρπης καλά κρατεί. Ο Γιώργης, ωστόσο, ομολογεί: «Εγώ φταίω. Που ’κανα το χατίρι της γριάς και της έχτισα τον φράχτη που ζήταγε». Ο ήρωας θυμάται την ιστορία της γειτονιάς με την ελπίδα να ξημερώσει και να λυθεί η παρεξήγηση για τον φράχτη, και το τι έκαναν ως παιδιά στον κήπο του συχωριανού τους, του Λύρα, που έριχναν πέτρες στα παραθυρόφυλλά του κι αυτός παραμιλούσε λέγοντας: «Τι περιμένεις από τέτοιο παλιότοπο; Είναι παλιότοπος, όμως, επειδή έχει παλιόκοσμο. Θα φύγω! Τέτοιος παλιότοπος αλλού δεν βρίσκεται». Στο κείμενο, όπως και στο προηγούμενο,  δεν υπάρχει λύση, επειδή ο Κώστας Λίχνος γνωρίζει καλά ότι αφηγείται θέματα που δύσκολα διευθετούνται. 3). Οι πορτοκαλιές, αφορά τη συγκέντρωση του σογιού του άνεργου ήρωα, που ζει με οικογενειακό εισόδημα, στην Πιερία, και κουβέντες-προτάσεις-προτροπές των μεγαλυτέρων στους νεότερους. Ο Κυριάκος, ο γείτονας, μοιράζει διαφημιστικά, δουλειά, που λόγω σπουδών του ήρωα απορρίπτουν ασυζητητί οι δικοί του. Παλιά, η προτροπή των μεγάλων στον ήρωα αφορούσε για το βάψιμο των κάγκελων της αυλής και το κλάδεμα των πορτοκαλιών. Συλλογισμοί πάνω στην απραξία. Η λύση για μετανάστευση στην Αυστραλία  (όσοι πήγαν εκεί, μεγαλούργησαν) ή η οικοδομή. Οι πορτοκαλιές όμως φαντάζουν απόκοσμες. Το διήγημα αποτελεί ένα κυκλοθυμικό πισωγύρισμα των εκδοχών, στο οποίο καταφεύγει ο ήρωας σχετικά με την εργασία και την ανεργία. Στο τέλος, με τη σκέψη του στη μάταιη  φροντίδα των πορτοκαλιών, φτάνει να ζηλεύει τον Κυριάκο που κάνει τρεις δουλειές και βοηθά συγχρόνως τον πατέρα του. 4). Άξεινος Πόντος: Μυτιλήνη. Ξύπνημα αργά το απόγευμα σε ξενοδοχείο των διακοπών. Έπειτα από τυπικό καλησπέρισμα του υπαλλήλου υποδοχής, βγαίνει στην παραλία. Φόβος για κρυολόγημα. Μονόλογος μέσα στην αδήριτη μοναξιά. Να μείνει εσώκλειστος; Να φύγει; Η σκέψη του στους πρόσφυγες που ξεβράζονται κάθε τόσο στο νησί. Καταγραφή της ψυχολογίας του μονήρη ανθρώπου. Επιστροφή στο δωμάτιο. Λογχομαχία ενός ζευγαριού από το διπλανό δωμάτιο. Σκέψη για καρκινογένεση σε οργανισμό που συμπεριφέρεται σαν χυδαίο καρκίνωμα. Ύπνος σε πολυθρόνα. Το πρωί, μαζεύει τα υπάρχοντά του και εγκαταλείπει το δωμάτιο. Γράφει: «Εξίσου δισυπόστατη μ’ εμένα, φαντάζει στα μάτια μου και η ακατάλυτη θάλασσα. Άλλοτε, νιώθω πως πλησιάζει για να ενωθεί μαζί μας καλάγαθα, μυρώνοντάς μας με το αλμυρό της αγέρι· κι άλλοτε, πως ζυγώνει απειλητικά για ν’ αφανίσει τους κόπους μας», Στο τέλος, η σκέψη πως η θάλασσα έχει διπλό ρόλο στη ζωή μας – άρα, άξεινος πόντος. 5). Επιδημική κρίση: Μονόλογος για την πανδημία του Κόβιντ, του ιού του τρόμου, ενός εσώκλειστου με τις μακάβριες ειδήσεις για νεκρούς. Εκδοχές θεραπείας, μήπως η άθληση; 6). Η ανάσταση (ίσως το καλύτερο της συλλογής επειδή ξεφεύγει κάπως από τα άλλα και μας δίνει μια άλλη διάσταση, χιουμοριστική), αφορά την «ανάσταση» του παπα-Ιερόθεου, ενός ανθρώπου άγιου, με τους πιστούς, όπως η κυρία Όλγα, που πέφτει πάνω στον αφηγητή, όταν τρέχουν να δουν το θαύμα. Μήπως νεκροφάνεια; Μάλλον. Ο αφηγητής παραθέτει την ιστορία του. «Καθισμένος σ’ ένα χαμόσκαμνο, παρέα μ’ ένα εικόνισμα του Άι- Γιώργη, που ήταν χωμένο σε μια κόγχη στον τοίχο, κρατούσε σφυρί και καλέμι, μα ανάθεμα αν ήξερε ακόμη κι ο ίδιος, τι σκάλιζε στο μισοσκόταδο». «Μήπως δεν είχε αγιάσει ο αναστημένος, τελικά; Μήπως, ανίκανος να αναπαυτεί, σηκώθηκε από τον τάφο για να εξαπολύσει κατάρες και ανάθεμα;» αναρωτιέται ο αφηγητής. Η λιτανεία στον τάφο του ίσως δώσει λύση. Στην πορεία για το νεκροταφείο, ένας ηλικιωμένος πίσω από τον αφηγητή, πέφτει κάτω και ξεψυχάει. Η σκηνή και το τέλος, θαυμάσιο εύρημα: «Έκλεισα τότε τα μάτια του γέρου, σταύρωσα τα χέρια του και κίνησα για να ειδοποιήσω το σόι του. Ποιος ξέρει, όμως, μέχρι να φτάσω στο χωριό μπορεί να ’χει και τούτος αναστηθεί. Άγιος άνθρωπος φαινόταν και δαύτος». 7). Η επιστολή, είναι γράμμα, γραμμένο σε άψογη γλώσσα, που ζητάει να του εξηγήσει ο παραλήπτης την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Πανίσχυρες δικαιολογίες παρέχει το γράμμα αυτό σχετικά με τις δολοπλοκίες και τη διπρόσωπη συμπεριφορά των ανθρώπων κατά τη συνδικαλιστική δράση τους. Το υστερόγραφο που ακολουθεί το κείμενο είναι  όντως εξόχως ευρηματικό, διατυπωμένο με χιούμορ. 8). Νέα αγωγή: Ένα κείμενο αυτοτιμωρίας ενός δημόσιου υπαλλήλου, γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Αγωγή εναντίον του με αδιάσειστα στοιχεία. Τύψεις για κάθε κίνηση. Κείμενο καθαρά καφκικό, σπάνιας ενατένισης της ψυχολογικής κατάστασης του παθόντα. Ενδοσκόπηση που του επιτρέπει να γράψει στο τέλος: «Το μόνο που δυσκολεύεται ακόμη και να οραματιστεί, είναι τον εαυτό του ως γονέα, γιατί τέτοιος, όπως έχει καταντήσει, δεν θα μπορούσε παρά να αναθρέψει απογόνους ανήθικους». 9). Στον Νόστο μεταφερόμαστε στο βουνό, κοντά στο χωριό,  τη γενέθλια πατρίδα του Ξενοφώντα μετά από 40 χρόνια σκληρής διαβίωσης στη Γερμανία του μεταναστευτικού ελληνισμού και ειδικά στο Μόναχο. Αυτοεξορία μαζί με την Έλλη, τη σύζυγο. Κατά την ανάβαση σε γνώριμα μέρη, κάνουν κουβέντα με τον Ορέστη, τον πρώτο του εξάδελφο, για τα καλά και άσχημα της ξενιτιάς, αλλά και της επαρχίας με κανόνες της ζωής και της ΕΟΚ και τη γενική αποξένωση. Στο τέλος του κειμένου γίνεται ο απολογισμός της ζωής στη ξένη γη και σύγκριση με αυτή του χωριού. Το τυπικό τηλεφώνημα στα παιδιά τους, για να τους πουν ότι περνάνε καλά. 10). Ο άνθρωπος με τη φωτογραφική μηχανή: Το κείμενο είναι ένα ολοκληρωμένο δοκίμιο περί φωτογραφίας με εμπειρικές γνώσεις αλλά και γνώσεις επίκτητες από σπουδή σε σχολή. Η καταφυγή στο χωριό προσδίδει αναπάντεχη ευρηματικότητα μιας νέας συναισθηματικής εμπειρίας. 11). Ο καπτάν-Αντώνης, είναι μία βιογραφία ενός ναυτικού που στάθηκε δύσκολο να κάνει δεσμούς με συχωριανούς του όταν ξεμπάρκαρε. Μόνο με τον παντοπώλη τον Ανέστη είχε κάποια επαφή, αρκεί να μην του θύμιζε κι αυτός τη θάλασσα επειδή τον ενδιέφεραν τα στεριανά. Στο κείμενο καταγράφεται η μοναξιά του ναυτικού και η σχέση του με τη θάλασσα αλλά και με την ξηρά, ζώντας στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, αλλά τον διεκδικεί, θέλει δεν θέλει, η θάλασσα στην οποία ψιθυρίζει στο τέλος του κειμένου: «Δικός σου, δικός σου είμαι. Έλα και πάρε με! Δεν υπάρχει γλιτωμός από ’σένα». 12). Στον καφενέ: 22 Σεπτεμβρίου 1922. Άφιξη προσφύγων στον Πειραιά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στον Πειραιά και στους γύρω δήμους. Στις πλατείες σκηνές, παραπήγματα και συσσίτια. Νεανικά ξεφωνητά ξύπνησαν τον Γιώργη στο διαμέρισμα της Κοκκινιάς. Αδύνατο να τον ξαναπάρει ο ύπνος. Περιπλάνηση στα σοκάκια υπό βροχή. Σε μια πλατεία ξυπόλυτα σχολιαρόπαιδα μιλούσαν δυνατά μεταξύ τους.  Παλιά Κοκκινιά: Καφενές του Ανέστη, κοντά στην Αγιά Σωτήρα. Κουβέντα πολιτική με τον Επαμεινώνδα (ευγενής, φροντισμένος, οπαδός της Δημοκρατικής Ένωσης, που κερνάει τον Γιώργη), με τον Θωμά (θεριακλής, βραχύσωμος, μπρούταλ), με Γιώργη και Ανέστη. Όλη η κακοπάθεια της χώρας ξεδιπλώνεται από τις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι την πρόσφατη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Επαμεινώνδας λέει πως δημοκρατία δεν είχε ποτέ ο τόπος. Ο λόγος περί βασιλείας την οποία υποστηρίζει ο Θωμάς. «Πάει! Εκθρονίστηκε ο βασιλιάς Γεώργιος!» αναφωνεί ο ίδιος. Ο Ανέστης κατά τη συζήτηση εκνευρίζεται. Ο Γιώργης, μαζεμένος και δειλός τα μαζεύει και αποχωρεί. Με τους διαφορετικούς τύπους και χαρακτήρες διαγράφονται καθαρά οι πολιτικές απόψεις τους. Μόνο ο χαρακτήρας του Γιώργη, διαφαίνεται με τη στάση του ως ο πιο σοφός, σαν να λέει πως οι κουβέντες δεν οδηγούν πουθενά και αυτός ο λαός είναι έρμαιο παγιωμένων κληρονομικών απόψεων, που, διαιωνιζόμενες από γενιά σε γενιά, καταστρέφουν τον τόπο. 13). Στο καπηλειό μεταφερόμαστε επτά χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο ένας έντιμος χαμάλης, ο Κωνσταντής, γερό ποτήρι, που έκλεψε από το βάζο της μητέρας και της αδερφής του κρυφά ένα εικοσάδραχμο. Θέλει να ζητήσει από τον θείο του, τον Φίλιππα, απόστρατο αξιωματικό και μαγκούφη που ζει στον προφήτη Ηλία της Καστέλλας, δανεικά. Ο θείος του αραδιάζει για την άρνηση των  διεθνών αγορών  να δανείσουν στη χώρα και αρνείται να δανείσει. «Πρέπει οι νέοι μας να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων», δηλώνει στο τέλος. «Πρέπει να σου γίνει μάθημα το πάθημα» – είναι και κατηγορηματικός. Χωριστές ιδεολογίες – η δική του άκρως συντηρητική – στρατιωτικού γαρ. Γυρισμός στα ίδια, με τις προκηρύξεις του ΚΚΕ στους δρόμους να αναφέρουν πως η αστυνομία σκότωσε έναν απεργό στα μεταλλεία Λαυρίου. Καταλύει στο καπηλειό του Κοσμά. Συζήτηση Κωνσταντίνου με ένα άγνωστο, τον Ηλία. Πίνουν μαζί κρασί. «Σε τόπο χρεωμένο ζούμε, μας έζωσε φτώχεια μεγάλη», του λέει αυτός. Ο Ηλίας αποδεικνύεται βέρος αγωνιστής, και η κουβέντα βασίζεται σε στοιχεία για την πολιτική κατάσταση. Το δημοκρατικό κράτος είναι διχτατορία αστικής τάξης. Του δίνει μια ανακοίνωση που έγραφε για τον σκληρό νόμο του Βενιζέλου, για το Ιδιώνυμο που θα απαγορεύσει τις απεργίες και θα διαλύσει τα συνδικάτα, γι’ αυτό και καλεί σε απεργία τους εργάτες της Ελευσίνας. Το πρωί, η μητέρα και η αδερφή ψάχνουν για το χαμένο εικοσάρικο – μέχρι και το παντελόνι του ψάχνουν – η αδερφή στην ερώτηση της μητέρας, συμπέρανε πως το πήρε ο Κωσταντής και το σκόρπισε στο πιοτό. Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και παραλιακή ζώνη Ελευσίνας. Χωροφύλακες και συγκέντρωση εργατών που διαλύθηκε βίαια. Επιστροφή στο καπηλειό του Κοσμά, μήπως και βρει τον Ηλία. Μάταια. Και το αποτέλεσμα, γνωστό: Οι απεργοί στράφηκαν ενάντια στους χωροφύλακες… και πως το σωματείο έχει γίνει παίγνιο στα κομμουνιστικά στοιχεία. Στα οινοπωλεία δίνεται η εντολή να μην χορηγούν οινοπνευματώδη ποτά «μέχρι νεωτέρας». Αυτό κι αν δεν ήταν συμφορά!!  14). Στη στάση: Ο ήρωας βρίσκεται στη στάση και ανοίγει διάλογο με έναν μεγαλύτερο άντρα. Κατά τη συζήτηση, διαγράφεται το χάσμα γενεών ιδίως στην ιδεολογία και στις γνώσεις της ποίησης. Αδυναμία συνεννόησης, παρ’ όλη τη συγκατάβαση προς το τέλος και από τις δυο μεριές. Στην κουβέντα διαφαίνεται το αγεφύρωτο χάσμα τους. 15). Το βιβλίο κλείνει με το Ονείρου μονόπρακτο. Είναι το όνειρο του Κώστα ανάμεσα στη Σιωπή, το Έρεβος και την Απραξία. Θα λέγαμε πως αυτές οι τρεις έννοιες αφορούν και βασανίζουν σήμερα τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Η κάθε έννοια και μια δική της δυναμική. Και με αυτό το καθαρά φιλοσοφικό σχήμα, ο Κώστας Λίχνος θέλησε να συμπληρώσει την κατάθεσή του.

 

Γ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Ο Κώστας Λίχνος χρησιμοποιεί κυρίως τον εσωτερικό μονόλογο, που είναι η έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων και εντυπώσεων ενός χαρακτήρα σε μια αφήγηση. Ο εσωτερικός μονόλογος είναι πότε άμεσος, όταν ο συγγραφέας φαίνεται να μην υπάρχει, και ο εσωτερικός εαυτός του χαρακτήρα αποτυπώνεται  άμεσα, λες και ο αναγνώστης να κρυφάκουγε το ρεύμα της σκέψης και των συναισθημάτων  που ρέουν μέσα από το μυαλό του χαρακτήρα, αλλά και έμμεσος, όταν ο συγγραφέας λειτουργεί ως επιλογέας, παρουσιαστής, είναι δηλ. οδηγός και σχολιαστής.[1] Ο εσωτερικός μονόλογος βοηθά να συμπληρωθούν τα κενά σε ένα γραπτό και παρέχουν στον αναγνώστη μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, είτε από τον ίδιο τον συγγραφέα είτε από έναν χαρακτήρα. Αυτό πράττει και ο Κώστας Λίχνος, θέτοντας εαυτόν στη θέση του άλλου, όταν μας καταγράφει όλη την παθογένεια της κοινωνικοοικονομικής αναταραχής του παρελθόντος, αλλά και του σύγχρονου κόσμου, με μια γλώσσα εύρωστη και πάλλουσα, στην οποία διακρίνουμε ελάχιστες πινελιές του χιούμορ. Οικειοποιείται τη φωνή του άνεργου, είτε του εργαζόμενου που κατευθύνεται από τον αδήριτο συνδικαλισμό,  την τύχη του συνδικαλιστή που μένει χωρίς εργασία, του πρόσφυγα που καταφθάνει στη μητέρα πατρίδα και εγκαταλείπεται στο έλεος του Θεού από μια κυβέρνηση που του προκάλεσε την τραγωδία, οικειοποιείται τη φωνή της συντήρησης και της ανέχειας, του συντρόφου στην εργασία ή στους κοινούς αγώνες. Το βιβλίο του Κώστα Λίχνου φαντάζει ως μία Παναθρώπινη Διαμαρτυρία ενάντια στις αξίες που λησμονήσαμε, και είναι καιρός να τις ξαναθυμηθούμε, αν θέλουμε να έχουμε υγιείς ανθρώπινες σχέσεις. Να γιατί οι Αδιέξοδοι καιροί είναι βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί ως δείγμα μιας απόλυτης και γνήσιας γραφής, που δεν παραπαίει με στολίδια και γιρλάντες μιας τέχνης απατηλής, αυτής που κυριαρχεί και εμπορεύεται στις μέρες μας και λυμαίνεται, δυστυχώς, σε έντυπα ή σε ηλεκτρονικά μέσα τη δημοσιότητα.

 

[1]  William Harmon (Huge Holman), Handbook to Literature, 2012.1

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top