Fractal

Διήγημα: “Ιουλία Ιωακειμίδη”

Γράφει η Μαρία Α. Μίτλεττον // *

 

 

 

 

 

Ιουλία Ιωακειμίδη

 

«Αναδύεσαι. Τα σκοινιά που σε βαστούσαν στο βράχο τα ‘φαγε το κύμα,

η προσευχή του κάβουρα και οι στεναγμοί των πνιγμένων. Ταξιδεύεις στις θάλασσες…

Έρχεσαι συχνά όταν είναι γαλήνη κάτω από τα παράθυρά μου…

Αλλά έρχεσαι και με τη θύελλα.

Είσαι νησί από ελαφρόπετρα ή μήπως ναυάγιο από ανάμνηση;»

Ε.Χ. Γονατάς

 

 

Η Ιουλία Ιωακειμίδη μπήκε στο καράβι ένα πρωινό του Φλεβάρη του 1938. Ο μπόγος της μηδαμινώς την έκανε να ντρέπεται, αφού ελάχιστοι είχαν τότε σκληρές αποσκευές κι ιδίως στον τόπο της. Τύλιξε τα μακριά γκρίζα μαλλιά της στη μαντήλα της, τα μαλλιά της ασημένιας γοργόνας, όπως θα ’λεγε αργότερα η εγγονή της η Ευδοκία, βλέποντας τη μοναδική ασπρόμαυρη φωτογραφία που είχε στείλει, μαζί με κάτι λεφτά που προορίζονταν να μετατραπούν σε δολάρια, τέλειωσε τον μπόγο, θυμιάτισε, έβαλε φαγητό στα ζωντανά, άφησε το κλειδί για τη Μακαρία μέσα στη γλάστρα όπου πάσχιζε να μεγαλώσει το βοτάνι το ξεχαστικό και κίνησε.

Πού βρήκε τις οικονομίες η Ιουλία στο Κακοπλεύρι, όπου φτωχοζούσε με τις κότες της, και μάλιστα οικονομίες για να μπαρκάρει, είναι μεγάλη ιστορία. Το μοναδικό της πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο, τον καρυδένιο μπουφέ της μακαρίτισσας της μάνας της, την προίκα που της έδωσαν όταν την εξόριζαν απ’ την Αθήνα, γιατί τόλμησε ν’ αγαπήσει αυτόν που αγάπησε, φρόντισε και τον έστειλε για την Αμερική τέσσερα χρόνια πριν μαζί με όλα τ’ απαραίτητα χαρτιά και πιστοποιήσεις, ώστε ο γαμπρός της, ο Περικλής, να τον παραλάβει σώο και αβλαβή. Δεν ήταν εύκολο τότε να στείλει τον μπουφέ. Αν δεν τη βοηθούσε το ρεμάλι ο Σπύρος ο Αβλαβίδης, που ήξερε κόσμο και κοσμάκη στα τελωνεία και πληρωνόταν αδρά για τις γνωριμίες και τις μεσολαβήσεις του, δεν θα τα κατάφερνε ποτέ. Αλλά δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Πήγαινε η ίδια να δει αν ήταν εκεί το ξύλινο τέρας ή αν είχε κάμει φτερά κι ησύχασε μονάχα σαν το είδε να τοποθετείται σε ξύλινη τροχήλατη βάση και να πηγαίνει στο αμπάρι του καραβιού. Πλήρωσε ό,τι είχε και δεν είχε.

-Να βεβαιωθείς ότι θα φτάσει στον Περικλή Μαϊμάρη.

-Μην ανησυχείτε. Θα τον παραλάβει ο ίδιος.

Το μάτι του Αβλαβίδη έπαιζε επικίνδυνα, μα για κάποιο λόγο τον εμπιστευόταν. Θες το ένστικτο, θες ότι έκλεισε μες στο έπιπλο κι όλες τις καλές ελπίδες της, τις βελούδινες, πίστεψε πως ξεπροβοδούσε ένα ακόμα παιδί κι αυτό θα έφτανε και θα στέριωνε και θα πέταγε και θα κολύμπαγε στην ανάγκη γερό κι έμψυχο, παλιό κι απέθαντο, σιωπηρό και βουερό.

Μπήκε το λοιπόν εκείνο τον Φλεβάρη του 1938 μονάχα με τον μπόγο της η Ιουλία στο καράβι. Δεν είχε βγάλει ούτε νόμιμο αγώγιο. Ήτανε πάλι αυτός ο Δανιήλ Γεννηματάς, που την κανόνισε να ταξιδέψει μ’ άλλα φτωχαδάκια τρίτη θέση. Κι αν τα κατάφερναν ύστερα να τα βγάλουν πέρα με τα χαρτιά τους και δεν τους έστελναν πίσω κακήν κακώς, ήταν στο χέρι τους, εν προκειμένω στο χέρι του Περικλή. Ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη. Έδωσαν τα ονόματά τους, μα τους στοίβαξαν σαν αριθμούς. Ήξεραν λόγου χάριν ότι έχουν διακόσιους τρίτους, όπως λέμε διακόσια κιλά σαρδέλες.

Αποχαιρέτησε πικρά το σπίτι της η Ιουλία Ιωακειμίδη. Το σπίτι που έχτισε με πέτρες που κουβάλαγε με τα χέρια της, το σπίτι όπου γέννησε τη μοναχοκόρη της, το σπίτι που γέμιζε με τη θωριά του άντρα της και που άδειασε όταν εκείνος έφυγε κι ακόμα πιο πολύ σαν μπάρκαραν ο Περικλής με την Αμέρσα. Τη μια μέρα στεφανώθηκαν στην Αγία Παρασκευή και την άλλη μπήκαν στο καράβι που έμοιαζε με μεγάλο κινούμενο βουνό.

Έφτιαξε τον μπόγο της και τα μαλλιά της η γυναίκα, θυμιάτισε, έκλεισε τα παραθυρόφυλλα, έβαλε και φαγητό στα ζωντανά, άφησε το κλειδί για τη Μακαρία μέσα στη γλάστρα όπου πάσχιζε να μεγαλώσει το βοτάνι το ξεχαστικό και κίνησε με το κάρο του Αριστείδη για το λιμάνι. Και δεν κοίταξε πίσω τόσες ώρες δρόμο, μήτε σπαρτά μήτε ουρανό μήτε τίποτε, μέχρι που μπήκε στο καράβι. Μόνο μια στιγμούλα σαν να κιότεψε, σαν να το μετάνιωσε, «δεν είπα του δασκάλου να γράψει της Αμέρσας ότι πηγαίνω. Δεν με περιμένει. Πώς θα το πάρει;». Είχε υπαγορεύσει όμως του δασκάλου κι έγραψε πιο πριν του Περικλή, μα τον είχε παρακαλέσει να μην της πει, να μην τη βάλει σ’ έγνοιες κι ετοιμασίες. Πώς θα το πάρει; Αλλά θα έφτανε την ώρα που θα γεννούσε, θα της κράταγε το χέρι, θα την παρηγόραγε. Πρώτη εκείνη θα ευλογούσε το μωρό. Κι υστερότερα να έφτανε, θα της ήταν οπωσδήποτε στήριγμα κι αποκούμπι.

-Δεν έχεις καραβάνα; Και πώς θα τρως κυρά μου;

Ο άντρας που τους μέτραγε μαζί με τις αποσκευές τους, σαν να ζύγιζε αρνιά που πήγαιναν για σφαγή, της μίλησε δίχως σέβας για την ηλικία και τη φτώχεια της.

-Εγώ.. δεν…

-Έχω εγώ μια δεύτερη. Θα τη βολέψω την κυρία, μη σας μέλει. Ήταν μεσήλικας, αν έκρινε από τη φωνή του, όχι ότι οι φωνές έχουν ηλικία, μα η Ιουλία πίστευε ακράδαντα ότι κι οι φωνές έχουν ηλικία όπως κι οι ηλικίες έχουν φωνή. Οι φωνές είχαν ηλικία. Και σώμα. Και ψυχή.

-Καλώς. Εμπρός. Ο άλλος έσπρωξε την Ιουλία τάχα μου απαλά, για να μην καθυστερήσει η ουρά.

Σαν έβγαιναν στον κόλπο της Ερατεινής, σκέφτηκε τον πατέρα της. Από τότε που την είχαν εξορίσει από την Αθήνα, επειδή αγάπησε αυτόν που αγάπησε, δεν τον είχε δει. «Σ΄αγαπάω, πατέρα», ήθελε να του φωνάξει. Κι ας το έπαιρνε η θάλασσα, κι ας τ’ αλμύριζε, ας το έπαιρνε ως εκεί, ως τ’ αυτιά του κι ως τα μάτια του κι ως την καρδιά του. Κι ας ξεραινόταν και το ξεχαστικό της βοτάνι στο χωριό μια για πάντα. Ποιο ξεχαστικό; Ποια διασταύρωση; Ποια σπάνια ποικιλία; Τίποτε. Βούρκωσε. Μα πήγαινε στα παιδιά της και τούτο την έκαμε ν’

αναθαρρήσει. Μπορεί εκεί να την περίμενε καλύτερη ζωή. Ο Περικλής είχε εργαστήρι ζαχαροπλαστικής. Θα του ήταν χρήσιμη. Έπειτα θα βοήθαγε και με το μωρό.

-Είσαι καθαρή;

-Ναι. Απάντησε με σιγουριά στον ελεγκτή και κατέβασε το κεφάλι. Δεν ζητούσαν άλλα χαρτιά, ευτυχώς, τα είχε κανονίσει ο Γεννηματάς, μα καλού κακού ρωτούσαν. Όχι να ’χει κανείς τίποτε μεταδοτικό απ’ αυτούς που μπαίνουν παράτυπα στο καράβι και να τους θερίσει.

Ήταν σχετικά καθαρή. Μα λίγο οι ψείρες, λίγο το κούνημα του καραβιού, λίγο το ψωμοτύρι κι ο χυλός με τη σκορδίλα που τους τάιζαν, της κεντούσαν το στομάχι. Μια μέρα διπλώθηκε από τον πόνο.

-Ρε συ, εκείνη εκεί πέρα δεν είναι καλά. Ήταν ο Μιχάλης που ταξίδευε μαζί με τον αδελφό του. Πάμε. Δεν είναι καλά. Να ζητήσουμε κανένα γιατρικό.

-Όχι, καλά είμαι, καλά. Επέμενε.

-Τι λέτε; Πονάτε; Είστε κατακίτρινη. Θα πάω να τους ζητήσω γιατρικό.

Και ζήτησε ο Μιχάλης γιατρικό και μόνο που δεν τον πέταξαν στη θάλασσα. «Δώστε της αυτό το κοτόζουμο. Θα της κάμει καλό. Δεν υπάρχει κάτι άλλο». Είπαν. Αλλά το είπαν ύστερα από ώρες.

Πονούσε φρικτά. Ήξερε πως δεν θα προλάβαινε να φτάσει στην Αμερική. Έβλεπε τα πρόσωπα των νεαρών τα σκυμμένα με διακριτικότητα κι έγνοια από πάνω της, δυο ξένοι ήσανε, μα φερόντουσαν σαν δικοί, έκλαιγε κι έσφιγγε το στομάχι της έχοντας γίνει χάμω ένα κουβάρι όσο το καράβι πάλευε με τα πελώρια, μαύρα σαν πηχτό μελάνι κύματα της Αγγλίας. Δεν ήξερε η Ιουλία αν ήταν η νύχτα που τα έκανε έτσι ή αν ήταν που μέσα στο δικό της μυαλό μόνο οι δικές τους θάλασσες ήταν γαλάζιες κι ήσυχες κι ασφαλείς. Πιότερο τ’ άκουγε παρά τα έβλεπε. Μα τα ήξερε. Τα κύματα, όπως κι οι ηλικίες, έχουν φωνή.

«Κι αν ξεψυχήσω, τι θα πουν στη θυγατέρα μου; Τι θα πουν του Περικλή; Αυτοί θα έχουν χαρές. Πώς να τις χαλάσω εγώ;»

-Φώναξε κάποιον, σε…σε παρακαλώ.

Ο Μιχάλης τεντώθηκε.

-Αυτόν που κρατά τις λίστες. Φώναξε. Είναι πολύ, πο…πολύ σοβαρό.

Τσακίστηκε ο Μιχάλης να τον ζητήσει, να τον βρει, ζήτησε και κάποιο γιατρό, μια και το κοτόζουμο φαίνεται πως είχε χειροτερέψει την κατάσταση. «Είναι σοβαρό». Έκανε σαματά. «Τι δεν καταλαβαίνετε; Η γυναίκα πεθαίνει». Ούτε που κατάλαβε ότι το άκουσε κι η γυναίκα. Μα το ήξερε. Η γυναίκα το ήξερε. Από την ώρα που φύτευε το κλειδί για τη Μακαρία μέσα στη γλάστρα με το ξεχαστικό. Η γυναίκα θυμάται. Η γυναίκα πεθαίνει. «Ένα

γιατρό δεν έχετε;». Ο γιατρός, με το γιλέκο του και τα χοντρά ματογυάλια, γονάτισε απρόθυμα δίπλα στην άρρωστη. Δεν ήθελε να λερώσει το παντελόνι του. Ο Μιχάλης έκανε να του ορμήξει, μα ο αδελφός του τον συγκράτησε. Η κοιλιά του πλοίου βρυχιόταν με τ’ άρρωστο χνότο, τα στοιβαγμένα πράγματα, τους ανθρώπους, τις ψείρες, τις καραβάνες, τους Μιχάληδες, τις Ιουλίες, τους αργοκίνητους και τους βιαστικούς.

-Βιάζομαι, κύριε. Δυστυχώς έχουμε κι άλλο περιστατικό.

Δεν έκαμαν τον κόπο να φέρουν ούτε ένα φορείο.

-Δυστυχώς δεν υπάρχει κρεβάτι, για να τη μεταφέρναμε πάνω και πολύ φοβάμαι ότι δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να απαλύνει τους πόνους. Το αγώγιο που πλήρωσε άλλωστε η επιβάτις…

Λίγο έμεινε η γροθιά του Μιχάλη να τον έβρισκε στο στόμα.

-Μη εξάπτεσθε. Πείτε μου μόνο κάτι που μπορώ εγώ να κάμω. Κάτι που μου επιτρέπεται να κάμω. Κυρία, τι μπορώ να κάμω για εσάς; Πείτε μου. Έχω κι άλλο περιστατικό.

-Μαρία.

-Μαρία;

-Μαρία με λένε. Έδωσα άλλο όνομα στα χαρτιά. Μαρία Ιορδανίδου με λένε. Δεν θέλω φάρμακο για τους πόνους. Μα…Μαρία, να πείτε. Μαρία. Μα… Έδωσα άλλο όνομα. Δεν έχω κανένα στην Αμερική. Κανένα. Μα… Μαρία. Να γραφτεί σωστά στον σταυρό. Μαρία, να πείτε. Μαρία, πείτε, παρακαλώ, δεν έχω κανένα, κανένα, φυ…φύτεψα ένα βοτάνι σπάνιο, ξεχαστικό, μόνο τον πατέρα μου έχω, μόνο. Μαρία.

Μαζί μ’ έναν αναστεναγμό που πήρε και την ψυχή της έφυγε η Ιουλία Ιωακειμίδη με την άσπρη μαντήλα της σαν την Παναγιά πάνω στο κατάστρωμα του «Αλκή». Χάθηκε δίχως ο Περικλής να μάθει ποτέ γιατί του είχε στείλει εκείνο το γράμμα, μα δεν έκαμε το υπερπόντιο ταξίδι. Την έθαψαν στο Σαουθάμπτον, όπου το καράβι σταμάτησε για ανεφοδιασμό. Την ίδια νύχτα στον απάνω κόσμο γινόντουσαν πράματα και θάματα. Η Μακαρία κουβάλησε όλα της τα πράγματα στο σπίτι της μακαρίτισσας με τη βοήθεια της Πασχαλιάς, έσφαξαν και τις όρνιθες κάτω απ’ το φως του γεμάτου φεγγαριού, έξι όλες κι όλες με ονόματα φιδογυριστά σαν γαϊτανάκια κοριτσιών. Η μικρή Χαριτίνη ανακάλυπτε στην Κρήτη το διχτάμι και τον μανδραγόρα, το μαύρο σκυλί που τραβούσε τις ρίζες του φυτού ούρλιαζε σαν δαιμονισμένο, ούρλιαζε και το φυτό μαζί και την ξεκούφαινε. Κι η Αμέρσα, το Μερσάκι, στην Αμερική, έφερνε στον κόσμο την πρωτότοκη κόρη της, την Ευδοκία. Χρόνια μετά, μιαν άλλη νύχτα του Φλεβάρη, πέθανε κι εκείνη γεννώντας τη δεύτερη της κόρη, αυτήν που πήρε τον μεγάλο καρυδένιο μπουφέ της μακαρίτισσας της μάνας της. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, η Ευδοκία γέννησε τον γιο της μέσα σε σακιά από ζάχαρη κι αλεύρι, πλάστες και τρίμματα κανταϊφιού. Το ίδιο βράδυ βούλιαξε το «Αλκή». Κι η Ιουλία Ιωακειμίδη βούλιαξε πιο βαθιά στη γη σαν το βοτάνι στη γλάστρα της, στο Κακοπλεύρι, εκείνο που ’χε φυτέψει το κλειδί για τη Μακαρία, το ξεχαστικό. Βούλιαξε δίχως να ευλογήσει το μωρό και δίχως τη μοναδική συντροφιά που είχε στο χωριό, έξι όλες κι όλες με ονόματα τραγουδιστά σαν γαϊτανάκια

κοριτσιών: τη Φένια, την Ανάργυρη, τη Σεβαστή, την Καλλικόμη, τη Λαμπρή, την Ευφροσύνη.

 

(Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα «Εν ανθρώποις Ευδοκία»)

 

 

 

* Η Μαρία Α. Μίτλεττον γεννήθηκε στην Κύπρο και είναι φιλόλογος. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Γυναικών Λόγος», τη συλλογή πεζογραφημάτων «Η μονομερής μας αλληλογραφία» και το θεατρικό «Το πλοίο». Σε συνεργασία με τη Χρίστια Μίτλεττον έγραψε τα θεατρικά «Ἡ τοῦ Σωκράτους δίκη ἐν θεάτρῳ» και «Η δίκη του Ορέστη ἐν θεάτρωι» (εκδόσεις Hippasus)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top