Fractal

Διήγημα: “Κίτρινο σκοτάδι”

Της Αναστασίας Κάτσικα // *

 

 

 

Πολλές μεγάλες, γαλάζιες αφίσες κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη. Γεμάτος ο τοίχος και η απέναντι κολόνα. Η τραγουδίστρια άβαφτη, κοντοκουρεμένη με άσπρο πουκάμισο με γυρισμένα τα μανίκια κι αντρικό παντελόνι. Μεγάλη πια. Χωρίς κρίκους και βραχιόλια. Με λουστρινένιες γόβες. Με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το μικρόφωνο στο άλλο. Με σκυμμένο το κεφάλι κι ένα ριγέ πολύχρωμο κασκόλ να τυλίγει το λαιμό της. Φώτα. Μόνη πάνω στη σκηνή.

#

Καθόταν ακίνητη στην άκρη του μπαρ, κάτω από ένα κίτρινο, τσιμπλιασμένο λαμπάκι. Το μπαρ μεγάλο, με ξύλινη επένδυση στο κέντρο της πολύβουης πλατείας. Μια πινακίδα μ’ ένα ξεθωριασμένο εντελβάις ήταν κρεμασμένη στην είσοδο. Έτριζε. Πολλά τέτοια λουλούδια ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους ανάμεσα στους καθρέφτες που τα πολλαπλασίαζαν και τα μπέρδευαν με τα είδωλα των θαμώνων. Ο ξινός, μπαγιάτικος αέρας την έκανε να παίρνει βαθιές ανάσες.

Ήταν σκαρφαλωμένη σ’ ένα ψηλό σκαμνί κι είχε μπροστά της ένα μπουκάλι γεμάτο μ’ ένα άχρωμο υγρό κι ένα κοντόχοντρο ποτήρι που το γέμιζε με μια κοφτή κίνηση μέχρι τη μέση. Το έπινε μονορούφι χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Μια βαλίτσα ήταν ακουμπισμένη στα πόδια του σκαμνιού της. Τα δικά της πόδια ήταν γυμνά, κρυμμένα σε λουστρινένιες γόβες.

«Έφυγα. Πάλι. Έβαλα τα παιδιά για ύπνο κι έφυγα. Η πεθερά μου καρφώθηκε στην εξώπορτα μ’ ανοιχτά τα χέρια. Την έσπρωξα και βγήκα έξω. Τη βαλίτσα την είχα έτοιμη.

Ευτυχώς εκείνος ήταν ακόμα στο στάβλο. Είχαν αρρωστήσει τα γουρούνια. Αργούσε ο κτηνίατρος.»

Δεν υπήρχαν πολλοί πελάτες κι ο μπάρμαν όλο έβρισκε ευκαιρία να περνάει το βρεγμένο πανί του από μπροστά της, να της γεμίζει το μπολ με φιστίκια και να της μιλάει χαμηλόφωνα, κοιτώντας την στα μάτια. Εκείνη κουνούσε αργά το κεφάλι.

«Πέταξα τη βαλίτσα στο αγροτικό. Οδήγησα με τις λασπωμένες γαλότσες. Μύριζαν κοπριά και γλιστρούσαν στα πετάλια. Οδήγησα ξυπόλυτη κι ήρθα εδώ. Φόρεσα τις γόβες. Ψήλωσα, ίσιωσα την πλάτη, μάζεψα τα μαλλιά, μπήκα. Όλοι με ξέρουν πια.»

Ο άντρας με το σκουφί και το χοντρό μπουφάν, από το σκαμνί που καθόταν έβλεπε μόνο την αλογοουρά της να κουνιέται δεξιά- αριστερά και το πόδι της που κάθε τόσο έψαχνε τη βαλίτσα. Έριξε δυο παγάκια στο ψηλό ποτήρι κι είδε το ποτό του ν’ αλλάζει χρώμα. Ήπιε δυο, τρεις γουλιές. Ζεστάθηκε, έβγαλε το σκούφο και το μπουφάν. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια.

«Έφτασα. Δεκαπέντε μέρες στο δρόμο. Φαγητό και ύπνος πίσω από το τιμόνι. Τα μάτια στον ταχογράφο, στα χαρτιά, στα φυλάκια, στην αστυνομία. Κλειστοί οι δρόμοι από τα χιόνια και στο ραδιόφωνο μόνο μουσικές με κλαρίνα.»

Πολλοί πελάτες δεν υπήρχαν ακόμα. Ο μπάρμαν έκοβε τα λεμόνια σε φέτες. Εκείνη γύρισε για να δει το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στο διάδρομο για τις τουαλέτες.

«Εγώ δεν χρειάζεται να κοιτάξω το ρολόι. Πάντα ξέρω τι ώρα είναι. Μόνο όταν μπαρκάρισα, πριν χρόνια, στην αρχή του ταξιδιού, έχασα τις μέρες και τους μήνες. Ούτε το πρωί ξεχώριζα ούτε το βράδυ. Μπερδεμένες σκέψεις, όνειρα θολά κι αδιευκρίνιστα με πλάκωναν στον ύπνο και στο ξύπνιο μου. Μια μικρή, γυριστή άγκυρα στον αριστερό καρπό είναι το ενθύμιο από κείνα τα ταξίδια. Δίπλα στο Μ που χτύπησα για τη Μαρία. Επικίνδυνος έρωτας, σαν πυρετός.»

Μπήκε μια παρέα από ξανθούς άντρες με κοστούμια, τσάντες και μαλακά παπούτσια. Τα σκαμνιά γέμισαν. Η μουσική δυνάμωσε. Η γυναίκα σηκώθηκε με τη βαλίτσα στο χέρι και προχώρησε προς την τουαλέτα. Πέρασε κάτω από το ρολόι. Το ποτό της μισοτελειωμένο έμεινε στον πάγκο.

«Θα ετοιμαστώ. Είναι ώρα. Θα με περιμένουν. Πόσο μ’ αρέσει τ’ αντρικά χέρια να μου κρατάνε τη ζακέτα για να τη φορέσω. Ανατριχιάζουν τα μπράτσα μου. Σαν χάδι. Μυρίζω τα ποτά στα ψηλά ποτήρια, πίνω, πίνω, όλα κερασμένα, ο χορός, οι φωνές, τα παλαμάκια. Καθισμένη σταυροπόδι στην ψηλή καρέκλα, γυμνοί οι αστράγαλοι, με το ντέφι στα χέρια, γυμνοί κι οι καρποί. Το μικρόφωνο. Ο αέρας που μυρίζει καπνό και χθεσινά λουλούδια.»

Γύρισε κι ήταν σαν άλλη. Άβαφτη, με άσπρο πουκάμισο με γυρισμένα τα μανίκια και μαύρο αντρικό παντελόνι, κρίκους στ’ αυτιά και πολλά βραχιόλια. Τα μαλλιά αφημένα στην πλάτη. Τυλίχτηκε με το σκουρόχρωμο παλτό, έσφιξε το πολύχρωμο ριγέ κασκόλ στο λαιμό της, χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα τον μπάρμαν, του έδωσε τη βαλίτσα και έσπρωξε την πόρτα. Το λουστρίνι στα πόδια της γυάλισε για μια στιγμή. Μετά τα κύματα της ομίχλης την σκέπασαν.

Ο άντρας βγήκε από το μπαρ, φόρεσε το σκουφί του και προσπάθησε να τη διακρίνει μέσα στο κίτρινο σκοτάδι. Ακολούθησε το κροτάλισμα από τα βραχιόλια. Περπάτησαν, ο ένας πίσω από τον άλλο, στο λιθόστρωτο της παλιάς αγοράς και τα τακούνια της τρύπησαν την ερημιά και την υγρασία του δρόμου.

Άνοιξε πρώτη την πόρτα του μαγαζιού και την άρπαξε η μουσική, η ζέστη κι η μυρωδιά του ιδρώτα. Τα αντρικά χέρια της έβγαλαν το παλτό, της έδωσαν το ψηλό ποτήρι στο χέρι και την κάθισαν στην καρέκλα με το κεντημένο μαξιλάρι. Με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το μικρόφωνο στο άλλο.

Εκείνος μπήκε τελευταίος κι ακούμπησε στον τοίχο στο βάθος του μαγαζιού. Περίμενε. Η φωνή της ανέβηκε ψηλά. Άνοιξε παράθυρα. Είχε ένα δικό της γρέζι που αφού τριγύρισε στην αίθουσα, σκάλωσε στον αριστερό καρπό του. Χάιδεψε το Μ της Μαρίας κι άρχισε να ξύνει με δύναμη την μικρή άγκυρα.

#

Πολλές μεγάλες, γαλάζιες αφίσες κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη. Γεμάτος ο τοίχος και η απέναντι κολόνα. Η τραγουδίστρια άβαφτη, κοντοκουρεμένη, με άσπρο πουκάμισο με γυρισμένα τα μανίκια και μαύρο, αντρικό παντελόνι. Χωρίς κρίκους και βραχιόλια. Μεγάλη πια. Με λουστρινένιες γόβες. Με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το μικρόφωνο στο άλλο. Με σκυμμένο το κεφάλι κι ένα ριγέ πολύχρωμο κασκόλ να τυλίγεται στο λαιμό της. Φώτα. Μόνη πάνω στη σκηνή.

Μόνος στο πεζοδρόμιο, μεγάλος πια, με σκούφο και χοντρό μπουφάν, νιώθει το γρέζι της φωνής της να σκαλώνει στον αριστερό καρπό του. Χαϊδεύει το Μ της Μαρίας, περνάει το δάχτυλό του από την άγκυρα και ξύνει με δύναμη τη μικρή νότα.

 

 

 

* Η Αναστασία Κάτσικα γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα μαζί με τις δυο κόρες της. Είμαι δασκάλα και διδάσκω σε δημόσιο σχολείο στα Βριλήσσια. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top