Fractal

✔ Κική Δημουλά: Με τα ελάχιστα κτίζοντας τα μέγιστα. Συνομιλώντας μια ζωή με τους απόντες

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

«Φυσικά κι ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;» Υπήρξε η ποιήτρια που μας πρόετρεψε στο όνειρο. «Η χρονικογράφος του εφήμερου», «η ποιήτρια της διπλανής πόρτας» όπως έχει γραφτεί. Εκείνη που έγραψε για την ψυχή των πραγμάτων, που αντιμετώπισε ως οντότητες αφηρημένες έννοιες: ψευδαισθήσεις, φόβους, ελπίδες, όνειρα…

«Η θεματολογία μου είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας», επαναλάμβανε. «Έχω μεγάλη σχέση με το θέμα μνήμη, επομένως αυτό επανέρχεται. Χρόνος, φθορά, απώλεια. Είναι ό,τι με βασανίζει και μου προκαλεί αγωνίες. Είναι μάλλον η φύση μου και όχι τα ίδια τα πράγματα. Νομίζω ότι εγώ είχα, όχι μια απαισιοδοξία, μια πίκρα. Δεν δικαιολογείται αλλιώς, από την ηλικία των δέκα επτά-δέκα οκτώ χρόνων να έχω μια πίκρα, μια μελαγχολία. Ούτε παθολογικό σύμπτωμα ήταν. Μάλλον πρέπει να ήταν κληρονομικό από τη μάνα μου. Μπορεί να μου ξεφεύγουν πράγματα, μνήμες, γιατί έζησα την Κατοχή, έζησα δύσκολα…»

 

 

Η Κική Δημουλά, αν μη τι άλλο, έκανε και πάλι την ελληνική ποίηση να πουλάει τρελά. Η είδηση της νοσηλείας της με καρδιακά προβλήματα και λοίμωξη του αναπνευστικού, αποκάλυψε το πόσο δική του την αισθανόταν πια ο καθένας, το fb προσευχόταν, ανέσυρε στίχους της, με μιαν απόκρυφη οικειότητα αλλά δυστυχώς η κατάληξη δεν εξαρτάται από μας.

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». Έτσι μια από τις μεγαλύτερες ελληνίδες ποιήτριες, έφυγε κι άφησε ένα δάσος από πουλιά.

Διότι η ποίηση της Δημουλά, όπως έχει κατ’ επανάληψη ειπωθεί, «ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή Χαίρε ποτέ ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλον που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.» Η ποίηση της Δημουλά προσφέρει φιλόξενη στέγη σε καθημερινές πληγές και κοινά ανθρώπινα βιώματα, τολμά να δώσει διάσταση ποιητική και φιλοσοφική σε ποιήματα που αντλούν υλικό από το περιβάλλον του οικιακού βίου, και κατορθώνει να άρει τη γυναικεία καθημερινότητα στη σφαίρα της αυθεντικής ποίησης.»

 

Μικρό βιογραφικό μιας μεγάλης ποιητικής πορείας:

Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε και κατοικούσε μια ζωή στην Αθήνα, συγκεκριμένα στην Κυψέλη. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957). Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).

Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.

 

Image result for Κική Δημουλά

 

Στις διακρίσεις της: Το 2001, Χρυσός Σταυρός του Tάγματος της Tιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Το 2002, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου). Στις 20 Μαΐου του 2015, αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Και στα Βραβεία της: Το 1964, εύφημη μνεία από την Ομάδα των Δώδεκα, για την ποιητική συλλογή «Eπί τα ίχνη». Το 1972, Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή «Το λίγο του κόσμου». Το 1989, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή «Χαίρε ποτέ». Το 1997, Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για την ποιητική συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Το 2001, Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της. 2003, Μακεδονικό Βραβείο, για το σύνολο του έργου της. Το 2009, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Littérature), για το σύνολο του έργου της. Το 2010, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της.

Ανάμεσα στα έργα της οι ποιητικές συλλογές: «Ποιήματα», 1952 (αποκηρυγμένα) «Έρεβος», 1956, εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1990 «Ερήμην», εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1958. Εκδ. «Στιγμή», 1990. «Επί τα ίχνη», εκδ. «Φέξης» Αθήνα 1963. Εκδ. «Στιγμή», 1989. Το λίγο του κόσμου, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1971, 1983. Εκδ. «Στιγμή», 1990. «Το τελευταίο σώμα μου», εκδ, «Κείμενα», Αθήνα 1981. Εκδ. «Στιγμή», 1989. «Χαίρε ποτέ», «Στιγμή», 1988 «Η εφηβεία της λήθης», «Στιγμή», 1994 «Ποιήματα», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1998 (Συγκεντρωτική έκδοση· περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές εκτός από τα Ποιήματα.) «Ενός λεπτού μαζί», «Ίκαρος», 1998 «Ήχος απομακρύνσεων», «Ίκαρος», 2001 «Χλόη θερμοκηπίου», «Ίκαρος», 2005 «Συνάντηση», Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κική Δημουλά, «Ίκαρος», 2007 (ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη) «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», «Ίκαρος», 2007 «Τα εύρετρα», «Ίκαρος», 2010 «Δημόσιος καιρός», «Ίκαρος», 2014 «Άνω τελεία», «Ίκαρος», 2016 Και τα Πεζά: «Ο φιλοπαίγμων μύθος», εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 2004 (Η ομιλία που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της.) «Εκτός σχεδίου», «Ίκαρος», 2005 (επιλογή πεζών κειμένων) «Έρανος σκέψεων», «Ίκαρος», 2009 (η ομιλία της Κικής Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009) Κυκλοφορεί, επίσης, και το DVD: «Συναντήσεις με την Κική Δημουλά, εκδ. «Ίκαρος», 2010»

Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Πολωνικά, τα Βουλγαρικά, τα Γερμανικά και τα Σουηδικά. Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία.

Η τοξίνη των λέξεων και το ύψιστο μάθημα Θανάτου:

 

«Ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γρίφων/ φεύγω ἥσυχη./ ∆ὲν ἔχω βλάψει στὴ ζωή μου αἴνιγμα:/ δὲν ἔλυσα κανένα.» «Μάνα, λες να είναι κληρονομική/η πραγματικότης;»

 

Συνομιλώντας διαρκώς με τους απόντες της, η Κική Δημουλά με την τελευταία της ποιητική συλλογή «Άνω τελεία», πριν από δύο, ουσιαστικά μας αποχαιρέτησε αντιμετωπίζοντας πια μετωπικά τον θάνατο. «Μακρύ κουραστικό ταξίδι/ το πεπρωμένο/ μα το χειρότερο/ πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις». Το συνηθίζει, εξάλλου, ποιητικά και με τα ελάχιστα κτίζει τα μέγιστα: με ένα «Δεν αστοχεί» ορίζει το αναπόφευκτο, με το χιλιοπαιγμένο «Πρέπει» την πάσα πίστη, «Στο τρένο» θα συναντήσει το επέκεινα, με μια απλή «Διερεύνηση» όσα δεν έχει ζήσει, «Ιδιοσκεύασμα» απλώς θα πει την τέφρα της, ως «Πρόβλημα» και μόνο θα χαρακτηρίσει το Ζωή ερήμην, «Μικρές βελτιώσεις» το εξ αδιαιρέτου και την μοναξιά της ύπαρξης, σε ένα «Ομοιοπαθείς» και «Ούτως ή άλλως» θα κλείσει όλο το καθ’ ομοίωση κι από τις λέξεις εκείνο το «Ίσως» θα επιλέξει να υμνήσει.

Κι όμως, ποτέ της δεν έφτασε πιο κοντά στο ανεξερεύνητο. Ποτέ ως τώρα δεν πλησίασε τόσο πολύ το άδηλο και το άρρητο, γράφοντας έτσι ταπεινά «Άνω τελεία». Όσο κι αν το συνηθίζει [Επί τα ίχνη, Ερήμην, Το λίγο του Κόσμου, Ενός λεπτού μαζί, Χλόη Θερμοκηπίου, Εκτός σχεδίου, Πέρασα, Δημόσιος καιρός], στη λεπτομέρεια να αναζητεί το παν και στο ανεπαίσθητο, γράφοντας ποίηση αφαιρεί και πάει. «Ο φιλοπαίγμων μύθος» της ζει και αναπνέει με τα ελάχιστα. Κι όμως, στην Ποίησή της όλα: ζωή, μνήμη, λήθη, νοσταλγία, απουσία, χρόνος, ελπίδα, απελπισία, θάνατος, έχουν και ζωή και το πάνω χέρι. Από αφηρημένα γίνονται Υποκείμενο, και αντικείμενό τους εμείς οι παντοδύναμοι που μια ζωή ισχυριζόμαστε ακριβώς το άλλο. Σαν αεράκι περνούν στους στίχους της οι πιο βαριές διαπιστώσεις της, έτσι που να μη καλοξέρεις το αμετάκλητο της ζώσας ποίησης, να μη νοιώθεις τόσο μέσα στη Λέξη και στη Στιγμή εγκλωβισμένος.

Κι όμως, γνωρίζει όσο άλλος κανείς την Τοξίνη των Λέξεων. Πώς ένα «Πρέπει» ή «Ίσως», «Εντέλει» ή «Πρόβλημα» γκρεμίζει την παντοδυναμία του Συμπεράσματος. Επαναστατημένη όσο δεν παίρνει και αυτοαμβισβητούμενη σ’ αυτό τον ποιητικό της κύκλο, για την ώρα τελευταίο: «Εκ πείρας σας μιλώ./Τις προσφορές της πείρας μη δεχτείτε./Δόλιες είναι αποβλέπουν/στην κερδοφόρα ανταλλαγή:/ ξερόχορτα σας δίνει και τον/ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί.//Εκ πείρας σας μιλώ,/Σοφή δεν είναι η πείρα/απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει»/θα μας πει «Εξακριβωμένα». Γνωρίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής και του εφήμερου, το σύμπαν που εμπεριέχεται στην πάσα λεπτομέρεια, η Κική Δημουλά ανιχνεύει το Αίνιγμα μέσα από τις αναμνήσεις, την καθημερινότητα, την παρατήρηση και τον στοχασμό πάνω στο ελάχιστο, ακόμα κι όσα έδυσαν δίχως να ανατείλουν, το εν δυνάμει, δηλαδή, ή το μισοτελειωμένο. Η εκδοχή που δεν τολμήσαμε ή φοβηθήκαμε, η πράξη ή φράση που ειπώθηκε αργά ή πιο νωρίς και έπεσε στο ανέφικτο. Διότι η «Άνω τελεία» στην ποιητική της Δημουλά είναι η δική της δαντική «Θεία Κωμωδία», με Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισο. Χωρίς μεγαλοστομίες και με ταπεινά υλικά, δίχως κινήσεις μεγαλόπρεπες αλλά ανασαίνοντας. Έτσι δεν συνεχίζεται η ζωή;

Μια καθημερινή Ποίηση που ανασαίνει στο εξακριβωμένο Χάος. Το αποτέλεσμα, 27 ποιήματα που ανασαίνουν ανοιχτά στο ενδεχόμενο. Ποτέ δεν ξέρεις στη ζωή αν πας ή αν έρχεσαι. Γι’ αυτό και τη ζωή «Ασυγχώρητη» τη λέει: «Γυρνάς ζωή κι όπου βρεθείς/καυχιέσαι/ότι δίχως εσένα στιγμή δε ζούμε.//Αλήθεια είναι/μα δεν ομολογείς/πώς από φόβο γαντζωθήκαμε οδυνηρά/επάνω σου// αποσιωπάς ότι μας έχεις προπωλήσει/σε κείνο τον βρομιάρη σωματέμπορα/το χάρο/πώς έχεις πάρει μάλιστα καπάρο/αμέσως μόλις γεννηθήκαμε/το δε υπόλοιπό μας/δέχτηκες με δόσεις χρόνου ανεπαίσθητες/να σου το εξοφλεί». Εντέλει με «Άνω τελεία» καλωσόρισε η Δημουλά το ύψιστο μάθημα Θανάτου. Κάτι που, εξάλλου, κάτεχε ποιητικά από το 1994:

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ : Κύριε/ σού έφερα το πρόσφορο /ζεστή ακόμα η σάρξ με σφραγίδα /εδώ το χαρτονόμισμα να δώσεις κάτι στο κερί /που σου διαβάζει οδυρμούς εν περιλήψει /κι εδώ είναι το χαρτί με των ψυχών τα ονόματα. /Όσα μπορείς αγίασον. //Για την Ελένη κυρίως ενδιαφέρομαι /ήτανε κάποτε η μάνα μου. Τώρα δεν ξέρω /τι συγχωνεύσεις έκανες /αν σε κοινό αυλάκι ρέει /το ίδιο αίμα με το ξένο /αν το αδειάζεις ως απόβλητο /εκεί που υδρεύονται οι πίστεις /αν το επεξεργάζεσαι βαφή για τα τριαντάφυλλα /βαφή για τον θυμό των άυλων πραγμάτων /- να ρίχνεις καμιά στάλα από δαύτο /στο μαύρο που ’ναι οι πληγές – αίμα δικό τους είναι.//Ελένη. Να σ’ την δείξω μην την μπερδέψεις /με άλλες έτσι που κατάργησες τα επίθετα /κατάργησες τις ανομοιότητες. /Μόνο διακριτικό που τους απέμεινε /είναι πόσο τους ξέχασαν /και πόσο ακόμα τους θυμούνται. /Αλλά αυτό εσένα μάλλον σε μπερδεύει./Το έργο σου εσύ το αναγνωρίζεις /απ’ το ευδιάκριτο εκείνο αδιακρίτως. //Ελένη Ελένη – άσε τον Αθανάσιον /τον έχω αναλάβει εγώ αυτόν /τον αναπαύω εγώ αυτόν σε πουπουλένια κλάματα. /Τη μάνα μου αγίασον. /Έλα πιο κάτω να σ’ την δείξω./Είναι εκείνη η συρμάτινη φουρκέτα. /Διχαλωτή αιωρείται σαν κεραίες /σβησμένου αποτυπώματος μικρού σαλιγκαριού. /Έτσι έζησαν τα λιγοστά μαλλιά της. /Γυροφέρνοντας το σχήμα ενός κότσου /ίδιος με ασθενικό σαλιγκαριού καβούκι /που όλο ξεγλιστρούσαν και κατέρρεαν /αδύναμοι οι κύκλοι του απ’ τη περιέλιξή τους. /Και η φουρκέτα – συνέχισε μάνα για λίγο εσύ /να τρέξω εγώ να πιάσω τον κρυφτούλη ήχο /της πτώσης άφθαρτα όπως χτυπά /επάνω στην πλακόστρωτη την πατρική επιφάνειά μου. /Αυτή είναι, δες την καλά. /Κοίτα μη μου αγιάσεις ξένη μάνα /και γίνει η στοργική ορφάνια μου /μετά από τόσα χρόνια μητριά μου.» [Κική Δημουλά, Η εφηβεία της λήθης, 1994]

 

 

 

Η ποίηση σε όσα είπε κι όσα έγραψε:

 

Στην ποίηση: «Κυνηγέ, υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά. Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι. […] Ηρέμησε λοιπόν. Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς, μα δε σκοτώνω άστρα.» (Εκρηκτικό πόρισμα) «Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως. Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε στο μάρμαρο ο γλύπτης κι υπόσχονται οι γοφοί σου ευγονία αγαλμάτων, καλή σοδειά ακινησίας. Γιατί τα δεμένα χέρια σου, που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Σε λέω γυναίκα γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.» (Σημείο αναγνωρίσεως)

«Αυτάρκες είναι μόνο το μάταιον.» (Καρτούν) «Τον έρωτα όχι, όχι εσύ, Ανάγκη, τον έρωτα τον έπλασε ο Θάνατος, από άγρια περιέργεια να εννοήσει τι είναι ζωή.» (Άτιτλο, από το βιβλίο “Τα εύρετρα”) Μέσα από συνεντεύξεις της:

«Ο κόσμος πρόκοψε με ανθρώπους που εν γνώσει της ματαιότητας, για να αντεπεξέλθουν τον πόνο της ματαιότητας, δημιούργησαν. Μπορείς λοιπόν να προχωράς, αρκεί να μη γονατίζεις στη σκέψη της ματαιότητας. Όλη η ζωή μας είναι μια εκκρεμότης; Αφού είμαστε θνητοί. Επειδή είναι προσωρινός ο άνθρωπος, γίνεται ενοχλητικός και διεκδικητικός αντίπαλος. Ενώ, αν μπορούσαν να διαρκούν οι χαρές που νιώθει, θα ήταν πολύ καλύτερος.»

«Πληγώνομαι, σημαίνει, κοντά στα άλλα, αποκτώ γνώσεις. Ε, με λίγη παραπάνω μελέτη της ματαιότητας, ένα Lower σοφίας κουτσά στραβά το παίρνεις.»

«Ο έρωτας δε θέλει χρόνο. Θέλει ταχύτητα.»

Για τις Ανώτερες σπουδές: «Η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να το μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.»

Για την ποίηση: «Αν κάποιος την ώρα που διαβάζει ένα ποίημα πει «έτσι νιώθω κι εγώ» κι αν υποθέσουμε ότι αυτό τον βοηθάει, είναι για πέντε λεπτά. Τα επόμενα πέντε λεπτά περιμένει η ζωή απ’ έξω με το ντουφέκι της και τους πυροβολισμούς της. Και η ποίηση δεν μπορεί να προκαλέσει αφλογιστίες, ούτε αλεξίσφαιρο είναι η ποίηση.»

Για τα λάφυρα της ποίησης: «Λάφυρα; Ένα σωρό ασπίδες – ήττες και πολλά ξίφη που τους έχει μείνει μόνο η λαβή, με ευκρινή τα αποτυπώματα της σκαλιστής οπισθοχώρησης. Φαίνεται ότι άνοιγα κάθε τόσο έναν πόλεμο εναντίον των αδυναμιών μου. Αλλά όχι για να τις υπερνικήσω. Όχι. Ήταν πιο πολύ ένας πόλεμος γνωριμίας μαζί τους. Και συμφιλιώσεως. Έλεγα: Ο κατασκευαστής μου -όποιος και αν είναι-, για να με πλάσει έτσι, ή ήθελε να κάνει ένα ρουσφέτι, να πουλήσει εξυπηρέτηση στο κυβερνών μας λάθος, ή με έπλασε όταν ακόμα ήταν πρωτοετής στο χάος. Τώρα, κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου μεταξύ της κατανοήσεως και του ακατανόητου, μόλις έπεφτε νεκρός δίπλα μου από αδέσποτη σφαίρα κάποιος σκιώδης συμπολεμιστής μου, η πρώτη μου δουλειά ήταν να ψάξω τις τσέπες του και αν έβρισκα κανένα μισοτελειωμένο ποίημα ή τίποτα άραφτους στίχους, έ, τα κούρσευα. Κι έτσι έγραψα αυτά τα, ένας Θεός ξέρει, πόσο δικά μου ποιήματα είναι, εξ ολοκλήρου. Πόσο εξ ολοκλήρου δικός του ποιητής είναι ο κάθε ποιητής; Σκέψεις αυτές που μας κουρσεύουν…»

Για το πεπρωμένο: «Ναι πιστεύω στο πεπρωμένο, το οποίο βέβαια ως ένα βαθμό το καθορίζει ο χαρακτήρας. Από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου, όσες προσπάθειες και αν έκανα να ξεφύγω από αυτό που διαγραφόταν, ακόμη και αν λόξεψα για μια στιγμή, ξαναβρέθηκα αυτόματα σχεδόν στον ίδιο δρόμο Και ως σήμερα συμβαίνει αυτό. Είναι εντυπωσιακό και αν αυτό λέγεται αδυναμία χαρακτήρος δεν ξέρω, αλλά η αδυναμία χαρακτήρος είναι επίσης ένα πεπρωμένο. Αλλά νομίζω ότι είναι και πιο μακριά γραμμένο αυτό το πεπρωμένο, όχι μόνο μέσα μας.» Και για την διαπίστωση: «Την κάνω κάθε μέρα… Κοιτάξτε: το πατρικό μου σπίτι είναι στην οδό Πυθίας. Ονειρευόμουνα πάντα πότε θα απομακρυνθώ απ’ τους γονείς μου, πότε θα φύγω από την οδό Πυθίας. Ο Άθως Δημουλάς βρέθηκε να ζει ένα τετράγωνο πιο κάτω από μένα. Οδός Πυθίας. Παντρεύτηκα, ζούσα στο σπίτι του Δημουλά, κοντά στους γονείς μου αλλά και στη μητέρα του Άθω. Δεν ξέφυγα από έναν κλοιό που με ενοχλούσε. Έζησα σε αυτό το σπίτι που δεν ήθελα να ζω και που έκανα προσπάθειες να φύγω και δεν τις πέτυχα. Και τώρα θα σας δώσω ένα παράδειγμα του ξεστρατήματος από το πεπρωμένο: Αφού πέρασαν τριάντα χρόνια στη οδό Πυθίας με τον Άθω Δημουλά, κάποια στιγμή κατέστη δυνατόν και να πειστώ και να τον πείσω να αλλάξουμε σπίτι. Και αγοράζω ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή. Δεν τον ήθελε εκείνος, εγώ μανιακή. Το φτιάχνω, κουβαλάμε κούτες με βιβλία, εγκαθίσταμαι και σε έξι μήνες φεύγω και ξαναγυρίζω στην οδό Πυθίας από την οποία πάντα ήθελα να φύγω.»

Για τα παιδικά χρόνια: «Από τα δικά μου παιδικά χρόνια, κρατάω μόνο την απουσία των γονιών μου. Ο καιρός εκείνος δεν ήταν πολύ ευνοϊκός για τα νιάτα. Ήταν μάλλον στερημένος. Έβγαινα ως τα σκαλάκια του σπιτιού μου γιατί ήταν πάρα πολύ αυστηρό το καθεστώς των γονιών μου. Δεν πήγα πουθενά, εκδρομή, δεν έζησα καθόλου νεανικά χρόνια. Ο,τι έγινε, έγινε στο Γυμνάσιο. Είναι γλυκύτατα όλα αυτά να τα σκέφτομαι τώρα κι ας ήταν τότε ενοχλητικά και δυσάρεστα. Τώρα αν μου δινόταν η ευκαιρία να ξαναζήσω τα ίδια και χειρότερα, θα το ήθελα πολύ».

Για τα πρώτα της ποιήματα: «Στα 18 μου έβγαλα ένα φυλλάδιο με ποιήματα. Αλήθεια δεν ξέρω πως, αλλά γνώριζα από τότε τον Άθω Δημουλά. Και ήταν μια παρακίνηση. Εκείνος έγραφε ήδη. Νομίζω ότι ήθελα να τον γοητεύσω. Δεν ξέρω αν τον γοήτευσα. Αυτό το πράγμα της ποίησης ήταν ο κουμπάρος που μας ένωσε. Με βοήθησε πάρα πολύ. Δεν έκανα τίποτα χωρίς να συμφωνήσει εκείνος. Αυτό το διαδέχτηκε η κόρη μου. Πήρε τη θέση του Άθω από την ώρα που πέθανε. Η κόρη μου είναι ένας σπουδαίος σύμβουλος. Είναι σημαντικό πράγμα να έχουμε καλούς συμβούλους.»

Για την πείνα: «Το “πεινάμε” είναι μια έννοια τόσο τραγική που δεν επιτρέπεται να την κάνεις ποίημα». Για τον χρόνο: «Ο χρόνος είναι εχθρός. Πραγματικά είναι τόσο άδικο πράγμα. Να σου κανονίζει τον βίο σου μια έννοια άπιαστη. Κι όμως αυτό είναι. Αν είναι κανείς τρελά αισιόδοξος, και πει «δεν βαριέσαι», και πει «έχει ο θεός», εγώ δεν το λέω. Δεν έχει ο θεός… Χρόνο δεν έχει ο θεός.» Για τον θάνατο: «Δεν ξέρω πως θα είναι ένας μεγάλος έρωτας. Δεν μπορώ να το βάλω στο μυαλό μου. Είναι φθαρτό είδος. Πιστεύω ότι κερδισμένος είναι αυτός που αγαπάει, όχι αυτός που αγαπιέται. Αυτός που αγαπιέται δεν καταλαβαίνει τίποτα.»

Για τον θάνατο: Μόνον ο θάνατος με φοβίζει -μια μεγάλη αρρώστια. Επειδή έμεινα απ’ έξω και δεν επλήγην ακόμα ούτε από πόλεμο ούτε από φανατικούς, έχω μια ήρεμη ζωή και ο φόβος μου είναι ο θάνατος. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα υπάρξει ένα στάδιο χωρίς ζωή. Αγαπάω τη ζωή πάρα πολύ. Όχι δεν είναι αισιόδοξο, είναι λάθος γιατί υποφέρω στην σκέψη του θανάτου αφάνταστα. Βέβαια έχω και τις αντιφάσεις μου. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά καπνίζω, ενώ δεν μου επιτρέπεται .»

Για την ευτυχία και την ποίηση: «Δεν υπήρξα πράγματι παιδί με την έννοια ότι δεν ήμουν ποτέ χαρούμενη. Ημουν πολύ μελαγχολικό παιδί. Αν αυτό είναι προεόρτιο ποίησης, ναι. Που μπορεί να είναι, κάλλιστα. Ουδείς ευτυχής έχει διακόψει ευτυχία για να γράφει ποιήματα».

Και για την ποίηση: «Όσο γράφω, συγχρόνως ψηλαφώ το σώμα του κόσμου, Ζουλάω συκώτια, χολές, αναπνοή, φόβους, ώσπου να εντοπίσω πού είναι η διόγκωση του πόνου. Και διαπιστώνω ότι πονάει ακριβώς στα ίδια σημεία που πονάει και η δική μου αγωνία. Εκτός πια αν επινόησα αυτή τη σύμπτωση για να μπορώ να εαυτολογώ με επιχειρήματα.»

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top