Fractal

Διήγημα: “Καραφάκι χιώτικο”

Γράφει η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη // *

 

 

 

Εγώ, λέει, το κρέας δεν το ‘κοβα με το μπαλτά. Το πελεκούσα με το καλέμι, φτου να μη να τούς χαθώ. Μνημείο θα μού στήνανε στο Λούβρο για την καλλιτεχνική μου προσφορά στα Διευχά Χίου. Τέτοια λέγανε και ξαναλέγανε, πνίγοντας μες στις χούφτες κάτι χάχανα πονηρά λες και τούς είχε σταθεί ψαροκόκαλο στον καταπιόνα. Εγώ, ο μπαινάκης κι ο βγαινάκης. Από δεκατριών χρονών που ήμουνα στη δούλεψη του πατέρα, είχα φάει αυτές τις ζήλειες-ψώρες του κοσμάκη με τη σέσουλα. Στο σπίτι πάλι, εφτά στόματα ήτανε λογαριασμός. Ο Δρίζης μεγάλωνε, ήθελε νέο αίμα. Πού να ‘βριχνε άνθρωπο να τού κρατάει το μαγαζί, καλύτερα από ‘μένα; Οι άλλοι δύο την είχανε γλιτώσει, τα παίρνανε βλέπεις τα γράμματα, ο ένας τα μάζεψε νωρίς-νωρίς για την Αθήνα να σπουδάσει γεωλόγος κι ο άλλος για την Πάτρα να τριφτεί στις νέες τεχνολογίες. Τα θηλυκά είχανε μπροστά τους ψωμιά, ακόμα δεν είχανε βγει από τ’ αυγοκαύκι** τους. Κι έμεινα εγώ, ο τελευταίος απ’ τους γιούς, με τα τσιγκέλια και τα χασαπομάχαιρα αμανάτι.

Σήκωσα το κεφάλι κατά το βουνό. Δύο παρά δέκα, καταμεσήμερο. Τέλη Μαγιού, να τριφυλλιάζει ο τόπος. Κι από πάνω, ένας ουρανός διαμάντι που τ’ άκουγε και τα ‘βλεπε όλα. Μέσ’ από τη βιτρίνα του Ι. Δρίζης & Σία, ο κόσμος μού φαινότανε πάντα πιο συρρικνωμένος και στενός. Στενός, μάλιστα. Διότι, στο νησί μας, δεν υπήρχε άνθρωπος που ν’ ασχολήθηκε με την εμπορία κρεάτων μέχρι να βγει στη σύνταξη και να παρέμεινε στα συγκαλά του. Κάπου θα τού ‘βγαινε η τόση βία, πώς. Εκτός αν ήταν από κείνους τους αρχέτυπους θεριακλήδες που τρώγαν το καρπούζι μαζί με τα κουκούτσια, κρατς και κρουτς, και τρίβανε τους τσιμεντόλιθους στον αντίχειρα. Εγώ, ο κακομοίρης, τσιλιβιθράκι ήμουνα. Χώρια που δεν έπαιρνα και πολλά στο μαγαζί. Τι είν’ ο κάβουρας, τι το ζουμί του. Αναστέναξα. Κάποια στιγμή, έπρεπε να κάνω μια κουβέντα με το μπαμπά. Οι άλλοι δύο δηλαδή γιατί ανοίξαν τα φτερά τους λεύτεροι, κι εγώ ριγμένος; Πελάτης τέτοια ώρα; Κλείσαμε, άνθρωπέ μου!

-Σταθάκο, χρόνια και ζαμάνια ρε. Σόρρυ για το χώσιμο. Πιάσε δέκα χοιρινές, ξέρεις εσύ.

-Μη μου πεις; Το Κατερινάκι!

-Τεσσεράμισι κιλά αγόραρος. Προχθές σαράντισε. Πέρνα απ’ το σπίτι καμιά μέρα.

-Να και κάτι καλό, ρε φίλε. Να τον καμαρώσεις όπως ποθείς! Κλείνω ταμείο κι έρχομαι να μού τα πεις. Για τα δικά μου δεν τα ‘μαθες, ε;

Προφανώς και όχι, γιατί μέσα σε τρία λεπτά είδα τον επί χρόνια παλαίμαχο και συναγωνιστή μου στο τέσσερα επί τέσσερα του χωριού ν’ ασπρίζει λες και τον είχες περάσει ασβέστη, κάπου να κάτσω, μού λέει και μόνο αγκαλιά δεν τόνε πήρα, ήτανε και τηλεγραφόξυλο ζωή να ‘χει, κοψομεσιάστηκα. Κι από πού να τα ξέρει, δηλαδή. Θα ‘τανε τώρα κάνας μήνας -μπορεί και παραπάνω- που ο δόλιος είχε κάνει τη διαδρομή μαιευτήριο-σπίτι ψωμοτύρι, με τις διαστολές της Κατερίνας να γίνονται από μονόλεπτα σε δίευρα και ξανά πάλι μονόλεπτα, τα νερά που είχανε τον άσπαστο -κόντευε πια τον δέκατο-, τα ποναλάκια σαν τσιμπιές κάτω χαμηλά, τις σκοτοδίνες, τα νευροξεσπάσματα, τα τραβήγματα στις γάμπες, τις δύσπνοιες, τα πρηξίματα και κάτι ξεγυρισμένες λιγούρες που έρχονταν του μπέμπη τρεις το χάραμα για τυροκαυτερή Μυκόνου. Στην ώρα απάνω μπαίνει κι ο πατέρας μου, βρε καλώς τον Παναγιώτη, τι κάνουνε αγόρι μου οι γονιοί σου, χαμπάρι για την παρολίγον λιγοθυμιά, πάλι καλά γιατί θα τα ‘ριχνε σ’ εμένα, ξεζώνεται πορτοφόλι και κλειδιά, τα παρατάει στην ταμειακή, για πες, τι κάνει το Κατερινιό σου, λευτερώθηκε, φοράει ακούμπωτη την άσπρη του ποδιά και στρώνεται ν’ αποτελειώσει την παραγγελία, να σού ζήσει βρε άτιμε, άντε και δύο περιποιημένες δώρο από ‘μας για το διάδοχο, πετάει στο καπάκι κι ένα γιατί δεν πάτε μια βόλτα να τα πείτε σαν καλοί παλιοί συμμαθητές, κι αυτό ήτανε. Ο Παναγιώτης, πολλά δεν ήθελε. Ούτε κι εγώ. Το μαγαζί ήτανε σε καλά χέρια, στα καλύτερα, οπότε πήραμε τη σακούλα με τα κρέατα και μπουχός.

Κατεβήκαμε με τα πόδια το μονοπάτι. Δρόμος πολύς. Ζέστη, αλλά όχι ανυπόφορη, αντεχότανε. Ήτανε τώρα ένα καφενεδάκι ακούραστο στην άκρη του πουθενά, εδώ το τελευταίο τραπεζάκι κι από κάτω φάτσα φόρα ο πράσινος γκρεμός: το μεγαλύτερο άλλοθι των βουνών είναι τα πράσινα τοπία ανάμεσά τους. Σημασία είχε ότι κείνη η τρύπα με τους καφέδες δεν έκλεινε ποτέ, γιατί Δευτέρα μεσημέρι που βγήκαμε σεργιάνι εμείς με τον Πανούλη, δε θα βρίχναμε στη Χώρα μήτε σφήνα για πόρτα ανοιγμένη. Ζητήσαμε τασάκι απαραιτήτως. Σπρώχνουμε δυό καρέκλες, ακουμπάμε κινητά και βγάζω το μπεγλέρι μου, είκοσι μία χάντρες στη σειρά, είκοσι ένα ματωμένα κυβικά γυαλάκια που ‘κρύβανε μέσα τους της φλόγας τ’ αναφουφούλιασμα, τέτοια διακόσμηση ούτε σ’ έκθεμα μουσείου. Και κλακ και κλουκ οι χάντρες, κλακ και κλουκ ανάμεσα στα πετρωμένα μου δάχτυλα, είναι και το κομπολογάκι ένα είδος τζόγου, πώς. Απ’ τις διπλανές παρέες, ακούγονταν κάτι ζαριές στο ξύλο του ταβλιού, κάτι παγάκια μερακλήδικα, η εσπρεσιέρα του μαγαζάτορα που ξεφύσαγε σα μηχανή τρένου, κάτι πενηντάχρονα γέλια που κατέληγαν σε γατάκια στο στήθος, ένα-δυό καλιησπέρες με το –λιη απείραχτο, κάτι σκόρπια παλαμάκια και στα ηχεία του μαγαζιού ένας Λιδάκης βραχνοκόκορας, χάθηκ’ ο κόσμος δηλαδή να γυρίσουν τη βελόνα του fm stereo μια ιδέα πιο δεξιά ή πιο αριστερά, ν’ ακούγαμε τουλάχιστον καθαρά τη μουσική;

Ο Παναγιώτης ζοχαδιάστηκε, βρε ασ’ τη μουσική και λέγε τι εννοούσες πριν με το «πάει η Στυλιανή», κατάλαβα καλά, πήρα κι εγώ ανάσα, είχα που είχα τα χάλια μου, είχα να κάνω βλέπεις και το διερμηνέα. Στην ώρα πάνω έφτασε το γκαρσόνι, ένα λιγνόψηλο νειάτο με κάτι μάτια σαν του ορτυκιού, μύτη τσιγκέλι και άφτερ σέηβ όσεαν, η παραγγελία σας, λέει κι αφήνει μια γουβίτσα ψιλολοΐδια μαζί με δυό σωληνωτά ποτήρια ούζο, όχι αυτό στη διαφήμιση με τη βάρκα- αλλά έν’ άλλο χιώτικο, με μια μυρουδιά πιο ψαρίσια κι απ’ τα ψάρια τα καθαρόαιμα. Εγώ τα τελευταία μου εμβόλια τα ‘χα κάνει τέλη Γυμνασίου, άφηκα λοιπόν τα ποτά στον Πανούλη κι έπιασα τα ξηροκάρπια σαν τον ποντικό.

-Κοιτάτε ρε ένα ντεληκανή***. Άσε κάνα τσόφλι και για ΄μένα, καημένε.

-Να παραγγείλουμ’ άλλα. Γκαρσόν!

-Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι. Τη μισή αποθήκη ξεκληρίσαμε, των ανθρώπων.

-Και;

-Τι και; Να ‘τανε τουλάχιστον φρέσκα, να πω.

-Γιατί, τι έχουνε; Λήξανε;

Τι είπατε κυρία κατσαρίδα; Τώρα, λέει, φοράει το σινιέ της και βγαίνει απ’ το μπολάκι. Να μη μιλήσω για τ’ αλάτι. Δε μου λες. Από πίεση, πώς πάμε;

-Τη Βλαχοπούλου με το Χατζηθωμά παίζουμε;

-Θες να παίξουμε το άλλο, με τη Βλαχοπούλου και το Χρόνη που τήν είχε δει εφευρέτης και τού ερχόταν η πόρτα καπέλο στο «Βαγγέλη»;  Άστα -λέμε- τα ρημάδια, χράπα χρούπα, να πούμε μια κουβέντα σαν άνθρωποι.

-Ορίστε, λέγε.

-Εγώ;

-Ε, ποιος;

-Ωχ εσύ μάτια μου δεν έγινες τυχαία χασάπης. Να σού πω: με το τσιγκέλι εγώ δεν έχω εμπειρία, ναι; Ό,τι λοιπόν είναι να μού πεις, πες- το- να- τε-λειώ-νου-με.

-Έχουμε συγκεκριμένο θέμα και δεν το πήρα πρέφα;

-Τι τού λες τώρα. Όχι, άφησα γυναίκα και παιδί στην κούνια κι ήρθα μαζί σου στα κατσάβραχα να κάνω τ’ ανεμοδαρμένα ύψη. Κοτζαμάν βόμβα δε μού ‘σκασες ρε, πριν στο μαγαζί;

-Πάντα υπερβολικός. Εξάλλου πάει καιρός που…

Ναι;;

-Έλα μωρέ τώρα. Αυτά θα λέμε; Πάει, πέρασε. Τα δικά σου λέγε.

-Ρε αγόρι μου. Σ’ εμένα ρε το παίζεις Κινέζος διαλογιστής με έξι γράμματα, το πρώτο Σ όπως Στάθης;

Με τον Παναγιώτη, το στοίχημα ήτανε να μη γελάσεις. Με τις ατάκες του έριχνε άδεια για να πιάσει γεμάτα. Λέγε και λέγε. Τώρα θα τον μάθαινα; Ήξερα όμως από πρώτο χέρι πως οι προθέσεις του ήταν άλφα άλφα. Δεν είχα φόβο μαζί του, δεν είχα την προδοσία να παραμονεύει στη γωνία. Κάποια ώρα, ζαλίστηκα στο ντούρου-ντούρου, έφταιγε κι εκείνη η ρουφιάνα η ζέστη, έσπασα.

-Σώνει.

-Τι σώνει;

-Δεκαεννιάρα, δορυφορική με τριάντα κανάλια. Σώνει λέω: φτάνει το τσίρκο. Θα μιλήσω. Αλλά μετά, θα μου πεις κι εσύ τα δικά σου για την Κατερίνα με το παιδί.

-Έβετ.

Όχι δηλαδή πως το ‘χα ανάγκη. Εγώ, τη Στυλιανή μου την είχα κλάψει καλά. Είχε κάνει τα γυρίσματά της η ψυχούλα μου. Αλλά, ας είναι. Τράβηξα μαλακά απ’ την τσέπη μου τη φωτογραφία της, μια ολόσωμη που είχαμε βγάλει πρόπερσι πάνω στην Καβάλα, σ’ εκείνη τη διημερίδα για τις σύγχρονες τάσεις στα κουαρτέτα εγχόρδων. Η Στυλιανή ήτανε βιολονίστα. StylianiEleni Paliakoura αγγλιστί, όλα τα sites διεθνώς βούιζαν δεκαετίες ολόκληρες με την εξέλιξή της. Τριών χρονών έπαιζε Μότσαρτ. Εφτά, Σοπέν. Δέκα, Βιβάλντι. Στα δώδεκα πια, δοξάριαζε ως και το σχοινί της μπουγάδας και τύλιγε τα σπαγγέτι στο πιρούνι σε κλειδιά του σολ. Ώσπου, στα τριάντα επτά της, μού ‘σβησε στα χέρια σαν το κεράκι: στο κέντρο ακριβώς της πιο θεριεμένης ενηλικότητας, πάνω που ό,τι έσκαγε το πρώτο άσπρο χνούδι στους κροτάφους, η πρώτη αδέκαστη ρυτίδα στο γέλιο, το πρώτο σκούριασμα στη φωνή. Τριάντα επτά χρονών, απάνω σ’ ό,τι ζωή πρόλαβε να πιάσει μέσα στα κηλιδωτά της χέρια -είχαν κληρονομικές τις πανάδες από το σόι της μάνας της και τις βγάζαν όλες οι αδερφάδες πριν τα τριάντα. Τριάντα επτά χρονών. Κι έμεινε το βιολί της μόνο του στη σάλα, να το τρώει η κλεισούρα μέσα σε μια δικόρυφη βουναλωτή θήκη από αφόρητα φερμουάρ και μαύρα πλαστικοποιημένα υφάσματα. Κι έμεινα μόνος κι εγώ, στα σαράντα δύο μου, αδειανή μεριά στο διπλό κρεβάτι, αδειανή θέση συνοδηγού, λευκό καρτελάκι στο κουδούνι της πόρτας κι ένα ψιλούλι σημαδάκι απ’ τη βέρα της να μού στολίζει τον δεξιό παράμεσο- καλύτερα κομμένο δάχτυλο, παρά τέτοιο πικρό χλωρίνιασμα να σού θυμίζει τα καθέκαστα.

Μού ξέφυγε ένα δάκρυ και το πήρα στη ζούλα με το μιλιμετρέ της χαρτοπετσέτας. Ο Πάνος μού χτύπησε τον ώμο, τι φοβάσαι ρε, εμείς εδώ τζιτζίκια πεταλώνουμε; Ήρωας, το παλληκάρι. Τρία κιλά μπριτζόλες είχε βγει να πάρει, και κατέληξε να μού κάνει το γιατρό χωρίς σύνορα.

Μια παρέα από δίπλα, γνωστοί γνωστών, σηκώθηκαν να φύγουν και μας πήρανε μαζί, η πλατεία του χωριού ήτανε στο δρόμο τους.

Περπατήσαμε ύστερα μέχρι το σπίτι, η χιώτικη φύση πάντα μ’ έφερνε στα ίσα μου.

Έβγαλα τη νύχτα στρωματσάδα, στο ίδιο δωμάτιο με το ζευγάρι και το μωρό. Μπουμπούκι, το χρυσό μου. Δεν είχανε βρει νονό. Δώσαμε τα χέρια, και στο χρόνο απάνω κάναμε τα βαφτίσια στον Άη Γιάννη. Τον επόμενο χρόνο, παράτησα το μαγαζί κι έγινα μανάβης. Όχι στις λαϊκές. Μού άνοιξε ο πατέρας μια τρύπα, δίπλα στο Ι. Δρίζης & Σία. Ισορροπημένη διατροφή θέλαν οι Χιώτες, να τούς την προσφέρουμε οικογενειακώς.

Από τότε, όποτε έκλεβα καιρό απ’ το πελατολόι, πήγαινα ταχτικά επίσκεψη στα κουμπαράκια μου. Έκανα τον βαφτισιμιό μου μια αγκαλιά μέλι σκέτο, κι ύστερα καθόμαστε κάτω με τον Παναγιώτη, βγάζαμε το τάβλι, βάναμε στη μέση κι ένα καραφάκι με δυό φούχτες φιστίκια και κακαρίζαμε μέχρι το ξημέρωμα σαν τους τσαλαπετεινούς.

Από ψηλά, η Στυλιανή μάς έβλεπε και γέλαγε κι αυτή.

Γέλαγε κι έπαιζε κάτι δοξαριές, τέτοιες που η Χίος -χορεύοντας- άλλαζε προσανατολισμό μες στη θάλασσα.

Τσάκωνε και κάνα φιστικάκι, όποτε τη μελετάγαμε.

Τι, καλέ; Μα, είστε σοβαροί;

Τόσο μονοφαγάς, εγώ δεν ήμουνα ποτέ.

 

 

 

Υ.Γ. Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα, οι γεωγραφικοί χώροι και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και επιλεγμένα με τρόπο τυχαίο. Οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νοσηλευτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Βιολογίας του ίδιου πανεπιστημίου. Κατέχει άριστα την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, κι έχει απασχοληθεί τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα. Το 2012 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο “Ξυλομπογιές”. Από το 2013 και μετά, διάφορα λογοτεχνικά sites, blogs και σελίδες στο διαδίκτυο φιλοξενούν κείμενά της.

 

——————————————————————————————————-

** αυγοκαύκι: το καύκαλο (δηλ. το τσόφλι) του αυγού

*** ντεληκανής: παλληκαράς (κρητικό ιδίωμα)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top