Fractal

Διήγημα: “Τo παλτό (« Τι πάθος ατελείωτο…»)”

Γράφει ο Νεοκλής Δημόπουλος // *

 

 

 

Τον χειμώνα σπάνια αποχωριζόταν το παλτό, ακόμα και όταν ήταν καλοσύνη. « Ένα πράμα, σαν τη γίδα το τομάρι», το παραδεχόταν και ο ίδιος, καθώς αντίκριζε το βλοσυρό του είδωλο στις θολές τζαμαρίες του καφενείου. Ένα παλτό καμηλό, μακρύ, μέχρι κάτω από τα γόνατα. Σταυρωτό, με φαρδιά πέτα, που έφταναν ως τους ώμους και σκίσιμο στο πίσω μέρος. Μέγκλα, όταν πρωτοφορέθηκε στο παγωμένο Σικάγο με ασορτί ρεπούμπλικα κι ολόμαλλο κασκόλ. Το είχαν φέρει οι μπαρμπάδες του χάρισμα στον πατέρα του κι όταν τα τίναξε ο γέρος του πέρασε «κληρονομικώ δικαίω» στα δικά του χέρια. Η πρέσσα του χρόνου και οι λεκέδες είχαν μπασταρδέψει το χρώμα του και οι ραφές είχαν ξεκινήσει να ξηλώνονται. Τριμμένοι οι γιακάδες και τα μανίκια, ορφανές οι κουμπότρυπες και τα πέτα, που είχαν κυρτώσει, έμοιαζαν με αφτιά γέρικου κηνυγόσκυλου. Τα είχε φάει τα ψωμιά του, όμως δεν το έβγαζε από πάνω του. «Ένα πράμα, σαν τη γίδα το τομάρι»…

Σαββάτο βράδυ και να βρέχει με το τουλούμι. Λασπωμένα τακούνια και αυτοσχέδιες νιτσεράδες, πειραγμένα κοντέρ και λάστιχα από δεύτερο χέρι μπροστά στο λαϊκόν κέντρον διασκεδάσεως «Τ’ Αστέρια», ένα παράπηγμα, δηλαδή, από λαμαρίνες, με λαμπιόνια από νέον να φωτίζουν την ταμπέλα του. Με το παλτό ανάριχτα, παρέα με δύο ρέστους από το διπλανό χωριό. Στο αμάξι είχαν αρπαχτεί :

– Μόλις βαρέσει σιωπητήριο στο μαγαζί, θα περάσω από το σπίτι να πάρω το πριόνι.

– Όχι ρε, δεν στο δίνω!

– Γιατί, ρε φίλε, ξηγιέσαι έτσι;

– Γιατί, αν ήσουνα νοικοκύρης, θα σου δίνανε πριόνι και στο χωριό σου και δεν θα ερχόταν ίσαμε εδώ η χάρη σου.

Το γκαρσόνι τους βρήκε τραπέζι και μετά ήρθε για την παραγγελία. «Πιάσε ένα καθαρό», του είπε, «με τα σέα του και τα μέα του και να πεις στη λουλουδού να περάσει από δω». Όχι ότι ήθελε τα λουλούδια της… Απλά δαιμονιζόταν να δει τη φάτσα των αλλονών, όταν θα μοστράριζε τα τουρλωτά της καπούλια φόρα παρτίδα μπροστά στη μούρη τους.

«Σκυλάδικο Σαββάτο…». Με νοθευμένο αλκοόλ και σαμπανια βήτα διαλογής από τις ντόπιες ποτοποιΐες. Φτηνές κολώνιες σμίγουν με τον ιδρώτα. Το μαγαζί είχε σχεδόν γεμίσει. Τον ήξεραν και τους ήξερε όλους με τα μικρά τους ονόματα. Λαχανέμποροι, έτοιμοι ν’ ακουμπήσουν τον εύκολο πλουτισμό της βδομάδας στα μπούτια της τραγουδιάρας, που ξεχείλιζαν απ’ το λαμέ φουστάνι της κι αγρότες, φουρκισμένοι να ψάχνουν γιοφύρι, για να περάσουν απέναντι στο πρωϊνό της Δευτέρας, που τους περίμενε η πληρωμή της δόσης του δανείου. Η παρέα του δεν έβαζαν γλώσσα μέσα τους, όλα να τα σφάζουν κι όλα να τα μαχαιρώνουν. Αραιά και που κούναγε το κεφάλι του, χωρίς να τους ακούει και με το μυαλό λογάριαζε αν έφταναν τα λεφτά στην τσέπη για άλλο ένα καθαρό και για ένα παιχνίδι στα όρθια με τις δεύτερες φωνές.

Σαββάτο βράδι, προχώρησε η ώρα στα ρολόγια. Σύνορα με Κυριακή πρωί. Τότε που οι πλάνες ξεγυμνώνονται και χάσκουν αφτιασίδωτες. Στην πίστα τώρα χόρευαν κάτι φλώροι, που μπέρδευαν το ζεϊμπέκικο με το ντιριντάχτα και στα παλαμάκια κάτι δευτεροκλασάτες γκόμενες, που ήξεραν από την καλή και την ανάποδη πως μέχρι το ξημέρωμα το κέντρο του κόσμου ήταν κρυμμένο στο βρακί τους. Κάπνιζε κι έπινε δίχως σταματημό. Στο τρίτο μπουκάλι ο λογαριασμός, αλλά δεν έλεγε να μερακλώσει. Τέτοιες ώρες ζήλευε τους γραμματιζούμενους, που από το τίποτα έφτιαχναν στο πι και φι φανταχτερά στολίδια. Εκείνος είχε προ πολλού καβατζάρει τα πενήντα κι ακόμα δεν έβρισκε τις λέξεις. Μόνον αγριάδα έβγαζε, τίποτ’ άλλο…

Κοντά στην αυγή το γρέζι απ’ το μπουζούκι, πολλαπλασιασμένο από τα ηχεία, ήρθε και τσαλάκωσε το μέσα του. Τα «δεν» του βίου του βγήκαν στον αφρό. Πώς να ρεφάρει τόσες χασούρες κι αναδουλειές ; Καψούρες που για χάρη τους έκλεισαν σπίτια και κορμιά που δεν καταχτήθηκαν έκαναν παρέλαση μέσα του. Να χορέψει τότε, όπως παλιά, όχι για να τον δουν, αλλά για να μιλήσει με τον εαυτό του, ενώπιος ενωπίω…

Ταχτοποίησε πάνω του το παλτό και τράβηξε για τον συνωστισμό, ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο, που είχε ξεμείνει στο πακέτο του. Μόλις ανέβηκε, πέταξε το παλτό κατάχαμα στα σπασμένα γυαλιά κι έβγαλε φωνή μεγάλη – στριγκλίζοντας σχεδόν – να τον ακούσουν όλοι : «Όποιος το πατήσει τη γάμησε!». Η πίστα χωρίστηκε στα δύο. Από’ δω εκείνος μονάχος, αφέντης και δούλος στο βασίλειό του, και από ‘κεί το έρημο πλήθος σαστισμένο.

«Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου…»… Με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να κοιτάζει κανέναν, χύθηκε να χορεύει τρικλίζοντας. Τα βήματά του βαριά να πονάνε τα δάπεδα και τα χέρια του ανοιχτά να φτιάχνουν σταυρό. Τα πόδια του να τον κρατούν στη γη και με τα χέρια να θέλει να πετάξει.

«Απελπίστηκα, μανούλα μου, να υποφέρω…»… Μ’ ένα μικρό σάλτο, συντονισμένο με το ρυθμό, άφησε τις πρώτες πατημασιές του πάνω στο πεσμένο παλτό, που σιγά σιγά πλήθυναν.

«Κουράστηκα μες τη ζωή τον χάρο να γυρέψω…»… Τα πόδια του στάθηκαν δεξιά κι αριστερά από τη ραφή της ράχης. Τεζάρισε δυνατά. Το κρακ, που ακούστηκε, σκέπασε της μουσικής του ήχο. Μετά σειρά είχαν οι γιακάδες, τα μανίκια, κομμάτια κι η φόδρα…

Το τσιγάρο του κόντευε να γίνει γόπα. Πριν του κάψει τα χείλη, το έφτυσε πάνω στο κομματιασμένο παλτό και το καρύδωσε με τη μύτη του παπουτσιού του…

 

30/6/2019

 

 

* Ο Νεοκλής Δημόπουλος γεννήθηκε το 1963. Κατάγεται από τον Ριόλο Αχαΐας και είναι δικηγόρος. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί ηλεκτρονικά στις σελίδες “Fractal”, “Ο Αναγνώστης” και “Διάστιχο”.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top