Fractal

✔ Ο διάσημος Ισπανός συγγραφέας Javier Marias άφησε την 11.09.2022 την τελευταία του πνοή

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

                  

 

Ο Χαβιέρ Μαρίας αγαπημένος συγγραφέας πολλών Ελλήνων επίμονων αναγνωστών, από τους κορυφαίους σύγχρονους συγγραφείς της Ευρώπης, πέθανε χθες στο σπίτι του στη Μαδρίτη, σε ηλικία 70 χρόνων, κληροδοτώντας στον κόσμο της λογοτεχνίας ένα πλούσιο, σπουδαίο, βαθυστόχαστο έργο, μέσα από το οποίο αναδεικνύεται η φιλοσοφική του σκέψη και η βαθιά ματιά του στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή, στην οποία ασκεί, με σατιρική διάθεση και κυνισμό, πολλές φορές, έντονη κριτική.

 

 

 

«Το πέρασμα του χρόνου ξεσηκώνει και συνάζει την όποια καταιγίδα, ακόμη κι αν στην αρχή δεν υπήρχε το παραμικρό σύννεφο στον ορίζοντα. Αγνοούμε το τι θα μας κάνει ο χρόνος με τις λεπτές αδιόρατες στρώσεις που επικαλύπτουν η μία την άλλη, σε τι είναι ικανός να μας μεταμορφώσει. Προχωρά αθόρυβα, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, βήμα το βήμα, μοχθηρός περνά απαρατήρητος στο λαθραίο έργο του, το τόσο σεβαστικό και προσεκτικό που δε μας δίνει ποτέ μια σπρωξιά, ούτε κανένα ξάφνιασμα. Κάθε πρωί εμφανίζεται με την καθησυχαστική και αμετάβλητη όψη του και μας βεβαιώνει για το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει: ότι όλα είναι εντάξει και τίποτα δεν αλλάζει, ότι όλα είναι όπως χθες – η ισορροπία δυνάμεων- ότι τίποτα δεν κερδίζεται και τίποτα δε χάνεται, ότι το πρόσωπό μας είναι το ίδιο καθώς και τα μαλλιά μας και το περιβάλλον μας, ότι όποιος μας μισούσε εξακολουθεί να μας μισεί και όποιος μας αγαπούσε εξακολουθεί να μας αγαπά. Και συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όντως, μόνο που δεν μας επιτρέπει να το αντιληφθούμε με τα μπαμπέσικα λεπτά του και τα μουλωχτά του δευτερόλεπτα, ώσπου έρχεται μια μέρα παράξενη, αδιανόητη, όπου τίποτα δεν είναι όπως ήταν πάντα».

                                                          «Ερωτοτροπίες» σελ. 330

     

 

 

Ο Χαβιέρ Μαρίας γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1951. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία και δίδαξε σε πανεπιστήμια της Αγγλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, και της Ισπανίας. Από την πρώτη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το μυθιστόρημα «Τα λημέρια του λύκου» το 1971 καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς συγγραφείς του καιρού μας. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες με εξαιρετική επιτυχία. Το 1997 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το βραβείο Nelly Sachs. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Alessio (Ιταλία) και το βραβείο José Donoso (Χιλή) για το σύνολο του έργου του.

Από το 2006 είναι μέλος της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας της Γλώσσας. Ο Χαβιέρ Μαρίας το 2012 αρνήθηκε το Εθνικό βραβείο Μυθιστορήματος της Ισπανίας για το βιβλίο του «Ερωτοτροπίες» καθώς την ίδια περίοδο το κράτος σταμάτησε τις επιχορηγήσεις των βιβλιοθηκών. 

Το βιβλίο απέσπασε μεταξύ άλλων το Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας, το 2013 και το βραβείο Giuseppe Tomasi di Lampedusa to 2014.                                         

O αείμνηστος Ανταίος Χρυσοστομίδης όταν τον επισκέφθηκε μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη για να του πάρουν συνέντευξη για την εξαιρετική τηλεοπτική εκπομπή τους «Οι κεραίες της εποχής μου», αναφέρει τα εξής μεταξύ άλλων στον ομότιτλο τόμο των εκδόσεων Καστανιώτη:

 

 

Ταξιδεύοντας με άλλους 30+1 διάσημους συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο

Τόμος ΙΙ –  Χαβιέρ Μαρίας σελ. 200-212

 

«Ο Χαβιέρ Μαρίας είναι παθιασμένος με τον Κόνραντ. Σου δείχνει υπερήφανος τα δύο ράφια της βιβλιοθήκης του που είναι γεμάτα με βιβλία του, έχω καθετί δικό του, σας λέει, κι εσύ προσπαθείς με το μυαλό σου να βρεις κάποιες πιθανές ομοιότητες με έναν άλλο συγγραφέα που λάτρευε τον Κόνραντ, τον ΄Ιταλο Καλβίνο. Δεν προλαβαίνεις όμως, ο Μαρίας έχει ήδη περάσει σε άλλο θέμα, σας μιλάει για το νησί του οποίου είναι βασιλιάς, στην αρχή δεν τον πιστεύεις, πλάκα κάνει σκέφτεσαι, εκείνος όμως μιλάει σοβαρά, σοβαρά αλλά διασκεδάζοντας ταυτόχρονα, είναι από το 1999 βασιλιάς ενός μικρού ακατοίκητου νησιού στις Αντίλλες που ονομάζεται Ρεντόντα, αφού ο προηγούμενος βασιλιάς αποφάσισε να παραιτηθεί από τον θρόνο και να μεταβιβάσει τα δικαιώματά του στον Ισπανό συγγραφέα. […] Και τι το κάνεις το νησί, τον ρωτάς, τίποτα σου απαντάει, απλώς έχω θεσπίσει ένα λογοτεχνικό βραβείο και το απονέμω κάθε χρόνο σε ανθρώπους που έχουν προσφέρει στη λογοτεχνία, στον Έκο, τον Μάγκρις, και στον Κούτσι, και στον Μπράντεμπερι και στον Στάινερ και οι τιμώμενοι αντί για χρήματα παίρνουν έναν τίτλο τιμής, γίνονται βαρόνοι μαζί με άλλους – ελέω Θεού αυτοί- βαρόνους όπως ο Αλμοδόβαρ, ο Αντούνες, ο Παμούκ, ο Κόπολα, ο Γκάρι, ο μακαρίτης Ζέμπαλντ. Ωραίος τρόπος σκέφτεσαι. Μια κανονική βασιλική αυλή που, αντί να αποτελείται από κόλακες, ραδιούργους και άλλους σφουγγοκωλάριους, αποτελείται από συγγραφείς και κινηματογραφιστές.»       

Στα έργα του Μαρίας ανατέμνονται όλες οι εκφάνσεις των ανθρωπίνων σχέσεων. Ο συγγραφέας είναι βαθιά επηρεασμένος από τη ζωή του πατέρα του, που κατηγορήθηκε στο φρανκικό καθεστώς, από φίλο, για φρικτά εγκλήματα, τα οποία δεν είχε διαπράξει. Δεν έμεινε πολύ χρόνο στη φυλακή, όμως εκείνοι οι τρεις μήνες άλλαξαν ριζικά τη ζωή του καθηγητή φιλοσοφίας Χουλιάν Μαρίας και επηρέασαν βαθιά τη γραφή του  Χαβιέρ.

«Μπορεί να μην ξέρουμε τι θα κάνουν οι άνθρωποι στο μέλλον, αλλά από το σημερινό πρόσωπό τους μπορούμε να υποψιαστούμε τι είναι ικανοί να κάνουν στο μέλλον. Κι αν δεν μπορούμε, είναι επειδή δεν ξέρουμε το αληθινό πρόσωπο ούτε σήμερα».  

«Μερικές φορές εφαρμόζω στη γραφή μου την ίδια θεμελιώδη γνώση η οποία διέπει και τη ζωή. Ότι δηλαδή στη ζωή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για το παρελθόν. Όταν είσαι σαράντα χρόνων, μπορεί να εύχεσαι να είχες κάνει κάτι διαφορετικό όταν ήσουν είκοσι.[…]Όμως δεν μπορείς ν’ αλλάξεις ότι έχει ήδη συμβεί. Πρέπει να δεχτείς αυτό που έκανες. Το ίδιο ισχύει και στη γραφή μου.»

          

Το 1992 γίνεται διάσημος παγκοσμίως με το μυθιστόρημά του «Καρδιά τόσο άσπρη», (μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου – εκδόσεις ΣΕΛΑΣ), ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο απέσπασε το Βραβείο Κριτικών της Ισπανίας 1993 και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας της ίδιας χρονιάς. Πρόκειται για ένα διαυγές φιλοσοφικό μυθιστόρημα για τη δύναμη των λέξεων και τη δυνατότητά τους ν’ αλλάξουν τη ζωή εκείνου που θα τις ακούσει, για τα μυστικά και την πιθανή τους χρησιμότητα, για τον γάμο, τον φόνο, την παρότρυνση, την υποψία για τις τόσο αθώες – άσπρες – καρδιές που σιγά σιγά λερώνονται απ’ αυτό που δεν θέλησαν να μάθουν. Το έργο και ο τίτλος εμπνευσμένα από τον Μακμπέθ του Σαίξπηρ.

 

«“Το να ακούς είναι το πιο επικίνδυνο” σκέφτηκα, “σημαίνει να ξέρεις, σημαίνει να πληροφορείσαι και να είσαι ενήμερος, τ’ αυτιά δεν έχουν βλέφαρα που θα μπορούσαν να κλείσουν ενστικτωδώς μπροστά σ’ αυτό που ειπώθηκε, δεν μπορούν να φυλαχτούν απ’ αυτό που προαισθάνονται ότι θ’ ακούσουν, πάντα είναι πολύ αργά. Τώρα πια ξέρουμε, κι αυτό μπορεί να λεκιάσει τις τόσο άσπρες καρδιές μας, ίσως και να ‘ναι χλωμές και φοβισμένες ή δειλές».

Προηγήθηκε η νουβέλα του «Ο αισθηματικός άνδρας» που αφηγείται την εξομολόγηση ενός φλογερού έρωτα σε αγιάτρευτο βαθμό γι’ αυτό και ο Μαρίας δεν παραιτήθηκε από την ειρωνική διάθεση απέναντι στους ήρωές του, που άλλοτε τους παίρνει στα σοβαρά και άλλοτε στα αστεία.

 

 

 

Τα κείμενά του αν και μυθοπλαστικά, εμπνευσμένα συχνά από τους Σαιξπηρικούς ήρωες, προσομοιάζουν με φιλοσοφικά δοκίμια. Τα διηγήματα της συλλογής του «Όταν ήμουν θνητός» έχουν κοινό γνώρισμα την παρατήρηση ανθρώπων σε κατάσταση κρίσης με έντονη την αίσθηση του θανάτου. Η αφήγησή του διαπνέεται από μία διάχυτη ειρωνεία.

«Ίσως βρισκόμουν στη στιγμή εκείνη που έπεται κάθε σημαντικής επίτευξης, κατά την οποία δεν σου φαίνεται πια απλώς ως δώρο ή θαύμα αυτό που έχεις πετύχει (το αναγνωρίζεις ως επίτευγμα) και αρχίζεις να φοβάσαι πόσο θα κρατήσει ή, μάλλον, να βλέπεις με τρόμο την πιθανή επιστροφή σ’ ένα παρελθόν με το οποίο ήσουν πάντοτε συμβιβασμένος και έχεις συνεπώς την τάση να το διαγράφεις…» (από το διήγημα Σε αβέβαιο χρόνο σελ.169)

Από την τριλογία του «Το πρόσωπό σου αύριο» μεταφράστηκε στη γλώσσα μας από τη Βιβή Φωτοπούλου και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΣΕΛΑΣ μόνο ο πρώτος τόμος με τίτλο ΠΥΡΕΤΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΧΗ. Πρόκειται για ένα πολυσέλιδο ιδιαίτερα αναλυτικό βιβλίο, με υπόβαθρο τον σκοτεινό κόσμο της κατασκοπίας και της παρακολούθησης. Ο Μαρίας υφαίνει ένα περίπλοκο τόσο αφηγηματικό όσο και διανοητικό δίχτυ από μηχανορραφίες, παρακινώντας τον αναγνώστη να τον παρακολουθήσει στον λαβύρινθο των μελλοντικών βιβλίων αυτής της σειράς.    

      

 

 

«Καλύτερα να μην ξέρεις τίποτα, κι έτσι, όταν θα σε ανακρίνουν, θα πεις την αλήθεια λέγοντας ότι δεν ξέρεις, η αλήθεια είναι εύκολη κι έχει μεγαλύτερη δύναμη και είναι πιο πιστευτή, η αλήθεια πείθει» (Και πράγματι το ψέμα απαιτεί ικανότητες μυθοπλασίας και αυτοσχεδιασμού και εφευρετικότητα, και σιδερένια μνήμη, και πολύπλοκες αρχιτεκτονικές, όλοι το χρησιμοποιούν αλλά λίγοι το κατέχουν σε βάθος). Πυρετός και λόγχη – σελ.21

 

Στο βιβλίο του «Γράφοντας τις ζωές των άλλων» φιλοτεχνεί το ιδιαίτερο πορτρέτο συγγραφέων όπως ο Φώκνερ, ο Κόνραντ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Ναµπόκοφ, η Ντίνεσεν, ο Χένρυ Τζέηµς. Με σύντοµες περιγραφές ιδιωτικών στιγµών και ανασύροντας από τη λήθη λεπτοµέρειες, ο Μαρίας αποκαλύπτει το µεγαλείο αλλά και τις µικρότητες αγαπηµένων συγγραφέων, ξεσκεπάζει τις ξεκαρδιστικές αλλά και ανησυχητικές µανίες δηµιουργών που, για µια φορά, γίνονται µυθιστορηµατικοί χαρακτήρες. Το σύνολο των είκοσι συγγραφέων συµπληρώνουν έξι «άπιαστες γυναίκες», υπαρκτά πρόσωπα κι αυτές, που –η καθεµιά µε τον δικό της τρόπο– αποφάσισαν να µην ακολουθήσουν την πεπατηµένη, όπως τους επέβαλλε η εποχή και το φύλο τους. (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ)

Από τα πολύ σημαντικά έργα του είναι το: «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς», που εκδόθηκε το 1994 και κυκλοφόρησε στον τόπο μας από τη ΜΕΔΟΥΣΑ ΣΕΛΑΣ Εκδοτική, σε μετάφραση Βιβής Φωτοπούλου.

Με γραφή καθηλωτική αναφέρεται σε θέματα όπως η απόκρυψη, οι προθέσεις και οι πράξεις, η απιστία, η θέληση που σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνεται, η απάρνηση προσώπων που κάποτε αγαπήσαμε, η μνήμη και η λήθη, η αναποφασιστικότητα και η εξαπάτηση που κατά την άποψή του είναι η φυσιολογική ανθρώπινη κατάσταση και στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να μας πληγώνει τόσο.

 

«Είχα φορέσει μαύρα γυαλιά όπως έχει γίνει πια συνήθεια στις επισκέψεις στα νεκροταφεία για να κρύβουν όχι τόσο τα δάκρυα, αλλά την απουσία τους. Είδα μια ταφόπλακα ήδη τραβηγμένη – ο λάκκος ή ο τάφος ή η άβυσσος ορατή – σαν ετοιμασμένη για να δεχτεί έναν καινούριο ένοικο, τους νεκρούς δεν τους ενοχλούμε παρά μόνον όταν τους φέρνουμε κι άλλον τον οποίο σίγουρα αγαπούσαν σ’ αυτή τη ζωή, χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό το συμβάν τους χαροποιεί δηλαδή αν το να ξαναδούν κάποιον τον οποίο γνώριζαν πιο νέο, ή αν τους θλίβει ακόμη περισσότερο ξέροντας ότι τώρα έχει καταντήσει σαν κι αυτούς και έχουν έναν λιγότερο για να τους θυμάται στον κόσμο». (Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς – σελ 85-86)

 

Το πολυβραβευμένο βιβλίο του «Ερωτοτροπίες» κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2011 συγχρόνως με την ισπανική έκδοση, σε μετάφραση Χριστίνας Θεοδωροπούλου από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

Με λόγο επιβλητικό και σαγηνευτικό το μυθιστόρημα μιλάει για την τρέλα του έρωτα, μια κατάσταση που σχεδόν οικουμενικά θεωρείται απόλυτα θετική, ακόμη και λυτρωτική που μοιάζει να δικαιολογεί τα πάντα ακόμη και τις μεγαλύτερες ακρότητες και αθλιότητες. Ο Μαρίας διεισδύει στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής, η αφήγησή του είναι μία πραγματεία για τον έρωτα και τον θάνατο. Από πολλούς θεωρείται το καλύτερό του βιβλίο.

 

«Είναι απίστευτο ότι έπειτα από τόσους αιώνες ακατάπαυστων συζητήσεων ανάμεσα στους ανθρώπους δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε μας λένε την αλήθεια».

(«Ερωτοτροπίες» σελ.244)

        

Τελευταίο βιβλίο του που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας από την Έφη Γιαννοπούλου και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ είναι το «Έτσι αρχίζει το κακό», τίτλος που αποτελεί και πάλι Σαιξπηρικό δάνειο από τον ΄Αμλετ: «Thus bad begins and worse remains behind».

Το «Έτσι αρχίζει το κακό» είναι το πορτρέτο ενός γάµου στη Μαδρίτη το 1980, και µιας χώρας, της Ισπανίας που στοιχειώνονται από την ενοχή, ένα βιβλίο για τα ασαφή όρια µεταξύ του ιδιωτικού και του δηµόσιου εαυτού, µεταξύ του παρατηρητή και του συµµέτοχου, µεταξύ της ηθικής και της ανηθικότητας, µεταξύ των διαψεύσεών µας από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο µας τον εαυτό.

 

«Η ζημιά που προκλήθηκε από τον Φράνκο και τους δικούς του είναι κυριολεκτικά ασύλληπτη για οποιονδήποτε από μας, γιατί ξεκίνησαν αυτόν τον πόλεμο χωρίς να υπάρχει ανάγκη, με σκόπιμη υπερβολή, σαν μια απλή επιχείρηση εξόντωσης και επιπλέον ένιωσαν τόσο άνετα σ’ αυτόν που δε θέλησαν ποτέ να βάλουν ένα τέλος. […] Και σε αντίθεση με τον Χίτλερ, δεν είχαν συνείδηση ότι το έκαναν οι πανηλίθιοι». («Έτσι αρχίζει το κακό» – σελ. 59)

 

Στο εξαιρετικά αναλυτικό αυτό αφήγημά του διερευνά κάθε πτυχή της ζωής. Το οξυδερκές βλέμμα του σταθμεύει χωρίς να εκπλήσσεται σε όσα είναι ικανός να διαπράξει και να βιώσει ο άνθρωπος, αναζητώντας ωστόσο μέσα από τους ήρωές του τις συνθήκες εκείνες που διασφαλίζουν ένα πιο ηθικό πλαίσιο, με αναζήτηση της αλήθειας παρ’ ότι δέχεται ότι η υποκρισία, η εξαπάτηση, το ψέμα, η απογοήτευση, η απελπισία και η ματαίωση είναι συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης που καθορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων.

Με την ελπίδα ότι πρόφθασε να ξεδιαλύνει όλους πνευματικούς και ψυχικούς κόμπους που τον βασάνιζαν, με μεγάλη θλίψη για την πρόωρη αποχώρησή του από αυτόν τον άθλιο κόσμο, που κανείς δεν θέλει να φύγει, του ευχόμαστε καλό κατευόδιο. Το έργο του τον έχει κάνει αθάνατο!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top