Fractal

«Η υπέρτατη πολυτέλεια που συνίσταται στο να μην έχεις πια ανάγκη τίποτα»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Ιστορίες της Ανατολής», Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος,, Εκδόσεις Πατάκη 2022, σελ. 168

 

« “Ο Θεός είναι ο ζωγράφος του σύμπαντος”.

Και πρόσθεσε με πικρία χαμηλόφωνα:

“Τι δυστυχία όμως, κύριε Σύνδικε, που δεν αρκέστηκε μονάχα στο να ζωγραφίζει τοπία”.»

[Η θλίψη του Κορνήλιου Μπεργκ]

Ανοιγοκλείνοντας με την θαυματουργική ιδιότητα της ζωγραφικής στο πρώτο και στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Πώς σώθηκε ο Γουάνγκ Φο» και «Η θλίψη του Κορνηλίου Μπεργκ», στο πρώτο ο ζωγράφος σώζεται απομακρυνόμενος μέσα στο ίδιο του τον πίνακα και στο τελευταίο, ο κόσμος είναι εν τέλει μια θεϊκή ζωγραφιά, η Γιουρσενάρ περικλείει όλο το μαγεμένο και μαγευτικό θαύμα της δημιουργίας. Ο άνθρωπος ωσεί Θεός κατορθώνει ό,τι και ο δημιουργός ο ίδιος.
Ας μη ξεχνάμε εξάλλου, ότι μετά την συγγραφέα και ακαδημαϊκό Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, τα ζητήματα ηθικής και αισθητικής μοιάζουν να έχουν πια οροθετηθεί. Αλλά και στα μεγάλα λογοτεχνικά ζητήματα, μετά από τις «Ευλαβικές αναμνήσεις», τα «Αρχεία του Βορρά», «Τι, η αιωνιότητα»), τον «Αλέξη», την «Χαριστική βολή», τις «Φωτιές» και τα «Απομνημονεύματα του Αδριανού» ο πήχυς έχει τεθεί.

Τεράστια συγγραφέας, μεγάλη φιλέλλην, η πρώτη γυναίκα ακαδημαϊκός στη Γαλλική Ακαδημία, εξαιρετικά μορφωμένη, κρυστάλλινη και μια ζωή απολύτως διαυγής η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου του 1903 σε ένα πύργο 180 δωματίων. Μετά από δέκα μέρες, πέθανε η μάνα της. Η ίδια μεγάλωσε με νταντάδες, ειδικούς παιδαγωγούς και έναν πατέρα, πλούσιο, αριστοκράτη, καλομαθημένο της ζωής, που δεν αγκάλιαζε, δεν φιλούσε, δε χάιδευε, αλλά σύχναζε σε καζίνο, σπαταλιότανε σε παρέες ανούσιες και ζούσε «σαν από συνήθεια περισσότερο παρά από γούστο» όπως έχει γραφτεί. Αλλ’ ευτυχώς, η Μαργκερίτ, υπήρξε κατά έναν τρόπο και αφάνταστα τυχερή: έλαβε εξαιρετική μόρφωση, μεγάλωσε σε εστέτ περιβάλλον, έμαθε λατινικά και αρχαία και τα μιλούσε σαν τη μητρική της γλώσσα.

Ωστόσο επέλεξε στα στερνά της να ζει στην εξοχή απομονωμένη, να ζυμώνει το ψωμί της και να καλλιεργεί τα λαχανικά της, να φωνάζει τη γάτα της «γάτα» και να προσδοκά από τους φίλους της να έρχονται να την δουν όταν οι συγκυρίες το φέρνουν και οι ίδιοι το επιθυμούν και να εμπλουτίζει το ήδη μεγάλο και σημαντικό έργο της, με όλες τις δοξασίες και τη σοφία του κόσμου.

Στις «Ιστορίες της Ανατολής», θρύλοι, μύθοι και παραβολές από την Ελλάδα ως την Κίνα και από τη Σερβία ως την Ιαπωνία, σύντομες αφηγήσεις με αξιοθαύμαστη οικονομία, οι περισσότερες γραμμένες τη δεκαετία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αποτελούν μια εντελώς ξεχωριστή στιγμή στο έργο της Γιουρσενάρ, ένα πολύτιμο πετράδι και μια κιβωτός στη μεγάλη πορεία του κόσμου.

Καταλύοντας σύνορα χρονικά, πραγματικότητας και φαντασίας, ζωής και τέχνης, ζωντανεύει το όνειρο, μια γλώσσα αρχαία σχεδόν σωματική, αναδεικνύει το Φως που αναδύεται από τις ρωγμές και τους αρμούς του κόσμου.

Τα μαγικά λόγια του ζωγράφου Γουάνγκ Φο «ο οποίος αγαπούσε την εικόνα των πραγμάτων και όχι τα ίδια τα πράγματα» βρίσκουν τον απόηχό τους στην πικρία του γηραιού Κορνήλιου Μπεργκ που αγγίζει «τα αντικείμενα που δε ζωγράφιζε πια». Ο Μάρκο Κράλιεβιτς, ο ατρόμητος Σέρβος που ξέρει πώς να εξαπατά τους Τούρκους και τον θάνατο το ίδιο καλά όσο και τις γυναίκες, είναι «αδερφός» του πρίγκιπα Γκέντζι, ήρωα ενός ιαπωνικού μυθιστορήματος του 11ου αιώνα: τους χαρακτηρίζει ο ίδιος εγωισμός του τυφλού καρδιοκατακτητή απέναντι στο αληθινό πάθος. Ο έρωτας της Αλβανίδας ματρόνας ή το ιερόσυλο πένθος της χήρας Αφροδισίας συνομιλούν με τη θυσία της θεάς Κάλι, «νούφαρο της τελειότητας», που τα παθήματά της θα της διδάξουν τη «ματαιότητα του πόθου»…

Δέκα διηγήματα, «Πώς σώθηκε ο Γουάνγκ Φο», «Το χαμόγελο του Μάρκου», «Το γάλα του θανάτου», «Ο τελευταίος έρωτας του πρίγκιπα Γκέντζι», «Ο άντρας που αγάπησε τις Νεράιδες», «Η Παναγιά η Χελιδονού», «Η χώρα Αφροδισία», «Η αποκεφαλισμένη Κάλι», «Το τέλος του Μάρκο Κράλιεβιτς», «Η θλίψη του Κορνηλίου Μπεργκ», αποδεικνύουν την κοινή σοφία και τα μυστικά της ζωής και του κόσμου. Με κάθε παράγραφο και γραμμή να διαθέτει τη δική της θαυματουργική δυναμική και το δικό της καλά κρυμμένο μυστικό, υπογραμμίζοντας τη διάφανη και λεπτή αλήθεια των ανθρώπων και των πραγμάτων: «μπόρεσε επιτέλους να απολαύσει με τη ψυχή του την υπέρτατη πολυτέλεια που συνίσταται στο να μην έχεις πια ανάγκη τίποτα», «το ίδιο έργο παιζόταν και πάλι στο θέατρο του κόσμου», «μετά τον γάμο, οι γονείς του Λινγκ, αγγίζοντας τον ύψιστο βαθμό διακριτικότητας, έφυγα από τη ζωή», «τον έκαναν να γνωρίσει τη μέθη που σου προκαλεί το άγνωστο, την εξάντληση που σου επιφέρει το θαύμα, τις αστραφτερές αλλά ολέθριες συνέπειες της ευτυχίας», «Σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα περνάνε σαν σε όνειρο, θα θύμωνε κανείς με τον ίδιο του τον εαυτό αν ζούσε αιώνια», «Και η Παρθένος Μαρία ξαναπήρε το μονοπάτι που δεν έβγαζε πουθενά, μιας κι εκείνη δε νοιαζόταν για το αν οι δρόμοι οδηγούν κάπου, επειδή μπορούσε και στον ουρανό ακόμα να βαδίζει», «διότι αυτό που απαγορεύεται στις Νύμφες επιτρέπεται στα χελιδόνια».

 

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

 

Όλα περνούν απ’ αυτή την ιαματική συλλογή.

Στο «Πώς σώθηκε ο Γουάνγκ Φο», η δύναμη του ζωγράφου να ζωντανεύει το ίδιο του το έργο και να τον γλιτώνει. Να χάνεται με το ζωγραφισμένο βαρκάκι του στη δική του θάλασσα, τελικά.

Στο «Το χαμόγελο του Μάρκου», η δυνατότητα ενός ζωντανού να παριστάνει το νεκρό και η θαυματουργική δυναμική του πόθου.

Στο «Το γάλα του θανάτου» τη θαυματουργική μητρική αγάπη που ακόμα και νεκρή, στοιχειώνοντας ένα γεφύρι, παραμένει η τροφός των παιδιών της.

Στο «Ο τελευταίος έρωτας του πρίγκιπα Γκρέντζι», ο αιώνιος έρωτας μιας γυναίκας για έναν άνδρα που την ωθεί στο να γίνεται κι άλλη, κι άλλη.

«Ο άντρας που αγάπησε τις Νεράιδες» είναι δικός μας μύθος. Οι Νεράιδες από πηγάδια και από λίμνες ζωντανεύουν και πλανεύουν τους άντρες, τους παίρνουν τη μιλιά και τα μυαλά για πάντα στην δική μας χώρα.

«Η Παναγιά η Χελιδονού» συνενώνει όπως και «Η αποκεφαλισμένη Κάλι» την αγία και την πόρνη.

«Η χήρα Αφροδισία» αναδεικνύει τα κρίματα και την απελπισμένη δύναμη του έρωτα.

«Το τέλος του Μάρκο Κράλιεβιτς» ζωντανεύει αλλού τον αγώνα του Διγενή με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια.

Και στο τελευταίο διήγημα της συλλογής «Η θλίψη του Κορνηλίου Μπεργκ», το αμετανόητο των ανθρώπων.

Διότι εκείνο που μένει, τελικά, δεν είναι παρά η επαναληπτική χωροταξία του Χάους.

«Είμαστε όλοι ημιτελείς», όπως θα πει ο σοφός στην «Αποκεφαλισμένη Κάλι»: «Είμαστε όλοι διχασμένοι, είμαστε θραύσματα, σκιές, φαντάσματα, δίχως υπόσταση. Όλοι μας πιστέψαμε πως κλάψαμε και πώς νιώσαμε χαρά, εδώ και αμέτρητους αιώνες».

Ωστόσο εκείνο που απομένει:

«Ο πόθος σου έμαθε την ματαιότητα του πόθου. Η μετάνοια σού διδάσκει το πόσο ανώφελο είναι να μετανιώνεις. Κάνε υπομονή, ω! Σφάλμα εσύ, του οποίου όλοι είμαστε μέρη, ω! Χάρη Ατελή, στην οποία η τελειότητα συνειδητοποιεί την ύπαρξή της, ω! Μένος όχι απαραίτητα αθάνατο…».

Μια συλλογή που εμπεριέχει όλα τα κλειδιά του βίου και τα μυστικά των σοφών με την δυνατότητα να ξεκλειδώσει άλλη πόρτα και ψυχική πτυχή στον καθένα. Και μια Γιουρσενάρ τεράστια στη πιο σοφή της μυστική ώρα. Ένα από τα βιβλία που γίνεται άλλο από ανάγνωση σε ανάγνωση, μεγαλώνει μαζί μας και βαθαίνει στον χρόνο.

Εμπεριέχει κιόλας αυτή τη δόση τρέλας που χρειάζεται για να αντιμετωπίσεις το πεπρωμένο. [Χρειάζεται πάντα μια δόση τρέλας για να αντιμετωπίσεις το πεπρωμένο. Μ. Γ.]

 

Και λίγα λόγια για τη μεγάλη συγγραφέα του:

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (γαλλ. Marguerite Yourcenar) (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987) γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Ήταν κόρη του Γάλλου αξιωματικού Μισέλ Κλεινεβέρκ ντε Κρεγιενκούρ ( Michel Cleenewerck de Crayencour), και της Βελγίδας Φερνάντ ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν (Fernande de Cartier de Marchienne). Δημιούργησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιουρσενάρ με αναγραμματισμό του πραγματικού επωνύμου της (Crayencour) όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Le jardin des chimères (Ο κήπος των χιμαιρών), σε ηλικία 16 ετών. Σπούδασε και έζησε στην Ευρώπη μέχρι το 1942, οπότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στις ΗΠΑ, στο νησί Μάουντ Ντέζερτ της πολιτείας Μέιν. Έμεινε εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι μέχρι το τέλος της ζωής της. Έζησε σχεδόν σαράντα χρόνια μαζί με την φίλη και σύντροφό της, Γκρέις Φρικ. Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας ήταν το θέμα του πρώτου μυθιστορήματός της «Αλέξης ή σπουδή του μάταιου αγώνα» με ήρωα έναν νεαρό που παρά τον γάμο του δεν καταφέρνει να καταπνίξει τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του.
Το 1951 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Αδριανού απομνημονεύματα, το οποίο συνέγραφε σχεδόν επί δέκα χρόνια. Το έργο αυτό γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Το βιβλίο έχει την μορφή αποχαιρετιστήριου γράμματος από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό, στον διάδοχό του, Μάρκο Αυρήλιο και αποτελεί ένα μακρύ διαλογισμό πάνω στην ιδέα της εξουσίας, της αυτοκρατορίας, της διακυβέρνησης και του έρωτα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου αφιερώνεται στη σχέση του Αυτοκράτορα με τον Έλληνα νέο Αντίνοο. Διακρίνεται από το ψυχολογικό του βάθος και την ακριβή αναπαράσταση της ελληνιστικής Ρώμης. Ιδιαίτερα στενή ήταν η σχέση της Γιουρσενάρ με την Ελλάδα και η αγάπη της για τον Ελληνικό πολιτισμό. Επιμελήθηκε την ανθολογία ελληνικής ποίησης «Το στεφάνι και η λύρα» και εξέδωσε το δοκίμιο «Κριτική παρουσίαση του Κ. Π. Καβάφη». Ήταν φίλη της Ιωάννας Χατζηνικολή, η οποία εξέδωσε τα βιβλία της στα Ελληνικά, και διατηρούσε σχέσεις μεταξύ άλλων και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η Ελλάδα υπήρξε ένας από τους αγαπημένος προορισμούς των αναρίθμητων ταξιδιών της. Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία έσπασε την παράδοση 345 ετών και δέχτηκε την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ως την πρώτη γυναίκα ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους». Η Γιουρσενάρ ταξίδευε ακατάπαυστα σε όλο τον κόσμ ο σχεδόν μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top