Fractal

Η «άπιστη» Φροσύνη, πάντα «κυρά» για τον λαό μας.

Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης // *

 

Τα «Χίλια καντάρια ζάχαρη» της Ανθούλας Διαμά­ντη-Κηπιώτη, Εκδόσεις Βήτα

 

Το ιστορικό μυθιστόρημα πιστεύω πως είναι από τα πιο απαιτητικά είδη γραφής, ιδιαίτερα όταν καταπιάνεται με περιό­δους ή πρόσωπα που εμπνέουν και μαγεύουν χωρίς σταματημό, κι αυτό για πολλούς λόγους. Σίγουρα θα υπάρχουν δεκάδες σχετικά έργα (μελέ­τες/αναφορές/καλλιτεχνήματα) σε πολλά είδη έκφρα­σης (πεζά, ποίηση, εικαστικά, μουσική, κινηματογράφος). Επίσης αυτά τα πρόσωπα έχουν γίνει οικεία στον λαό, έχουν τοποθετηθεί στο βάθρο τους, τα υπερασπίζε­ται ο μύθος τους, μιλούν πλέον με μια οικουμενικά αναγνωρί­σιμη γλώσσα. Η τέχνη του συγγραφέα έγκειται στο ν’ ανακα­λύψει -για να μας δωρίσει- το καινούργιο και ν’ αποδείξει, μέ­σα στην πληθώρα, τη χρησιμότητα του δικού του έργου. Δη­λαδή να συμπληρώσει τις πιθανές αδυναμίες των άλλων σε πληροφορίες, σε παρατηρήσεις, σε συναισθήματα, ν’ αποδείξει στην πράξη την αξία της προσπάθειάς του, για να μην την προ­σπεράσουμε αδιάφοροι ή και εκνευρισμένοι, να μπορέσει να τα πει και να μας πείσει. Δύσκολο και πολλαπλά επικίνδυνο εγχείρημα. Πέ­ρα από τη συγγραφική δεινότητα (για τον χειρισμό του λό­γου), απαιτείται ακόμα δημοσιογραφική οξυδέρκεια (για την έρευνα των στοιχείων), επιστημονική επάρκεια (για την αξιο­ποίηση κι επιλογή του υλικού), ιστορική κρίση/αντίληψη (για την προσέγγιση της πραγματικότητας).

Το «Χίλια καντάρια ζάχαρη» (στίχος από το γνωστό δημοτικό τραγούδι) της Ανθούλας Διαμά­ντη-Κηπιώτη, εκδόσεις Βήτα, σελ.230, καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση, ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις που ο τίτλος δεν χρειάζεται ερμηνείες, καθώς εξαρχής κάθε αναγνώστης αντιλαμβάνεται το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο. Η πασίγνωστη κυρα-Φροσύνη συγκινεί διαρκώς. Λειτουργεί ως σύμβολο ενσαρκώνοντας ιδέες, αξίες και παραδειγματικές δράσεις. Εμπνέει δημιουργικά. Υπερβαίνει τον τόπο και την αντίστοιχη περίοδο της ζωής της, παραμένει αξεπέραστα «ελληνίδα» στη συνείδηση του λαού μας. Γιαννιώτισ­σα η συγγραφέας, ξέρει το μέγεθος του μύθου της, τις αξίες που διαχρονικά ευαισθητοποιεί ο πνιγμός 18 γυναικών την ίδια ημέρα στην Παμβώτιδα λίμνη, τη σημασία του για την Ήπειρο και όχι μόνο. Επίσης συναισθάνεται τόσο τη βαριά ευθύνη να πει κάτι νέο για το «χιλιοειπωμένο», όσο και το καθήκον της απέναντι στη γενέθλια γη. Ευτυχώς διαθέτει τα εφόδια για να το κατορθώσει.

Πρόκειται για διακεκριμένη επιστήμονα, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Οδοντιατρικής Σχο­λής, αναγνωρίσιμη συγγραφέα, με πλούσια συνδικαλιστική και κοινωνική δράση. Γεννήθηκε στα Γιάννενα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διορίστηκε στην ίδια σχολή και εξελίχθηκε σε όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες έως αυτή της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας. Με υποτροφία έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Συμμετείχε σε πλήθος επιμορφωτικών σεμιναρίων συνεχούς εκπαίδευσης, έχει συγγράψει μόνη ή σε συνεργασία με άλλους ερευνητές ή κλινικούς πλέον των 80 εργασιών ή κεφαλαίων σε διδακτικά βιβλία, υπήρξε μέλος πλήθους επιστημονικών επιτροπών σε διάφορους φορείς, μέλος και Πρόεδρος της Επιτροπής Στοματικής Υγείας του ΚΕΣΥ, ιδρυτικό μέλος – μέλος του ΔΣ και Πρόεδρος της Ελληνικής Περιοδοντολογικής Εταιρείας. Το «Χίλια καντάρια ζάχαρη» είναι το πέμπτο βιβλίο της. Γράφει, όπως αναφέρει η ίδια, «γιατί με έλκει το ταξίδι και με συνεπαίρνει η περιπέτεια από το μηδέν στο κάτι».

Για μας τους Ηπειρώτες η κυρα-Φροσύνη ανήκει στις γυναίκες πρώτης γραμμής οι οποίες ζω­ντάνευαν στις διηγήσεις των γιαγιάδων μας σε μοσχομύριστες αυλές και φιλόξενα παραγώνια. Το παράξενο στην περίπτωσή της είναι πως η μυθοποίησή της συμβαίνει μολονότι οι αιτίες που επέφεραν τον πνιγμό της μένουν σκοτεινές και ανεξιχνίαστες. Ολοκάθαρη είναι μόνο η αφορμή: ο παράνομος δεσμός της με τον Μουχτάρ, γιο του Αλή πασά. Φαίνεται λοιπόν ότι σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες θρύλους της Ηπείρου (όπως την Ολυμπιάδα -δυναμική μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου- ή την κόρη της, Κλεοπάτρα -από τις ελάχιστες γυναίκες ηγεμόνες στην ελληνική αρχαιότητα- ή τη Δέσπω Μπότση στο Σούλι, που κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ εγγόνια, ή τη 16χρονη Λενιώ Μπότσαρη στα Τζουμέρκα, η οποία σέρνει ντουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια και ζωντανή δεν πιάνεται στων Τουρκών τα χέρια) η κυρα-Φροσύνη συγκίνησε περισσότερο σαν ηρωίδα ρομαντικής λαϊκής τραγωδίας. Η υπόθεση του πνιγμού της είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να ξεπεράσει τα καθημερινά μέτρα, για ν’ αποκτήσει πνευματικό βάθος και ανάλογο -επίσης πνευματι­κό- μέγεθος. Η «μοιχαλίδα» ξεπλύθηκε από το «αμάρτημά» της, απαλλάχτηκε παρά την καταδίκη ενός τυράννου, συγχωρέθηκε με την ετυμηγορία του λαού, πέρασε αγνή και μίλησε στις ψυχές των ανθρώπων ανεξάρτητα από τη θρησκεία, το χρώμα και την εποχή τους. Γιατί;

Το μυστήριο επιχειρεί να λύσει η συγγραφέας, και το λύνει μ’ έξυπνο τρόπο. Πρώτα με το ύφος γραφής και στη συνέχεια με τον τρόπο διαπραγμάτευσης του θέματος.

 

 

Ανθούλα Διαμάντη-Κηπιώτη

 

Το γενικά αυστηρό, λιτό, πολύ συγκεκριμένο ύφος γραφής της ομολογώ πως με ξάφνιασε. Συνήθως σε παρόμοιες διηγήσεις οι συγγραφείς επιλέγουν τον λυρισμό, για ν’ αποδώσουν τον συναισθηματισμό των ηρώων τους, όπου όλα τα στοιχεία του έξω κόσμου, με αισθησιακή γλώσσα, συμβολισμούς, μεταφορές, χρησι­μεύουν για να ερμηνεύσουν τον ψυχισμό του μέσα κόσμου. Αγκίστρι πρώτο: το ξάφνιασμα επέτεινε το ενδιαφέρον μου. Βρήκα μια γλώσ­σα καθημερινή, περιγραφική, που διαχώριζε το πραγματικό από το φανταστικό, το ιστορικό από το παραδοσιακό, εύληπτα και πολύ συ­γκεκριμένα. Στην εξέλιξη της ανάγνωσης διαπίστωσα (αγκίστρι δεύ­τερο) ότι εδώ έχουμε μια διαφορετική προσέγγιση της υπόθεσης (το καινούργιο που ήθελα) και διαφορετικά ύφη γραφής που αντιστοι­χούν στα είδη  αφήγησης που πραγματεύονται. Έχουμε μια διαφορε­τική Φροσύνη. Δεν έρχεται για να μας συγκινήσει με τον πνιγμό της, όπως οι άλλες των λαϊκών ρομάντζων, αλλά για να εξομολογηθεί. Μας παραχωρεί το δικαίωμα να κρίνουμε τα όποια λάθη της, τις πα­ραλείψεις, τις εμμονές της, να ξεδιαλύνουμε τα όποια μυστήρια και παρεξηγήσεις υπάρχουν, να κατανοήσουμε σε όλη την έκταση και στο βάθος τους τα γεγονότα· έρχεται για ν’ αποκαταστήσει τη φήμη της και για να λυτρωθεί. Συμπέρασμα: όταν το γεγονός είναι από τη φύση του λυρικό, δεν χρειάζονται γλωσσικές υπερβολές για να τονιστεί.

Είναι σαν η Φροσύνη ν’ άνοιξε «ένα σεντούκι με αναμνήσεις ξεχασμένες ή σκεπασμένες με χιόνι». Δεν διαλέγεται, μονολογεί. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Συνεπώς η πρωταγωνί­στρια μπορεί να μιλήσει για τις προθέσεις της και να κρίνει τα αποτελέσματα των πράξεων της ίδιας και του περιβάλλοντός της. Ο διάλογος είναι εσωτερικός: η Φροσύνη μιλά με τον εαυτό της, ο αναγνώστης βρίσκεται στη θέση παρατηρητή, του δίνονται οι σκέψεις της Φροσύνης για να τις πάει παραπέρα, κάνοντάς τες στοχασμό του. Όλα και όλοι λειτουργούν ως  το φόντο που πάνω του χαράζεται η ζωή της· άνδρας, οικογένεια, εραστής, κοινωνικός κύκλος. Καθετί κουβαλά τη σημασία του. Τα παιδικά της χρόνια, η οικονομική και πολιτιστική ευμάρεια, ο πολιτισμός και η τέχνη στην πόλη της, οι εξεγέρσεις και σφαγές των Σουλιωτών, η θέση των γυναικών της περιοχής, το πριν και το μετά της γαμήλιας ζωής, το Ζάλογγο, οι δεξιώσεις, οι γιορτές, τα πανηγύρια, το παραλίμνιο σεργιάνισμα, η φυλακή, η εκτέλεση, η αντίδραση των κατοίκων μετά τον πνιγμό, η λαϊκή δικαίωση, το γιατί η ίδια θεωρεί ότι διατηρείται θρύλος ως τις μέρες μας. Μας διαφωτίζει ως «κυρά» γι’ αυτά που ζει, αλλά και ως «αερικό» για όσα συμβαίνουν και την αφορούν μετά τον θάνατό της. Το κάνει ακριβώς για να έχουμε την πλήρη εικόνα του συμβάντος στην επιφάνεια (εκδήλωση) και στο βάθος του (αίτια και συνθήκες). Όλα ανοίγουν παράθυρα για να κατανοήσουμε την παραπάνω σχέση φαινομένου και αιτίας. Για παράδειγμα περιγράφοντας το πατρικό της, μαθαίνουμε για τη γιαννιώτι­κη αρχιτεκτονική, αναφέροντας την οικογένειά της πληροφορούμαστε για τα ήθη – έθιμα και τους τρόπους διαβίωσης/ψυχαγωγίας χριστιανών και μουσουλμάνων, και πάει λέγοντας για όλους σχεδόν τους τομείς και δράσεις εκείνη την περίοδο, όπως η Εκκλησία, η Παιδεία, το εμπόριο, η Εθνεγερσία, οι περιηγητές και οι ξένες επιρροές στις συμπεριφορές της τοπικής αριστοκρατίας, στοιχεία πολύτιμα που δεν γίνονται βαρετά γιατί χρησιμεύουν να καταλάβουμε. Τι;

 

Πως η Φροσύνη είναι η χριστιανοπούλα που θυσιάζεται από έναν παντοδύναμο τότε τύραννο, τον Αλή Πασά. Αρνιέται να προδώσει την πατρίδα και τα ιδεώδη της και αποκρούει την πρόταση του Αλή να γίνει δική του ερωμένη. Μένει πιστή μέχρι τέλους στον παράνομο έρωτά της με τον αλλόθρησκο – φιλήδονο – γλεντζέ Μουχτάρ, τον 32χρονο γιο του τυράννου, ενώ ο μυστικός δεσμός τους αποκαλύπτεται από ένα δαχτυλίδι που χάρισε ο Μουχτάρ στη Φροσύνη, κι εκείνη απρόσεκτα το φόρεσε σε μια κοσμική συνάντηση όπου το αναγνώρισε η γυναίκα του Μουχτάρ, ζητώντας στη συνέχεια δικαιοσύνη/εκδίκηση από τον πεθερό της.

Τα πρόσθετα γεγονότα ότι:

▪η Φροσύνη φημιζόταν για την ομορφιά, τη μόρφωση, την προέλευσή της από μεγαλοαστική οικογένεια,

▪σύχναζε στους κύκλους της βαθιάς συντηρητικής άρχουσας τάξης με ανεξάρτητο κι αρκετά ανυπότακτο, μέχρι παρεξηγήσεως, τρόπο,

▪κρατούσε το σπίτι της ανοιχτό σε επισκέψεις, γιορτές συναντήσεις,

▪βοηθούσε αποτελεσματικά χριστιανούς στις υποθέσεις τους με την τουρκική διοίκηση,

▪ήταν παντρεμένη με τον βαθύπλουτο έμπορο Βασιλείου, με τον οποίο απόκτησε δυο παιδιά,

▪ο άνδρας της έλειπε συχνά στην Βενετία -αδιευκρίνιστο αν το έκανε για εργασία ή για ν’ απο­φύγει τα σχόλια της γιαννιώτικης κοινωνίας ή για τις εξηγήσεις που πιθανότατα θα χρειαζό­ντουσαν προς τον Αλή πασά

πολλαπλασιάζουν τις αφορμές συγκίνησης, γεφυρώνουν την απόσταση μεταξύ του κόσμου μας και του κόσμου της, και αποδεικνύουν ότι όσο και να κινούνται τα πρόσωπα σε διαφορετικούς όρους ζωής, τα συναισθήματα παραμένουν ίδια και τα διλήμματα (έρωτας, πίστη, ανεξαρτησία, θυσία) είναι κοινά.

«Πολιτισμός είναι αναμφισβήτητα και ο τρόπος που ζούμε και διαχειριζόμαστε τη ζωή μας», έχει πει ο γνωστός δημοσιογράφος Αλέξης Κωστάλας. Ουσιαστικά αυτή την αντίληψη ακολουθεί η κα Διαμάντη-Κηπιώτη καθώς οριοθετεί μια ιστορική εποχή, καταθέτοντας έξυπνα δομημένα, για να γίνουν αντιληπτά, όλα τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Κι απαντά τόσο στο γιατί η μοιχαλίδα Φροσύνη παρέμεινε «κυρά», αλλά και μας δείχνει πως η «αμαρτία» να ζήσεις τη στιγμή αληθινά, κόντρα στη συμβατικότητα, τελικά χάνεται ανάμνηση μέσα στον χρόνο και αυτό που παραμένει είναι μόνο η σημασία της, μαζί με την ψυχή που τη διέπραξε.

 

 

 

 

* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος. Γράφει ποίηση, μυθιστόρημα, παραμύθια και προσεγγίσεις βιβλίων.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top