Fractal

«Η ζωή είναι μια περαστική σκιά. Και ο θάνατος είναι μια περαστική σκιά. Μονάχα η οδύνη μένει. Συνεχίζεται και συνεχίζεται. Παντοτινά»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Άμος Οζ «Ιούδας», Μετάφραση: Μάγκυ Κοέν, Εκδ. Καστανιώτη

 

Ο μεγάλος Εβραίος συγγραφέας ΄Αμος ΄Οζ διακηρύσσει, ότι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις την ψυχή μίας χώρα είναι να διαβάσεις τη λογοτεχνία της.

Ο Άμος Οζ σ’ αυτό το βιβλίο διατυπώνει ζητήματα που σχετίζονται με την προσωπική ιδεολογία του, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί μέσα από τον δημόσιο λόγο του, αλλά και την ανατρέπει.

“ Υπάρχει μια άγρια διαμάχη μέσα στο μυθιστόρημα κι εγώ είμαι με όλες τις πλευρές . Όταν ο Αμπραβανέλ λέει ότι τα εθνικά κράτη είναι κατάρα και καταστροφή, συμφωνώ μαζί του απολύτως. Όταν ο Γκέρσομ Βαλντ του απαντά “πολύ σωστά, αλλά γιατί οι Εβραίοι να είναι οι μόνοι και οι πρώτοι που να μην έχουν ένα σπιτάκι με κάγκελα και κλειδαριά, ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι; Ας τα καταργήσουν, κι εμείς με χαρά θα τους ακολουθήσουμε στο όργιο της παγκόσμιας αγάπης” μου φαίνεται κι αυτό πολύ ισχυρό επιχείρημα. Μη με ρωτάτε με ποιον συμφωνώ. Η πολιτική μου θέση βρίσκεται πανεύκολα στα άρθρα μου – πιστεύω στη λύση των δύο κρατών”, δήλωσε σε μία συνέντευξή του.

(efsyn- Βένα Γεωργακοπούλου)

Στο Ισραήλ το μυθιστόρημα έγινε δεκτό με αμφιλεγόμενα αισθήματα. Άλλοι πίστεψαν ότι ο συγγραφέας διατυπώνει τις απόψεις του ως Αμπραβανέλ, άλλοι τάχθηκαν με τις απόψεις του Σμούελ, άλλοι ξετρελάθηκαν με την Ατάλια και πολλοί ταυτίστηκαν με τον γερο-σκεπτικιστή Γκέρσομ Βαλντ που πιστεύει ότι όλες οι θρησκείες και οι ιδεολογίες ξεκινάνε με υπέροχα οράματα και τελικά οδηγούν σε τζιχάντ.

Δεν ταυτίζεται κάθε Εβραίος με τον προδοτικό Ιούδα. Επομένως δεν είναι Χριστοκτόνος, συνεπώς, ο θρησκευτικός ρατσισμός απέναντι σε σύμπαντα τον εβραϊκό λαό, είναι μια άδικη στάση. Επίσης δεν είναι πραγματικά προδότης όποιος δεν συμφωνεί με ιδέες που δεν γίνονται αποδεκτές από πλειοψηφίες, όπως π.χ. αυτές του μυθοπλαστικού του ήρωα Σαλτιέλ Αμπραβανέλ που πρέσβευε μια διεθνιστική ιδεολογία, χωρίς κράτη και σύνορα, είναι θέσεις που διατυπώνονται μέσα στο κείμενο του βιβλίου.  Δίπλα στον Αμπραβανέλ κατονομάζονται αρκετά γνωστά ιστορικά ονόματα που η στάση τους πέρασε αρχικά ως προδοτική, όμως η Ιστορία διέψευσε τη μομφή.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιερουσαλήμ τον χειμώνα του 1959-60. Η πόλη πρωταγωνιστεί ως φόντο στην εξέλιξη του μύθου, παγωμένη, βροχερή και γκρίζα, με το χλωμό φεγγάρι να φωτίζει τις νύχτες της, διχοτομημένη, με νωπά ακόμη τα σημάδια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, μόλις έντεκα χρόνια από την ανακήρυξη του Ισραήλ ως νεοσύστατου Κράτους από τον Μπεν Γκουριόν.

«Δεν υπήρχε κανείς στα σοκάκια [..] Η Ιερουσαλήμ έστεκε σιωπηλή, αφουγκραζόταν το σκοτάδι των μικρών ωρών. Λες κι από στιγμή σε στιγμή κάτι επρόκειτο να συμβεί. Λες και τα τυλιγμένα στην καταχνιά κτίρια, τα πεύκα που θρόιζαν μες στις αυλές, οι βρεμένοι πέτρινοι μαντρότοιχοι, οι σειρές σταθμευμένα αυτοκίνητα, όλα ήταν άγρυπνα σε στάση αναμονής. Μέσα στη βαθιά σιγή κουφόβραζε μια παράξενη ανησυχία. Η πόλη παρίστανε μόνο πως κοιμόταν, στην πραγματικότητα ήταν σε απόλυτη επιφυλακή, συγκρατώντας ένα μύχιο τρέμουλο».

Κύριο πρόσωπο ο Σμούελ Ας, ένας εικοσιπεντάχρονος φοιτητής, σοσιαλιστικών πεποιθήσεων, ιδιόμορφος, εμφανισιακά και ψυχολογικά. Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά, με συμπάθεια και χιούμορ τον παράξενο αυτόν νέο: ασθματικό,  ατσούμπαλο, ευσυγκίνητο, ντροπαλό, εμμονικό, με έντονες ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ο Σμούελ, αναγκάζεται να αποχωριστεί ό,τι αγαπούσε, εξαιτίας της χρεωκοπίας του πατέρα του. Πρώτα απ’ όλα την ημιτελή διατριβή του με θέμα: Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού . Συγχρόνως αποχωρίζεται την αγαπημένη του Γιαρντένα (πρόσωπο που εμφανίζεται μόνο στις σκέψεις του Σμούελ) όταν αυτή αποφασίζει να τον εγκαταλείψει, απελπισμένη από την ιδιότυπη συμπεριφορά του, και να παντρευτεί τον προηγούμενο φίλο της, έναν μετριοπαθή υδρολόγο – καρφί στην καρδιά του Σμούελ. Μία τρίτη παράμετρος στην αστάθεια της ζωής του Σμούελ η εξαμελής διάλυση λόγω ιδεολογικών διαφωνιών, της Ομάδας Σοσιαλιστικής Ανανέωσης,  στην οποία συμμετείχε, ως μέσο κοινωνικοποίησής του, πέρα από τις πεποιθήσεις του. Το πλήγμα της διάλυσης έγινε βαρύτερο όταν διαφώνησαν και απεχώρησαν οι δύο κοπέλες που συμμετείχαν στην ομάδα.

Ο Σμούελ εγκαταλείπει τους γονείς του για τους οποίους δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα, ένιωθε παραμελημένος, πάντοτε ονειρευόταν να είχε κάποιους άλλους γονείς. Εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι στην Χάιφα, και βασιζόμενος σε μια αγγελία βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ, αναζητώντας ουσιαστικά καταφύγιο.  Προσλαμβάνεται από την Ατάλια, μια χυμώδη σαρανταπεντάχρονη, για να κάνει συντροφιά, να συζητά και να αντιπαρατίθεται στον 70χρονο πεθερό της Γκέρσομ Βαλντ, ώστε να τον κρατά σε εγρήγορση. Ο Σμούελ βρίσκεται στο θλιβερό σπίτι αυτών των δύο απομονωμένων ανθρώπων, του παρέχουν για τις υπηρεσίες του ελάχιστο εισόδημα, τροφή και στέγη στη μικρή σοφίτα, κάτω από τις αυστηρές οδηγίες της κυνικής – απρόσιτης Ατάλια.

Έτσι προκύπτει το δεύτερο πρόσωπο στη μυθοπλασία του Άμος ΄Οζ. Ο Γκέρσομ Βαλντ ένας εβδομηντάχρονος ανάπηρος, πρώην καθηγητής, με ευρεία μόρφωση και ευφυϊα, εγωιστής και εμμονικός στις απόψεις του, κλειστός στα προσωπικά του, κυρίως όσον αφορά το βαθύ τραύμα από την ειδεχθή δολοφονία του γιου του Μίχα, λαμπρού νέου και πιθανού υποψήφιου πανεπιστημιακού καθηγητή μαθηματικών, στη διάρκεια μιας επίθεσης των Αράβων, το 1948. Ο Μίχα πριν στρατευτεί στον αγώνα για τη δημιουργία του Ισραηλινού κράτους,  είχε φιλικές σχέσεις με τους Άραβες με την πεποίθηση ότι οι δύο κοινωνίες μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά. Ο Μίχα θεωρήθηκε ήρωας πολέμου. Ο Άμος ΄Οζ υπονομεύει μέσα από το κείμενό του την ιδέα της ηρωποίησης θεωρώντας κάθε θάνατο μάταιο, και το αποτέλεσμα ανίκανο να δικαιώσει τόσες θυσίες.

 

Άμος Οζ

 

Τρίτος χαρακτήρας η Ατάλια, χήρα του Μίχα, νύφη του Γκέρσομ Βαλντ. Γυναίκα απρόσιτη φαινομενικά, κυνική στην αρχική συμπεριφορά της απέναντι στον Σμούελ. Κάτω από την παγερή της συμπεριφορά – προσωπείο κάλυψης των μοναχικών παιδικών της χρόνων αλλά και δυο μεγάλων απωλειών στη ζωή της, κρύβεται μια γυναίκα με ενσυναίσθηση, τρυφερή και δοτική, με όρους που δεν καταλύουν τα  προσωπικά της σύνορα. Πατέρας της ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ,  ο οποίος εξαιτίας  της συγκρουσιακής του σχέσης με τον Μπεν Γκουριόν θεωρήθηκε προδότης, περιθωριοποιήθηκε και πέθανε μοναχικός και απόμακρος μέσα στο γεμάτο θλίψη αυτό σπίτι, όπου ζουν οι τρεις χαρακτήρες του βιβλίου. Ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ο μυθοπλαστικός ήρωας του ΄Οζ υποκαθιστά τη φωνή λίγων διανοούμενων της εποχής, που είχαν πιστέψει στη λύση της συνύπαρξης μεταξύ Εβραίων και Αράβων, στην ενσωμάτωση όλων σε ένα κράτος, στην ειρήνη μεταξύ των δύο λαών. Αυτοί ήταν Γερμανοεβραίοι ειρηνιστές , που εμπνεόταν από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Αμπραβανέλ είναι γιος της Ανατολής, εξίσου Άραβας όσο και Εβραίος. Ένας μεγάλος ονειροπόλος ιδεαλιστής.

Οι τρεις αυτοί άνθρωποι με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα βιώματά του ο καθένας συμβιώνουν μέσα στο απομονωμένο σπίτι στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ,  κοντά σε χωράφια σπαρμένα με πέτρες, περιχαρακωμένοι ο καθένας στη μοναξιά του. Η εργασιακή υποχρέωση του Σμούελ αρχίζει στις 5.00 το απόγευμα μέχρι τις 11.οο το βράδυ, γεγονός που εντείνει την μοναχικότητα του. Στην διάρκεια αυτών των ωρών ο Γκέρσομ Βαλντ φλυαρεί στο τηλέφωνο με διάφορους φίλους του σε τόνο συνήθως ειρωνικό, εξακοντίζοντας τις εμμονικές του απόψεις ως θέσφατα. Μετά το πέρας των τηλεφωνικών συνομιλιών και στην πορεία της συμβίωσης, μέσα στον κοινόχρηστο χώρο μιας ημιφωτισμένης βιβλιοθήκης, παρακολουθούμε συζητήσεις μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων, διαφορετικών γενεών και θέσεων, συζητήσεις μεγάλου φιλοσοφικού, πολιτικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος.

Η Ατάλια σπάνια κάνει την εμφάνισή της στην κουζίνα, γεγονός που προκαλεί την αδημονία του Σμούελ γι αυτές τις τυχαίες συναντήσεις. Ο Σμούελ, από την πρώτη ημέρα εμφάνισής του στο σπίτι που συνάντησε την Ατάλια, η οποία του έθεσε τους όρους εργασίας σε αυστηρό τόνο και του υπέδειξε τον χώρο της διαμονής του,ένιωσε ερωτική έλξη γι αυτήν. Η Ατάλια υποκατέστησε μέχρις ενός σημείου στη σκέψη και τα όνειρά του την χαμένη αγάπη του, την Γιαρντένα.

Ο Σμούελ με τεταμένη την προσοχή του σε πιθανή εμφάνιση της Ατάλια προσπαθεί να παρακολουθήσει τον συνομιλητή του, να πάρει μέρος στη συζήτηση και να διαφωνήσει μαζί του, σύμφωνα με τις οδηγίες της νύφης του. Με κεντρικό θέμα την προδοσία, και το Ισραήλ διαρκώς παρόν, ο αναγνώστης μαγεύεται από το βάθος του στοχασμού του Άμος ΄Οζ, την επιδεξιότητα του να συγκλίνει το πολιτικό με το θρησκευτικό ζήτημα, παρομοιάζοντας τον πατέρα της Ατάλια, Σαλτιέλ Αμπραβανέλ με τον Ιούδα, όμως σε μια άλλη εκδοχή του Ιούδα, όχι αυτή που επισύρει τη χριστιανική καταδίκη.

Ο Γκέρσομ Βαλντ ενδιαφέρεται για τις απόψεις του νεαρού φοιτητή  και τη μισοτελειώμενη διατριβή του με θέμα  Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού. Ο Σμούελ αναφέρεται σε κάποια μεσαιωνικά  και κάποια άλλα κείμενα της λαϊκής παράδοσης κείμενα υβριστικά σχετικά  με τον Ιησού. Ο Βαλντ διαφωνεί κάθετα, τα θεωρεί ως αίσχος και απόλυτη ασχήμια. “ Αν θέλεις να προκαλέσεις τον Ιησού τον Ναζωραίο οφείλεις να ανυψωθείς λίγο, όχι να κατέβεις στον βούρκο. Ναι, ασφαλώς και είναι δυνατόν διαφωνήσεις με τον Ιησού, λόγου χάριν, στο θέμα της οικουμενικής αγάπης.”  Ο ένας συνομιλητής προκαλεί τον άλλον με  ερωτήματα, όπως αν όντως ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, που δεν ήρθε να καταλύσει τον Νόμο του Μωϋσή, αλλά να τον διορθώσει. Αμφισβητούν  τη Θεϊκή υπόσταση του Ιησού, με γνώμονα την απάντηση του ίδιου, “ Συ είπας”, στην ερώτηση,  αν είναι ο Υιός του Θεού, και τη ρήση του : Ο Υιός του Ανθρώπου.

Ο Σμούελ με τη διατριβή του ανατρέπει τη χριστιανική άποψη για την προδοσία του Ιούδα.  Θεωρεί ότι ο Ιησούς ήταν απλά ένας μειλίχιος γλυκός νέος που συνέπαιρνε τα πλήθη των κατοίκων της Γαλιλαίας με τη διδασκαλία και τα θαύματά του, αυτός που μάγεψε με τον λόγο του και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, έναν πλούσιο, μορφωμένο άνθρωπο, που ενώ είχε σταλεί από το ιερατείο στην Ιερουσαλήμ, για να κατασκοπεύσει τον φαντασιοσκόπο από τη Γαλιλαία και τους οπαδούς του  και να τους ξεσκεπάσει,  γίνεται ένθερμος πιστός όμως τον ακολουθεί, πιο πιστός από όλους τους μαθητές του. επειδή πίστεψε πραγματικά στη θεϊκή του υπόσταση. Ο ίδιος ο Ιούδας  τον προκάλεσε να πάει στην Ιερουσαλήμ, να διδάξει και να δοξασθεί σ’ ένα μεγάλο ακροατήριο μορφωμένων ανθρώπων, να τους κάνει να πιστέψουν στη διδασκαλία του. Εσύ είσαι ο άνθρωπος. Εσύ είσαι ο Σωτήρας. Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού. Εσύ είσαι Θεός. […]Όλη  η Ιερουσαλήμ θα πέσει στα πόδια σου. Η ίδια η Ρώμη θα πέσει σα πόδια σου. Η ημέρα της σταύρωσής σου  θα είναι η ημέρα της σωτηρίας του κόσμου. […] Την ίδια ημέρα θα αρχίσει η βασιλεία των Ουρανών. Δεν τον πρόδωσε. Αντίθετα, κατά τον Σμούελ, το φιλί του Ιούδα προς τον Ιησού, δεν ήταν φιλί προδοσίας, αλλά αποχαιρετισμού. Ο ίδιος ο Ιησούς ήξερε ότι θα τον σταυρώσουν. Και ο Ιούδας τον οδήγησε στη Σταύρωση με την πεποίθηση ότι ως Θεός, θα κατέβαινε από τον σταυρό και θα αποδείκνυε σε όλους την θεϊκή του υπόσταση. Όταν όμως τον είδε να υποφέρει και να επικαλείται τον Θεό να τον βοηθήσει, όταν ο Ιησούς εξέπνευσε, ως άνθρωπος, ο Ιούδας αισθάνθηκε προδομένος, έχασε την πίστη του και αυτοκτόνησε. Ο Σμούελ διατείνεται : Αν δεν υπήρχε η Σταύρωση δεν θα υπήρχε η χριστιανική θρησκεία. Σύμφωνα με αυτή την εβραϊκή εκδοχή του θείου δράματος, δεν υπάρχει προδοσία, συνεπώς  είναι άδικα τα όσα επακολούθησαν εις βάρος του Εβραϊκού λαού. Όλη εκείνη η καταδίκη που οδήγησε στην εκρίζωση του καταραμένου, υποτίθεται, λαού από τον τόπο του, και εν τέλει στο Ολοκαύτωμα.

Δημιουργείται μεταξύ των συνομιλητών το ερώτημα γιατί οι Χριστιανοί δεν αμφισβήτησαν ποτέ την εκδοχή των γεγονότων στα οποία πιστεύουν;

Σου λέω Σμούελ, η διένεξη ανάμεσα σε μας και τους μουσουλμάνους Άραβες δεν είναι παρά ένα μικρό επεισόδιο στην Ιστορία, μια σύντομη, φευγαλέα στιγμή. Σε πενήντα, εκατό ή διακόσια χρόνια δεν θα έχει μείνει καμιά ανάμνηση από δαύτη, ενώ αυτό που υπάρχει ανάμεσα σε μας και τους χριστιανούς είναι ένα βαθύ, σκοτεινό ζήτημα που θα συνεχίζεται για άλλες εκατό γενιές.”

Προφανώς ο Άμος ΄Οζ θέλει να τονίσει το ζήτημα της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού, των ιδεολογικών και θρησκευτικών εμμονών και να επισημάνει που οδηγούν. Οι συζητήσεις των δύο  ηρώων του συνεχίζονται δημιουργώντας ένα πολύπτυχο και πολύπλευρο δίχτυ προβληματισμών  με πολλαπλές ερωτήσεις και αντικρουόμενες συνήθως απαντήσεις, με κέντρο πάντα το Ισραήλ, ενώ συγχρόνως μέσω ραδιοφώνου οι ήρωες ενημερώνονται για κάποια ιστορικά γεγονότα που σηματοδοτούν τον χρόνο της αφήγησης.

Ο Γκέρσομ Βαλντ προειδοποιεί παράκαιρα τον Σμούελ να μην ερωτευτεί την Ατάλια, γιατί δυο-τρεις νεαροί σαν αυτόν, πιεσμένοι από τη μοναξιά του χώρου, έφαγαν τα μούτρα τους, και τελικά τους έδιωξε. Παρ’ αυτά ο Σμούελ  θα  βγει μαζί της εκείνη την ίδια νύχτα της προειδοποίησης.

“ Είσαι ήδη ερωτευμένος μαζί της”

     “Ίσως, λιγάκι μόνο, μονάχα με τη σκιά της, όχι με την ίδια”

     “ Μα εσύ έτσι κι αλλιώς περνάς τη ζωή σου ζώντας ανάμεσα σε σκιές. Όπως ο δούλος λαχταρά λίγη σκιά”

     “ Σκιές, ίσως. Αλλά όχι και τόσο δούλος. Όχι ακόμα”.

Η ιστορία που μας αφηγείται ο Άμος Οζ στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Τη  θρησκεία και την πολιτική. Το θρησκευτικό ζήτημα αφορά τις διαφορές μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών και το πολιτικό μεταξύ Εβραίων και Αράβων.

Ο συγγραφέας μας εισάγει αφηγηματικά σε μια άλλη προδοσία, του Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, πατέρα της Ατάλια, ο οποίος εξαιτίας  της συγκρουσιακής του σχέσης με τον Μπεν Γκουριόν θεωρήθηκε προδότης, μετά τα γεγονότα που συνέβησαν με την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους. Εξιστορεί επίσης τους ποικίλους προβληματισμούς που ανεφύησαν τότε. Για τον Αμπραβανέλ γίνεται λόγος μετά τον θάνατό του, παρ’ αυτά οι ιδέες και οι ενέργειές του κρατούν ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης. Ο ίδιος προσπάθησε το 1948 μάταια να πείσει τον Μπεν Γκουριόν, ιδρυτή του Ισραηλινού Κράτους,  ότι ήταν εφικτό να καταλήξουν σε μια συμφωνία με τους Άραβες σχετικά με την αποχώρηση των Εγγλέζων και τη δημιουργία ενιαίας συγκυριαρχίας Αράβων – Εβραίων, με την προϋπόθεση να εγκαταλειφθεί η ιδέα ενός εβραϊκού κράτους. Σύμφωνα με τον Βαλντ: “ Ο πατέρας της Ατάλια ήταν από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι κάθε διένεξη είναι απλά μια παρεξήγηση μια μικρή δόση οικογενειακής συμβουλευτικής, μια πρέζα ομαδικής θεραπείας, μια δυο σταγόνες καλής θέλησης κι αμέσως θα γίνουμε όλοι αδέλφια στην καρδιά και στην ψυχή, η διένεξη θα εξαφανιστεί. […] Χάρη στους ονειροπόλους ίσως εμείς, οι ξύπνιοι, είμαστε λιγότερο απολιθωμένοι και απελπισμένοι απ’ όσο θα ήμασταν χωρίς αυτούς. […] Και ο Ιησούς σου επίσης ήταν μεγάλος ονειροπόλος, ο μεγαλύτερος ίσως ονειροπόλος που έζησε ποτέ”.

     Γιατί θεωρήθηκε προδότης ο Αμπραβανέλ; Ο Σμούελ με τον νεανικό παρορμητισμό του επικρίνει τον Μπεν Γκουριόν, και διερευνά το παρελθόν του Αμπραβανέλ, ο οποίος μετά πολύχρονες συζητήσεις με τους Άραβες φίλους του είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι Άραβες φοβούνται προπαντός αυτό που φαντάζει στα μάτια τους ως ανωτερότητα των Εβραίων στη μόρφωση, στην τεχνολογία, στην καπατσοσύνη, στα κίνητρα. Αυτό που φοβούνται δεν είναι τόσο το μικροσκοπικό σιωνιστικό έμβρυο όσο τον καταστροφικό γίγαντα που περιέχει μέσα του.  

Ένας άλλος φόβος τους είναι ότι οι Εβραίοι θα γκρεμίσουν τα τεμένη στο Όρος του Ναού και θα τα αντικαταστήσουν με τον Ναό. Στον Σμούελ ορισμένες από τις απόψεις του Αμπραβανέλ, όπως αυτές που αφορούσαν τα μικτά σχολεία Εβραίων Αράβων κλπ αρχίζουν να φαίνονται συγκινητικές αλλά κατά βάθος γλυκερές.

     Σε ένα φύλλο εφημερίδας της 30ης Νοεμβρίου 1947, ο Σμούελ διαβάζει τον πηχιαίο τίτλο: ” ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ ΘΑ ΑΝΑΔΥΘΕΙ ΤΟ ΕΒΡΑΊΚΟ ΚΡΑΤΟΣ”  “ Το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε με πλειοψηφία 2/3την ίδρυση ενός ελεύθερου εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Η Παλαιστίνη θα χωριστεί σε δύο ανεξάρτητα κράτη ένα εβραϊκό και ένα αραβικό, που θα συνδέονται με οικονομικούς δεσμούς και κοινό νόμισμα. Η Ιερουσαλήμ και η Βηθλεέμ θα είναι υπό διεθνή δικαιοδοσία”. 

    Ο Αμπραβανελ διαφωνώντας παραιτήθηκε και απομονώθηκε στο σπίτι αυτό που στο παρόν της αφήγησης φιλοξενεί τους τρεις ήρωες, οι οποίοι σιγά – σιγά μέσα από τις συζητήσεις, τη συνήθεια αλλά και τα αισθήματα που αναπτύσσονται μεταξύ τους

αρχίζουν να γαληνεύουν. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι μία ακόμη παράμετρος που διερευνά το συναρπαστικό, βαθιά φιλοσοφικό, πολιτικό βιβλίο του Άμος Όζ.  Η Ατάλια γίνεται λιγότερο απρόσιτη, δίνει δείγματα τρυφερότητας και έρωτα στον τραυματισμένο Σμούελ, ο Βαλντ τον προτρέπει να βγει έξω στη ζωή που τον περιμένει και τον φιλά στο μέτωπο καθώς εκείνος φορτώνεται το σακίδιό του για το άγνωστο.

 

     

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top