Fractal

Διήγημα Fractal: “Η πόλη της ανησυχίας”

Του Γιώργου Καραχάλιου // *

 

 

 

Ι

Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι άγγελοι κατέβαιναν ακόμα στη Γη για να μεταφέρουν τις εντολές του Θεού προς στους ανθρώπους, ζούσε σε κάποιο μακρινό και απόμερο χωριό της Ιουδαίας ένας Εβραίος. Τότε υπήρχε ένα έθιμο, μπορεί και να υπάρχει ακόμα: Κάθε πιστός έπρεπε, έστω και μια φορά στη ζωή του, να πάει για προσκύνημα στον ναό του Σολομώντα την περίοδο του Πάσχα και να προσφέρει θυσία στον βωμό του ένα αρνί ή ένα περιστέρι. Ο Ιουδαίος όμως είχε πολλά στόματα να θρέψει και το ταξίδι θα κρατούσε ημέρες. Έτσι, κάθε φορά που ερχόταν η εποχή, θες απ’ το καθημερινό κυνήγι της δουλειάς και τις ανάγκες της ζωής θες από κάτι αναπάντεχο, όλο υπήρχε κάποια αιτία και το ταξίδι δεν γινόταν.

– Θα πάω του χρόνου, έλεγε, με τη βοήθεια του Θεού.

Με τούτα και με τ ’άλλα από αναβολή σε αναβολή πέρασε ο καιρός και ο Εβραίος κουρασμένος από την σκληρή δουλειά, γέροντας πια και ανήμπορος, είδε πως η ιερή υποχρέωση που είχε θα έμενε ανεκπλήρωτη. Έπεσε λοιπόν στα γόνατα και με καυτά δάκρυα προσευχήθηκε στον Θεό να τον βοηθήσει. Κι Εκείνος τον άκουσε και του έστειλε έναν άγγελο.

– Ήρθα για να σε συνοδεύσω στο ταξίδι, του είπε. Ετοίμασε αυτά που πρέπει να πάρεις μαζί σου γιατί αύριο με την αυγή αναχωρούμε. Στον δρόμο θα συναντήσουμε κι άλλους προσκυνητές, αλλά γι’ αυτούς είμαι αόρατος. Μόνο εσύ με βλέπεις και με ακούς. Αν έχεις κάτι να ρωτήσεις για το ταξίδι που σε περιμένει μπορείς να το κάνεις. Σε προειδοποιώ όμως ότι κάποια από τις απαντήσεις που θα δώσω μπορεί να γίνει αφορμή για ερώτηση, αλλιώτικη από αυτή που είχες σκοπό να κάνεις. Θα απαντήσω σε τρεις ερωτήσεις.

Η αγωνία της προσμονής για το ταξίδι κράτησε άγρυπνο τον Ιουδαίο και στο μυαλό του γύριζαν και ξαναγύριζαν τα λόγια που του είπε ο άγγελος. Την επόμενη ημέρα πριν ξεκινήσουν ρώτησε.

– Ποιον δρόμο πρέπει να πάρουμε, για να φθάσουμε σύντομα στα Ιεροσόλυμα;

– Ο συντομότερος δρόμος δεν είναι και ο πιο ασφαλής κι ο ασφαλέστερος δεν είναι ο πιο σύντομος, είπε ο άγγελος, και κάθε βήμα σου επηρεάζεται από τα βήματα που έχεις κάνει εσύ και οι άλλοι και επηρεάζει τα επόμενα, τα δικά σου και των άλλων. Στο ταξίδι κάθε στιγμή και κάθε σημείο είναι αρχή σε νέους δρόμους που όλοι οδηγούν στα Ιεροσόλυμα. Οι δρόμοι αυτοί είναι αμέτρητοι, αλλά ένας είναι αυτός που θα βαδίσεις. Αν σου τον φανερώσω, έχεις δύο επιλογές: Να δεχτείς τον λόγο μου ή να τον απορρίψεις. Στην πρώτη περίπτωση δεν θα ωφεληθείς σε κάτι, αφού αυτό που σου φανέρωσα ήταν και η δική σου επιλογή. Στην δεύτερη περίπτωση αρνείσαι την πρόβλεψή μου αλλά κάνεις πάλι αυτό που εσύ αποφασίζεις. Η ερώτησή σου όμως σημαίνει πως πιστεύεις ότι γνωρίζω αυτό που πρόκειται να γίνει. Επομένως, η άρνηση της υπόδειξής μου δεν έχει νόημα. Και στις δύο περιπτώσεις ο δρόμος που θα ακολουθήσεις είναι ένας και μοναδικός. Σου απομένουν δύο ακόμα ερωτήσεις.

Βάδιζαν δίχως διακοπή από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση. Μπροστά πήγαινε με τα πόδια ο οδηγός και ακολουθούσε ο Εβραίος καβάλα στο γαϊδούρι του. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας ο Ιουδαίος ένιωσε κουρασμένος και βλέποντας στην άκρη του δρόμου μια συκιά ζήτησε από τον άγγελο να σταματήσουν για λίγο στη σκιά της. Εκεί τον πήρε ο ύπνος και είδε όνειρο, πως τάχα πέθανε προτού να φτάσει στον σκοπό του. Ταραγμένος πετάχτηκε πάνω και ρώτησε:

-Θα ζήσω για να πάω στα Ιεροσόλυμα;

-Κάθε ταξίδι έχει αρχή και έναν προορισμό, είπε ο άγγελος. Αν σου απαντήσω ότι δεν θα ζήσεις για να δεις τα Ιεροσόλυμα, η ετοιμασία για το ταξίδι θα ήταν περιττή. Αν σε βεβαιώσω πως θα ζήσεις για να πραγματοποιήσεις την επιθυμία σου, σε καθησυχάζω από τους φόβους σου για το αν, αλλά δεν απαλλάσσεσαι από τις αμφιβολίες για το πότε και πώς. Η απάντησή μου είναι τούτη: Αν πρόκειται να φθάσεις, ο χρόνος σου είναι αρκετός. Αν όχι, δεν θα το μάθεις, διότι δεν ξέρεις πού θα σε βρει ο θάνατος και πότε. Σου μένει μία ερώτηση, η τελευταία.

Συλλογισμένος από τη μορφή των απαντήσεων ο Ιουδαίος ακολουθούσε τον οδηγό αμίλητος όταν σε κάποιο ερημικό μέρος τους επιτέθηκαν ληστές. Ο Ιουδαίος φοβήθηκε πως θα τον σκοτώσουν και προσπάθησε να ξεφύγει τρέχοντας, αλλά οι ληστές τον κυνήγησαν και όταν τον έπιασαν, τον χτύπησαν, του πήραν το ζώο κι όσα είχε μαζί του και τον παράτησαν μισόγυμνο και πληγωμένο στη μέση του δρόμου.

-Δεν με προστάτεψες ενώ μπορούσες και τώρα πρέπει να με κουβαλήσεις στην πλάτη σου, ζήτησε από τον άγγελο με φωνή που μόλις ακουγόταν και αυτός του είπε.

– Κάθε στιγμή και κάθε βήμα σου έχουν πίσω τους άλλες στιγμές και άλλα βήματα σε μιαν ακολουθία δίχως τέλος που χάνεται στο παρελθόν. Με επικρίνεις άδικα, ενώ η επιλογή του χρόνου και του δρόμου για το ταξίδι ήταν δική σου και όφειλες να γνωρίζεις ότι η επέμβασή μου σε οποιοδήποτε σημείο θα άλλαζε την πορεία του κόσμου και πως ακόμα όσα έπραξες υπαγορεύτηκαν από τις ανάγκες σου και την τύχη. Αυτό όμως ισχύει και για εκείνους που σε λήστεψαν. Ίδιος ο άνεμος για το ελάφι και την τίγρη. Μην πετάξεις στα σκύβαλα την τελευταία σου ερώτηση προσπαθώντας να κατανοήσεις αυτό που δεν ορίζεται.

Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Ιουδαίος ένιωσε ότι πλησίαζε το τέλος του και πως ο χρόνος που του απέμενε δεν ήταν αρκετός για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Με απόγνωση, με τρόμο, με σπαραγμό αναζήτησε με το χέρι του το χέρι του αγγέλου και καθώς ξεψυχούσε έστρεψε το βλέμμα του προς αυτόν και από τον νου του η τελευταία ερώτηση σαν αστραπή έμεινε μετέωρη ανοίγοντας ρωγμές στη βεβαιότητα:

-Υπάρχει η πόλη; Υπάρχουν τα Ιεροσόλυμα;

Ο άγγελος διάβασε την αγωνία στα μάτια του Ιουδαίου που έψαχναν ακίνητα στο κενό και σκύβοντας πάνω του, του είπε:

-Όταν ξεκίνησες το ταξίδι σου αγνοούσες αυτό που δεν προσπάθησες να αλλάξεις. Όμως οι δρόμοι που οδηγούσαν στην πόλη της επιθυμίας σου άνοιγαν και έκλειναν μόνο από σένα. Θέτοντας τα ερωτήματα που έκρινες αναγκαία ίσως δεν τόλμησες να θέσεις κάποια, διότι δεν ήσουν έτοιμος να ακούσεις την απάντηση, ίσως δεν σκέφτηκες άλλα που έπρεπε, και δεν θα μάθεις αν πρέπει να μετανιώσεις για εκείνα που ρώτησες και για εκείνα που δεν ρώτησες. Τώρα πια τα Ιεροσόλυμα βρίσκονται εκεί όπου συγκλίνουν όλοι οι δρόμοι που κανείς άλλος εκτός από σένα δεν μπορούσε και ούτε πρόκειται να πάρει.

 

 

 

 

* Ο Γιώργος Καραχάλιος είναι ποιητής και καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top